Το νέο πλαίσιο “προστασίας” της κύριας κατοικίας φαίνεται να λαμβάνει την τελική του μορφή, οπότε με την επιφύλαξη της οριστικοποίησης του νομοθετικού κειμένου, μπορούν να διατυπωθούν κάποιες πρώτες σκέψεις.
Καταρχάς, προκαλεί πολύ δυσάρεστη έκπληξη για το νομικό πολιτισμό της χώρας μας και μόνο η διαδικασία κατάρτισης του εν λόγω νομοθετικού πλαισίου. Αντί να οριστεί μία νομοπαρασκευαστική επιτροπή, η οποία θα κατάρτιζε το νομοσχέδιο, ακολουθήθηκε η λογική της συμφωνίας μεταξύ κυβέρνησης και τραπεζών. Έτσι, η δημόσια συζήτηση περιστράφηκε γύρω από ένα μπρα ντε φερ μεταξύ κυβέρνησης και τραπεζών, ως εάν να μην υπάρχει κυρίαρχη κυβέρνηση που αποφασίζει και υπηρετεί το στόχο της προστασίας της κύριας κατοικίας. Πράγματι, είναι τουλάχιστον θλιβερό οι τράπεζες να ανάγονται σε νομοθέτες και ρυθμιστές τόσο σοβαρών κοινωνικών ζητημάτων. Μάλιστα, η κυβέρνηση αν και όφειλε, ουδέποτε κάλεσε σε διάλογο τις ενώσεις καταναλωτών για ένα τόσο κρίσιμο θέμα.
Ακόμα σοβαρότερα, όμως, είναι τα πράγματα στην ουσιαστική διάσταση του ζητήματος, δηλαδή τις ρυθμίσεις που όπως φαίνεται θα διαμορφώνονται. Όσο και αν προσπαθεί η κυβέρνηση να δικαιολογήσει την τεράστια ήττα της, χρησιμοποιώντας επιχειρήματα των τραπεζών περί κάλυψης ποσοστού 80% των δανειοληπτών από τη ρύθμιση, η πραγματικότητα και η απλή λογική τη διαψεύδουν.
Πρώτα και κύρια, επειδή το “δώρο” που έδωσαν οι τράπεζες στην κυβέρνηση, δηλαδή το όριο αξίας της κύριας κατοικίας, ανερχόμενο σε 250.000 ευρώ, στην ουσία ακυρώνεται από το όριο των 130.000 ευρώ για το σύνολο των ενυπόθηκων δανείων, συμπεριλαμβανομένων των τόκων. Αρκεί το εξής παράδειγμα: ο οφειλέτης που οφείλει 130.000 ευρώ στεγαστικό δάνειο και η αξία της κατοικίας του ανέρχεται σε 100.000 ευρώ, θα κληθεί να καταβάλει (100.000 Χ 120% =) 120.000 ευρώ, χωρίς να διευκρινίζεται αν το υπόλοιπο θα διαγραφεί στην αρχή ή στο τέλος της ρύθμισης, ενώ αν υφίσταται άλλη ακίνητη περιουσία, αυτή θα εκπλειστηριαστεί προκειμένου να καλυφθεί το υπόλοιπο. Ούτως ή άλλως, όμως, παρόμοιες “γενναιόδωρες” ρυθμίσεις προσφέρουν ήδη οι τράπεζες. Είναι δε αυτονόητο ότι αν η αξία της κατοικίας υπερβαίνει τις 130.000 ευρώ, τότε ο οφειλέτης δεν έχει κανένα λόγο να ενταχθεί σε μία τέτοια ρύθμιση, όπως δεν είχε λόγο να ενταχθεί στις διατάξεις του νόμου Κατσέλη. Επομένως, το όριο της αξίας στην ουσία είναι χωρίς καμία αξία.
Εξάλλου, τα εξαιρετικά αυστηρά όρια εισοδήματος για την ένταξη, αυστηρότερα και από τα ισχύοντα στο νόμο Κατσέλη, αναμένεται να αφήσουν εκτός ρύθμισης πολλούς δανειολήπτες που πληρούν έστω τις παραπάνω προϋποθέσεις, δηλαδή έχουν ενέγγυες οφειλές κάτω από 130.000 ευρώ και κατοικία που η αξία της δεν υπερβαίνει το ποσό αυτό. Αυτό σημαίνει ότι όποιος περάσει το πρώτο εμπόδιο του ορίου των 130.000 ευρώ, θα πρέπει παράλληλα το εισόδημά του να μην υπερβαίνει το ποσό των 12.500 ευρώ για ένα άτομο, 21.000 ευρώ για ένα ζευγάρι, συν 5.000 ευρώ για κάθε παιδί (σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες).
Περαιτέρω, τα δάνεια πρέπει να είναι ληξιπρόθεσμα ήδη από το τέλος του 2018, άρα η ρύθμιση έχει ουσιαστικά προσωρινό χαρακτήρα και δεν αφορά τους οφειλέτες που ήταν συνεπείς μέχρι σήμερα και θα αντιμετωπίσουν προβλήματα στο μέλλον.
Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι ακόμα και αν το 80% των δανειοληπτών οφείλει ενυπόθηκα δάνεια με συνολικό υπολειπόμενο κεφάλαιο (σύμφωνα με τις πληροφορίες, στο όριο δεν συμπεριλαμβάνονται οι εξωλογιστικοί τόκοι) κάτω των 130.000 ευρώ, υπάρχουν 2 κόφτες (εισόδημα και καθυστέρηση πριν το 2019) και ένας αποτρεπτικός παράγοντας (αξία μεγαλύτερη των 130.000 ευρώ και καταβολή του 120%) που αναμένεται να μειώσουν αισθητά το ποσοστό των υπαγομένων στη ρύθμιση.
Υπάρχουν, όμως, και άλλα σκοτεινά σημεία στη διαφαινόμενη ρύθμιση:
- Δεν υπάρχει καμία απολύτως πρόβλεψη για τα δάνεια και πιστωτικές κάρτες χωρίς εξασφαλίσεις, από τα οποία ομοίως κινδυνεύουν οι κατοικίες με πλειστηριασμό.
- Δεν έχει ξεκαθαριστεί το τοπίο για όσους έχουν καταθέσει αιτήσεις στο νόμο Κατσέλη που δεν έχουν εκδικαστεί. Αν η ρύθμιση έχει αναδρομική ισχύ και για αυτούς, θα πρόκειται για ένα νομοθετικό πραξικόπημα. Εξάλλου, η πληροφορία ότι ο νέος νόμος “βάζει χέρι” και στις εκκρεμές υποθέσεις του νόμου Κατσέλη, μεταξύ άλλων υποχρεώνοντας τους δανειολήπτες να καταβάλλουν το 30% της δόσης μέχρι την οριστική δικάσιμο για να μην εκπέσουν από τη ρύθμιση του νόμου Κατσέλη, επίσης προκαλεί εύλογα ερωτηματικά συνταγματικότητας της νέας ρύθμισης.
- Δεν έχει ξεκαθαριστεί αν η νέα ρύθμιση θα είναι δεσμευτική για τις τράπεζες ή μία διαδικασία εξωδικαστική, όπως η αντίστοιχη για τις επιχειρήσεις, οπότε οι τράπεζες θα έχουν και το μαχαίρι και το καρπούζι.
- Δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για όσους δανειολήπτες ανέλαβαν δάνεια σε ελβετικά φράγκα και το υπόλοιπό τους εκτινάχθηκε λόγω της ραγδαίας υποτίμησης του ευρώ και της παραπλανητικής πρακτικής των τραπεζών να προωθούν τέτοια επισφαλή προϊόντα, με αποτέλεσμα τα δάνειά τους να υπερβαίνουν τις 130.000 ευρώ.
Εν κατακλείδι, το διαφαινόμενο πλαίσιο όχι μόνο είναι χειρότερο από το ήδη ισχύον στο νόμο Κατσέλη, αλλά στην ουσία δεν αποτελεί καν πλαίσιο. Αυτό που κατάφερε η κυβέρνηση, είτε από άγνοια και ανικανότητα είτε από πρόθεση, είναι η νομιμοποίηση των ρυθμίσεων στις οποίες ήδη προέβαιναν οι τράπεζες και δεν οδήγησαν πουθενά, με πρόβλεψη μικρής διαγραφής για ένα πολύ μικρό ποσοστό δανειοληπτών. Η ήττα της κυβέρνησης και η παράδοσή της στις τράπεζες είναι ολοκληρωτική και δυστυχώς θα έχει ανυπολόγιστες συνέπειες σε χιλιάδες δανειολήπτες.
*Ο Βίκτωρας Τσιαφούτης είναι δικηγόρος και νομικός σύμβουλος της ΕΚΠΟΙΖΩ (Ένωση Καταναλωτών Ποιότητα Ζωής)
Άλλα άρθρα του Βίκτωρα Τσιαφούτη στο fpress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου