Το κόστος εφαρμογής μιας απόφασης της δικαιοσύνης και το «τέχνασμα» με τον επανυπολογισμό. Τι συμβουλεύουν τους συνταξιούχους οι ειδικοί, τι απαντά το Υπ. Εργασίας. Το βαρύ κόστος και η αναμονή του ΣτΕ για το ν. Κατρούγκαλου.
Σε μαζικές διεκδικήσεις αναδρομικών ποσών συντάξεων και σε μπαράζ αιτήσεων στα ασφαλιστικά ταμεία προχωρούν τις τελευταίες ημέρες οι συνταξιούχοι καθώς οι δικαστικές αποφάσεις που βγαίνουν από τα δικαστήρια ακολουθούν την απόφαση του Ιουνίου του 2015 και κρίνουν τις περικοπές των συντάξεων, κύριων και επικουρικών, που επιβλήθηκαν το 2012 καθώς και την κατάργηση των δώρων, αντισυνταγματικές.
Οι εξελίξεις αυτές, τόσο αναφορικά με τις δικαστικές αποφάσεις όσο και με τις κινήσεις των συνταξιούχων, ξυπνούν στην κυβέρνηση και στο οικονομικό επιτελείο εφιάλτες. Το ασφαλιστικό κινδυνεύει να μετατραπεί σε ένα απέραντο δικαστήριο, ενώ οποιαδήποτε σκέψη για εφαρμογή των αποφάσεων στο σύνολο των συνταξιούχων, τουλάχιστον έως τον Δεκέμβριο του 2018, ξυπνά εφιάλτες δημοσιονομικού εκτροχιασμού.
Οι ειδικοί εκτιμούν ότι τα ποσά ενδέχεται να ξεπερνούν τα 8 με 9 δισ. ευρώ μόνο για τα αναδρομικά. Και αυτό γιατί δικαιούχοι επιστροφών είναι θεωρητικά το σύνολο των 2,6 εκατ. των συνταξιούχων. Ακόμη και οι πλέον χαμηλόμισθοι, με συντάξεις 500, 700 και 900 ευρώ, μπορούν να διεκδικήσουν Δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και επίδομα καλοκαιριού, ισόποσο με τη σύνταξή τους και με πλαφόν τα 800 ευρώ ετησίως. Οι υπόλοιποι διεκδικούν και τις μειώσεις των νόμων 4051 και 4093, με πολύ μεγαλύτερα ποσά.
Η απόφαση του ΣτΕ και πώς φτάσαμε στο νόμο Κατρούγκαλου
Όλα ξεκίνησαν με τις αποφάσεις 2287, 2288, 2289 και 2290/2015 της Ολομέλειας του ΣτΕ, που έκριναν αντισυνταγματικές τις περικοπές που είχαν γίνει το 2012, με τους νόμους 4051/2012 και 4093/2012, και οι οποίες δημιούργησαν μια νέα κατάσταση στο ασφαλιστικό. Με βάση αυτές, θα έπρεπε να αυξηθούν τόσο οι κύριες όσο και οι επικουρικές συντάξεις των συνταξιούχων που είχαν υποστεί τις συγκεκριμένες μειώσεις. Οι δανειστές, στο τρίτο Μνημόνιο, εκτιμούν το δημοσιονομικό κόστος σε 2% του ΑΕΠ.
Η δέσμευση της κυβέρνησης για υιοθέτηση μιας συνολικής μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος, με στόχο εξοικονόμηση περίπου 1% του ΑΕΠ έως το 2018, που περιλαμβάνεται στο 3ο Μνημόνιο, συνδέεται άρρηκτα με την επίσης ξεκάθαρη δέσμευση για «απορρόφηση του αντίκτυπου των αποφάσεων του ΣτΕ σχετικά με τα συνταξιοδοτικά μέτρα του 2012».
Έτσι, προς αντιμετώπιση της νέας αυξημένης συνταξιοδοτικής δαπάνης, όπως αυτή θα διαμορφωνόταν αν εφαρμόζονταν οι αποφάσεις, οι δανειστές απαίτησαν μέσω της Συμφωνίας Δημοσιονομικών Στόχων και Διορθωτικών Μεταρρυθμίσεων (νόμος 4336/2015), την αντιστάθμιση του πρόσθετου κόστους στη συνταξιοδοτική δαπάνη.
Ο νόμος Κατρούγκαλου του 2016 ήρθε να απαντήσει και στις δύο αυτές δεσμεύσεις, με τον επανυπολογισμό των συντάξεων να λειτουργεί κάπως σαν... κολυμβήθρα του Σιλωάμ.
Συγκεκριμένα, η τότε ηγεσία του υπουργείου Εργασίας, έχοντας στο πλευρό της σημαντικούς νομικούς που ειδικεύονται στο ασφαλιστικό, επινόησε τον επανυπολογισμό όλων των κύριων συντάξεων, με βάση τον νέο τρόπο υπολογισμού που προέβλεψε ο νόμος Κατρούγκαλου. Βασική δικαιολογία του τεχνάσματος του επανυπολογισμού ήταν η ίση μεταχείριση παλαιών και νέων συνταξιούχων. Προέβλεψε δε κατ' αρχήν τη «λείανση» της διαφοράς μεταξύ παλαιάς και νέας σύνταξης, που ονομάστηκε προσωπική διαφορά, μέσω του συμψηφισμού με τις προσδοκώμενες αυξήσεις που θα γίνονταν από 1/1/2019.
Μάλιστα, δικηγόροι που ειδικεύονται στην ασφάλιση εκτιμούν πως η προσωπική αυτή διαφορά έπρεπε να υπολογισθεί όχι με βάση την καταβαλλόμενη σύνταξη, αλλά με βάση αυτή που θα προέκυπτε, αν εφαρμοζόταν η απόφαση του ΣτΕ. Κι αυτό γιατί αυτή ήταν το νόμιμο ποσό σύνταξης που έπρεπε να λαμβάνει ο συνταξιούχος. Ένα χρόνο αργότερα, ήρθε και ο νόμος Αχτσιόγλου 4472/2017 -είναι ο νόμος που επιδιώκει να μην εφαρμόσει η κυβέρνηση-, ο οποίος τροποποίησε τη «λείανση» της προσωπικής διαφοράς με τις προσδοκώμενες αυξήσεις, τις οποίες μετέθεσε για την 1/1/2023 και μετά. Παράλληλα, επέβαλε από 1/1/2019 μείωση συντάξεων έως 18%, ανάλογα με τη διαφορά καταβαλλόμενης και νέας σύνταξης.
Πρόσφατα, ήρθε και η δικαστική απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που δικαίωσε συνταξιούχο ο οποίος ζητούσε αναδρομικά ποσά λόγω των περικοπών του 2012 σε δώρα και συντάξεις.
Η απόφαση αυτή και όσες ακόμη αναμένονται από τους δικηγόρους δεν αποτελούν κεραυνό εν αιθρία. Στηρίζονται στην πολυσυζητημένη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) που εκδόθηκε τον Ιούνιο του 2015 κι έκρινε αντισυνταγματικές τις περικοπές των νόμων 4051 και 4093 του 2012. Όπως είναι φυσικό, η απόφαση του Πρωτοδικείου υιοθετεί το σκεπτικό της απόφασης του ΣτΕ, προκειμένου να κατακυρώσει στον συνταξιούχο αναδρομικά ποσά από το 2013 ως το 2015 (τότε υποβλήθηκε η προσφυγή), τα οποία έχασε από τις περικοπές του 2012.
Ασφαλείς πληροφορίες του Euro2day.gr αναφέρουν πως υπάρχει και πρόσφατη απόφαση του Μισθοδικείου, που αφορά προσφυγή δικαστικών υπαλλήλων, που κρίνει μεταξύ άλλων πως το άρθρο 14 του νόμου Κατρούγκαλου, που προβλέπει τον επανυπολογισμό των συντάξεων, κρίνεται αντισυνταγματικό. Όχι για το «τέχνασμα» του επανυπολογισμού αλλά για τον τρόπο που αυτός εφαρμόζεται. Η απόφαση αφορά μόνο τους δικαστικούς αλλά ήδη προκαλεί πονοκέφαλο, εν αναμονή και της απόφασης του ΣτΕ, για το σύνολο του νόμου Κατρούγκαλου.
Τι πρέπει να κάνουν οι συνταξιούχοι
Πλέον, σύμφωνα με πληροφορίες, έχουμε μαζικές νέες προσφυγές στη δικαιοσύνη, από συνταξιούχους που διεκδικούν την επιστροφή των δώρων καθώς και ποσών που αναδρομικά μπορεί να φθάσουν έως και τις 22.000 με 25.000 ευρώ ανά άτομο. Βέβαια, σωρευτικά, για το σύνολο των συνταξιούχων, το κόστος εκτιμάται σε περισσότερα από 8 με 9 δισ. ευρώ, γεγονός που καθιστά απαγορευτική την όποια πρόθεση για εφαρμογή της απόφασης του ΣτΕ.
Παράλληλα, δημιουργείται ένα νέο, μαζικό κύμα υποβολής αιτήσεων προς τον ΕΦΚΑ και το ΕΤΕΑΕΠ από τους συνταξιούχους, που προκαλεί αφενός σύγχυση, αφετέρου ουρές ταλαιπωρίας τόσο για τους συνταξιούχους όσο και για τους εργαζόμενους στα ταμεία. Και βέβαια, βρισκόμαστε εν αναμονή μιας νέας απόφασης του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου, που αφορά το νόμο Κατρούγκαλου και δη αν είναι ή όχι συνταγματικός ο τρόπος απορρόφησης των μειώσεων του 2012 στις συντάξεις, μέσα από τη διαδικασία του επανυπολογισμού και της καταγραφής της λεγόμενης προσωπικής διαφοράς, που θα ξεκινήσει από τον Ιανουάριο του 2019. Μια πιθανή κρίση αντισυνταγματικότητας ενδέχεται να πυροδοτήσει νέο κύκλο δικαστικών διεκδικήσεων.
Οι δικηγόροι ξεκαθαρίζουν ότι οι συνταξιούχοι μπορούν να διεκδικήσουν δικαστικά τις περικοπές που κρίθηκαν αντισυνταγματικές με τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας το 2015. Μάλιστα, καθώς αναγνωρίζουν ότι το κόστος ενδέχεται να είναι σημαντικό, ίσως και ίσο με τα ποσά που κάποια στιγμή θα δικαιωθούν, συμβουλεύουν ότι όποιος τελικά επιλέξει τη δικαστική οδό, θα είναι καλύτερο να επιλέξει τις ομαδικές αγωγές. Οι οποίες, εφόσον γίνουν εντός του 2018, θα καθυστερήσουν σημαντικά, καθώς αναμένεται τόσο ο ΕΦΚΑ όσο και το ΕΤΕΑΕΠ να ασκήσουν εφέσεις. Κάτι που παραδέχθηκες χθες και ο υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης Τάσος Πετρόπουλος, μιλώντας στο ραδιόφωνο 24/7.
Στο ερώτημα τι ποσά μπορούν να διεκδικήσουν οι συνταξιούχοι, οι ειδικοί επισημαίνουν ότι η απόφαση του ΣτΕ που εκδόθηκε στις 10 Ιουνίου του 2015 ξεκαθαρίζει ρητά ότι δεν προβλέπει αναδρομική ισχύ. Παράλληλα, επισημαίνουν ότι έως ότου κριθεί η συνταγματικότητα και του νόμου Κατρούγκαλου, οι διεκδικήσεις αφορούν το διάστημα από τον Ιούνιο του 2015 έως και τον Δεκέμβριο του 2018. Μόνον όσοι είχαν προσφύγει στη δικαιοσύνη πριν από την απόφαση του ΣτΕ μπορούν να διεκδικούν ποσά από την 1/1/2012 και έως 5 χρόνια, καθώς στη συνέχεια προβλέπεται παραγραφή των διεκδικήσεων.
Στον αντίποδα, ο υφυπουργός στη χθεσινή του συνέντευξη άφησε να εννοηθεί ότι οι συνταξιούχοι δεν πρέπει να κάνουν προσφυγές για την επιστροφή αναδρομικών, γιατί χαλάνε λεφτά χωρίς λόγο. Ο υφυπουργός παραδέχθηκε ότι το Δημόσιο θα ασκήσει έφεση κατά της απόφασης του Πρωτοδικείου για την επιστροφή αναδρομικών σε συνταξιούχο και δήλωσε πως «αν και δεν είναι απαραίτητο», οι συνταξιούχοι μπορούν «να κάνουν αιτήσεις για το θέμα» στην ιστοσελίδα του ΕΦΚΑ. Μάλιστα, ο κ. Πετρόπουλος υποστήριξε πως οι προσδοκίες που καλλιεργούνται στους συνταξιούχους είναι παραπλανητικές και ότι οι αγωγές δεν είναι λύση. Ξεκαθάρισε μάλιστα πως δεν είναι ίδια η βάση των νέων αγωγών με εκείνη την οποία έκρινε το ΣτΕ και δήλωσε πως «δεν υπάρχει περίπτωση, απόφαση που θα κριθεί από το ΣτΕ για όλους, να μην εφαρμοστεί από την κυβέρνηση».
Οι ειδικοί ξεκαθαρίζουν ότι το Ελληνικό Δημόσιο οφείλει να συμμορφώνεται με τις αποφάσεις της δικαιοσύνης. Επισημαίνουν όμως ότι καθώς το κόστος της συμμόρφωσης ενδέχεται να αγγίζει ή και να ξεπερνάει τα 9 δισ. ευρώ, η λύση που πρέπει να αναζητηθεί οφείλει να είναι πολιτική, ώστε να μπορεί να την αντέξει και η χώρα και το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης... χωρίς να μετατραπούν σε ένα απέραντο δικαστήριο. Πολλώ δε μάλλον, όταν τις τελευταίες ημέρες, αιτήσεις, υποβάλλουν προς τις υπηρεσίες τους και οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο, καθώς πρόσφατες αποφάσεις Ειρηνοδικείων έκριναν παράνομη και τη μη καταβολή του 13ου και 14ου μισθού στο δημόσιο.
Το... πουλόβερ ξηλώνεται και εξαιτίας της κυβερνητικής πρόθεσης να επιστρέψει αναδρομικά ποσά ύψους περίπου 1,2 δισ. ευρώ σε εν ενεργεία ένστολους, δικαστικούς και πανεπιστημιακούς, εφαρμόζοντας παλαιότερες αποφάσεις του ΣτΕ για τους μισθούς.
Η ανακοίνωση του ΕΦΚΑ
Μετά την ανακοίνωση από τον υφυπουργό για τη δυνατότητα υποβολής ηλεκτρονικών αιτήσεων, η διοίκηση του ΕΦΚΑ εξέδωσε ανακοίνωση σύμφωνα με την οποία, στο πλαίσιο της διευκόλυνσης των καθημερινών συναλλαγών των συνταξιούχων με τον ΕΦΚΑ, θέτει σε λειτουργία on line εφαρμογή για την ηλεκτρονική υποβολή αιτήσεως που αφορά τη διακοπή μειώσεων που έχουν εφαρμοστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 4051/2012 και του άρθρου 1. του ν. 4093/2012 στην κύρια και την επικουρική σύνταξη.
Η εν λόγω αίτηση, σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση, θα απευθύνεται προς τις περιφερειακές υπηρεσίες του ΕΦΚΑ ή τους τομείς επικουρικής ασφάλισης του ΕΤΕΑΕΠ, από όπου λαμβάνει ο συνταξιούχος την κύρια ή και επικουρική σύνταξη, και αποσκοπεί «στη διευκόλυνση των ενδιαφερομένων και στην αποφυγή σώρευσης αιτήσεων στις αρμόδιες υπηρεσίες πληρωμών συντάξεων». Ακόμη κι αν ο συνταξιούχος μπορέσει μόνος του να φθάσει στη σχετική εφαρμογή του ΕΦΚΑ, μέσω του taxisnet, τελικά ενημερώνεται πως «η σελίδα δεν βρίσκεται». Αρχικά, το κείμενο της αίτησης προέβλεπε τα εξής: «Παρακαλώ να μεριμνήσετε προκειμένου να διακοπούν οι μειώσεις που έχουν εφαρμοστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 και υποπαρ. ΙΑ.6 του ν. 4093/2012 στην κύρια και την επικουρική σύνταξη που λαμβάνω...».
Οι μειώσεις συντάξεων που κρίθηκαν αντισυνταγματικές είναι:
Α) αυτές του νόμου 4051/2012, που επέβαλε περικοπές επικουρικών συντάξεων κατά 10% στο σύνολο του ποσού σύναξης από 200 ως 250 ευρώ, κατά 15% από τα 250 ως τα 300 ευρώ και κατά 20% στις επικουρικές πάνω από τα 300 ευρώ. Στις τρεις αυτές περικοπές, οι επικουρικές μετά τις μειώσεις διατηρούσαν κατώτατο όριο τα 200 ευρώ, 225 ευρώ και τα 250 ευρώ αντίστοιχα.
Β) αυτές του νόμου 4093/2012, που επέβαλε μειώσεις στο άθροισμα συντάξεων με την εξής κλίμακα: 5% για άθροισμα συντάξεων από τα 1.000 ως 1.500 ευρώ, 10% μείωση από τα 1.500 ως τις 2.000 ευρώ, 15% μείωση από τις 2.000 ως τις 3.000 ευρώ και 20% μείωση επί αθροίσματος συντάξεων άνω των 3.000 ευρώ.
Γ) αυτές του νόμου 4093/2012 για την κατάργηση των Δώρων στις κύριες συντάξεις, που ήταν 800 ευρώ ετησίως με 400 ευρώ δώρο Χριστουγέννων, 200 ευρώ δώρο Πάσχα και 200 ευρώ επίδομα αδείας.
Οι 5 μεγάλες ομάδες συνταξιούχων που υπέστησαν τις περικοπές:
1. Συνταξιούχοι που είχαν σύνταξη το 2012 μετά και τις παρακρατήσεις πάνω από 1.300 ευρώ και υπέστησαν μείωση 12% στο υπερβάλλον τμήμα της σύνταξής τους.
2. Συνταξιούχοι που είχαν το 2012 άθροισμα κύριας και επικουρικής σύνταξης, μετά και τις προηγούμενες περικοπές, πάνω από 1.000 ευρώ και υπέστησαν το «ψαλίδι» από 5% έως 20%.
3. Συνταξιούχοι που λαμβάνουν επικουρική και υπέστησαν μείωση με τον νόμο 4051 του 2012 από 10% (για συντάξεις έως 250 ευρώ) έως και 20% (για συντάξεις από 300 ευρώ και άνω).
4. Συνταξιούχοι άνω των 60 ετών που δικαιούνταν από την κύρια σύνταξή τους επιδόματα (άδειας, Χριστουγέννων και Πάσχα) της τάξης των 800 ευρώ.
5. Συνταξιούχοι που ελάμβαναν πλήρες δώρο Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας στην επικουρική τους.