Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2018

Σε συνθήκες φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού 1 στους 3 Ελληνες

ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Μπορεί στα χαρτιά η Ελλάδα να έχει αφήσει πίσω της τη δημοσιονομική κρίση, όμως μιαν άλλη, βαθύτερη και πιο επικίνδυνη, η ανθρωπιστική κρίση, φαίνεται πως έχει ριζώσει στη χώρα μας, με βαθύτατες συνέπειες στην κοινωνική συνοχή αλλά και την οικονομική ανάπτυξη. Τουλάχιστον ένας στους τρεις Ελληνες, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας (Eurostat), ζει σε συνθήκες φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, όταν σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ), κατά μέσον όρο, ένας στους πέντε Ευρωπαίους πολίτες βιώνει την ίδια κατάσταση.
Η τάση στην Ε.Ε. είναι πτωτική, όπως και στην Ελλάδα, η οποία όμως, έπειτα από 8 χρόνια κρίσης, κατατάσσεται στην τρίτη θέση, με το 34,8% του πληθυσμού της, 3.701.800 άτομα, να βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, μετά τη Βουλγαρία (38,9%) και τη Ρουμανία (35,7%). Συνολικά, εκτιμάται ότι περίπου 113 εκατομμύρια Ευρωπαίοι βρίσκονταν το 2017 σε αυτή τη δυσμενή κατάσταση, που αντιστοιχεί στο 22,5% του πληθυσμού της Ε.Ε.
Να σημειωθεί ότι τα στοιχεία που δημοσιοποιούνται, με αφορμή τη Διεθνή Ημέρα για την Εξάλειψη της Φτώχειας, αφορούν πολίτες που αντιμετωπίζουν μία ή περισσότερες από τις παρακάτω προβληματικές καταστάσεις: είτε θεωρείται φτωχός (δηλαδή έχει εισοδήματα μικρότερα του 60% του μέσου εθνικού εισοδήματος), είτε ζει σε κατάσταση ένδειας  (δηλαδή στερείται βασικά καταναλωτικά αγαθά, ή αδυνατεί να αντεπεξέλθει σε στοιχειώδεις οικονομικές υποχρεώσεις), είτε ζει σε οικογένεια αντιμέτωπη με τον κίνδυνο της ανεργίας (δηλαδή, σε οικογένεια που κανένα μέλος της δεν έχει «κανονική δουλειά»).
Ειδικά για τη χώρα μας, σύμφωνα με τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Αρχής για το 2017, ένας στους 5 Ελληνες ήταν σε κίνδυνο φτώχειας. Ο δείκτης αυτός, υποσύνολο του γενικού, αφορά πολίτες που ζουν με ατομικό εισόδημα κάτω από 4.560 ευρώ ετησίως ή 9.576 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών και ορίζεται στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οποίο εκτιμήθηκε σε 7.600 ευρώ (το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της χώρας εκτιμήθηκε σε 15.106 ευρώ). Μάλιστα, για το 2018, όπως προκύπτει από το προσχέδιο του προϋπολογισμού που κατατέθηκε τη Δευτέρα στην Κομισιόν, το υπουργείο Οικονομικών εκτιμά ότι το ποσοστό των πολιτών που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας θα μειωθεί σε 18,7% το 2018 και 18,05% το 2019.
Εκτός από το 20,2% του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας (μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις), υπάρχει ένα 21,1% που βρίσκεται σε υλική στέρηση, ενώ το 15,6% του πληθυσμού ηλικίας έως 59 ετών διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας.
Οπως επισημαίνει και η Eurostat, μεταξύ των κρατών-μελών για τα οποία υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα για το 2017, το ποσοστό κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού αυξήθηκε από το 2008 σε δέκα κράτη-μέλη, με τις μεγαλύτερες αυξήσεις να παρατηρούνται στη χώρα μας, κατά 2,8 ποσοστιαίες μονάδες, και συγκεκριμένα σε 34,8% από 28,1% δέκα χρόνια πριν. Ακολουθούν η Ολλανδία (+2,1 ποσοστιαίες μονάδες), η Κύπρος (+ 1,9 ποσοστιαία μονάδα) και η Εσθονία (+1,6 ποσοστιαία μονάδα). Αντίθετα, η μεγαλύτερη μείωση παρατηρήθηκε στην Πολωνία (από 30,5% σε 19,5% ή -11,0 ποσοστιαίες μονάδες), ακολουθούμενη από τη Ρουμανία (-8,5 ποσοστιαίες μονάδες), τη Λετονία (-6,0) και τη Βουλγαρία (-5,9 ποσοστιαίες μονάδες).
Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, ότι στην Ελλάδα, μεσούσης μάλιστα της κυβερνητικής προσπάθειας να μη μειωθούν οι συντάξεις από 1η/1/2019, ο κίνδυνος φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού είναι υψηλότερος στην περίπτωση των ατόμων που βρίσκονται σε παραγωγική ηλικία ήτοι μεταξύ 18-64 ετών, καθώς ανέρχεται σε 38,6%.
Οι ειδικοί κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, εκτιμώντας ότι τα επόμενα χρόνια η φτώχεια στη χώρα μας θα επιδεινωθεί, με άμεσα αρνητικές συνέπειες στην οικονομία όπως αδυναμία αποπληρωμής υποχρεώσεων, κίνδυνος δημοσιονομικού εκτροχιασμού, περιορισμός της ανάπτυξης, υποεπένδυση σε ανθρώπινο κεφάλαιο και διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων.

ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Μακαρόνια, όσπρια και κοτόπουλο αποτελούν τα τελευταία χρόνια για πολλά νοικοκυριά στην Ελλάδα τις αναγκαστικές επιλογές στη διατροφή τους, καθώς πρόκειται για προϊόντα που προσφέρουν ενέργεια και πρωτεΐνες, έχοντας ταυτόχρονα σχετικά χαμηλές τιμές. Τα ψάρια, το μοσχαρίσιο και το πρόβειο κρέας αποτελούν πλέον πολυτέλεια για αρκετούς, ενώ εξαιρετικά ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι οι καταναλωτές στην Ελλάδα έχουν περιορίσει την κατανάλωση ακόμη και πολύ βασικών ειδών διατροφής όπως είναι το γάλα, το γιαούρτι, το ψωμί, τα λαχανικά, τα φρούτα και το ελαιόλαδο.
Καθοριστικό ρόλο στην παραπάνω εξέλιξη διαδραμάτισε η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος, όχι μόνο λόγω των περικοπών σε μισθούς και συντάξεις και της ανεργίας, αλλά και λόγω των διαδοχικών αυξήσεων στους συντελεστές ΦΠΑ. Υπενθυμίζεται ότι στα περισσότερα τρόφιμα ο συντελεστής ΦΠΑ αυξήθηκε από 10% το 2010 σε 13% το 2011, για να φτάσει το 23% σε αρκετά το 2015 και να αυξηθεί σε 24% το 2016. Επιπλέον, σε κάποια προϊόντα επιβλήθηκε τα χρόνια αυτά και Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης (ΕΦΚ), όπως είναι για παράδειγμα ο καφές και το κρασί.
Ειδικότερα, σύμφωνα με μελέτη που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Ερευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) με αφορμή τη σημερινή Παγκόσμια Ημέρα Διατροφής, το 2017 καταγράφηκε μείωση στην αξία των αγορών τροφίμων σε σύγκριση με το 2010 κατά 21%, ενώ υπολογίζεται ότι η μείωση του όγκου αγορών στη διάρκεια αυτής της περιόδου ήταν 15%. Από τις 26 κατηγορίες τροφίμων που εξετάζονται στο πλαίσιο της μελέτης, στις 19 παρουσιάζεται μείωση της ποσότητας που αγοράστηκε το 2017 σε σχέση με το 2010, ενώ σε 20 από τις 26 κατηγορίες καταγράφεται μείωση της συνολικής αξίας αγορών το ίδιο διάστημα.
Η μεγαλύτερη αύξηση ως προς την ποσότητα καταγράφεται στα ζυμαρικά (14%), ακολουθούν τα όσπρια (10%), το κρασί (10%), το κρέας από πουλερικά και δη κοτόπουλο (9%), το ρύζι (8%), οι σοκολάτες (5%). Από την άλλη, παρατηρείται εξαιρετικά μεγάλη μείωση των ποσοτήτων που αγοράστηκαν το 2017 σε σύγκριση με το 2010 στις ακόλουθες κατηγορίες τροφίμων: φυτικό βούτυρο (48%), ζάχαρη (44%), αναψυκτικά (43%), πρόβειο κρέας (25%), βόειο κρέας (24%), τυρί (24%), νωπά φρούτα (23%), ψάρια (22%), νωπά λαχανικά (20%), καφές (19%), ελαιόλαδο (18%), ντομάτες (17%), πατάτες (16%), γάλα φρέσκο πλήρες (14%), μπίρα (4%), ψωμί (4%), γιαούρτι (2%), βούτυρο (2%) και χοιρινό κρέας (1%). Τα αυγά είναι η μόνη κατηγορία όπου δεν καταγράφεται διαφορά στην κατανάλωση.
Οπως επισημαίνει το ΙΕΛΚΑ, σημαντικό ρόλο φαίνεται ότι διαδραματίζουν και οι αλλαγές στη μέση τιμή την οποία πληρώνει ο καταναλωτής. Σε 15 από τις 26 κατηγορίες παρατηρείται μείωση της λιανικής μέσης τιμής ανά μονάδα μέτρησης το 2017 σε σύγκριση με το 2010, κάτι που εν μέρει οφείλεται σε μειώσεις τιμών στις οποίες προέβησαν βιομηχανία και λιανεμπόριο, αλλά και στη στροφή των καταναλωτών προς φθηνότερα προϊόντα.
Δεν είναι τυχαίο ότι στο ρύζι, στα ζυμαρικά και στο κοτόπουλο, προϊόντα δηλαδή των οποίων η κατανάλωση αυξήθηκε στα χρόνια της κρίσης, καταγράφεται και μείωση της μέσης τιμής αγοράς τους κατά 19%, 17% και 13% αντιστοίχως, μειώσεις που συγκαταλέγονται μεταξύ των μεγαλύτερων στα εξεταζόμενα είδη διατροφής.

Δεν υπάρχουν σχόλια: