Εργατικά: Τί ισχύει για το επίδομα γάμου;Παράθεση σχετικών διατάξεων.
Ένα πολυσυζητημένο θέμα που απασχόλησε τα τελευταία χρόνια το σύνολο των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα είναι αν ένας εργαζόμενος δικαιούται και υπό ποιες προϋποθέσεις το επίδομα γάμου, μετά και τις αλλεπάλληλες αλλαγές στην εργατοασφαλιστική νομοθεσία.
Ο νόμος 435/1976 στο άρθρο 16 αναφέρει:
Κυρούται η παρ. 2 της υπ’ αριθ. 10/1976 αποφάσεως του Δευτεροβαθμίου Διοικητικού Διαιτητικού Δικαστηρίου Αθηνών, κηρυχθείσης εκτελεστής δια της υπ’ αριθ. 21378/4372 από 17 Μαΐου 1976 αποφάσεως του Υπουργού Απασχολήσεως (δημοσιευθείσης εις το υπ’ αριθ. 671, τεύχος Β΄ της 20.5.1976 ΦΕΚ), αφ’ ης η απόφασις αύτη ετέθη εν ισχύι ήτοι από 13ης Φεβρουαρίου 1976, το κείμενον της οποίας έχει ως ακολούθως:
Επίδομα γάμου: α) Εις τους μισθωτούς, ανεξαρτήτως φύλου, συνεστώτος του γάμου χορηγείται επίδομα γάμου εκ 5 %, υπό την προϋπόθεσιν ότι ο έτερος των συζύγων δεν ασκεί βιοποριστικόν επάγγελμα ή δεν συνταξιοδοτείται.
β) Το επίδομα γάμου υπολογίζεται επί του κατωτάτου ορίου του βασικού μισθού ή βασικού ημερομισθίου, του οριζομένου υπό της εκάστοτε εν ισχύι οικείας συλλογικής συμβάσεως, αποφάσεως διαιτησίας ή άλλης διατάξεως και δεν συμψηφίζεται προς τας τυχόν υπερτέρας των κατωτάτων ορίων πράγματι καταβαλλομένας αποδοχάς. Συμψηφίζεται όμως εις τούτο το τυχόν καταβαλλόμενον επίδομα γάμου ή συζύγου.
γ) Ο γάμος, ως και η συνδρομή της κατά την υπό παράγραφον α’ προϋποθέσεως, αποδεικνύεται δια δηλώσεως του μισθωτού κατά τον τύπον του Ν.Δ. 105/69, κατατιθεμένης εις τον εργοδότην, κατά την πρόσληψιν ή συνεστώτος του γάμου. Ο εργοδότης δικαιούται προς επιβεβαίωσιν της διαρκούς συνδρομής της προϋποθέσεως της υποπαραγράφου α’ να αξιοί καθ’ έκαστον ημερολογιακόν έτος την βολήν της κατά τα ανωτέρω δηλώσεως.
δ) Συλλογικαί συμβάσεις εργασίας, αποφάσεις διαιτησίας ή άλλαι διατάξεις προβλέπουσαι την χορήγησιν επιδόματος γάμου, εις ποσοστόν ή πάγιον ποσόν, δεν θίγονται δια της παρούσης, εξακολουθούσαι να ισχύουν και να διέπουν τα της παροχής του επιδόματος τούτου, εφ’ όσον: αα) προβλέπουν την παροχήν τούτου εις τους μισθωτούς αμφοτέρων των φύλων και ββ) το βάσει αυτών οφειλόμενον ποσόν επιδόματος γάμου είναι υπέρτερον του βάσει της παρούσης διαμορφουμένου.
Η διά της προηγουμένης παραγράφου κυρουμένη διάταξις δύναται να τροποποιήται και συμπληρούται ή να καταργήται διά συλλογικών συμβάσεων εργασίας, αποφάσεων διαιτησίας και υπουργικών αποφάσεων, κατά την διαδικασίαν του Ν.3239/19555 «περί τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας, συστάσεως Εθνικού Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Κοινωνικής Πολιτικής και τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων ενίων εργατικών νόμων», και των συμπληρωσάντων και τροποποιησάντων τούτον νόμων.
Κατόπιν η υπουργική απόφαση 10855/88, στο άρθρο 4 αναφέρει:
«Χορηγείται επίδομα γάμου με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τις 10/1976,9/1978, 100/1979 αποφάσεις του ΔΔΔΔ Αθηνών και το άρθρο 5 της εθν. γεν. συλλ. συμβ. εργασίας της 14.2.1984, όπως έχει τούτο ρυθμισθεί με τις διατάξεις του ν. 1414/1984. 2. Σε όσες έγγαμες εργαζόμενες γυναίκες δεν καταβάλλεται επίδομα γάμου, με βάση τις παραπάνω διατάξεις, χορηγείται επίδομα γάμου επί του βασικού μισθού ή επί του βασικού ημερομισθίου τους, από 1 Ιανουαρίου 1988 σε ποσοστό 5% και από 1 Ιανουαρίου 1989 σε ποσοστό 10% συνολικά.»
Συνεχίζοντας στο άρθρο 20 του Ν.1849/89 αναφέρεται στην παράγραφο 2:
«Του προβλεπόμενου από την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. επιδόματος γάμου δικαιούχοι είναι και οι άγαμοι γονείς, καθώς και οι ευρισκόμενοι σε κατάσταση χηρείας και οι διαζευγμένοι, από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου».
Στα χρόνια των μνημονίων, συντελέστηκαν πολύ μεγάλες αλλαγές στην εργατική νομοθεσία της χώρας, οι οποίες καθόρισαν και δρομολόγησαν μια «χιονοστιβάδα» προσαρμογών στο εργασιακό τοπίο, με έντονες ανακατατάξεις και συχνές προστριβές μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων.
Από την εφαρμογή του ν. 4046/2012 και της ΠΥΣ 6/28.02.2012 που ακολούθησε, προέκυψαν ζητήματα σχετικά με την καταβολή του επιδόματος.
Στο άρθρο 2 της ΠΥΣ 6/2012 αναφέρεται:
«Οι κανονιστικοί όροι Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας που θα λήξει ή θα καταγγελθεί, εξακολουθούν να ισχύουν επί ένα τρίμηνο από τη λήξη ή την καταγγελία τους. Κανονιστικοί όροι Συλλογικής Σύμβασης που έχει ήδη λήξει ή καταγγελθεί ισχύουν για ένα τρίμηνο από την ισχύ του ν. 4046/2012. Με την πάροδο του τριμήνου και εφόσον εν τω μεταξύ δεν έχει συναφθεί νέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, εξακολουθούν να ισχύουν από τους κανονιστικούς αυτούς όρους αποκλειστικώς οι όροι εκείνοι που αφορούν α) τον βασικό μισθό ή το βασικό ημερομίσθιο και β) τα επιδόματα ωρίμανσης, τέκνων, σπουδών και επικινδύνου εργασίας, εφόσον τα επιδόματα αυτά προβλέπονταν στις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που έληξαν ή καταγγέλθηκαν, ενώ παύει αμέσως να ισχύει κάθε άλλο προβλεπόμενο σε αυτές επίδομα. Η προσαρμογή των συμβάσεων στις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου γίνεται χωρίς να απαιτείται προηγούμενη σύμφωνη γνώμη των εργαζομένων. Οι όροι του τρίτου εδαφίου που διατηρούνται, εξακολουθούν να ισχύουν μέχρις ότου αντικατασταθούν από εκείνους της νέας Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας ή της νέας ή της τροποποιημένης ατομικής σύμβασης.»
Από την παραπάνω διατύπωση διαπιστώνουμε ότι δε συμπεριλαμβάνεται το επίδομα γάμου στη διατήρηση των βασικών επιδομάτων των συμβάσεων που έληξαν ή καταγγέλθηκαν και μετά την πάροδο της τρίμηνης μετενέργειάς τους, παρά μόνο τα επιδόματα ωρίμανσης, τέκνων, σπουδών και επικίνδυνης εργασίας, και μόνο εφ’ όσον και αυτά προβλέπονταν.
Ο νόμος 40 93/2012 στην ΥΠΟΠΑΡΑΓΡΑΦΟ» ΙΑ.11. ΝΕΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΝΟΜΙΜΟΥ ΚΑΤΩΤΑΤΟΥ ΜΙΣΘΟΥ ΚΑΙ ΚΑΤΩΤΑΤΟΥ ΗΜΕΡΟΜΙΣΘΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ (ΔΙΑΤΑΞΗ ΠΛΑΙΣΙΟ), ΚΑΤΩΤΑΤΟΣ ΝΟΜΙΜΟΣ ΜΙΣΘΟΣ ΚΑΙ ΗΜΕΡΟΜΙΣΘΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ» αναφέρει σαφώς:
Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 1876/1990 αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας καθορίζουν τους ελάχιστους μη μισθολογικούς όρους εργασίας, που ισχύουν για τους εργαζόμενους όλης της χώρας. Βασικοί μισθοί, βασικά ημερομίσθια, κάθε είδους προσαυξήσεις αυτών και γενικά κάθε άλλος μισθολογικός όρος, ισχύουν μόνο για τους εργαζόμενους που απασχολούνται από εργοδότες των συμβαλλομένων εργοδοτικών οργανώσεων και δεν επιτρέπεται να υπολείπονται του νόμιμου νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου.»
«Οι εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας καθορίζουν τους ελάχιστους μη μισθολογικούς όρους εργασίας, που ισχύουν για τους εργαζόμενους όλης της χώρας. Βασικοί μισθοί, βασικά ημερομίσθια, κάθε είδους προσαυξήσεις αυτών και γενικά κάθε άλλος μισθολογικός όρος, ισχύουν μόνο για τους εργαζόμενους που απασχολούνται από εργοδότες των συμβαλλομένων εργοδοτικών οργανώσεων και δεν επιτρέπεται να υπολείπονται του νόμιμου νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου.»
Μέχρι τη λήξη της περιόδου οικονομικής προσαρμογής που προβλέπουν τα Μνημόνια που προσαρτώνται στο ν. 4046/2012 και οι επακολουθούσες τροποποιήσεις αυτών καθορίζεται ο νόμιμος κατώτατος μισθός υπαλλήλων και το ημερομίσθιο εργατοτεχνιτών ως εξής:
(α) Για τους υπάλληλους άνω των 25 ετών ο κατώτατος μισθός ορίζεται 586,08 ευρώ και για τους εργατοτεχνίτες άνω των 25 ετών το κατώτατο ημερομίσθιο ορίζεται σε 26,18 ευρώ.
(β) Για τους υπάλληλους κάτω των 25 ετών ο κατώτατος μισθός ορίζεται 510,95 ευρώ και για τους εργατοτεχνίτες κάτω των 25 ετών το κατώτατο ημερομίσθιο ορίζεται σε 22,83 ευρώ.
(γ) i) Ο κατά τα άνω κατώτατος μισθός των υπαλλήλων άνω των 25 ετών προσαυξάνεται με ποσοστό 10% για κάθε τριετία προϋπηρεσίας και έως τρεις τριετίες και συνολικά 30% για προϋπηρεσία 9 ετών και άνω και το κατώτατο ημερομίσθιο των εργατοτεχνιτών άνω των 25 ετών προσαυξάνεται με ποσοστό 5% για κάθε τριετία προϋπηρεσίας και έως έξι τριετίες και συνολικά 30% για προϋπηρεσία 18 ετών και άνω.
(α) Για τους υπάλληλους άνω των 25 ετών ο κατώτατος μισθός ορίζεται 586,08 ευρώ και για τους εργατοτεχνίτες άνω των 25 ετών το κατώτατο ημερομίσθιο ορίζεται σε 26,18 ευρώ.
(β) Για τους υπάλληλους κάτω των 25 ετών ο κατώτατος μισθός ορίζεται 510,95 ευρώ και για τους εργατοτεχνίτες κάτω των 25 ετών το κατώτατο ημερομίσθιο ορίζεται σε 22,83 ευρώ.
(γ) i) Ο κατά τα άνω κατώτατος μισθός των υπαλλήλων άνω των 25 ετών προσαυξάνεται με ποσοστό 10% για κάθε τριετία προϋπηρεσίας και έως τρεις τριετίες και συνολικά 30% για προϋπηρεσία 9 ετών και άνω και το κατώτατο ημερομίσθιο των εργατοτεχνιτών άνω των 25 ετών προσαυξάνεται με ποσοστό 5% για κάθε τριετία προϋπηρεσίας και έως έξι τριετίες και συνολικά 30% για προϋπηρεσία 18 ετών και άνω.
ii) Ο κατά τα άνω κατώτατος μισθός των υπαλλήλων κάτω των 25 ετών προσαυξάνεται με ποσοστό 10% για μία τριετία προϋπηρεσίας και για προϋπηρεσία 3 ετών και άνω και το κατώτατο ημερομίσθιο των εργατοτεχνιτών κάτω των 25 ετών προσαυξάνεται με ποσοστό 5% για κάθε τριετία προϋπηρεσίας και έως δύο τριετίες και συνολικά 10% για προϋπηρεσία 6 και άνω ετών.
δ) Οι ως άνω προσαυξήσεις προϋπηρεσίας καταβάλλονται σε εργαζόμενο με προϋπηρεσία σε οποιονδήποτε εργοδότη και με οποιαδήποτε ειδικότητα, για μεν τους εργατοτεχνίτες μετά τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους, για δε τους υπαλλήλους μετά τη συμπλήρωση του 19ου έτους της ηλικίας τους και ισχύουν για την συμπληρωθείσα υπηρεσία την 14.2.2012.
ε) Πέραν της μηνιαίας τακτικής προσαύξησης λόγω προϋπηρεσίας καμία άλλη προσαύξηση δεν περιλαμβάνεται στο νομοθετικώς καθορισμένο κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο.
στ) Έως ότου η ανεργία διαμορφωθεί σε ποσοστό κάτω του 10% αναστέλλεται η προσαύξηση του νομοθετικώς καθορισμένου νόμιμου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου για προϋπηρεσία, που συμπληρώνεται μετά την 14.2.2012.
ζ) Ατομικές συμβάσεις εργασίας και συλλογικές συμβάσεις εργασίας κάθε είδους δεν επιτρέπεται να ορίζουν μηνιαίες τακτικές αποδοχές ή ημερομίσθιο πλήρους απασχόλησης κατώτερο από το νομοθετικώς καθορισμένο κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο.
δ) Οι ως άνω προσαυξήσεις προϋπηρεσίας καταβάλλονται σε εργαζόμενο με προϋπηρεσία σε οποιονδήποτε εργοδότη και με οποιαδήποτε ειδικότητα, για μεν τους εργατοτεχνίτες μετά τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους, για δε τους υπαλλήλους μετά τη συμπλήρωση του 19ου έτους της ηλικίας τους και ισχύουν για την συμπληρωθείσα υπηρεσία την 14.2.2012.
ε) Πέραν της μηνιαίας τακτικής προσαύξησης λόγω προϋπηρεσίας καμία άλλη προσαύξηση δεν περιλαμβάνεται στο νομοθετικώς καθορισμένο κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο.
στ) Έως ότου η ανεργία διαμορφωθεί σε ποσοστό κάτω του 10% αναστέλλεται η προσαύξηση του νομοθετικώς καθορισμένου νόμιμου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου για προϋπηρεσία, που συμπληρώνεται μετά την 14.2.2012.
ζ) Ατομικές συμβάσεις εργασίας και συλλογικές συμβάσεις εργασίας κάθε είδους δεν επιτρέπεται να ορίζουν μηνιαίες τακτικές αποδοχές ή ημερομίσθιο πλήρους απασχόλησης κατώτερο από το νομοθετικώς καθορισμένο κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο.
Κάθε αναφορά της ισχύουσας νομοθεσίας γενικά στον ελάχιστο μισθό ή στο ελάχιστο ημερομίσθιο της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) νοείται ο νόμιμος νομοθετημένος κατώτατος μισθός και κατώτατο ημερομίσθιο.
Στη συνέχεια συνήφθη η από 14.05.2013 Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας μεταξύ των Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε., Σ.Ε.Τ.Ε., Ε.Σ.Ε.Ε. και Γ.Σ.Ε.Ε., στην οποία προβλέφθηκε η διατήρηση του επιδόματος γάμου. Με βάση όμως τη νομοθετική μεταβολή του ν. 4093/2012 οι μισθολογικοί όροι της, και ως εκ τούτου το επίδομα γάμου, ήταν δεσμευτικοί μόνο για του εργαζόμενους που απασχολούνταν σε εργοδότες των συμβαλλόμενων σε αυτή εργοδοτικών οργανώσεων. Συνεπώς η υποχρέωση καταβολής επιδόματος γάμου διατηρήθηκε για τους εργοδότες που ήταν μέλη των Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε., Σ.Ε.Τ.Ε., Ε.Σ.Ε.Ε.. Σύμφωνα με τα παραπάνω είχαν διαμορφωθεί δύο κατώτατα μισθολογικά όρια για τους εργαζόμενους, εκ των οποίων το ένα (ΕΓΣΣΕ) περιλάμβανε επίδομα γάμου ενώ το άλλο όχι (κατώτατος μισθός ν. 4093/2012).
Ωστόσο, στην από 26.03.2014 Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας μεταξύ των Σ.Ε.Β., Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε., Σ.Ε.Τ.Ε., Ε.Σ.Ε.Ε. και Γ.Σ.Ε.Ε., δεν περιέχονται μισθολογικοί όροι, με αποτέλεσμα, να υφίσταται μόνο ένα κατώτατο όριο μισθού – ημερομισθίου, χωρίς να περιλαμβάνεται σε αυτό επίδομα γάμου.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ:
- Το επίδομα γάμου ανέρχεται για όλους τους εργαζόμενους σε ποσοστό 10% επί του βασικού μισθού και το δικαιούνται και οι δυο σύζυγοι άσχετα αν εργάζονται στον ίδιο ή σε διαφορετικό εργοδότη.
- Οι εργοδότες που δεν είναι μέλη των συμβαλλόμενων εργοδοτικών οργανώσεων που υπέγραψαν την ΕΓΣΣΕ δεν είναι υποχρεωμένοι να το χορηγούν.
- Οι εργοδότες που είναι μέλη των συμβαλλόμενων εργοδοτικών οργανώσεων που υπέγραψαν την ΕΓΣΣΕ είναι υποχρεωμένοι να το χορηγούν.
- Οι εργοδότες που δεσμεύονται από επιχειρησιακή, κλαδική, ομοιοεπαγγελματική Σ.Σ.Ε ή ατομική σύμβαση (ως όρος) η οποία προβλέπει επίδομα γάμου, είναι υποχρεωμένοι να το χορηγούν σε όλους τους εργαζόμενους.
- Στις περιπτώσεις που το επίδομα γάμου έχει καταργηθεί και ο εργοδότης συνεχίζει να το χορηγεί για σχετικά μακρύ χρονικό διάστημα τότε το ποσό αυτό νοείται ως οικειοθελής παροχή και δεν δύναται να το περικόψει μονομερώς, εκτός αν έχει επιφυλάξει για τον εαυτό του αυτό το δικαίωμα κατά την κατάρτιση της σύμβασης.
- Οι εργοδότες έχουν τη δυνατότητα να εξακολουθήσουν να καταβάλλουν το επίδομα γάμου, εφόσον το επιθυμούν. Στην περίπτωση που πράττουν κάτι τέτοιο, για να διατηρούν τη δυνατότητα περικοπής στο μέλλον, θα μπορούσαν να προβούν σε σχετική επιφύλαξη. Τέλος, σε κάθε νέα ΣΣΕ που συνάπτεται είναι δυνατό να προβλεφθεί επίδομα γάμου, καθώς τα μέρη είναι ελεύθερα να συμφωνούν οποιουσδήποτε όρους.
Με βάση τα παραπάνω η κατάσταση διαμορφώνεται ως εξής:
Α. Υπάρχει υποχρέωση καταβολής του επιδόματος γάμου:
α) Στην περίπτωση που οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι δεσμεύονται από ισχύουσες κλαδικές, ομοιοεπαγγελματικές ή επιχειρησιακές ΣΣΕ οι οποίες προβλέπουν επίδομα γάμου.
β) Σε περίπτωση που μια ΣΣΕ εφαρμόζεται με όρο ατομικής σύμβασης εργασίας. Σε αυτή την περίπτωση το επίδομα γάμου συνεχίζει να καταβάλλεται και μπορεί να περικοπεί με συμφωνία για τροποποίηση της ατομικής σύμβασης.
Β. ΔΕΝ υπάρχει υποχρέωση καταβολής του επιδόματος γάμου:
α) Στην περίπτωση που δεν υπάρχει δέσμευση από ισχύουσες κλαδικές, ομοιοεπαγγελματικές ή επιχειρησιακές ΣΣΕ, και ο μισθωτός αμείβεται με βάση τα νόμιμα κατώτατα όρια μισθών και ημερομισθίων.
β) Κατά το χρονικό διάστημα της μετενέργειας μιας ΣΣΕ. Κατά το χρονικό διάστημα αυτό, δεν υπάρχει υποχρέωση να καταβάλλεται το επίδομα γάμου και συνεπώς μπορεί να περικοπεί μονομερώς από τον εργοδότη.
Ένα είναι το μόνο σίγουρο…Το ζήτημα αυτό παραμένει ακόμα ανοιχτό και οι απόψεις διαφέρουν…Για παράδειγμα πολλές από τις επιθεωρήσεις εργασίας ανά την επικράτεια θεωρούν δεδομένο ότι το επίδομα γάμου πρέπει να καταβάλλεται σε όλους τους εργαζόμενους…Τα συμπεράσματα δικά μας….
ΔΟΥΚΕΡΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ
ΛΟΓΙΣΤΗΣ-ΦΟΡΟΤΕΧΝΙΚΟΣ-ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου