Πώς φτάσαμε στο ιστορικό ρεκόρ του πρωτογενούς πλεονάσματος -Ο ρόλος των φόρων
Στα 6,937 δις. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 3,9% του ΑΕΠ διαμορφώθηκε το πρωτογενές πλεόνασμα των φορέων της γενικής κυβέρνησης όπως ανακοινώθηκε πριν από λίγο από την ΕΛΣΤΑΤ στο πλαίσιο συνέντευξης τύπου. Το «μνημονιακό πλεόνασμα» -αυτό που ενδιαφέρει καθώς από αυτό κρίνεται αν εκπληρώνονται οι βασικοί δημοσιονομικοί στόχοι ή αν πρέπει να ενεργοποιηθούν οι «κόφτες» διαφέρει από το ποσοστό που ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ καθώς έχει διαφορετικό ορισμό. Σύμφωνα με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, το «μνημονιακό» πλεόνασμα ανήλθε ακόμη υψηλότερα, στο 4,19% του ΑΕΠ. Σε κάθε περίπτωση, το ποσοστό είναι πολλαπλάσιο του στόχου που είχε καθοριστεί στο μνημόνιο για το 2016 και ο οποίος είχε προσδιοριστεί στο 0,5% του ΑΕΠ. Η μεγάλη διαφορά –η οποία σε μεγάλο βαθμό είχε προεξοφληθεί καθώς και ο ίδιος ο πρωθυπουργός είχε μιλήσει για εκπλήρωση του στόχου του 3,5% του ΑΕΠ ήδη από το 2016- θα αποτελέσει οριστικά πλέον το ισχυρό χαρτί της ελληνικής διαπραγματευτικής ομάδας τόσο κατά τις συζητήσεις που διεξάγονται ήδη από σήμερα στην Ουάσινγκτον για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους όσο και κατά τις «τεχνικές διαπραγματεύσεις» που αναμένονται από την Τρίτη στην Αθήνα με το «κουαρτέτο» για την ολοκλήρωση της τεχνικής συμφωνίας με τους θεσμούς.
Το πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης όπως ανακοινώθηκε από την Ελληνική Στατιστική Αρχή, υπολογίζεται με βάση το πρότυπο ESA 2010 και διαφέρει από τον ορισμό του πρωτογενούς πλεονάσματος που χρησιμοποιείται στο πλαίσιο του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής της Ελλάδας (δηλαδή το μνημόνιο). Μια βασική διαφορά, είναι ότι το «μνημονιακό» πρωτογενές πλεόνασμα, δεν περιλαμβάνει την κρατική υποστήριξη για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Αυτή η υποστήριξη μπορεί να έχει αρνητικό ή και θετικό αντίκτυπο στη διαμόρφωση του πλεονάσματος. Για παράδειγμα, το 2014, η επίπτωση ήταν θετική όπως είχε ανακοινωθεί πέρυσι τέτοιο καιρό. Η θετική επίπτωση, προήλθε από το γεγονός ότι οι αμοιβές που προέκυψαν από τις εγγυήσεις του διατραπεζικού δανεισμού και του συστήματος των ομολογιακών δανείων καθώς και τα έσοδα από τις προνομιούχες μετοχές των τραπεζών, ήταν υψηλότερες από τις δεδουλευμένες δαπάνες. Αντίθετα, το 2013 και το 2015, η επίπτωση ήταν έντονα αρνητική λόγω της διαδικασίας ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών.
Τα δημοσιονομικά στοιχεία για την περίοδο 2013-2016 τα οποία καταρτίστηκαν στο πλαίσιο της πρώτης κοινοποίησης Διαδικασίας Υπερβολικού Ελλείμματος και τα οποία κοινοποίησε πριν από λίγο η Ελληνική Στατιστική Αρχή έχουν ήδη υποβληθεί στην Eurostat σε εκπλήρωση των υποχρεώσεων της χώρας κατ’ εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Κανονισμού. Μάλιστα όπως υποστήριξε ο πρόεδρος της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής Αθανάσιος Θανόπουλος στο περιθώριο συνέντευξης τύπου που δόθηκε με αφορμή τη δημοσίευση των δημοσιονομικών στοιχείων, η ΕΛΣΤΑΤ έχει ήδη πάρει για 14η συνεχόμενη φορά στο διάστημα από τον Νοέμβριο του 2010 την έγκριση της Eurostat για την αξιοπιστία των στοιχείων της.
Πώς φτάσαμε σε αυτό το πλεόνασμα;
Όσοι αναζητούν την αιτία παραγωγής του πρωτογενούς πλεονάσματος «μαμούθ» κατά τη διάρκεια του 2016 –είναι το υψηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ τουλάχιστον από το 1995 οπότε μετριέται το πλεόνασμα με τις σύγχρονες μεθόδους ESA- θα πάρουν σαφή απάντηση αν κοιτάξουν τον κωδικό με τους φόρους. Τα έσοδα της γενικής κυβέρνησης, από τα 84,82 δις. ευρώ το 2015, αυξήθηκαν το 2016, στα 87,473 δις. ευρώ ή από το 48,28% του ΑΕΠ στο 49,73%. Αυτή η αύξηση, προκλήθηκε κυρίως από τη μεταβολή στα φορολογικά έσοδα. Τα στοιχεία της Γενικής Κυβέρνησης όπως είχαν ανακοινωθεί από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, ήταν σαφής: οι φόροι απέδωσαν το 2016 47,197 δις. ευρώ έναντι 43,779 δις. ευρώ το 2015. Εισπράχθηκαν δηλαδή περίπου 3,4 δις. ευρώ παραπάνω σε σχέση με το 2015 ή 1,7 δις. ευρώ πάνω από τον στόχο που είχε τεθεί για την περυσινή χρονιά. Με απλά λόγια: η κυβέρνηση έπεσε έξω κατά τουλάχιστον 1% του ΑΕΠ όσον αφορά στην εκτίμηση για την πορεία των φορολογικών εσόδων. Ή πιο απλά ακόμη, σχεδόν όλα τα φορολογικά μέτρα που ελήφθησαν μέσα στο 2016 (αύξηση της παρακράτησης φόρου σε μισθωτούς και συνταξιούχους λόγω αύξησης της εισφοράς αλληλεγγύης αλλά και μείωσης του αφορολογήτου) πρακτικά ήταν αχρείαστα καθώς ο μνημονιακός στόχος θα μπορούσε όχι μόνο να επιτευχθεί αλλά και να υπερκαλυφθεί χωρίς αυτά.
Στα στοιχεία που ανακοίνωσε νωρίτερα η ΕΛΣΤΑΤ αποτυπώνεται και σημαντική μείωση των δαπανών συγκριτικά με το 2015. Οι δαπάνες της γενικής κυβέρνησης ανήλθαν στα 86,185 δις. ευρώ έναντι 95,247 δις. ευρώ το 2014. Πώς προέκυψε η τόση μεγάλη εξοικόνημηση; Ο σημαντικότερος λόγος είναι το γεγονός ότι δεν διατέθηκαν πόροι για τη χρηματοδότηση των τραπεζών όπως συνέβη το 2015. Τη συγκεκριμένη χρονιά, δόθηκαν 4,842 δις. ευρώ (σ.σ το ποσό είχε εκτιμηθεί πέρυσι σε πάνω από 7 δις. ευρώ αλλά διορθώθηκε στατιστικά ύστερα από συνεννόηση με την Eurostat) ενώ το 2016 έχει εγγραφεί ως δαπάνη μόνο το ποσό των 60 εκατ. ευρώ. Επίσης, το 2016 έγινε περικοπή των συντάξεων είτε μέσα από τη μείωση του ΕΚΑΣ, είτε μέσα από περικοπή των επικουρικών κλπ.
Στο ερώτημα τι έγιναν αυτά τα 6,9 δις. ευρώ του πρωτογενούς πλεονάσματος, η απάντηση είναι πολύ απλή: το μεγαλύτερο ποσό, διοχετεύτηκε για την αποπληρωμή των τόκων. Αν αφαιρεθούν οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους, τότε απομένει ένα πλεόνασμα της τάξεως των 1,288 δις. ευρώ. Πώς δημιουργήθηκε αυτό; Κυρίως από το πλεόνασμα των ασφαλιστικών ταμείων το οποίο εκτιμήθηκε για το 2016 στα 2,042 δις. ευρώ έναντι ελλείμματος 608 εκατ. ευρώ που παρατηρήθηκε το 2015. Φυσικά, αυτό το πλεόνασμα οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στις μεταφορές πόρων από τον κρατικό προϋπολογισμό. Η κεντρική κυβέρνηση έκλεισε το 2016 με έλλειμμα 1,326 δις. ευρώ ενώ οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης παρουσίασαν πλεόνασμα 572 εκατ. ευρώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου