ΣτΕ 1867/2016
Ως τεχνικό έργο για την κατασκευή του οποίου απαιτείται οικοδομική άδεια νοούνται και τα κτίσματα από κόντρα πλακέ ή λαμαρίνα, η κολώνα στήριξης καλωδίων, και η υπέργεια δεξαμενή πετρελαίου, διότι ανεξαρτήτως του ότι δεν έχουν θεμελίωση, είναι πακτωμένα στο έδαφος και δεδομένου του όγκου, του βάρους και των υλικών τους προσιδιάζουν προς την έννοια της κατασκευής που βρίσκεται σε ακινησία.
Περίληψη
Ως τεχνικό έργο για την κατασκευή του οποίου απαιτείται οικοδομική άδεια νοούνται και τα κτίσματα από κόντρα πλακέ ή λαμαρίνα, η κολώνα στήριξης καλωδίων, και η υπέργεια δεξαμενή πετρελαίου, διότι ανεξαρτήτως του ότι δεν έχουν θεμελίωση, είναι πακτωμένα στο έδαφος και δεδομένου του όγκου, του βάρους και των υλικών τους προσιδιάζουν προς την έννοια της κατασκευής που βρίσκεται σε ακινησία. Εν προκειμένω το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο έκρινε, καθʼ ερμηνεία του άρθρου 22 του ΓΟΚ 1985 και με παραπομπή στις αποφάσεις 6329/1996 και 28/1982 του Συμβουλίου της Επικρατείας, ότι στις δομικές κατασκευές για τις οποίες απαιτείται άδεια περιλαμβάνονται και οι προσωρινοί χώροι αποθήκευσης υλικών ή αποδυτηρίων και ενδιαίτησης ατόμων, ανεξάρτητα αν είναι πακτωμένοι στο έδαφος ή μπορεί να μετακινηθούν καθώς και κάθε άλλη εγκατάσταση όπως αντλίες ή δεξαμενές καυσίμων.
ΣτΕ 1867/2016
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Ε΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 29 Ιανουαρίου 2014, με την εξής σύνθεση: Ν. Ρόζος, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Μ. Γκορτζολίδου, Θ. Αραβάνης, Σύμβουλοι, Δ. Βασιλειάδης, Ελ. Μουργιά, Πάρεδροι. Γραμματέας η Π. Μερτζανάκη, Γραμματέας του Ε΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 3 Αυγούστου 2012 έφεση:
της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,» και το διακριτικό τίτλο «,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,.», που εδρεύει στην Ανθούσα Αττικής (……… …), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Αλέξανδρο Αλεξανδρόπουλο (Α.Μ. ……), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Δήμου Μοσχάτου - Ταύρου Αττικής, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο ,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,, που τον διόρισε με πληρεξούσιο, και κατά της υπ' αριθμ. 1434/2011 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά.
Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Δ. Βασιλειάδη.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης έφεσης καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (ειδικά έντυπα παραβόλου 3371980-82/2012 σειράς Α΄). Το αχρεωστήτως καταβληθέν επιπλέον παράβολο πρέπει να επιστραφεί στην εκκαλούσα ανεξάρτητα από την έκβαση της δίκης (ειδικά έντυπα παραβόλου 3371983 και 3371960/2012 σειράς Α΄).
2. Επειδή, με την έφεση αυτή ζητείται η εξαφάνιση της απόφασης 1434/2011 του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με την οποία έγινε μερικώς μόνον δεκτή αίτηση ακυρώσεως της εκκαλούσας εταιρείας και ακυρώθηκε εν μέρει η 266/13.2.2009 απόφαση της Επιτροπής της παρ. 4 του άρθρου 4 του π.δ. 267/1998 (Επιτροπής Εκδίκασης Ενστάσεων Αυθαιρέτων) ως προς το κεφάλαιο προσδιορισμού προστίμων ανέγερσης και διατήρησης διαφόρων κατασκευών (κλειστών χώρων τύπου «ISOBOX», στεγάστρων, εμπορευματοκιβωτίων αποθήκευσης υλικών, αντλίας καυσίμων, δεξαμενής καυσίμων κ.ά.) σε ακίνητο επί της ……… στο Μοσχάτο, οι οποίες χαρακτηρίσθηκαν ως αυθαίρετες και κατεδαφιστέες με την 47/13.10.2008 έκθεση αυτοψίας υπαλλήλων του Γραφείου Πολεοδομίας του Δήμου Μοσχάτου Ν. Αττικής.
3. Επειδή, με την παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 70 αυτού, άρχισε να ισχύει από 1.1.2011 προστέθηκε στην παρ. 1 του άρθρου 58 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) το εξής εδάφιο: «Η έφεση επιτρέπεται, μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο σχετικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου». Κατά την έννοια του ανωτέρω εδαφίου, η άσκηση έφεσης επιτρέπεται μόνον υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στη διάταξη αυτή, ως ισχυρισμοί δε, η προβολή των οποίων απαιτείται επί ποινή απαραδέκτου, νοούνται εκείνοι που αναφέρονται με τρόπο συγκεκριμένο σε κριθέν νομικό ζήτημα, αναγόμενο στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν από την εκκαλουμένη απόφαση και η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για την διάγνωση της υπόθεσης και όχι απλώς στην ορθή ή μη υπαγωγή πραγματικών περιστατικών σε εφαρμοσθέντα κανόνα δικαίου (πρβλ. ΣτΕ 2890/2014, ΣτΕ 2155/2014, ΣτΕ 4482/2013, ΣτΕ 3371/2013 και σε Συμβούλιο ΣτΕ 2646/2013, ΣτΕ 1278/2013, ΣτΕ 331/2013 κ.ά.). Περαιτέρω, για να κριθεί αν παραδεκτώς ασκείται η έφεση, ο εκκαλών πρέπει να προβάλλει απαραιτήτως με το εισαγωγικό δικόγραφο αυτοτελείς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, με τους οποίους και πρέπει να καθορίζεται ποιο είναι το επίμαχο νομικό ζήτημα που κρίθηκε, περαιτέρω δε, να επικαλείται κατά τρόπο συγκεκριμένο, σε σχέση με το ζήτημα αυτό, η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της υπόθεσης, είτε έλλειψη νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε αντίθεση της προσβαλλόμενης απόφασης προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (πρβλ. ΣτΕ σε Συμβούλιο 2646/2013, ΣτΕ 1278/2013, ΣτΕ 331/2013 κ.ά.). Στην τελευταία περίπτωση, οι αποφάσεις, προς τις οποίες προβάλλεται αντίθεση της εκκαλουμένης, πρέπει να μνημονεύονται ειδικώς (ΣτΕ 4931/2014, ΣτΕ 4588/2014). Εξάλλου, ως αντίθεση σε νομολογιακό προηγούμενο κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης δεν νοείται η αναφερόμενη σε ζητήματα αιτιολογίας συνδεόμενα με το πραγματικό της κρινόμενης υπόθεσης, αλλά εκείνη που αφορά στην ερμηνεία διάταξης νόμου ή γενικής αρχής, δυναμένης να έχει γενικότερη εφαρμογή, ανεξαρτήτως εάν αυτή η ερμηνεία διατυπώνεται στη μείζονα ή την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της εκκαλουμένης και των λοιπών αποφάσεων, προς τις οποίες προβάλλεται ότι υφίσταται αντίθεση (ΣτΕ 3578/2014 κ.ά.).
4. Επειδή, εν προκειμένω, από την εκκαλούμενη απόφαση και τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με το 70/4.9.2008 έγγραφο του Αντιδημάρχου Περιβάλλοντος του Δήμου Μοσχάτου δόθηκε εντολή στην Πολεοδομία του Δήμου να προβεί σε έλεγχο για τη διαπίστωση πιθανών πολεοδομικών παραβάσεων σε οικόπεδο της................. στη ................Σύμφωνα με το ................... έγγραφο της Δ/νσης Μεταφορών και Επικοινωνιών της Ν.Α. Αθηνών-Πειραιώς, το οποίο απευθύνεται στην εκκαλούσα και κοινοποιείται στις λοιπές αρμόδιες υπηρεσίες, διαπιστώθηκε κατόπιν αυτοψίας στις 19.9.2008 ότι σε ακίνητο επί της ...στο Δήμο Μοσχάτου υφίσταται υπαίθριος χώρος ιδιοκτησίας της ΒΙΟΤΕΡ Α.Ε. τον οποίο χρησιμοποιεί η εταιρεία ... ΑΤΕΕ για έργα της ΔΕΗ και ότι στον χώρο αυτόν υπάρχουν στοιβαγμένα καλώδια και πλάκες πεζοδρομίου, καθώς και υπέργεια δεξαμενή πετρελαίου και μονή αντλία πετρελαίου κίνησης. Με το ίδιο έγγραφο κλήθηκε η εκκαλούσα να αποξηλώσει την υπέργεια δεξαμενή και την αντλία.
Στη συνέχεια, με την 47/13.10.2008 έκθεση αυτοψίας υπαλλήλων του Γραφείου Πολεοδομίας του Δήμου Μοσχάτου χαρακτηρίσθηκαν ως αυθαίρετες και κατεδαφιστέες οι κατασκευές που φέρεται να πραγματοποιήθηκαν από την εκκαλούσα σε ακίνητο το οποίο είχε μισθώσει επί της ……… στο Μοσχάτο και συγκεκριμένα οι ακόλουθες κατασκευές: α) κλειστοί χώροι τύπου “ISOBOX” διαστάσεων περίπου 7,50Χ2,50, 8,00Χ2,50, 8,00Χ3,10 μ., β) στέγαστρα από κοιλοδοκούς 60Χ40 mm και με στέγη από λαμαρίνα, διαστάσεων περίπου (19,20Χ2,30)+(8,00Χ2,00)=60,16 τ.μ., 6,20Χ3,00=18,60 τ.μ., 8,00Χ6,00=48,00 τ.μ, 7,90Χ6,00=47,40 τ.μ, 10,00Χ3,00=30,00 τ.μ., 7,15Χ2,60=18,59 τ.μ., γ) 4 κοντέϊνερς αποθήκευσης υλικών διαστάσεων 6,00Χ2,40=14,40 τ.μ., δ) αντλία καυσίμων, ε) δεξαμενή καυσίμων κυλινδρική μήκους 5,80 και διαμέτρου 2,10 μ. περίπου. Στην ίδια έκθεση αυτοψίας αναφέρεται ακόμη ότι στον χώρο υπάρχουν μπάζα, πολλά οικοδομικά υλικά (πλάκες πεζοδρομίου, κυβόλιθοι, άμμος, καλώδια, τσιμέντο, σωλήνες κ.ά.), στύλοι ηλεκτροδότησης και λοιπά εξαρτήματα και ότι σε τμήμα του οικοπέδου που διαχωρίζεται από το υπόλοιπο με συρματόπλεγμα υπάρχει στέγαστρο (7,00+5,00)Χ2,40=14.40 τ.μ., κοντέϊνερ 6,00Χ2,40+14,40 περίπου και στ) κλειστός χώρος από λαμαρίνα, 4,00Χ2,50=10,00 τ.μ. περίπου. Επίσης, με την ανωτέρω έκθεση, σε σκαρίφημα της οποίας αποτυπώνονται οι προαναφερθείσες κατασκευές, επιβλήθηκαν σε βάρος της εκκαλούσας πρόστιμα ανέγερσης και διατήρησης αυθαιρέτων ύψους 242.060,00 ευρώ και 121.030 ευρώ, αντιστοίχως. Κατά της εν λόγω έκθεσης αυτοψίας η εκκαλούσα εταιρεία άσκησε την από 11.11.2008 ένσταση με την οποία προέβαλε ότι στην έκθεση αυτοψίας δεν προσδιορίζεται το είδος και η φύση των αυθαιρέτων κατασκευών, ότι δεν προσδιορίζονται οι ουσιαστικές πολεοδομικές παραβάσεις καθώς και η ηλικία και η ποιότητα των δήθεν αυθαιρέτων κατασκευών, ότι η έκθεση αυτοψίας είναι αόριστη, παράνομη και αναιτιολόγητη, ότι τα υλικά που αναφέρονται στην έκθεση αυτοψίας αποτελούν περιουσία της ΔΕΗ τα οποία η αιτούσα, ως ανάδοχος έργων της ΔΕΗ, υποχρεούται στο πλαίσιο των συμβατικών υποχρεώσεών της να τα διαχειρίζεται ως ξένα, ότι τα containers, τα isobox και τα υποτιθέμενα στέγαστρα δεν αποτελούν κτίσματα, κατασκευές ή εγκατάσταση κατά την έννοια του άρθρου 22 παρ. 3 και 4 του ΓΟΚ 1985 και ότι εν πάση περιπτώσει ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι για την εναπόθεση των υλικών αυτών απαιτείτο κάποια άδεια, δεν πρόκειται για πολεοδομικά αυθαίρετα αλλά ενδεχομένως για δομικά ή κτιριολογικά αυθαίρετα και τα πρόστιμα έπρεπε να υπολογισθούν με βάση το 1/5 της συμβατικής τους αξίας. Με την 266/13.2.2009 απόφαση της Επιτροπής της παρ. 4 του άρθρου 4 του π.δ. 267/1998 απορρίφθηκε η προαναφερθείσα ένσταση, με την αιτιολογία ότι δεν προσκομίσθηκαν στοιχεία νομιμότητας για τις κατασκευές που περιγράφονται στην έκθεση αυτοψίας και ως εκ τούτου αυτές είναι αυθαίρετες και έχουν τοποθετηθεί κατά παράβαση των άρθρων 8, 9 και 22 παρ. 1 και 3 του Γ.Ο.Κ. 1985. Με την ίδια απόφαση της Επιτροπής έγινε δεκτό ως προς τα επιβληθέντα πρόστιμα ότι ο υπολογισμός της συμβατικής αξίας των αυθαιρέτων παραμένει ως έχει εκτός από τα εμπορευματοκιβώτια για τα οποία κρίθηκε ότι ο υπολογισμός της συμβατικής αξίας πρέπει να γίνει με βάση το 1/3 της επιφανείας τους. Στη συνέχεια, αίτηση ακυρώσεως της εκκαλούσας κατά της προαναφερθείσας 266/13.2.2009 απόφασης της Επιτροπής έγινε εν μέρει δεκτή με την εκκαλούμενη, εν προκειμένω, 1434/2011 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς και ακυρώθηκε η απόφαση της Επιτροπής ως προς τον προσδιορισμό των προστίμων ανέγερσης και διατήρησης των αυθαιρέτων κατασκευών, ενώ απορρίφθηκε η αίτηση ακυρώσεως κατά τα λοιπά. Ειδικότερα, με την εκκαλούμενη απόφαση, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο η αιτούσα-εκκαλούσα προέβαλε κακή σύνθεση της Επιτροπής, επειδή δεν προκύπτει από την προσβληθείσα απόφασή της ο τρόπος διορισμού και η ιδιότητα των μελών της Επιτροπής, απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι κατά τον νόμο δεν απαιτείται ο τρόπος διορισμού και η ιδιότητα των μελών της επιτροπής να μνημονεύεται στην απόφαση της Επιτροπής, διότι τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από την πράξη συγκρότησης της Επιτροπής κατά της οποίας δεν προβάλλονται αιτιάσεις, ο δε λόγος ακυρώσεως, κατά τον οποίο δεν αναφέρεται αν η απόφαση της Επιτροπής είναι ομόφωνη ή αν υπάρχει μειοψηφία, απορρίφθηκε επίσης με τη σκέψη ότι κατά γενική αρχή που διέπει τη λειτουργία των συλλογικών οργάνων εφόσον δεν αναφέρεται κάτι ειδικότερο στο κείμενο της σχετικής απόφασης, δηλαδή τυχόν μειοψηφία, αυτή θεωρείται ότι ελήφθη ομοφώνως. Επίσης, με την αίτηση ακυρώσεως η αιτούσα-εκκαλούσα προέβαλε ότι η απόφαση της Επιτροπής είναι μη νομίμως και ανεπαρκώς αιτιολογημένη, διότι στην έκθεση αυτοψίας δεν αναφέρονται τα υλικά από τα οποία είναι κατασκευασμένες οι επίμαχες κατασκευές ούτε αν αυτές στηρίζονται μόνιμα στο έδαφος, αλλά ούτε και οι ουσιαστικές πολεοδομικές διατάξεις που παραβιάσθηκαν. Συναφώς, προς τα ανωτέρω, η εκκαλούσα προέβαλε ακόμη ότι για τις εν λόγω κατασκευές δεν πραγματοποιείται καμιά εργασία δόμησης, ότι δεν απαιτείται οικοδομική άδεια, διότι ορισμένες από αυτές χρησιμοποιούνται προσωρινά ως κινητά αποθηκευτικά κουτιά (isobox, containers) ενώ οι λοιπές (στέγαστρα) ως χώροι προσωρινής προστασίας ανθρώπων και υλικών από τις καιρικές συνθήκες και ότι εν πάση περιπτώσει οι κατασκευές έπρεπε να καταταγούν στην κατηγορία των δομικά ή κτιριολογικά αυθαιρέτων και τα πρόστιμα να υπολογισθούν επί βοηθητικών χώρων. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως απορρίφθηκε ως προς τις 2 πρώτες αιτιάσεις του από το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο καθʼ ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 22 του ΓΟΚ 1985 και κατʼ επίκληση σχετικής νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 6329/1996 και 28/1982), με την αιτιολογία ότι στις δομικές κατασκευές για τις οποίες απαιτείται άδεια από την πολεοδομική υπηρεσία περιλαμβάνονται και οι προσωρινοί χώροι αποθήκευσης υλικών ή αποδυτηρίων και ενδιαίτησης ατόμων, ανεξάρτητα αν είναι πακτωμένοι στο έδαφος ή αν μπορούν να μετακινηθούν, καθώς και κάθε άλλη εγκατάσταση όπως αντλίες ή δεξαμενές καυσίμων. Αντιθέτως, ως προς το κεφάλαιο των προστίμων ανέγερσης και διατήρησης αυθαιρέτων κρίθηκε από το δικάσαν ότι μολονότι στην προαναφερθείσα έκθεση αυτοψίας οι επίμαχες κατασκευές κατατάσσονται στην κατηγορία των πολεοδομικά αυθαιρέτων, από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει αν, πέραν της έλλειψης άδειας της πολεοδομικής αρχής, οι κατασκευές αυτές παραβιάζουν τους γενικούς και ειδικούς όρους δόμησης της περιοχής, δηλαδή τις οικοδομικές και ρυμοτομικές γραμμές, τον συντελεστή δόμησης, το ποσοστό κάλυψης, το επιτρεπόμενο ύψος και τις χρήσεις γης της περιοχής, ώστε να καταταγούν στην εν λόγω κατηγορία, δεν αρκεί δε, όπως δέχθηκε το δικάσαν, η μνεία στην απόφαση 266/13.2.2009 της Επιτροπής των άρθρων 8 και 9 του ΓΟΚ, διότι δεν διευκρινίζεται σε τι συνίσταται η παραβίαση των άρθρων αυτών. Με τις παραπάνω σκέψεις το δικάσαν έκρινε ότι η εν λόγω απόφαση της Επιτροπής είναι αναιτιολόγητη ως προς την κατηγορία αυθαιρέτων στην οποία κατέταξε τις επίμαχες κατασκευές για τον υπολογισμό των προστίμων, ακύρωσε την απόφαση κατά το κεφάλαιο του προσδιορισμού των προστίμων ανέγερσης και διατήρησης αυθαιρέτων και ανέπεμψε την υπόθεση στη Διοίκηση για νέα νόμιμη κρίση. Με την υπό κρίση έφεση ζητείται η εξαφάνιση της εκκαλουμένης, καθʼ ό μέρος με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε η αίτηση ακυρώσεως της εκκαλούσας.
5. Επειδή, η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε στις 24.8.2012 και ως εκ τούτου καταλαμβάνεται από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 58 παρ. 1 (εδάφιο δεύτερο) του π.δ. 18/1989, το οποίο προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 12 του ν.3900/2010. Εν προκειμένω, με την κρινόμενη έφεση και τους προβαλλόμενους πέντε λόγους εφέσεως πλήττονται οι προαναφερθείσες σκέψεις της εκκαλουμένης και προβάλλεται ότι κατʼ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και αναιτιολόγητα απορρίφθηκαν οι λόγοι ακυρώσεως από το δικάσαν και έμειναν ανεξέταστοι ορισμένοι λόγοι ακυρώσεως. Όμως, με το δικόγραφο της έφεσης ουδείς ισχυρισμός, από τους περιοριστικώς αναφερομένους στην προαναφερθείσα διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010, προβάλλεται κατʼ επίκληση των διατάξεων αυτών για το παραδεκτό συγκεκριμένου λόγου έφεσης, κατʼ ακολουθίαν δε και για το παραδεκτό της έφεσης. Με το από 3.2.2014 υπόμνημα, που κατατέθηκε μετά τη συζήτηση της υπόθεσης και εντός της χορηγηθείσης από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου προθεσμίας, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι με τον 5ο λόγο εφέσεως έχει προβληθεί ότι η κρίση της εκκαλουμένης να περιλάβει στην έννοια της δομικής κατασκευής τους προσωρινούς χώρους αποθήκευσης υλικών ή αποδυτηρίων ανεξάρτητα αν είναι πακτωμένοι στο έδαφος ή μπορούν να μετακινηθούν έρχεται σε αντίθετη με τα κριθέντα με την απόφαση 352/1987 του Αρείου Πάγου και την απόφαση 2797/2004 [ορθώς 2497/2004] του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με την ανωτέρω απόφαση του Αρείου Πάγου κρίθηκε ότι μετακινούμενο παράπηγμα από αμιαντόπλακες και πισόχαρτο στηριζόμενο σε τροχούς και χωρίς να έχει θεμελίωση στο έδαφος δεν αποτελεί κατασκευή με την έννοια του άρθρου 2 του ν. 651/1977 ούτε εργασία δόμησης με την έννοια των παρ. 1 και 2 του άρθρου 118 του ν.δ. 8/1973 (ΓΟΚ 1973), με την απόφαση δε 2497/2004 του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης κρίθηκε ότι «…Από τις διατάξεις του άρθ. 329 του ΚΒΠολΝ προκύπτει ότι οικοδομική άδεια απαιτείται γενικώς σε κάθε εργασία δομήσεως, μεταξύ δε των ανωτέρω εργασιών συμπεριλαμβάνεται και η εργασία εκσκαφής του οικοπέδου η οποία και προηγείται της ανεγέρσεως του κτίσματος ή της περιφράξεως. Περαιτέρω, από το γράμμα και το σκοπό της διατάξεως αυτής, συνάγεται ότι, στις περιπτώσεις στις οποίες η εν λόγω εκσκαφή δεν συνάπτεται με καμίας μορφής εργασία δομήσεως ή επισκευής ούτε θίγει τη δόμηση παρακείμενων οικοδομών, αλλά αφορά σε εργασία άσχετη προς τα ανωτέρω ζητήματα (δομήσεως), όπως είναι π.χ. η περίπτωση εκσκαφής και μόνο αγροτεμαχίου, τότε δεν απαιτείται άδεια της Πολεοδομικής Αρχής (οικοδομική άδεια) αλλά μόνο, η τυχόν απαιτούμενη από άλλες διατάξεις νόμων άδεια άλλων Υπηρεσιών (π.χ. της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, της Υπηρεσίας που ελέγχει τις επιπτώσεις στο περιβάλλον κ.λπ.)».
6. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ΓΟΚ 1985 (ν. 1577/1985) «[…] 17. Κτίριο είναι η κατασκευή, που αποτελείται από τεχνικά έργα και εγκαταστάσεις και προορίζεται για: α) την παραμονή ανθρώπων ή ζώων, όπως η κατοικία και ο στάβλος, β) την εκτέλεση εργασίας ή την άσκηση επαγγέλματος, όπως το κατάστημα και το εργοστάσιο, γ) την αποθήκευση ή τοποθέτηση πραγμάτων, όπως οι αποθήκες, ο χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων, το σιλό, η δεξαμενή υγρών και δ) την τοποθέτηση ή λειτουργία μηχανημάτων, όπως το αντλιοστάσιο. 18. Κατασκευή είναι κάθε τεχνικό έργο […]». Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των παρ. 1 και 3 του άρθρου 22 του ιδίου νομοθετήματος, όπως τροποποιήθηκε με τις παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 19 του ν. 2831/2000 (Α΄ 140) «1. Για την εκτέλεση οποιασδήποτε εργασίας δόμησης εντός ή εκτός οικισμού απαιτείται οικοδομική άδεια της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας. Τέτοιες εργασίες είναι ιδίως οι εκσκαφές και επιχώσεις, η εγκατάσταση ικριωμάτων, η ανέγερση, επισκευή, διαρρύθμιση και κατεδάφιση κτιρίων και των παραρτημάτων τους. Η οικοδομική άδεια κτιρίου ή εγκατάστασης θεωρείται ότι περιλαμβάνει τη διαμόρφωση του εδάφους, τις αναγκαίες εκσκαφές για τη θεμελίωση του κτιρίου ή της εγκατάστασης, καθώς και την κατασκευή περιφραγμάτων, βόθρων και υπόγειων δεξαμενών ύδατος. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 9 του άρθρου 8 του ν.1512/1985 (ΦΕΚ 4) και του άρθρου 4 του παρόντος δεν απαιτείται άδεια για εσωτερικούς χρωματισμούς ή για εξωτερικούς χρωματισμούς όταν δεν γίνεται χρήση ικριωμάτων, για μικρές εσωτερικές επισκευές ή διασκευές που δεν θίγουν τη φέρουσα κατασκευή του κτιρίου ή την εμφάνιση του, για επισκευές δαπέδου, για επισκευές, διασκευές ή συμπληρώσεις των εγκαταστάσεων και αγωγών των κτιρίων, για μικρές επισκευές θυρών, παραθύρων, στεγών δωμάτων χωρίς χρήση ικριωμάτων και γενικά για μικρές και μεμονωμένες επισκευές για λόγους χρήσης, υγιεινής και προστασίας των κτιρίων που υφίστανται νόμιμα […] 3. Κάθε κατασκευή που εκτελείται α) χωρίς την άδεια της παρ. 1 ή β) καθ` υπέρβαση της άδειας ή γ) με βάση άδεια που ανακλήθηκε ή δ) κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων είναι αυθαίρετη και υπάγεται στις σχετικές για τα αυθαίρετα διατάξεις του ν. 1337/1983 όπως ισχύουν […]». Τέλος, στο άρθρο 345 παρ. 1 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (π.δ. από 14/27.7.1999, Δ΄ 580), με το οποίο αποδίδεται η παρ.1 του άρθρου 2 του Κτιριοδομικού Κανονισμού (Υ.Α. 3046/304/3.2.1989 - Δ΄ 59) ορίζεται ότι «1. Δομικό έργο: Είναι κάθε κατασκευή που προορίζεται να χρησιμοποιείται σταθερά συνδεδεμένη με το έδαφος, ως ακίνητο εδράζεται απευθείας ή διά μέσου άλλων στοιχείων σʼ αυτό, δεν έχει δυνατότητα αυτοκίνησης και δεν μπορεί να ρυμουλκηθεί με απλό και άμεσο τρόπο. Σύμφωνα με τα παραπάνω, δομικά έργα είναι π.χ. τα κτίρια, ανεξάρτητα από τα υλικά ή τον τρόπο κατασκευής τους, οι γέφυρες, οι τοίχοι αντιστήριξης, οι περιφράξεις, οι πέργκολες, οι δεξαμενές αποθήκευσης καυσίμων υλικών ανεξάρτητα από τον τρόπο κατασκευής τους και το σκοπό που εξυπηρετούν, οι οικίσκοι που εδράζονται στο έδαφος απευθείας ή σε τροχούς κ.λ.π.».
7. Επειδή, όπως έχει κριθεί, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών ως τεχνικό έργο για την κατασκευή του οποίου απαιτείται οικοδομική άδεια νοούνται και τα κτίσματα από κόντρα πλακέ ή λαμαρίνα, η κολώνα στήριξης καλωδίων, και η υπέργεια δεξαμενή πετρελαίου, διότι ανεξαρτήτως του ότι δεν έχουν θεμελίωση, είναι πακτωμένα στο έδαφος και δεδομένου του όγκου, του βάρους και των υλικών τους προσιδιάζουν προς την έννοια της κατασκευής που βρίσκεται σε ακινησία (πρβλ. ΣτΕ 4750/2013, ΣτΕ 3581/2007, ΣτΕ 6329/1996 ΣτΕ 1770/1988, ΣτΕ 745/1983 κ.ά.). Όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενη σκέψη, εν προκειμένω το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο έκρινε, καθʼ ερμηνεία του άρθρου 22 του ΓΟΚ 1985 και με παραπομπή στις αποφάσεις 6329/1996 και 28/1982 του Συμβουλίου της Επικρατείας, ότι στις δομικές κατασκευές για τις οποίες απαιτείται άδεια περιλαμβάνονται και οι προσωρινοί χώροι αποθήκευσης υλικών ή αποδυτηρίων και ενδιαίτησης ατόμων, ανεξάρτητα αν είναι πακτωμένοι στο έδαφος ή μπορεί να μετακινηθούν καθώς και κάθε άλλη εγκατάσταση όπως αντλίες ή δεξαμενές καυσίμων. Η κρίση αυτή του δικάσαντος είναι νόμιμη, δοθέντος και ότι κατά το άρθρο 22 του ΓΟΚ 1985 κατασκευή, για την οποία απαιτείται οικοδομική άδεια, είναι κάθε κατασκευή που αποτελείται από τεχνικά έργα και εγκαταστάσεις και η οποία προορίζεται, πλην άλλων, για την παραμονή ανθρώπων ή την αποθήκευση ή την τοποθέτηση πραγμάτων (βλ. και άρθρο 2 περ. 17 του ΓΟΚ 1985). Συνεπώς, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν εν προκειμένω έχει προβληθεί, όπως απαιτείται, με το εισαγωγικό δικόγραφο της έφεσης ισχυρισμός για το παραδεκτό του συγκεκριμένου λόγου εφέσεως κατά το άρθρο 58 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν.3900/2010, πάντως, και υπό την εκδοχή ότι ο προαναφερθείς ισχυρισμός του 5ου λόγου εφέσεως έχει προβληθεί σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 58 του π.δ. 18/1989, ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι βάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Τούτο δε, διότι, η κρίση της εκκαλουμένης δεν έρχεται σε αντίθεση προς τα κριθέντα με την 352/1987 απόφαση του Αρείου Πάγου, καθώς με την τελευταία ερμηνεύθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 651/1977 και των παρ. 1 και 2 του άρθρου 118 του ν.δ. 8/1973 (ΓΟΚ 1973) και όχι του άρθρου 22 του ΓΟΚ 1985 οι οποίες ερμηνεύθηκαν με την εκκαλουμένη. Εξάλλου, ανεξαρτήτως του αν η ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 22 του ΓΟΚ 1985 από την εκκαλουμένη έρχεται ή όχι σε αντίθεση με την 2497/2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία κατά τα εκτεθέντα έκρινε επί εκσκαφών ακινήτου και όχι επί παρεμφερών με τις επίμαχες κατασκευών, εφόσον, πάντως, η ερμηνεία που προσέδωσε εν προκειμένω το δικάσαν στις κρίσιμες διατάξεις του άρθρου 22 του ΓΟΚ 1985 είναι σύμφωνη με την προπαρατεθείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεν θεμελιώνεται βάσιμος ισχυρισμός για την παραδεκτή προβολή του ανωτέρω 5ου λόγου εφέσεως, συναφώς δε και της εφέσεως. Περαιτέρω, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη σκέψη 3 απαραδέκτως προβάλλεται το πρώτον με το από προαναφερθέν από 3.2.2014 υπόμνημα της εκκαλούσας αντίθεση της εκκαλουμένης και σε άλλες αποφάσεις διοικητικών εφετείων. Υπό τα δεδομένα αυτά, και εφόσον δεν προβάλλεται βάσιμος ισχυρισμός για το παραδεκτό κάποιου λόγου εφέσεως σύμφωνα με το άρθρο 58 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
Δ ι ά τ αύ τ α
Διατάσσει την επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος παραβόλου στην εκκαλούσα, σύμφωνα με το σκεπτικό.
Απορρίπτει την έφεση.
Διατάσσει την κατάπτωση του νομίμου παραβόλου που καταβλήθηκε για την άσκηση της έφεσης και
Επιβάλλει στην εκκαλούσα εταιρεία τη δικαστική δαπάνη του Δήμου Μοσχάτου-Ταύρου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 3 Φεβρουαρίου 2014 και στις 24 Φεβρουαρίου 2015
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας και μετά την αποχώρησή της
Ν. Ρόζος Μ. Βλασερού
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 28 Σεπτεμβρίου 2016.
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Ο Γραμματέας
Ιω. Μαντζουράνης Α. Γεωργακόπουλος
https://www.taxheaven.gr