Από την έντυπη έκδοση
Με αρκετά ανοικτά μέτωπα -ασφαλιστικό, εργασιακό, ενεργειακό, αλλά και το περιεχόμενο του πακέτου με τα αντίμετρα- θα προσέλθουν στο
Eurogroup της Δευτέρας ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, αλλά και οι επικεφαλής του κουαρτέτου.
Μετά την πολύωρη τηλεδιάσκεψη που ξεκίνησε στις 14:30 χθες και ολοκληρώθηκε ύστερα από τουλάχιστον έξι ώρες, ανώτατο κυβερνητικό στέλεχος υποστήριζε ότι ναι μεν έκλεισαν αρκετά θέματα, προσέθετε όμως ότι «έχουν μείνει 3-4 ζητήματα που νομίζουμε τώρα ότι μπορούν να λυθούν σε υψηλότερο επίπεδο».
Μετά και τη συγκεκριμένη εξέλιξη δεν αποκλείεται να επαναληφθεί το σκηνικό του Φεβρουαρίου, όπου λίγο πριν από τη συνεδρίαση του Eurogroup υπήρξε «κλειστός» γύρος διαβουλεύσεων υπό τον Γερούν Ντέισελμπλουμ, στον οποίο συμμετείχε και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Ως προς το ποια είναι τα θέματα που παραμένουν ανοικτά, το ίδιο κορυφαίο στέλεχος ήταν απολύτως σαφές, λέγοντας: «Είχαμε πλήρη συνείδηση ότι δεν θα κλείναμε σε αυτό το επίπεδο το ασφαλιστικό και το εργασιακό».
Δήλωσε, πάντως, ικανοποιημένος για το γεγονός ότι υπήρξε μεγάλη πρόοδος και έκλεισαν εκκρεμότητες σε θέματα που αφορούν στο Ταμείο Αποκρατικοποιήσεων και τις ιδιωτικοποιήσεις, όπως επίσης και στον εξωδικαστικό συμβιβασμό.
Ειδικά για το τελευταίο θέμα δεν αποκλείεται να υπάρξει επίσπευση της διαδικασίας ψήφισης του σχετικού νομοσχεδίου, προκειμένου να επιταχυνθεί και η διαδικασία διευθέτησης των «κόκκινων» δανείων που απασχολεί έντονα αυτή τη στιγμή τόσο τις εμπορικές τράπεζες όσο και την Τράπεζα της Ελλάδος.
Ερωτηθείς για το θέμα που έχει ανακύψει στο ενεργειακό, υποστήριξε ότι υπάρχουν καθυστερήσεις, όχι επειδή δεν έχουν γεφυρωθεί οι παλαιές διαφορές, αλλά «επειδή μεσολάβησαν οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανταγωνισμού, οι οποίες πρέπει να γίνουν αντικείμενο μελέτης».
Όσον αφορά στο πακέτο με τα αντίμετρα, ο κυβερνητικός παράγοντας αναφέρθηκε στο θέμα του
ΕΝΦΙΑ, καθώς υπάρχει απόσταση ανάμεσα στις δύο πλευρές όσον αφορά στο ποια θα πρέπει να είναι η έκταση που θα πάρει η μείωση της επιβάρυνσης (σ.σ.: οι θεσμοί επιμένουν ώστε οι ελαφρύνσεις να μην ξεπερνούν τα 200-300 εκατ. ευρώ, ενώ η κυβέρνηση έχει ανεβάσει τον πήχη κοντά στο 1 δισ. ευρώ).
Πώληση μονάδων της
ΔΕΗ ΔΕΗ+3,03% απαιτούν οι θεσμοί.
«Αγκάθι» παραμένουν οι διαφορές με τους εκπροσώπους των δανειστών στα ενεργειακά. Χθες το απόγευμα ολοκληρώθηκε το πρώτο σκέλος της τηλεδιάσκεψης στο υπουργείο Οικονομικών και δεν υπήρξε κάποια θετική εξέλιξη. Ήταν από νωρίς γνωστό ότι οι θεσμοί επιμένουν στην εκποίηση, τάχιστα, περιουσιακών μονάδων της ΔΕΗ, γεγονός που επιβεβαίωνε αργότερα πηγή του ΥΠΕΝ (ακούστηκε και η φράση «τσακωθήκαμε δύο ώρες...»), προσθέτοντας πως «εφαρμόζεται μια πολιτική με στόχο να τα δούμε όλα έως το τέλος του έτους».
Στόχος τώρα είναι να βρεθεί κάποια συμβιβαστική λύση, υπό μορφή μνημονίου κατανόησης, μέχρι τη Δευτέρα. Το θέμα της πώλησης του 17% της ΔΕΗ φαίνεται πως δεν μπήκε στο τραπέζι.
Ο υπουργός Ενέργειας και Περιβάλλοντος Γιώργος Σταθάκης παραδέχτηκε σε άτυπη συζήτηση που είχε με δημοσιογράφους ότι παραμένει μεγάλη η απόσταση με τους δανειστές, καθώς και ότι οι δανειστές επιμένουν για άμεση πώληση μονάδων της ΔΕΗ.
Στην ουσία ασκείται πίεση απ’ έξω -αυτό λένε οι πληροφορίες- για ιδιωτικοποίηση του 40% των λιγνιτικών και υδροηλεκτρικών μονάδων και η απαίτηση αυτή συνδέεται με την πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου σχετικά με την πρόσβαση τρίτων στα λιγνιτικά αποθέματα της χώρας.
Ακόμη, οι δανειστές δεν αποδέχονται να περιληφθεί στη συμφωνία η λύση που έχει προτείνει ο πρόεδρος της ΔΕΗ Μανώλης Παναγιωτάκης για πώληση πελατολογίου μέσω θυγατρικών, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι στους οποίους έχει δεσμευθεί η χώρα για μείωση των μεριδίων της επιχείρησης.
Επιμένουν, ωστόσο, να αυξηθεί δραστικά η ποσότητα του δημοπρατούμενων ποσοτήτων μέσω του μοντέλου NOME.
Διττά μηνύματα για το ΔΝΤ
Βήματα για τη γεφύρωση των διαφορών του
ΔΝΤ με τους Ευρωπαίους και τη συμμετοχή του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα έχουν γίνει το τελευταίο διάστημα, όπως μεταδίδει το CNBC, επικαλούμενο πηγές της Ευρωζώνης. Δημοσίευμα των Financial Times, ωστόσο, δίνει μία πολύ διαφορετική εικόνα.
Σύμφωνα με αυτό, μέλη του Κογκρέσου πιέζουν την κυβέρνηση Τραμπ να ζητήσει απεμπλοκή του Ταμείου από την ελληνική κρίση, σε μία εξέλιξη που έρχεται να περιπλέξει περαιτέρω την κατάσταση και να προσθέσει ακόμη ένα αγκάθι στις διαπραγματεύσεις.
«Το ΔΝΤ είναι και πάλι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων» δήλωσε, υπό καθεστώς ανωνυμίας, Ευρωπαίος αξιωματούχος στο CNBC, ενώ έτερος αξιωματούχος συμπλήρωσε ότι οι πιθανότητες συμμετοχής του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα έχουν αυξηθεί από 20% πριν από λίγες ημέρες σε 40% σήμερα.
Αυτό σημαίνει ότι μένουν ακόμη αρκετές διαφωνίες προς επίλυση, αλλά υπάρχουν λόγοι αισιοδοξίας, όπως επισημαίνεται στο σχετικό δημοσίευμα.
Οι ίδιες πηγές εξηγούσαν πως «όλες οι πλευρές έχουν έρθει πλέον πιο κοντά ως προς το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων», αναφέροντας πως το ΔΝΤ φαίνεται πως έχει αποδεχθεί τον στόχο του 3,5% -τουλάχιστον για τα επόμενα χρόνια- με αντάλλαγμα την εφαρμογή ρεαλιστικών μεταρρυθμίσεων στο ασφαλιστικό και το φορολογικό.
Των δηλώσεων αυτών είχε προηγηθεί το δημοσίευμα των Financial Times. Σύμφωνα με τη βρετανική εφημερίδα, αρκετοί Ρεπουμπλικανοί βουλευτές επιθυμούν απόσυρση του Ταμείου από το ελληνικό πρόγραμμα.
Ένας εξ αυτών, μάλιστα, ο Μπιλ Χουιζένγκα, κατέθεσε προ ημερών σχετικό νομοσχέδιο, το οποίο αξιώνει από τον Ντόναλντ Τραμπ να «αρνηθεί την επιπλέον βοήθεια προς την Ελλάδα, έως ότου αποπληρωθούν τα χρέη προς το Ταμείο».
Ο Χουιζένγκα κατήγγειλε, μάλιστα, ότι το ΔΝΤ χρησιμοποιείται ως «πολιτικό εργαλείο» από τους Ευρωπαίους ηγέτες προκειμένου να προσδώσουν αξιοπιστία στις αποφάσεις τους.
Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Ημερησία» ο κ. Τζανακόπουλος εκφράζει τη βεβαιότητά του ότι «η κυβερνητική πλειοψηφία θα σταθεί σύσσωμη στο ύψος των περιστάσεων και το ιστορικό της χρέος».
«Είναι εύλογο να περιμένουμε σύντομα θετικές εξελίξεις» δηλώνει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος για τη διαπραγμάτευση, διαβεβαιώνοντας παράληλα πως «η κυβέρνηση δεν πρόκειται να φέρει προς ψήφιση στη Βουλή μια κακή συμφωνία, πολλώ δε μάλλον μία συμφωνία η οποία θα υπερβαίνει τις αρχές της κυβερνητικής πλειοψηφίας».
Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Ημερησία» ο κ. Τζανακόπουλος εκφράζει τη βεβαιότητά του ότι «η κυβερνητική πλειοψηφία θα σταθεί σύσσωμη στο ύψος των περιστάσεων και το ιστορικό της χρέος».
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος υπογραμμίζει την επιδίωξη «να γεφυρωθούν όσες διαφορές απομένουν στα ζητήματα της τεχνικής συμφωνίας και του δημοσιονομικού για το 2019, ώστε στο
Eurogroup της Δευτέρας να αναγνωριστεί η πρόοδος που έχει συντελεστεί». Όπως σημειώνει «ο στόχος της ελληνικής κυβέρνησης είναι η συνολική συμφωνία να επιτευχθεί εντός Απριλίου, ώστε στη συνέχεια να ανοίξει ο δρόμος για την ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση».
«Πιέζουμε για όσο το δυνατόν πιο γρήγορη λύση αλλά δεν πρόκειται από την άλλη να υποχωρήσουμε και σε παράλογες απαιτήσεις. Δεν θα υιοθετήσουμε ποτέ τη γραμμή “τόσα και άλλα τόσα”, όπως μας καλεί η Ν.Δ.», προσθέτει. Κατηγορεί παράλληλα την αξιωματική αντιπολίτευση πως μαζί και το
ΠΑΣΟΚ, «είχαν δεσμεύσει τη χώρα με πρωτογενή πλεονάσματα με μέσο όρο 4% μέχρι το 2030», και άρα «είναι οι τελευταίοι που δικαιούνται να μιλάνε για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα».
Ο κ. Τζανακόπουλος χαρακτηρίζει «απολύτως αναληθή» τα «όποια σενάρια περί αυξημένης πλειοψηφίας» τα οποία, όπως είπε, «δεν προέκυψαν τις τελευταίες ημέρες, αλλά έχουν φιλοξενηθεί σε συγκεκριμένες εφημερίδες, δίνοντας λαβή στην
ΝΔ να αρθρώσει αντιπολιτευτικό λόγο επί ανύπαρκτων θεμάτων». «Αυτό το οποίο σχολιάστηκε από στελέχη του κόμματος και της κυβέρνησης», συμπληρώνει, «είναι ότι εφόσον έρθει μια συμφωνία με θετικό πρόσημο, τότε θα κληθούν να πάρουν ξεκάθαρη θέση και τα κόμματα τόσο της ελάσσονος αλλά κυρίως της μείζονος αντιπολίτευσης».
Κληθείς, τέλος, να σχολιάσει τις δημοσκοπήσεις, επισημαίνει: «Οι σφυγμομετρήσεις ποτέ δεν έβγαλαν κυβερνήσεις ούτε πρωθυπουργούς και ακόμα και αν το έκαναν στο παρελθόν, πλέον αδυνατούν διότι έχουν χάσει την αξιοπιστία τους στα μάτια του κόσμου».
FOSPHOTOS/Panayiotis Tzamaros
Όπως αναφέρει το ΑΕΠ της Ελλάδας είναι περίπου 50% χαμηλότερο από τις χώρες με τις καλύτερες επιδόσεις ακολουθώντας μία συνεχή πτωτική τάση από το 2009, λόγω της μείωσης της απασχόλησης και της παραγωγικότητας της εργασίας.
Συνέχιση της ενίσχυσης των δικτύων κοινωνικής ασφάλειας, της βελτίωση της αποτελεσματικότητας της Δημόσιας Διοίκησης, την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας και δικαιοσύνης του φορολογικού συστήματος και τη βελτίωση της ποιότητας του εκπαιδευτικού συστήματος ζητεί ο
ΟΟΣΑ στην έκθεσή του Going for Growth 2017.
Όπως αναφέρει το ΑΕΠ της Ελλάδας είναι περίπου 50% χαμηλότερο από τις χώρες με τις καλύτερες επιδόσεις ακολουθώντας μία συνεχή πτωτική τάση από το 2009, λόγω της μείωσης της απασχόλησης και της παραγωγικότητας της εργασίας.
Σύμφωνα με τον οργανισμό, η ανισότητα αυξήθηκε στην περίοδο από το 2008 έως το 2013, ενώ την ίδια περίοδο η ανισότητα έμεινε σταθερή κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ. «Το εισόδημα των φτωχότερων μειώθηκε, επίσης, σχετικά περισσότερο από ό,τι του συνολικού πληθυσμού».
Τα δύο τελευταία χρόνια, αναφέρει ο ΟΟΣΑ, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που εφαρμόσθηκαν αντιμετώπισαν εν μέρει τις συστάσεις προηγούμενων εκθέσεων του Οργανισμού. «Πρόοδος έχει γίνει στους τομείς της συμμόρφωσης αναφορικά με τον
ΦΠΑ και του δικτύου κοινωνικής ασφάλειας, ενώ οι μεταρρυθμίσεις στους τομείς της εκπαίδευσης και της Δημόσιας Διοίκησης ήταν μέτριες. Εφαρμόστηκε, επίσης, μία σειρά μεταρρυθμίσεων σε τομείς πέραν του βεληνεκούς των προτεραιοτήτων του Going for Growth.
Επβράδυνση του ρυθμού μεταρρυθμίσεων
Ο ρυθμός των μεταρρυθμίσεων, αναφέρει ο ΟΟΣΑ, επιβραδύνθηκε σε χώρες, όπου ήταν ιδιαίτερα δραστήριες την προηγούμενη διετία, όπως το
Μεξικό, την Ελλάδα, την Ιρλανδία, την
Πορτογαλία, την Πολωνία και την
Ισπανία, καθώς και σε μία σειρά χωρών, όπου η μεταρρυθμιστική δραστηριότητα δεν ήταν τόσο έντονη, όπως η Αυστραλία, η Ινδονησία και η Σλοβενία.
Η πλήρης εφαρμογή στην Ελλάδα πολιτικών για τη μείωση της φτώχειας και της ανισότητας, όπως το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα, θα ελάφρυνε το μεγάλο κοινωνικό κόστος της κρίσης, ενώ θα ενίσχυε την κατανάλωση και την ανάπτυξη, σημειώνει η έκθεση.
Συστάσεις
Ο ΟΟΣΑ ζητεί:
- περαιτέρω μείωση των ρυθμίσεων στις βιομηχανίες δικτύων
- ενίσχυση των αρμοδιοτήτων και της ανεξαρτησίας των ρυθμιστικών Αρχών καθώς θα αύξαναν την ανταγωνιστικότητα
- συνέχιση του εξορθολογισμού των ρυθμίσεων που θα βελτίωνε το επιχειρηματικό περιβάλλον
- καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και η περαιτέρω διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Όπως σημειώνει είναι κρίσιμης σημασίας για την αύξηση των εσόδων με έναν πιο δίκαιο και φιλικό προς την ανάπτυξη τρόπο
- καλύτερη αξιοποίηση των διαρθρωτικών πόρων της Ε.Ε. για την ενίσχυση της επένδυσης στην Παιδεία, την έρευνα και την καινοτομία, και την τεχνολογία της πληροφορικής και των επικοινωνιών, που θα βελτιώσει τις δεξιότητες και το ανθρώπινο κεφάλαιο και θα θέσει τη βάση για μία ισχυρότερη οικονομική ανάπτυξη.
Πηγή: ΑΜΠΕ