Τρίτη 10 Απριλίου 2018

Η βρετανική εξωτερική πολιτική μετά το Brexit

Η βρετανική εξωτερική πολιτική μετά το Brexit

  •  
  •  
  •  
  •  
  •  
Η βρετανική εξωτερική πολιτική μετά το Brexit
Του Ian Bond
Οι προτεραιότητες της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής θα αλλάξουν ελαφρώς μετά το Brexit, αλλά το Λονδίνο θα πρέπει να βρει νέους τρόπους να συσπειρώσει την υποστήριξη της ΕΕ για αυτούς.
Μετά από την απόπειρα δολοφονίας του πρώην Ρώσου κατασκόπου Sergei Skripal και της κόρης του στις 4 Μαρτίου, σχεδόν σίγουρα από το ρωσικό κράτος, οι Βρετανοί υπουργοί και αξιωματούχοι στην ΕΕ, στο ΝΑΤΟ και σε άλλους διεθνείς οργανισμούς, εργάζονται για να εξασφαλίσουν τη στήριξη των συμμάχων για την απάντηση του Ηνωμένου Βασιλείου στην επίθεση. Το περιστατικό έχει υπογραμμίσει ότι η Βρετανία χρειάζεται αξιόπιστους εταίρους, και μηχανισμούς για να τους συμβουλευτεί σε μια κρίση. Η ΕΕ παράσχει και τα δύο. Σύντομα το Ηνωμένο Βασίλειο θα προσπαθήσει να πετύχει την ίδια επίδραση από το εξωτερικό.
Ο κύριος στόχος των διαπραγματεύσεων για το Brexit μέχρι στιγμής, ήταν το εμπόριο και οικονομικά θέματα. ΟΙ διαπραγματευτές της ΕΕ είναι πιθανό να παίξουν σκληρό παιχνίδι σε αυτό το μέτωπο: σε ορισμένους τομείς, οι απώλειες του Ηνωμένου Βασιλείου (εάν ιαπωνικές επιχειρήσεις αποφάσιζαν να στρέψουν τις επενδύσεις τους στην ΕΕ των 27 ας πούμε), θα μπορούσαν να γίνουν "κέρδος" για τα εναπομείναντα κράτη-μέλη. Αλλά οποιαδήποτε τριβή δεν θα πρέπει να επιτρέπεται να μολύνει άλλες σημαντικές πτυχές της σχέσεις, όπως η συνεργασία στην εξωτερική πολιτική και την αναπτυξιακή πολιτική. Οι μόνοι ωφελημένοι, εάν το Ηνωμένο Βασίλειο και η ΕΕ προχωρήσουν στη δική τους πορεία για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, θα είναι αντίπαλοι και των δύο.
Η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας της ΕΕ (CFSP) είναι σε μεγάλο βαθμό διακυβερνητική και παρέχει μεγαλύτερη ευελιξία στο να διευκολύνει κράτη-μη μέλη παρά άλλες περιοχές. Ακόμη και έτσι, θα υπάρξουν όρια για το πόσο ειδικές μπορούν να είναι οι μελλοντικές σχέσεις του Ηνωμένου Βασιλείου με την ΕΕ των 27. Η ΕΕ επιμένει ότι η λήψη αποφάσεων  για την εξωτερική πολιτική πρέπει να είναι αυτόνομες: δεν μπορεί να υπάρξει βέτο, ρητά ή σιωπηρά, για το Ηνωμένο Βασίλειο μετά το Brexit.
Η ΕΕ έχει διάφορες ρυθμίσεις για τη συνεργασία στην εξωτερική πολιτική με σειρά ομοϊδεάτισσες χώρες, μεταξύ των οποίων ο Καναδάς, η Νορβηγία και οι ΗΠΑ, οι οποίες θα μπορούσαν να δώσουν πρότυπα για τη συνεργασία ΕΕ-Ηνωμένου Βασιλείου. Η ΕΕ φαίνεται πρόθυμη να πετύχει μια ελεύθερη συμφωνία για τη συνεργασία στην εξωτερική πολιτική, η οποία θα μπορούσε να τεθεί σε ισχύ πριν οι Βρυξέλλες και το Λονδίνο συμφωνήσουν στην μακροχρόνια μελλοντική οικονομική σχέση. Ο συνολικός στόχος του Ηνωμένου Βασιλείου είναι ότι πρέπει να διατηρηθεί όσο γίνεται περισσότερο ανέπαφη η ισχύουσα συνεργασία. Αλλά η ΕΕ είναι απρόθυμη να δώσει στο Ηνωμένο Βασίλειο έναν μεγαλύτερο ρόλο στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής από αυτόν που έχουν άλλες ομοϊδεάτισσες μη χώρες μέλη –εν μέρει από φόβο ότι άλλοι, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας, θα μπορούσαν να ζητήσουν το ίδιο status με το Ηνωμένο Βασίλειο.
Από τα τρία βασικά μοντέλα, η Νορβηγία έχει πολύ λίγες επίσημες δομές για τη συνεργασία στην εξωτερική πολιτική. Αλλά ο εξειδικευμένος ρόλος της σε διάφορες διεθνείς ειρηνευτικές διαδικασίες, σε συνδυασμό με τις καλά στοχευμένες αποσπάσεις προσωπικού στην Υπηρεσία Ευρωπαϊκής Εξωτερικής Δράσης (EEAS) και ένα μεγάλο αναπτυξιακό προϋπολογισμό, έχουν επιτρέψει να επηρεάσει την πολιτική της ΕΕ σε τομείς που έχουν σημασία για το Όσλο. Ο Καναδάς έχει διαπραγματευτεί μία δεσμευτική συνθήκη, την Συμφωνία Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης (SPA), καλύπτοντας την εξωτερική πολιτική μεταξύ άλλων πραγμάτων. Αυτό θέτει μια υποχρέωση για την ΕΕ και τον Καναδά να διεξάγουν τακτικές διαβουλεύσεις σε διάφορα επίπεδα από εμπειρογνώμονες μέχρι και συνόδους, με εστίαση σε σειρά συμφωνηθέντων αντικειμένων και περιοχών. Οι ΗΠΑ έχουν ρυθμίσεις παρόμοιες σε σημασία με εκείνες για τον Καναδά, αλλά μόνο πολιτικά δεσμευτικές. Αλλά η Ουάσιγκτον, όπως το Όσλο και η Οτάβα, υποστηρίζει όλες τις τυπικές διαδικασίες με εκτεταμένες άτυπες επαφές με την ΕΕ και τα κράτη-μέλη.
Χαρακτηριστικό είναι μεγάλο μέρος της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ: οι δηλώσεις που στηρίζουν ή καταδικάζουν διάφορες εξελίξεις  ανά τον κόσμο, προέρχονται όχι μόνο από τις Βρυξέλλες αλλά από αντιπροσωπείες της ΕΕ σε διεθνείς οργανισμούς όπως ο ΟΑΣΕ. Επί του παρόντος, οι χώρες που είναι υποψήφιες προς ένταξη στην ΕΕ όπως η Αλβανία, είναι would-be αιτούντες όπως η Ουκρανία και μέλη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Περιοχές, όπως η Νορβηγία, μπορεί να ευθυγραμμιστούν επισήμως με τις ανακοινώσεις της ΕΕ, αλλά χωρίς να είναι σε θέση να επηρεάζουν τη διαδικασία. Το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσε να παραβιάζει τέτοιους περιορισμούς, αλλά σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να επιλέξει να ευθυγραμμιστεί με μια θέση της ΕΕ με την οποία συμφώνησε.
Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο σε πρακτικούς τομείς της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, περιλαμβάνοντας κυρίως και αναπτυξιακή βοήθεια. Το Ηνωμένο Βασίλειο παρέχει μεγάλο μέρος των πληροφοριών για τους τρέχοντες καταλόγους με τις κυρώσεις. Θα πάρει κάποιον χρόνο για την ΕΕ και τα κράτη-μέλη όπως τη Γερμανία και τη Γαλλία, να καλύψου το κενό που θα μείνει μετά το Brexit. Όλες οι πλευρές έχουν συμφέρον να διασφαλίσουν ότι οι κυρώσεις του Ηνωμένου Βασιλείου και της ΕΕ είναι συντονισμένες και αποτελεσματικές.
Στη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου μετά το Brexit, από το Μάρτιο του 2019 μέχρι το τέλος 2020, το Ηνωμένο Βασίλειο θα εξακολουθήσει να δεσμεύεται από τις αποφάσεις της CFSP, με την δυνατότητα να εξαιρεθεί από μέτρα που θεωρεί ότι είναι εναντίον ζωτικών της εθνικών συμφερόντων. Αλλά και οι δύο πλευρές αναγνωρίζουν ότι όσο περισσότερο οι χώρες εφαρμόζουν πανομοιότυπες κυρώσεις, τόσο μεγαλύτερη επίπτωση πρόκειται να έχουν. Η εμπειρία της ΕΕ από τη συνεργασία της με τις ΗΠΑ στη διεθνή απάντηση μετά από τη ρωσική προσάρτηση της Κριμαίας και την εισβολή στην Αν. Ουκρανία, απέδειξε πως είναι δυνατό για την ΕΕ και μια τρίτη χώρα να έχουν ευρέως συμβατά καθεστώτα κυρώσεων. Επίσης απέδειξε ότι είναι δύσκολο να διατηρηθεί εναρμονισμένη η λίστα κυρώσεων.
Σε σχέση με την αναπτυξιακή πολιτική, οι τρίτες χώρες μπορούν να συμβάλουν και να έχουν κάποια επιρροή σε διάφορα ευρωπαϊκά αναπτυξιακά trust funds (για παράδειγμα, τοTrust Fund Έκτακτης Ανάγκης για την Αφρική, που προσπαθεί να αντιμετωπίσει τις βαθύτερες αιτίες της άτυπης μετανάστευσης από το Σαχέλ και το Κέρας της Αφρικής). Από τη στιγμή που η βρετανική κυβέρνηση αποφάσισε ότι η ευρωπαϊκή αναπτυξιακή δαπάνη είναι "σύμφωνη" με τις προτεραιότητες του Ηνωμένου Βασιλείου και διαχειρίζεται καλά, θα πρέπει να αναζητήσει τρόπους να συνεχίσει να συμβάλλει στα προγράμματα που "τρέχει" η ΕΕ.
Εάν το Ηνωμένο Βασίλειο θέλει να διασφαλίσει ότι η φωνή του θα ακούγεται στις συζητήσεις εξωτερικής πολιτικής, θα πρέπει να διαπραγματευτεί μία συνθήκη για το καναδικό μοντέλο, παρέχοντας τακτικές και συχνές διαβουλεύσεις σε επίπεδο υπουργών και εμπειρογνωμόνων. Η Κομισιόν φαίνεται να είναι ανοιχτή στην ιδέα μιας δεσμευτικής συμφωνίας. Αλλά μια συνθήκη δεν θα είναι πανάκεια.
Ανεξαρτήτως των διαφορετικών σχέσεων με την ΕΕ, όλοι οι Δυτικοί εταίροι της Ένωσης συμφωνούν ότι οι άτυπες διευθετήσεις είναι απαραίτητο να διασφαλίσουν πως οι αποφάσεις καταγράφονται και εφαρμόζονται. Αλλά δεν είναι επαρκείς να δημιουργήσουν εμπιστοσύνη ή να διέπουν τις ημερήσιες σχέσεις. Για αυτό, το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να διατηρήσει ισχυρή παρουσία στις Βρυξέλλες για να διαχειριστεί τη συνέχιση της συνεργασίας στον τομέα εξωτερικής και αναπτυξιακής πολιτικής με την ΕΕ, και να ανοικοδομήσει το δίκτυό της πολιτικών αξιωματούχων σε πρεσβείες στις πρωτεύουσες της ΕΕ –που σημαίνει αναστροφή της ροής τω διπλωματικών θέσεων εργασίας εκτός της Ευρώπης και εντός των αναδυόμενων αγορών, εκτός κι αν το υπουργείο Οικονομικών διαθέσει νέους πόρους.
Το Ηνωμένο Βασίλειο επίσης χρειάζεται να λύσει ένα οικείο δίλημμα, μεταξύ αυτονομίας και επιρροής. Στην ομιλία του στη Φλωρεντία στο Σεπτέμβριο του 2017, η πρωθυπουργός Theresa May δήλωσε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο ήθελε να συνεργαστεί στενά με την ΕΕ σε οικονομικά θέματα και στις σχέσεις ασφάλειας. Θα πρέπει να πει περισσότερο ξεκάθαρα ότι το ίδιο ισχύει και για την εξωτερική πολιτική. Στη θεωρία, το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσε να επιδιώξει μια ριζικά διαφορετική γραμμή από την ΕΕ. Αλλά η πρωθυπουργός θα πρέπει να αποκλείσει το ενδεχόμενο να το κάνει, υποστηρίζοντας ότι τα συμφέροντα εξωτερικής πολιτικής της Βρετανίας δεν θα αλλάξουν μετά το Brexit. όσο περισσότερο το Ηνωμένο Βασίλειο δείχνει ότι θα παραμείνει ένας αξιόπιστος εταίρος στην εξωτερική πολιτική, τόσο πιο πιθανό είναι η ΕΕ να θέλει να εργαστεί στενά με το Λονδίνο για την καταπολέμηση διεθνών κρίσεων.
Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ: http://www.cer.eu/publications/archive/bulletin-article/2018/british-foreign-policy-after-brexit-hand-hand

Δεν υπάρχουν σχόλια: