ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ 
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου, Αγγελική Αλειφεροπούλου, Γεώργιο Αναστασάκο - Εισηγητή και Διονυσία Μπιτζούνη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Μαΐου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημήτριου Παπαγεωργίου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1)Ι. Ε. του Π., κατοίκου ... και 2)Ν. Κ. του Ι., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Πετρόπουλο, για αναίρεση της υπ’ αριθ.ΒΤ 4332/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Πειραιά. 
Το Τριμελές Πλημ/κείο Πειραιά με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και oι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις με αριθ.πρωτ....7-2-2017 και ...7-2-2017 αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...17.
Αφού άκουσε 
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Οι κρινόμενες δύο αιτήσεις αναίρεσης (αρ.πρ.1090-...2017) των Ι. Ε. του Π. και Ν. Κ. του Ι., έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα και πρέπει να συνεκδικαστούν λόγων συνάφειας.
ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.1 του ΑΝ 86/1967, με τις στη διάταξη αυτή οριζόμενες αθροιστικές ποινές τιμωρείται όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον ίδιο (εργοδοτικών) προς τους υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας κάθε φύσεως Οργανισμούς Κοινωνικής Πολιτικής ή Κοινωνικής Ασφάλισης ή Ειδικούς λογαριασμούς και δεν καταβάλει αυτές εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές προς τους ως άνω Οργανισμούς, κατά δε την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου, τιμωρείται για υπεξαίρεση με τις στην εν λόγω διάταξη ποινές, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων σ’ αυτόν με σκοπό να τις αποδώσει στους άνω Οργανισμούς και δεν τις καταβάλει ή δεν τις αποδίδει στους Οργανισμούς αυτούς μέσα σε ένα μήνα αφότου είχαν καταστεί απαιτητές. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 16 του Κανονισμού Ασφαλίσεως ΙΚΑ, ορίζεται ως χρόνος καταβολής των εισφορών, το ημερολογιακό τέλος του μηνός εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή η υπηρεσία, ενώ, κατά το άρθρο 26 παρ. 3 του Ν. 1846/1951, ορίζεται ότι ο υπόχρεος πρέπει να καταβάλει τις εισφορές στο ΙΚΑ μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από τον χρόνο που έχει ορισθεί. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων της μη έγκαιρης καταβολής των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών, απαιτείται να προσδιορίζεται η συγκεκριμένη οφειλή του εργοδότη που απασχολεί προσωπικό, για ασφαλιστικές εισφορές που βαρύνουν τον ίδιο και τους εργαζόμενους σ’ αυτόν καθώς και μη καταβολή των σχετικών ποσών εντός μηνός, αφότου κατέστησαν απαιτητά στον Ασφαλιστικό Οργανισμό, που είναι ασφαλισμένο το απασχολούμενο προσωπικό. Για την πληρότητα της αντικειμενικής υποστάσεως των εν λόγω εγκλημάτων, απαιτείται το υποκείμενο των εγκλημάτων αυτών να έχει την ιδιότητα του εργοδότη και σαν τέτοιος νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στο οποίο το υπαγόμενο στην ασφάλιση προσωπικό, οφείλει να προσφέρει την υπηρεσία του. Πρόκειται συνεπώς για γνήσια εγκλήματα παραλείψεως, τα οποία συντελούνται με την παράλειψη της εμπρόθεσμης καταβολής των παραπάνω εισφορών μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από το ημερολογιακό τέλος κάθε μήνα, που παρασχέθηκε η εργασία. Για την καταβολή των ως άνω εισφορών, όταν εργοδότης είναι ανώνυμη εταιρεία, υπόχρεος είναι ο Διευθύνων Σύμβουλος αυτής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 115 του ν. 2238/1994 και 4 παρ.4 ν. 2556/1997, όπως αντικ. από το άρθρο 61 παρ.2 ν. 2676/1999. Προς την ίδια ουσιαστική κατεύθυνση κινείται και η ρύθμιση της παρ.7 του ΑΝ 86/1967, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 4075/11-4-2012, σύμφωνα με την οποία ως αυτουργοί, των εγκλημάτων αυτών της μη απόδοσης ασφαλιστικών εισφορών θεωρούνται στις ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες: α)οι πρόεδροι των Διοικητικών Συμβουλίων, οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές και γενικά κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο, είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών και β) σε περίπτωση που ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, ως αυτουργοί θεωρούνται τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των εταιρειών αυτών εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι για ασφαλιστικές εισφορές που έχουν γεννηθεί μέχρι τις 11-4-2012, και οφείλουν ανώνυμες εταιρείες, υπόχρεος για την καταβολή τους είναι μόνο ο διευθύνων σύμβουλος αυτής. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν, με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Κατ’ ακολουθίαν αυτών, για την πληρότητα της αιτιολογίας καταδικαστικής για παράβαση του άρθρου 1 του ΑΝ 86/1967 αποφάσεως, πρέπει να περιέχονται & αυτήν τα κρίσιμα περιστατικά για τη θεμελίωση των δύο ως άνω αξιόποινων πράξεων, που είναι η κατά συγκεκριμένο χρόνο απασχόληση, με σχέση εξαρτημένης εργασίας, του ασφαλισμένου στους ως άνω Οργανισμούς προσωπικού και τα χρηματικά ποσά τα οποία, με βάση τις τακτικές αποδοχές του προσωπικού, όφειλε ο κατηγορούμενος εργοδότης να καταβάλει στον Ασφαλιστικό Οργανισμό ως εργοδοτικές ή εργατικές εισφορές και δεν κατέβαλε ή παρακράτησε (ΟΛ.ΑΠ 1/1996) και αναφορά, επί φυσικού προσώπου, φερομένου ως εργοδότη εκ της ασκήσεως επιχειρήσεως, των πραγματικών περιστατικών από τα οποία να προκύπτει η θέση τούτου στην επιχείρηση αυτή, καθώς και αν πρόκειται για προσωπική ή εταιρική επιχείρηση και ποία η νομική μορφή της τελευταίας και η θέση του κατηγορουμένου σ’ αυτήν, ώστε να ανακύπτει υποχρέωση του για παρακράτηση και απόδοση των εισφορών, μη αρκούντος του χαρακτηρισμού του ως εργοδότη ή ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρικής επιχειρήσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά, που δίκασε ως Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αριθμό ΒΤ’ 4332/2016 απόφαση του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ’ είδος αναφέρει, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στον … στις 14-2-2011, οι κατηγορούμενοι, τυγχάνοντες εργοδότες της επιχείρησης με την επωνυμία "... Α.Ε." και ΑΜΕ ..., ΥΠ/ΚΑ ... είδος επιχείρησης: Λιανικό εμπόριο ηλεκτρικών και οικιακών συσκευών, ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών συσκευών, έχοντας απασχολήσει κατά τη χρονική περίοδο από 1-3-2009 έως 31-12-2010 στην επιχείρηση τους αυτή προσωπικό με σχέση εξαρτημένης εργασίας με αμοιβή, που ασφαλιζόταν στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όφειλαν για την ασφάλιση του άνω προσωπικού να καταβάλουν στο ΙΚΑ τις κατωτέρω εισφορές ποσού (2.626.763,45) ευρώ μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα για τις Δημόσιες Υπηρεσίες του επόμενου μήνα εκείνου μέσα στον οποίο παρασχέθηκε η εργασία. Για τη μη καταβολή των εισφορών αυτών συντάχθηκε η με αρ..., συνολικού ποσού εισφορών (2.626.763,45) ευρώ. 1) Έχοντας νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών τους ίδιους (εργοδοτικών) ασφαλιστικών εισφορών ποσού (1.751.186) ευρώ, δεν κατέβαλαν αυτές στον άνω Οργανισμό μέσα στο μήνα κατά τον οποίο οι εισφορές έγιναν απαιτητές, και 2) Έχοντας παρακρατήσει τις οφειλόμενες προς το ΙΚΑ ασφαλιστικές εισφορές των εργασθέντων στην επιχείρηση τους (εργατικές) ποσού (875.593) ευρώ με σκοπό να αποδώσουν αυτές στον άνω οργανισμό, δεν τις κατέβαλαν σ’ αυτόν μέσα στο μήνα κατά τον οποίο έγιναν απαιτητές κατέστησαν γι’ αυτές τιμωρητέοι για υπεξαίρεση." Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο κήρυξε, στη συνέχεια, ενόχους τους κατηγορουμένους, του ότι: "..., στις 14-2-2011, τυγχάνοντες εργοδότες της επιχείρησης με την επωνυμία "... Α.Ε. " και ΑΜΕ ..., ΥΠ/ΚΑ ... είδος επιχείρησης: Λιανικό εμπόριο ηλεκτρικών και οικιακών συσκευών, ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών συσκευών, έχοντας απασχολήσει κατά τη χρονική περίοδο από 1-3-2009 έως 31-12-2010 στην επιχείρηση τους αυτή προσωπικό με σχέση εξαρτημένης εργασίας με αμοιβή, που ασφαλιζόταν στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όφειλαν για την ασφάλιση του άνω προσωπικού να καταβάλουν στο ΙΚΑ τις κατωτέρω εισφορές ποσού (2.626.763,45) ευρώ μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα για τις Δημόσιες Υπηρεσίες του επόμενου μήνα εκείνου μέσα στον οποίο παρασχέθηκε η εργασία. Για τη μη καταβολή των εισφορών αυτών συντάχθηκε η με αρ..., συνολικού ποσού εισφορών (2.626.763,45) ευρώ. 1) Έχοντας νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών τους ίδιους (εργοδοτικών) ασφαλιστικών εισφορών ποσού (1.751.186) ευρώ, δεν κατέβαλαν αυτές στον άνω Οργανισμό μέσα στο μήνα κατά τον οποίο οι εισφορές έγιναν απαιτητές, και 2) Έχοντας παρακρατήσει τις οφειλόμενες προς το ΙΚΑ ασφαλιστικές εισφορές των εργασθέντων στην επιχείρηση τους (εργατικές) ποσού (875.593) ευρώ με σκοπό να αποδώσουν αυτές στον άνω οργανισμό, δεν τις κατέβαλαν σ’ αυτόν μέσα στο μήνα κατά τον οποίο έγιναν απαιτητές κατέστησαν γι’ αυτές τιμωρητέοι για υπεξαίρεση." Με τις παραδοχές όμως αυτές το ως άνω Δικαστήριο δεν διέλαβε στη προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα, υπάρχει ασάφεια, αφού, ενόψει του ότι πρόκειται για εργοδότρια ανώνυμη εταιρεία, δεν διευκρινίζεται στην απόφαση αν οι αναιρεσείοντες ήταν, κατά το καταστατικό της εταιρείας ή με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της, διευθύνοντες σύμβουλοι αυτής, κατά τον ενδιαφέροντα ως άνω κρίσιμο χρόνο (1-3-2009 έως 31-12-2010), που ίσχυε ο ευμενέστερος νόμος 2238/1994 και 2556/1997 (όπως αντικ. από το άρθρο 61 παρ. 2 ν.2676/1999), ώστε να ανακύπτει νομική υποχρέωση τους να παρακρατούν τις εισφορές των εργαζομένων και να αποδίδουν αυτές, μαζί με τις αντίστοιχες εργοδοτικές της επιχειρήσεως προς το ΙΚΑ. Μόνη δε η αναφερόμενη στο σκεπτικό αλλά και το διατακτικό ιδιότητα αυτών ως εργοδοτών της εταιρείας δεν καθιστά, άνευ άλλου, αυτούς υπόχρεους καταβολής των ως άνω εισφορών. Επομένως είναι βάσιμος ο σχετικός με την ανωτέρω πλημμέλεια, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ προβαλλόμενος πρώτος λόγος αναίρεσης , με τον οποίο (κατ’ ορθότερη εκτίμηση) πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, λόγω μη προσδιορισμού και μη εξειδίκευσης της ιδιότητας και της θέσης των αναιρεσειόντων στην ως άνω ανώνυμη εταιρία κατά τον κρίσιμο χρόνο. Πρέπει δε να γίνει δεκτός και παρελκούσης της έρευνας των λοιπών αναιρετικών λόγων, να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
ΙΙΙ. Τέλος κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του Π Κ, το αξιόποινο των εγκλημάτων εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία, προκειμένου για πλημμελήματα, είναι πέντε έτη, αρχομένη από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και ώσπου να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν από τα τρία έτη για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ.ιβ, 370 εδ.β και 511 του ΚΠΔ. προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξης, εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από τα δικαστήρια σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ειδικότερα δε ο Άρειος Πάγος, διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της. αν εμφανισθεί ο αναιρεσείων και κριθεί και ένας λόγος αναιρέσεως βάσιμος, όπως επί του προκειμένου, οφείλει, αυτεπαγγέλτως, να αναιρέσει την προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 370 εδ.β του ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση οι μερικότερες πράξεις της μη καταβολής εργοδοτικών και εργατικών εισφορών που φέρονται ότι τελέστηκαν από τους αναιρεσείοντες κατά το χρονικό διάστημα από 1-3-2009 έως 31-3-2009, οι οποίες διατηρούν την αυτοτέλεια τους, έχουν παραγραφεί, καθόσον συμπληρώθηκε οκταετία από τον χρόνο τελέσεώς τους μέχρι και τις 25/5/2009 (χρόνος διασκέψεως προς έκδοση της παρούσας απόφασης) και πρέπει ως προς αυτές να παύσει οριστικά η εναντίον του ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής. Για τις μη παραγραφείσες όμως μερικότερες πράξεις που φέρονται ότι τελέστηκαν έκτοτε και μέχρι 31-12-2010 πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (ΚΠΔ 519).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 
Αναιρεί την απόφαση ΒΤ-4332/2016 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά.
Παύει οριστικά την ποινική δίωξη κατά των αναιρεσειόντων για την πράξη της μη καταβολής ασφαλιστικών εισφορών στο ΙΚΑ (Εργοδοτικών και Εργατικών), για τις μερικότερες πράξεις που τελέστηκαν ..., κατά το χρονικό διάστημα από 1-3-2009 έως 31-3-2009.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιουνίου 2017. 
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 12 Ιουνίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ