ΣτΕ 2135/2012
Επιβολή προστίμου για μη έκδοση ΑΠΥ. Διότι, η τυχόν έλλειψη εντολής του αιτούντος για την κατάρτιση της ένδικης συμφωνίας, και η ενδεχόμενη επίσης, ως εκ τούτου, άγνοιά του για την καταβολή των σχετικών ποσών, αποτελούν υποθέσεις, που η επαλήθευσή τους θα ήταν δυνατόν, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, να επηρεάζει τη στοιχειοθέτηση των επίδικων παραβάσεων. Γιατί η υποχρέωση εκδόσεως αποδείξεως παροχής υπηρεσιών από επαγγελματία, προϋποθέτει συναλλαγή την οποία - αυτοπροσώπως ή δι’ αντιπροσώπου, αμέσως ή εμμέσως - έχει, πάντως, κατά βάση επιδιώξει ο ίδιος.
Επιβολή προστίμου για μη έκδοση ΑΠΥ . Διότι, η τυχόν έλλειψη εντολής του αιτούντος για την κατάρτιση της ένδικης συμφωνίας, και η ενδεχόμενη επίσης, ως εκ τούτου, άγνοιά του για την καταβολή των σχετικών ποσών, αποτελούν υποθέσεις, που η επαλήθευσή τους θα ήταν δυνατόν, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, να επηρεάζει τη στοιχειοθέτηση των επίδικων παραβάσεων. Γιατί η υποχρέωση εκδόσεως αποδείξεως παροχής υπηρεσιών από επαγγελματία, προϋποθέτει συναλλαγή την οποία - αυτοπροσώπως ή δι’ αντιπροσώπου, αμέσως ή εμμέσως - έχει, πάντως, κατά βάση επιδιώξει ο ίδιος.
ΣτΕ 2135/2012
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 27 Οκτωβρίου 2010 με την εξής σύνθεση: Δ. Κωστόπουλος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Ι. Γράβαρης, Β. Καλαντζή, Σύμβουλοι, Ι. Σύμπλης, Π. Γρουμπού, Πάρεδροι. Γραμματέας η Κ. Κεχρολόγου.
Για να δικάσει την από 18 Σεπτεμβρίου 2007 αίτηση: του ......................................................, κατοίκου ...................), ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο ........................, που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Αθανάσιο Τσιοκάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθούν οι υπ’ αριθμ. 3260/2006 και 3961/2005 αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Ι. Γράβαρη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την κρινόμενη αίτηση έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθ. 2936321- 3/2007, σειράς Α΄, ειδικά γραμμάτια παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται, παραδεκτώς, η αναίρεση των 3260/2006 και 3961/2005 αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών (η πρώτη οριστική, η δεύτερη προδικαστική με οριστικές διατάξεις), καθ’ ο μέρος απορρίφθηκε με αυτές έφεση του αιτούντος κατά της 11374/2002 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε γίνει εν μέρει δεκτή προσφυγή του αναιρεσείοντος κατά της 187/1999 πράξης του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΙΓ΄ Αθηνών, με την οποία του είχαν επιβληθεί πρόστιμα για παραβάσεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων.
3. Επειδή, τόσο πρωτοδίκως όσο και με την έφεσή του ο αναιρεσείων προέβαλε, μεταξύ άλλων, ότι η πράξη επιβολής του προστίμου ήταν νομικώς πλημμελής γιατί η έκθεση ελέγχου που την συνόδευε «δεν αναφέρει την ημερομηνία διενέργειας του ελέγχου ούτε φέρει ημερομηνία σύνταξης». Με οριστική διάταξη της αναιρεσιβαλλομένης ως άνω 3961/2005 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε «ως αβάσιμος και κατά τα δύο σκέλη του», με την αιτιολογία ότι η εν λόγω έκθεση ελέγχου «αφενός [μεν] φέρει ημερομηνία συντάξεως, η οποία είναι η 31.8.1999», αφετέρου δε «από το περιεχόμενό της προκύπτει» ότι ο έλεγχος, ο οποίος διενεργήθηκε από ειδικό συνεργείο, «άρχισε μετά την έκδοση από τον Προϊστάμενο του εν λόγω συνεργείου της 2/29.1.1998 εντολής ελέγχου, με την κοινοποίηση στον εκκαλούντα [και ήδη αναιρεσείοντα], στις 11.3.1998, της εντολής αυτής και της Α 821/18.2.1998 προσκλήσεως [να θέσει στη διάθεση του ελέγχου μέσα σε πέντε ημέρες κάθε σχετικό στοιχείο]», συνεχίστηκε με την κοινοποίηση στον αιτούντα, στις 13.4 και στις 11.12.1998, και άλλων σχετικών προσκλήσεων και τη συγκέντρωση εν συνεχεία των βιβλίων και των εν γένει «απαραίτητων για τη διενέργεια [του ελέγχου] στοιχείων» «- η οποία συγκέντρωση ολοκληρώθηκε με την πάροδο της προθεσμίας των πέντε ημερών από την κοινοποίηση, την 11.12.1998, της τελευταίας προσκλήσεως- περαιτέρω δε συνεχίστηκε (ο έλεγχος) με την επεξεργασία των εν λόγω βιβλίων και στοιχείων και έληξε την 31.8.1999, με τη σύνταξη της εκθέσεως ελέγχου.». Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η πιο πάνω αιτιολογία «δεν είναι ορθή, γιατί από το σώμα της έκθεσης ελέγχου δεν προκύπτει ούτε η ημερομηνία συντάξεως, ούτε ο χρόνος διενέργειας του ελέγχου, που συμπερασματικώς ευρίσκει το Διοικητικό Εφετείο.». Ο λόγος όμως αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθώς αμφισβητεί ευθέως, κατ’ επίκληση μη διαδικαστικού εγγράφου, την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου κατά την οποία η έκθεση ελέγχου περιείχε τα πιο πάνω στοιχεία (ημερομηνία συντάξεως και χρόνο ελέγχου).
4. Επειδή, στον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Π.Δ. 186/1992, Α΄84), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι οι «επιτηδευματίες», στους οποίους καταλέγονται και όσοι ασκούν ελευθέριο επάγγελμα, εκδίδουν τα προβλεπόμενα στον Κώδικα φορολογικά στοιχεία (άρθρο 2 παρ. 1) ότι οι επιτηδευματίες που τηρούν βιβλία δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας υποχρεούνται για κάθε παροχή υπηρεσίας προς το κοινό να εκδίδουν απόδειξη παροχής υπηρεσιών (άρθρο 13 παρ. 1) και ότι οι επιτηδευματίες που ασκούν ελευθέριο επάγγελμα κατά το άρθρο 45 του ν.δ. 3323/1955, μεταξύ των οποίων οι «καλλιτέχνες κέντρων διασκέδασης», εκδίδουν την πιο πάνω απόδειξη κατά την είσπραξη της αμοιβής τους και αναγράφουν σ’ αυτήν τα στοιχεία του πελάτη και το ποσό της αμοιβής (άρθρο 13 παρ. 2 και 3). Εξ άλλου, σύμφωνα με τα άρθρα 32-34 του ίδιου Κώδικα, για κάθε παράβαση των διατάξεών του -και τέτοια είναι κάθε παράλειψη εκδόσεως αποδείξεως παροχής υπηρεσιών- επιβάλλεται πρόστιμο με πράξη της αρμόδιας φορολογικής αρχής που συνοδεύεται από σχετική έκθεση ελέγχου όταν δε η παράβαση συνίσταται σε μη έκδοση ή ανακριβή έκδοση στοιχείου, που είχε ως αποτέλεσμα την απόκρυψη συναλλαγής, το επιβαλλόμενο πρόστιμο ορίζεται, υπό προϋποθέσεις, ισόποσο της αξίας της συναλλαγής αυτής.
5. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις, ο αναιρεσείων, «καλλιτέχνης κέντρων διασκεδάσεως (ερμηνευτής τραγουδιών)», έχοντας «έδρα» στην Αθήνα................. και τηρώντας βιβλία δεύτερης κατηγορίας, απασχολήθηκε σε νυχτερινά κέντρα της πρωτεύουσας, της επαρχίας και του εξωτερικού, άλλοτε ως ελεύθερος επαγγελματίας και άλλοτε ως μισθωτός. Από φορολογικό έλεγχο που διενεργήθηκε για τη διαχειριστική περίοδο 1.1 - 31.12.1995 προέκυψε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις είχε εισπράξει αμοιβές χωρίς να εκδώσει αποδείξεις παροχής υπηρεσιών, ως εκ τούτου δε η φορολογική αρχή, με την επίδικη πράξη επέβαλε εις βάρος του πρόστιμα για παράβαση των ως άνω διατάξεων. Ειδικότερα, διαπιστώθηκε, μεταξύ άλλων, ότι στις 19.5.1995 υπογράφηκε ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ της τότε συζύγου τού αιτούντος ................................................., που «ενεργούσε για λογαριασμό του, με βάση το 29037/23.9.1994 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών ...............................» και του ........................, ο οποίος ενεργούσε για λογαριασμό της γερμανικής εταιρείας «................. ....................................................................», για εμφανίσεις του αναιρεσείοντος στις 17 και 18.6.1995 στο κέντρο διασκέδασης «..................................» έναντι αμοιβής 110.000 μάρκων (17.500.000 δραχμών). Η καταβολή των χρημάτων αυτών προέκυπτε, κατά τον έλεγχο, ότι έγινε σε δύο δόσεις, «ήτοι στις 19.5.1995 με την υπογραφή του ιδιωτικού συμφωνητικού το 1/3 της συνολικής αμοιβής που αντιστοιχεί στο ποσό των 36.000 μάρκων (5.800.000 δρχ.), το δε υπόλοιπο ποσό των 73.600 μάρκων (11.700.000 δρχ.), που αποτελεί τα 2/3 της αμοιβής, κατετέθη στις 7.6.1995 στο λογαριασμό .................. της .............................., που τηρούσε η προαναφερθείσα σύζυγος του [αναιρεσείοντος]». Περαιτέρω, -κατά τον έλεγχο πάντοτε- σε «σημείωμα με ημερομηνία 30.1.1996 της ................................................... και των μελών της οικογενείας της προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών κατά του [αιτούντος], η ..................... ...................... παραδέχεται την καταβολή χρημάτων της γερμανικής εταιρείας και συγκεκριμένα ότι έλαβε στις 19.5.1995 το ποσό των 5.800.000 δρχ. και στις 7.6.1995 το υπόλοιπο ποσό της αμοιβής.». Εξ άλλου, σύμφωνα με δύο ένορκες βεβαιώσεις, του .............................................., συνεργάτη του αιτούντος, και του ..................., οδηγού τής ................................................, η τελευταία «έκανε όλες τις διαπραγματεύσεις για τις εμφανίσεις του τραγουδιστή κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους (1991-1995) και εκείνη εισέπραττε τα χρήματα από τους επιχειρηματίες των κέντρων διασκέδασης.».
Κατόπιν αυτών, και με δεδομένο ότι «για την πιο πάνω συνολική αμοιβή των 17.500.000 δρχ. (5.800.000 + 11.700.000)» ο αιτών «δεν εξέδωσε απόδειξη παροχής υπηρεσιών ούτε την καταχώρησε στα βιβλία του», επεβλήθη εις βάρος του με την επίδικη πράξη «συνολικό πρόστιμο 17.500.000 δρχ. (ήτοι 1 Χ 5.800.000 δρχ. και 1 Χ 11.700.000 δρχ.) για παράβαση των πιο πάνω διατάξεων.
6. Επειδή, σχετικά με τη διάπραξη από τον αιτούντα των παραβάσεων που του αποδόθηκαν ως άνω (αμοιβές χωρίς απόδειξη), το διοικητικό εφετείο, αφού συμπληρώθηκε ο φάκελος με στοιχεία που είχε ζητήσει με την ανωτέρω προδικαστική απόφαση (το πληρεξούσιο, το συμφωνητικό και οι μαρτυρικές βεβαιώσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 4), δέχθηκε με την οριστική αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του τα εξής: «Σχετικά με την ένδικη παράβαση λαμβάνονται υπόψη τα εξής:
1) Στις 19.5.1995 υπογράφηκε ιδιωτικό συμφωνητικό, μεταξύ του ......................, ο οποίος ενεργούσε για λογαριασμό της γερμανικής εταιρείας με την επωνυμία «................... ..........................................» που εδρεύει στο ........ Δυτικής Γερμανίας και της .......................... .................... -τότε συζύγου του εκκαλούντος [και ήδη αναιρεσείοντος]- η οποία ενεργούσε για λογαριασμό του με βάση το προαναφερόμενο πληρεξούσιο, για εμφανίσεις του εκκαλούντος τραγουδιστή στις 17 και 18.6.1995 στο κέντρο διασκέδασης «....................» έναντι αμοιβής 110.000 μάρκων (17.500.000 δρχ.). β) Ότι η καταβολή των χρημάτων αυτών, όπως προκύπτει από το ανωτέρω συμφωνητικό, αλλά και από το σημείωμα με ημερομηνία 26.1.1996 της ανωτέρω γερμανικής εταιρείας προς το Πρωτοδικείο Αθηνών κατά του εκκαλούντος και της συζύγου του (βλ. σχετικώς και έκθεση ελέγχου σελ. 7) έγινε σε δύο δόσεις, ήτοι στις 19.5.1995 με την υπογραφή του ιδιωτικού συμφωνητικού το 1/3 της συνολικής αμοιβής που αντιστοιχεί στο ποσό των 36.000 μάρκων (5.800.000 δρχ.), το δε υπόλοιπο ποσό των 73.600 μάρκων (11.700.000 δρχ.), που αποτελεί τα 2/3 της αμοιβής κατετέθη στις 7.6.1995, στο λογαριασμό ............... της .............. Γενεύης που τηρούσε η προαναφερθείσα σύζυγος του εκκαλούντος. γ) Ότι επιβεβαιώνεται η ανωτέρω καταβολή των χρημάτων από το σημείωμα με ημερομηνία 30.1.1996 της .................... ..................... και των μελών της οικογενείας της προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών κατά του εκκαλούντος, όπου η ..................................... παραδέχεται την καταβολή των χρημάτων της γερμανικής εταιρείας και συγκεκριμένα ότι στις 19.5.1995 καταβλήθηκε το ποσό των 5.800.000 δρχ. και στις 7.6.1995 καταβλήθηκε το υπόλοιπο ποσό της αμοιβής (βλ. σχετικώς έκθεση ελέγχου σελ. 14 και 15). δ) Ότι από την 2153/30.1.1996 ένορκη κατάθεση στο Ειρηνοδικείο Αθηνών του ..........................., ο οποίος συνεργάζεται με τον εκκαλούντα ως ηλεκτρονικός και την 2152/30.1.1996 ένορκη κατάθεση στο Ειρηνοδικείο Αθηνών του ................ ......, οδηγού της ..............................................., προκύπτει ότι όλες τις διαπραγματεύσεις για τις εμφανίσεις του τραγουδιστή τις έκανε η πρώην σύζυγός του και ότι εκείνη εισέπραττε τα χρήματα από τους επιχειρηματίες των κέντρων διασκέδασης, μεταξύ των οποίων και η είσπραξη της αμοιβής, των 17.500.000 δρχ. (1/3 κατά την υπογραφή της συμφωνίας και τα υπόλοιπα κατετέθησαν σε τραπεζικό λογαριασμό), από την πιο πάνω γερμανική εταιρεία. ε) Ότι ο εκκαλών δεν καταχώρησε τη συναλλαγή αυτή στα βιβλία του, ούτε φορολογήθηκε γι’ αυτήν.» «Είναι δε αδιάφορο από φορολογικής απόψεως» -συνεχίζει το εφετείο- «αν η τότε σύζυγός του υπέγραψε την πιο πάνω συμφωνία καθ’ υπέρβαση της πληρεξουσιότητας που της είχε δοθεί, καθώς και το γεγονός αν του απέδωσε ή όχι τα χρήματα, τα οποία εισέπραξε για λογαριασμό του, καθώς αυτό αφορά τις μεταξύ τους σχέσεις.». «Εν όψει αυτών» -καταλήγει η αναιρεσιβαλλομένη- και δεδομένου ότι το πιο πάνω συνολικό ποσό των 17.500.000 δρχ. (5.800.000 + 11.700.000) κατεβλήθη στον εκκαλούντα τραγουδιστή ως αμοιβή από την πιο πάνω γερμανική εταιρεία, για εμφανίσεις του στο κέντρο διασκεδάσεως «...................................», το Δικαστήριο κρίνει ότι στοιχειοθετείται η παράβαση της μη έκδοσης αποδείξεως παροχής υπηρεσιών, κατά την είσπραξη της ανωτέρω αμοιβής [και] περαιτέρω, [ότι] ορθά επιβλήθηκε σε βάρος του ισόποσο πρόστιμο δεδομένου ότι έχει ως αποτέλεσμα την απόκρυψη της συναλλαγής αυτής». Με τις σκέψεις αυτές απορρίφθηκε, ως προς το πιο πάνω κεφάλαιο, η έφεση του αιτούντος κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε, αντιστοίχως, απορριφθεί η προσφυγή του.
7. Επειδή, η ανωτέρω κρίση του διοικητικού εφετείου κατά την οποία ο αιτών διέπραξε τις επίδικες παραβάσεις παραλείποντας να εκδώσει αποδείξεις για τα πιο πάνω ποσά, βασίσθηκε, κατά τα προεκτεθέντα, στην παραδοχή ότι τα ποσά αυτά αποτελούσαν αμοιβές του για τις συγκεκριμένες εμφανίσεις του στη Γερμανία και ότι οι αμοιβές αυτές είχαν συμφωνηθεί και εισπραχθεί για λογαριασμό του από την τότε σύζυγό του ............................................., η οποία διαχειριζόταν γενικώς την περίοδο εκείνη τις σχετικές υποθέσεις του. Για το εάν, εξ άλλου, η τελευταία ήταν εξουσιοδοτημένη προς τούτο, το δικαστήριο μνημονεύει μεν το ανωτέρω συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, το οποίο μάλιστα ζήτησε με την προδικαστική του απόφαση και του προσκομίσθηκε, περαιτέρω όμως, χωρίς να αναφερθεί στο περιεχόμενο του πληρεξουσίου αυτού, υπαινίσσεται, όπως προελέχθη, ότι η ........................................... είναι ενδεχόμενο να «υπέγραψε την [ένδικη] συμφωνία καθ’ υπέρβαση της πληρεξουσιότητας που της είχε δοθεί» και να μην απέδωσε στον αιτούντα τα χρήματα που εισέπραξε για λογαριασμό του. Θεωρώντας δε τα ζητήματα αυτά «αδιάφορα από φορολογικής απόψεως», προχώρησε στην κρίση του περί στοιχειοθετήσεως των επίδικων παραβάσεων. Το ζήτημα όμως εάν και κατά πόσον η πιο πάνω σύζυγος του αναιρεσείοντος ήταν πράγματι εξουσιοδοτημένη από αυτόν να προβεί για λογαριασμό του στη συγκεκριμένη συναλλαγή, δεν ήταν, όπως υπέλαβε το εφετείο, «αδιάφορο» εν προκειμένω. Διότι, η τυχόν έλλειψη εντολής του αιτούντος για την κατάρτιση της ένδικης συμφωνίας, και η ενδεχόμενη επίσης, ως εκ τούτου, άγνοιά του για την καταβολή των σχετικών ποσών, αποτελούν υποθέσεις, που η επαλήθευσή τους θα ήταν δυνατόν, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, να επηρεάζει τη στοιχειοθέτηση των επίδικων παραβάσεων. Γιατί η υποχρέωση εκδόσεως αποδείξεως παροχής υπηρεσιών από επαγγελματία, προϋποθέτει συναλλαγή την οποία - αυτοπροσώπως ή δι’ αντιπροσώπου, αμέσως ή εμμέσως - έχει, πάντως, κατά βάση επιδιώξει ο ίδιος. Υπό τα δεδομένα, συνεπώς, αυτά, η προσβαλλόμενη απόφαση παρίσταται πλημμελώς αιτιολογημένη, και για το λόγο αυτό, ο οποίος βασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, πρέπει, κατά το πιο πάνω μέρος, να αναιρεθεί, παρέλκει δε, κατόπιν αυτού, η έρευνα άλλου λόγου αναιρέσεως, στρεφομένου κατά του αυτού μέρους. Μειοψήφησε η Σύμβουλος Β. Καλαντζή, κατά τη γνώμη της οποίας η πιο πάνω κρίση του διοικητικού εφετείου είναι προσηκόντως αιτιολογημένη και ο περί του αντιθέτου λόγος αναιρέσεως θα έπρεπε να απορριφθεί. Διότι, εφ’ όσον το δικαστήριο δέχθηκε τεκμηριωμένα, κατά τ’ ανωτέρω, ότι η ................ κατάρτισε την ένδικη συμφωνία και εισέπραξε τη σχετική αμοιβή για λογαριασμό του αιτούντος και με βάση, πάντως, σχετική εξουσιοδότησή του, περαιτέρω ειδικότερες πλημμέλειες ως προς τη συγκεκριμένη χρήση της εν λόγω εξουσιοδότησης ήταν πράγματι, όπως ορθά έκρινε το εφετείο, αδιάφορες εν προκειμένω. Διότι, αφού ο αιτών παρέσχε, πάντως, όπως δεν αμφισβητείται, τις συγκεκριμένες υπηρεσίες βάσει συμφωνίας που υπέγραψε εξουσιοδοτημένο από αυτόν πρόσωπο, όφειλε κατά νόμον για τις εισπραχθείσες εντεύθεν αμοιβές να έχει εκδώσει αποδείξεις.
8. Επειδή, αυτοτελείς λόγοι αναιρέσεως που περιέχονται στο υπόμνημα που κατέθεσε ο αιτών μετά τη συζήτηση της υποθέσεως, μέσα στην προθεσμία που έλαβε σχετικά, και με το οποίο (υπόμνημα) ήταν επιτρεπτή μόνον η ανάπτυξη των ήδη προβληθέντων λόγων, είναι, προεχόντως γι’ αυτό, απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.
9. Επειδή, κατόπιν αυτών, και δεδομένου ότι δεν προβάλλεται άλλος λόγος αναιρέσεως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή κατά το μέρος που αναφέρεται στη σκέψη 7, να αναιρεθεί αντιστοίχως η προσβαλλόμενη ως άνω απόφαση, να παραπεμφθεί, κατά το αναιρούμενο μέρος, η υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση, καθώς χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, και να απορριφθεί η αίτηση κατά τα λοιπά.
Διά ταύτα
Δέχεται εν μέρει την αίτηση.
Αναιρεί εν μέρει την 3260/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, στο οποίο και παραπέμπει, κατά το αναιρούμενο μέρος, την υπόθεση, σύμφωνα με το σκεπτικό.
Απορρίπτει την αίτηση κατά τα λοιπά.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου και
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 2011
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας Δ. Κωστόπουλος Κ. Κεχρολόγου και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 7ης Ιουνίου 2012.
Ο Πρόεδρος του Β` Τμήματος Η Γραμματέας Φ. Αρναούτογλου Α. Ζυγουρίτσα Α.Σ.