Χιλιάδες ιδιοκτήτες ακινήτων θα βρεθούν για μια ακόμη φορά αντιμέτωποι με την υποβολή των φορολογικών δηλώσεων. Η εφορία έφτασε.
Στην ακίνητη περιουσία επιβάλλονται τρεις διαφορετικές ομάδες φόρων. Τα ακίνητα επιβαρύνονται κατά την απόκτηση, για την κατοχή τους με αποκορύφωμα τον ΕΝΦΙΑ, και κατά την πώλησή τους.
Σύμφωνα με το ΒΗΜΑ, στον πίνακα απεικονίζεται συνολικά η φορολογική µεταχείριση της ακίνητης περιουσίας, συµπεριλαµβανοµένων τόσο του φόρου επί των εισοδηµάτων που προκύπτουν εξ αυτής (µισθώµατα, υπεραξία πώλησης) όσο και των λοιπών φορολογικών επιβαρύνσεων κατά την απόκτηση (φόρος µεταβίβασης, ΦΠΑ) και την κατοχή (ΕΝΦΙΑ, ειδικός φόρος) ακινήτων. 
Η υπεραξία που προκύπτει από την πώληση ακινήτου λαµβάνεται αποπληθωρισµένη βάσει συντελεστών αποµείωσης και ισούται µε τη διαφορά ανάµεσα στην τιµή πώλησης ή την αξία του ανταλλάγµατος και της τιµής κτήσης, η οποία µπορεί να είναι:
• Το τίµηµα ή η αξία του ανταλλάγµατος, όπως προκύπτει από το οικείο συµβόλαιο.
• Η αξία βάσει της οποίας υπολογίστηκε o φόρος κληρονοµιάς, δωρεάς ή γονικής παροχής.
• Σε κάθε άλλη περίπτωση, η τιµή µεταβίβασης επί τον Δείκτη Τιµών Κατοικιών (ΔΤΚατ) του έτους κτήσης διά του ΔΤΚατ του προηγούµενου της µεταβίβασης έτους, όπως ο δείκτης αυτός ανακοινώνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος.
Σε περίπτωση που από την πώληση προκύπτει ζηµία, αυτή δεν µεταφέρεται προς συµψηφισµό αλλά η υπεραξία θεωρείται µηδενική.
Φόρος υπεραξίας επιβάλλεται στα ακίνητα που έχουν αποκτηθεί από 1/1/1995 και μετά.
Διαβάστε περισσότερα εδώ