Άρειος Πάγος 20/2013
Αποχώρηση μισθωτών λόγω συμπλήρωσης των προϋποθέσεων για συνταξιοδότηση . Συγκατάθεση εργοδότη - αντιπαραβολή διατάξεων νόμου 3198/1955
Περίληψη
Μισθωτοί που συνδέονται με σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας και έχουν συμπληρώσει δεκαπενταετή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη, με την έννοια του άρθρ. 6§1 του Ν. 2112/1920 ή του Β.Δ. της 18/18-7-1920 ή το προβλεπόμενο από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό όριο ηλικίας και, αν δεν προβλέπεται αυτό, το 65° έτος της ηλικίας τους, αποχωρώντας από την εργασία τους με τη συγκατάθεση του εργοδότη, δικαιούνται το ήμισυ της οριζόμενης από τον Ν. 2112/1920 ή το ανωτέρω Β.Δ. αποζημίωσης για την περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Η αποζημίωση αυτή υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρ. 5 παρ. 1 και 2 του νόμου αυτού.
Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 8 εδ. β' και γ' του ίδιου νόμου, που προστέθηκαν με το άρθρου 8§4 του ΝΔ 3789/1957 και αντικαταστάθηκαν με το άρθρου 5§1 του Ν. 435/1976, ορίζονται τα εξής: Μισθωτοί γενικά που υπάγονται στην ασφάλιση οποιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού για τη χορήγηση σύνταξης, εφόσον συμπλήρωσαν ή συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος, μπορούν, εάν μεν έχουν την ιδιότητα του εργατοτεχνίτη να αποχωρούν από την εργασία, εάν δε έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου είτε να αποχωρούν είτε να απομακρύνονται από την εργασία από μέρους του εργοδότη τους.
Από την αντιπαραβολή των διατάξεων του άρθρου 8 του Ν. 3198/1955, η θέσπιση των οποίων αποσκοπούσε στην παροχή κινήτρων για την ανανέωση του προσωπικού των επιχειρήσεων με την έξοδο των παλαιών ή υπερηλίκων και την είσοδο νέων εργατοτεχνιτών ή υπαλλήλων, την ευρύτερη διατύπωση του δευτέρου εδαφίου και τη θέσπιση με το εδάφιο αυτό δυνατότητας λύσεως της εργασιακής σύμβασης με μονομερείς ενέργειες των συμβληθέντων (αποχώρηση εργαζομένου ή καταγγελία εργοδότη), στις οποίες ο νόμος προσδίδει τις ανωτέρω συνέπειες, συνάγονται τα ακόλουθα:
α) Η εφαρμογή του πρώτου εδαφίου της άνω διατάξεως προϋποθέτει ρητώς μισθωτούς που συνδέονται με σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας και δεν επεκτείνεται και σε εκείνους που η εργασιακή τους σχέση είναι ορισμένου χρόνου, όπως είναι και η σύμβαση των εργαζομένων, που έχουν προσχωρήσει σε κανονισμό του εργοδότη, με τον οποίο προβλέπεται η αποχώρηση από την εργασία με τη συμπλήρωση ορίου ηλικίας. Στην περίπτωση όμως που με τον κανονισμό έχει παράλληλα, προβλεφθεί δυνατότητα πρόωρης λύσεως της σύμβασης, τότε ενυπάρχει διαλυτική αίρεση, η οποία, εφόσον πληρωθεί, η σύμβαση εργασίας μεταπίπτει εξαρχής σε αόριστου χρόνου
(Ολ.ΑΠ 1110/1986).
β) Σε αντίθεση προς το δεύτερο εδάφιο, για την εφαρμογή του οποίου προσαπαιτείται η συμπλήρωση των προϋποθέσεων για λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος, το πρώτο εδάφιο δεν αξιώνει τη συνδρομή του στοιχείου αυτού.
γ) Η εφαρμογή του πρώτου εδαφίου προϋποθέτει, εκτός άλλων και τη συγκατάθεση του εργοδότη για την αποχώρηση του μισθωτού. Η συγκατάθεση (συναίνεση) αυτή πρέπει να παρέχεται πριν από την αποχώρηση του μισθωτού, δύναται δε να είναι έγγραφη ή προφορική, ρητή ή σιωπηρή, αρκεί, στην τελευταία περίπτωση, να είναι σαφής και αναμφίβολη.
Τέτοια συγκατάθεση μπορεί να προβλεφθεί και να παρασχεθεί εκ των προτέρων με τον Κανονισμό, όταν διαλαμβάνεται σε αυτόν ότι είναι υποχρεωτική για τον εργοδότη, μετά πάροδο ορισμένου χρόνου, η αποδοχή της πρόωρης παραίτησης του μισθωτού. Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης, κατά την κατάρτιση του κανονισμού, αυτοδεσμεύεται συμβατικά έκτοτε, παρέχοντας εκ των προτέρων τη συγκατάθεσή του στην παραίτηση του υπαλλήλου, οποτεδήποτε ήθελε αυτή υποβληθεί. Εξάλλου, ο αναιρετικός λόγος από το άρθρου 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ ιδρύεται αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, δηλαδή με την απόδοση στον κανόνα δικαίου έννοιας μη αληθινής ή μη αρμόζουσας ή έννοιας περιορισμένης είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΑΠ (Ολ) 7/2006).
ΑΠ 20/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο και Δημήτριο Κόμη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Δεκεμβρίου 2012, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ........................., που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο ......................
Των αναιρεσιβλήτων:
1) Η. Ζ. του Α., κατοίκου ...,
2) Ν. Γ. του Α., κατοίκου ... και
3) 3) Ε. Γ. του Α., κατοίκου ..., οι οποίοι παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θεοφάνη Αρχιμανδρίτη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-6-2008 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1369/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3290/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 5-10-2010 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 21-11-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρο 8 εδ. α' του Ν. 3198/1955, μισθωτοί που συνδέονται με σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας και έχουν συμπληρώσει δεκαπενταετή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη, με την έννοια του άρθρο 6§1 του Ν. 2112/1920 ή του Β.Δ. της 18/18-7-1920 ή το προβλεπόμενο από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό όριο ηλικίας και, αν δεν προβλέπεται αυτό, το 65° έτος της ηλικίας τους, αποχωρώντας από την εργασία τους με τη συγκατάθεση του εργοδότη, δικαιούνται το ήμισυ της οριζόμενης από τον Ν. 2112/1920 ή το ανωτέρω Β.Δ. αποζημίωσης για την περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Η αποζημίωση αυτή υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρ. 5 παρ. 1 και 2 του νόμου αυτού.
Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρο 8 εδ. β' και γ' του ίδιου νόμου, που προστέθηκαν με το άρθρο 8§4 του ΝΔ 3789/1957 και αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 5§1 του Ν. 435/1976, ορίζονται τα εξής: Μισθωτοί γενικά που υπάγονται στην ασφάλιση οποιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού για τη χορήγηση σύνταξης, εφόσον συμπλήρωσαν ή συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος, μπορούν, εάν μεν έχουν την ιδιότητα του εργατοτεχνίτη να αποχωρούν από την εργασία, εάν δε έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου είτε να αποχωρούν είτε να απομακρύνονται από την εργασία από μέρους του εργοδότη τους.
Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις, οι μεν επικουρικά ασφαλισμένοι λαμβάνουν τα 40%, οι δε μη επικουρικά ασφαλισμένοι τα 50% της αποζημίωσης, την οποία δικαιούνται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις για την περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας από μέρους του εργοδότη.
Για τη χορηγούμενη ως άνω μειωμένη αποζημίωση προς τους αποχωρούντες ή τους απομακρυνόμενους μισθωτούς εφαρμόζονται όσα ορίζονται στις διατάξεις των άρθρα 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8 και 9 του Ν. 3198/1955, καθώς και εκείνες του Ν. 2112/1920 ή του ΒΔ της 16/18-7-1920, πλην των διατάξεων που αφορούν την προειδοποίηση.
Από την αντιπαραβολή των δύο ως άνω εδαφίων του άρθρου 8 του Ν. 3198/1955, η θέσπιση των οποίων αποσκοπούσε στην παροχή κινήτρων για την ανανέωση του προσωπικού των επιχειρήσεων με την έξοδο των παλαιών ή υπερηλίκων και την είσοδο νέων εργατοτεχνιτών ή υπαλλήλων, την ευρύτερη διατύπωση του δευτέρου εδαφίου και τη θέσπιση με το εδάφιο αυτό δυνατότητας λύσεως της εργασιακής σύμβασης με μονομερείς ενέργειες των συμβληθέντων (αποχώρηση εργαζομένου ή καταγγελία εργοδότη), στις οποίες ο νόμος προσδίδει τις ανωτέρω συνέπειες, συνάγονται τα ακόλουθα:
α) Η εφαρμογή του πρώτου εδαφίου της άνω διατάξεως προϋποθέτει ρητώς μισθωτούς που συνδέονται με σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας και δεν επεκτείνεται και σε εκείνους που η εργασιακή τους σχέση είναι ορισμένου χρόνου, όπως είναι και η σύμβαση των εργαζομένων, που έχουν προσχωρήσει σε κανονισμό του εργοδότη, με τον οποίο προβλέπεται η αποχώρηση από την εργασία με τη συμπλήρωση ορίου ηλικίας. Στην περίπτωση όμως που με τον κανονισμό έχει παράλληλα, προβλεφθεί δυνατότητα πρόωρης λύσεως της σύμβασης, τότε ενυπάρχει διαλυτική αίρεση, η οποία, εφόσον πληρωθεί, η σύμβαση εργασίας μεταπίπτει εξαρχής σε αόριστου χρόνου
(Ολ.ΑΠ 1110/1986).
β) Σε αντίθεση προς το δεύτερο εδάφιο, για την εφαρμογή του οποίου προσαπαιτείται η συμπλήρωση των προϋποθέσεων για λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος, το πρώτο εδάφιο δεν αξιώνει τη συνδρομή του στοιχείου αυτού.
γ) Η εφαρμογή του πρώτου εδαφίου προϋποθέτει, εκτός άλλων και τη συγκατάθεση του εργοδότη για την αποχώρηση του μισθωτού. Η συγκατάθεση (συναίνεση) αυτή πρέπει να παρέχεται πριν από την αποχώρηση του μισθωτού, δύναται δε να είναι έγγραφη ή προφορική, ρητή ή σιωπηρή, αρκεί, στην τελευταία περίπτωση, να είναι σαφής και αναμφίβολη.
Τέτοια συγκατάθεση μπορεί να προβλεφθεί και να παρασχεθεί εκ των προτέρων με τον Κανονισμό, όταν διαλαμβάνεται σε αυτόν ότι είναι υποχρεωτική για τον εργοδότη, μετά πάροδο ορισμένου χρόνου, η αποδοχή της πρόωρης παραίτησης του μισθωτού. Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης, κατά την κατάρτιση του κανονισμού, αυτοδεσμεύεται συμβατικά έκτοτε, παρέχοντας εκ των προτέρων τη συγκατάθεσή του στην παραίτηση του υπαλλήλου, οποτεδήποτε ήθελε αυτή υποβληθεί. Εξάλλου, ο αναιρετικός λόγος από το άρθρ. 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ ιδρύεται αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, δηλαδή με την απόδοση στον κανόνα δικαίου έννοιας μη αληθινής ή μη αρμόζουσας ή έννοιας περιορισμένης είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΑΠ (Ολ) 7/2006).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: Οι ενάγοντες προσλήφθηκαν από την εναγομένη-εκκαλούσα ο πρώτος στις 15/7/1974, ο δεύτερος στις 20/6/1974 και η τρίτη στις 19/7/1976, εξελίχθηκαν μέχρι το βαθμό του Εντεταλμένου Τμηματάρχη - Προϊσταμένου οι δύο πρώτοι και το βαθμό του Τμηματάρχη η τρίτη και αποχώρησαν από την υπηρεσία τους, στις 7/5/2008 ο πρώτος, στις 19/4/2008 ο δεύτερος και στις 21/4/2008 η τρίτη, πριν από τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας τους (60ου), που προβλεπόταν από το άρθρο 19 του συμβατικής ισχύος Γενικού Κανονισμού Καταστάσεως Υπαλλήλων της εναγομένης, στον οποίο είχαν προσχωρήσει οι ενάγοντες - εφεσίβλητοι, κατά την πρόσληψή τους. Η αποχώρησή τους έγινε μετά τη συμπλήρωση υπερδεκαπενταετούς πραγματικής υπηρεσίας ήτοι 33 έτη, 9 μήνες και 22 ημέρες ο πρώτος, 33 έτη και 10 μήνες ο δεύτερος και 31 έτη, 9 μήνες και 2 ημέρες η τρίτη και κατόπιν υποβολής εκ μέρους τους των, από 15/4/2008, 7/4/2008 και από 14/4/2008, έγγραφων παραιτήσεων, αντίστοιχα, οι οποίες έγιναν αποδεκτές με τις υπ' αριθ. Π.Δ. 390/18.4.2008, Π.Δ. 291/7.4.2008 και Π.Δ. 366/17.4.2008, αντίστοιχα, πράξεις Διοικητή από το αρμόδιο όργανο της εναγομένης, σύμφωνα με τα άρθρα 16 και 18 του άνω Γενικού Κανονισμού Κατάστασης των υπαλλήλων της, δηλαδή εντός μηνός από την υποβολή των δηλώσεων παραίτησης και διαγράφηκαν από την δύναμη του προσωπικού της εναγομένης, ο πρώτος από 8/5/2008, ο δεύτερος από 20/4/2008 και η τρίτη από 21/4/2008. Οι συµβάσεις εργασίας των εναγόντων διέπονταν από τον ως άνω συµβατικής ισχύος Κανονισµό, που προέβλεπε τη λύση των συµβάσεων εργασίας των με τη συμπλήρωση ορίου ηλικίας (άρθρο 19 αυτού) και επομένως ήταν ορισµένου χρόνου. Με τον ίδιο Κανονισµό, οι όροι του οποίου αποτελούσαν και περιεχόµενο της ατοµικής σύµβασης εργασίας αυτών, προβλεπόταν και περίπτωση πρόωρης λύσης της σύµβασης µε µονοµερή δήλωση παραίτησης του µισθωτού, η αποδοχή της οποίας ορίζεται ότι είναι υποχρεωτική εντός ενός µηνός από την ηµεροµηνία, που υποβλήθηκε (άρθρο 18).
Συνεπώς, υπήρχε διαλυτική αίρεση στις ως άνω συµβάσεις εργασίας των εναγόντων, κατά τα άρθρα 669 και 202 ΑΚ, η οποία πληρώθηκε µε τις δηλώσεις παραίτησης, που υποβλήθηκαν από αυτούς και έτσι οι εργασιακές τους συµβάσεις, κατέστησαν εξ υπαρχής αορίστου χρόνου και λύθηκαν µε τη συγκατάθεση της εναγοµένης - εργοδότριας, που αποδέχθηκε τις παραιτήσεις τους, µε συνέπεια να δικαιούνται οι ενάγοντες την προβλεπόμενη από το άρθρο 8 εδάφιο α' αυτού Ν. 3198/1955 αποζηµίωση και ειδικότερα το 50% των 24 µηνιαίων µισθών, πλέον προσαύξησης 1/6 για αναλογία επιδομάτων εορτών και αδείας και αναλογία επιδόματος ισολογισμού, το οποίο χορηγείται κατ' έτος, κατά μήνα Μάρτιο, σταθερώς και ανελλιπώς, στους εργαζόμενους της εναγομένης, βάσει της Σ.Σ.Ε ΟΤΟΕ - Τραπεζών έτους 1984 (ΦΕΚ 356 Β'/5.6.1984).
Οι μηνιαίες αποδοχές των εναγόντων κατά τον τελευταίο πριν από την παραίτησή τους μήνα ανέρχονταν, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες με επίκληση από 9/2/2007, 21/9/2007 και από 13/9/2007 βεβαιώσεις της Διεύθυνσης Γενικού Λογιστηρίου της εναγομένης σε 4.862,15 ευρώ για τον πρώτο, σε 5.256,13 ευρώ για το δεύτερο και 4.354,57 ευρώ για την τρίτη. Επομένως, οι ενάγοντες, ως υπάλληλοι της εναγομένης Τράπεζας, που παραιτήθηκαν από την υπηρεσία τους, έχοντας συμπληρώσει υπερδεκαπενταετή υπηρεσία σ' αυτήν και χωρίς να έχουν συμπληρώσει το προβλεπόμενο από τις ως άνω οικείες διατάξεις του Γενικού Κανονισμού όριο ηλικίας (60ου έτους, δεδομένου ότι γεννήθηκαν, αντίστοιχα, τα έτη 1949, 1948 και 1951), γενομένων δεκτών από την εναγομένη των αιτήσεων παραίτησής τους, υπάγονταν στους μισθωτούς του εδαφίου α' του άρθρου 8 του Ν. 3198/1955, που δικαιούνταν, λόγω της αποχώρησής τους, με τη συγκατάθεση της εργοδότριάς τους, ως αποζημίωση το 50% της αποζημίωσης, που θα ελάμβαναν σε περίπτωση απροειδοποίητης καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας τους από την Τράπεζα και όχι το 40% του εδαφίου β' του ίδιου άρθρου 8 Ν. 3198/1955, λόγω του ότι συμπλήρωναν τις προϋποθέσεις λήψης πλήρους συντάξεως γήρατος και ήταν ασφαλισμένοι στο Ταµείο Συντάξεων Προσωπικού της Τράπεζας της Ελλάδος και το Μετοχικό Ταµείο Υπάλληλων της Τράπεζας αυτής και τούτο διότι, κατά την διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 του Ν. 435/1976, η οποία έχει ανάλογη εφαρµογή στην προκειμένη περίπτωση, δικαίωµα λήψεως του 50% της αποζημίωσης έχουν όσοι πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 8 εδ. α' του Ν. 3198/1955, όπως στην ένδικη περίπτωση οι ενάγοντες, ανεξαρτήτως του αν δικαιούνται πλήρους συντάξεως και είναι επικουρικώς ασφαλισμένοι, αφού η ρύθµιση του εδαφίου α' του άρθρου 8 του άνω Νόµου, του οποίου πληρούν τις προϋποθέσεις, είναι ευνοϊκότερη γι' αυτούς, εκείνης του εδαφίου β' του ιδίου άρθρου.
Συνεπώς, το συνολικό ποσό της αποζημιώσεως, που έπρεπε να λάβουν οι ενάγοντες ανερχόταν, σύµφωνα µε τα παραπάνω, για τον πρώτο ενάγοντα στο ποσό των 70.906,22 ευρώ, για το δεύτερο στο ποσό των 76.651,82 ευρώ και για την τρίτη ενάγουσα στο ποσό των 63.504,14 ευρώ. Με την κρίση του αυτή το Δικαστήριο της ουσίας δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρ. 8 παρ. 1α του Ν. 3198/1955 και 202 και 669 του ΑΚ. Ειδικότερα, η έλλειψη ανάλογης πρόβλεψης, υπό τη μορφή διαλυτικής αίρεσης, στον Κανονισμό της αναιρεσείουσας, ως προς τη δυνατότητα πρόωρης λύσης της συμβάσεως του μισθωτού και εκ μέρους της με καταγγελία, δεν επηρεάζει τη μετατροπή της σύμβασης του τελευταίου σε σύμβαση εργασίας αόριστου χρόνου στην περίπτωση που πληρωθεί η υπέρ αυτού προβλεπόμενη διαλυτική αίρεση, δηλαδή η προβλεπόμενη δυνατότητα πρόωρης λύσης της σύμβασης με παραίτησή του από την υπηρεσία με τη συγκατάθεση του εργοδότη, η συγκατάθεση δε αυτή εγκύρως παρέχεται δια της εκ των προτέρων, κατά την κατάρτιση του Κανονισμού, συμβατικής προς τούτο αυτοδέσμευσης της Τράπεζας, με συνακόλουθη συνέπεια την υποχρέωσή της να καταβάλει την αποζημίωση του άρθρ. 8 εδ. α' του Ν. 3198/1955, αφού συντρέχουν οι απαιτούμενες κατά τα άνω προϋποθέσεις, δηλαδή η ύπαρξη σύμβασης εργασίας αόριστου χρόνου και η συμπλήρωση 15ετούς τουλάχιστον υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη. Επομένως, ο από το άρθρ. 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια, ότι το Δικαστήριο παραβίασε ευθέως τις προαναφερθείσες διατάξεις, με το να δεχθεί ότι η πρόβλεψη στον Κανονισμό της αναιρεσείουσας της δυνατότητας πρόωρης λύσης της σύμβασης εργασίας με δήλωση παραίτησης του μισθωτού με τη συγκατάθεση του εργοδότη, παρεχομένη δια της εκ των προτέρων αυτοδέσμευσής του με σχετικό όρο του Κανονισμού, χωρίς να υφίσταται ανάλογου περιεχομένου πρόβλεψη και υπέρ της αναιρεσείουσας για την εκ μέρους της ελεύθερη καταγγελία της σύμβασης εργασίας, συνιστά διαλυτική αίρεση με την πλήρωση της οποίας η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου μεταπίπτει εξαρχής σε αόριστου χρόνου, είναι αβάσιμος.
Με το άρθρ. 2§2 του ΑΝ 173/1967 ορίζεται ότι στις περιπτώσεις που εργοδότης είναι το Δημόσιο ή ΝΠΔΔ ή Τράπεζες κ.λπ., η από τον Ν. 2112/1920, όπως αυτός τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα, οφειλόμενη αποζημίωση δεν μπορεί σε κάθε περίπτωση να υπερβαίνει το ποσό των 240.000 δρχ. Το ανώτατο αυτό όριο αυξήθηκε σε 600.000 δρχ. με το άρθρ. 1 του ΝΔ 207/1974, σε 1.000.000 δρχ. με το άρθρ. 24 του Ν. 1082/1980, σε 1.150.000 δρχ. με το άρθρ. 24 του Ν. 1545/1985, σε 1.500.000 δρχ. με το άρθρ. 33 του Ν. 1876/1990 και σε 15.000 ευρώ με το άρθρ. 21§13 του Ν. 3144/2003. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρ. 103§§7 και 8 του Συντ., όπως ισχύουν μετά την αναθεώρηση του έτους 2001, ο ευρύτερος δημόσιος τομέας καθορίζεται κάθε φορά από το νόμο. Από τις διατάξεις των άρθρ. 9§1 του Ν. 1232/1982, 1§6 του Ν. 1256/1982 και 51 του Ν. 1892/1990 συνάγεται ότι η αναιρεσείουσα Τράπεζα της Ελλάδος δεν περιλαμβάνεται στο δημόσιο τομέα, αφού δεν ανήκει στο νομικό πρόσωπο του Δημοσίου, στο σύνολό της ή κατά πλειοψηφία, έχει συσταθεί ως ανώνυμη εταιρεία και συνιστά από τη φύση της νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, στο οποίο το Δημόσιο και οι δημόσιες επιχειρήσεις, δεν μπορούσαν να κατέχουν αμέσως ή εμμέσως μετοχές αυτής κατά ποσό που υπερβαίνει στο σύνολο το 1/10 του ονομαστικού κεφαλαίου της, σύμφωνα με τα άρθρ. 1§1 και 8§4 του καταστατικού της, που κυρώθηκε με τον Ν. 3427/1927 και έχει ισχύ νόμου (το παραπάνω ποσοστό αυξήθηκε μεταγενεστέρως με το άρθρ. 34 του Ν. 2778/1999 στο 35% του ονομαστικού κεφαλαίου της). Ενόψει όμως και των αναφερομένων στα άρθρ. 2§1 εδ. α' έως ζ' και 4§1 του καταστατικού της αρμοδιοτήτων, που της έχουν ανατεθεί και των προνομίων που της έχουν παραχωρηθεί από τη σύστασή της και μεταγενεστέρως και ιδιαίτερα του εκδοτικού προνομίου της και της διαχείρισης του εξωτερικού συναλλάγματος, η αναιρεσείουσα δεν είναι ούτε νομικό πρόσωπο καθαρά ιδιωτικού δικαίου, αλλά έχει ιδιότυπο διφυή χαρακτήρα, νομικού μεν προσώπου ιδιωτικού δικαίου ως προς την άσκηση από μέρους της των τραπεζικών εργασιών και τις σχέσεις της με το προσωπικό της και τους πελάτες της, δημοσίου δε δικαίου ως προς τη διαχείριση του εξωτερικού συναλλάγματος ή την άσκηση του εκδοτικού προνομίου της, ως προς τις οποίες ασκεί δημόσια εξουσία. Επομένως, ο υπάλληλος της Τράπεζας αυτής, ο οποίος αποχωρεί από την υπηρεσία του, δικαιούται την προβλεπόμενη από τις διατάξεις των άρθρ. 8 εδ. α' του Ν. 3198/1955 και 5§1 του Ν. 435/1978 αποζημίωση χωρίς τους περιορισμούς των διατάξεων των άρθρ. 2§2 και 3 του ΑΝ 173/1967 και 1 §§ 1 και 2 του ΝΔ 618/1970, όπως αυτές συμπληρώθηκαν και τροποποιήθηκαν, αφού η Τράπεζα της Ελλάδος, δεν υπάγεται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα (ΑΠ (Ολ) 1/2006).
Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, δέχθηκε επί πλέον, ότι οι αναιρεσίβλητοι εδικαιούντο, κατ' άρθρ. 8 εδ. α' του Ν. 3198/1955, να λάβουν ποσοστό 50% της αποζημιώσεως του Ν. 2112/1920, εκείνης δηλαδή που θα ελάμβαναν σε περίπτωση απροειδοποίητης καταγγελίας της συμβάσεώς τους από την αναιρεσείουσα, χωρίς τους περιορισμούς των διατάξεων του άρθρ. 2 παρ. 2 του ΑΝ 173/1967, όπως ισχύει με τις προαναφερθείσες τροποποιήσεις του, έτσι δε η αναιρεσείουσα, που τους κατέβαλε αποζημίωση περιορισμένη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 21 παρ. 13 του Ν. 3144/2003, δηλαδή το ποσό των 15.000 ευρώ, υποχρεούται να καταβάλει τη διαφορά ανερχόμενη σε 55.906,22 ευρώ για τον πρώτο, 61.651,82 ευρώ για το δεύτερο και 48.504,14 ευρώ για την τρίτη.
Με την κρίση του αυτή το Δικαστήριο της ουσίας δεν παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, τις προπαρατεθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, από το άρθρ. 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων (άρθ. 176 και 183 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα στο διατακτικό προσδιορίζονται.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 5-10-2010, αίτηση της αναιρεσείουσας για την αναίρεση της 3290/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Δεκεμβρίου 2012. Και
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Ιανουαρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ O ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ