Η κάλυψη των τεκμηρίων
Μείωση της διαφοράς
Στις περιπτώσεις που το συνολικό εισόδημα που δηλώθηκε από το φορολογούμενο, τη σύζυγό του και τα εξαρτώμενα μέλη είναι χαμηλότερο από το τεκμαρτό εισόδημα που προσδιορίζεται με βάση τα άρθρα 31-32 του ΚΦΕ, η προκύπτουσα διαφορά φορολογείται κατά περίπτωση ως εισόδημα από μισθωτή εργασία, ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, κλπ. ενώ ταυτόχρονα επιβαρύνεται με πρόσθετη ειδική εισφορά αλληλεγγύης.
Μείωση της διαφοράς
Προκειμένου να αποφευχθεί ο προσδιορισμός του φορολογητέου εισοδήματος με βάση τα τεκμήρια, οι φορολογούμενοι πρέπει να καλύψουν την πρόσθετη διαφορά που προκύπτει μεταξύ του πραγματικού εισοδήματός τους και του πιο υψηλού ποσού εισοδήματος που προσδιορίζουν τα τεκμήρια.
Για τον σκοπό αυτό μπορούν δηλώσουν στη φορολογική τους δήλωση τα ακόλουθα ποσά (άρθρο 34 παρ 2 ΚΦΕ &ΠΟΛ 1076/2015) , τα οποία πρέπει να έχουν πραγματικά εισπραχθεί (και απλώς πιστωθεί) και για τα οποία φέρουν και το βάρος απόδειξης προκειμένου νομίμως να τα επικαλεστούν:
α) Πραγματικά εισοδήματα τα οποία αποκτήθηκαν στο οικείο έτος από τον ίδιο το φορολογούμενο, τη σύζυγό του και τα εξαρτώμενα μέλη του και τα οποία απαλλάσσονται από το φόρο ή φορολογούνται με ειδικό τρόπο. Τέτοια εισοδήματα αποτελούν η αποζημίωση λόγω απόλυσης από την εργασία, τα κέρδη από αμοιβαία κεφάλαια, οι τόκοι από έντοκα γραμμάτια και ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, οι τόκοι από καταθέσεις στις τράπεζες, κ.λπ.
Αν τα εισοδήματα αυτά αποκτήθηκαν στην αλλοδαπή αναγνωρίζονται εφόσον έχουν φορολογηθεί στην Ελλάδα ή απαλλάσσονται νομίμως από τη φορολόγηση αυτή. Προς απόδειξη της φορολογίας ή της νόμιμης απαλλαγής πρέπει τα εισοδήματα αυτά να έχουν περιληφθεί σε δήλωση φορολογίας εισοδήματος εφ όσον υπήρχε σχετική υποχρέωση.
Αν τα εισοδήματα αυτά αποκτήθηκαν στην αλλοδαπή αναγνωρίζονται εφόσον έχουν φορολογηθεί στην Ελλάδα ή απαλλάσσονται νομίμως από τη φορολόγηση αυτή. Προς απόδειξη της φορολογίας ή της νόμιμης απαλλαγής πρέπει τα εισοδήματα αυτά να έχουν περιληφθεί σε δήλωση φορολογίας εισοδήματος εφ όσον υπήρχε σχετική υποχρέωση.
β) Χρηματικά ποσά που δε θεωρούνται εισόδημα κατά τις ισχύουσες διατάξεις και αποκτήθηκαν στο οικείο έτος από το φορολογούμενο (π.χ. το εφάπαξ λόγω συνταξιοδότησης, μια αποζημίωση από την ασφαλιστική του εταιρεία κ.λπ.)
γ) Χρηματικά ποσά που προέρχονται από την διάθεση περιουσιακών στοιχείων (π.χ. ακινήτων, αυτοκινήτων, κινητών πραγμάτων, μετοχών, ομολόγων, εντόκων γραμματίων μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων και άλλων κινητών αξιών) στο οικείο έτος. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει ο φορολογούμενος που επικαλείται τίμημα από διάθεση περιουσιακού στοιχείου να αποδεικνύει με επίσημα στοιχεία ότι αυτός είναι ο κύριος του περιουσιακού στοιχείου, καθώς και το τίμημα της πώλησης του στοιχείου αυτού (πχ. αντίγραφο συμβολαίου ή προσυμφώνου, βεβαίωση συμβολαιογράφου, κλπ).
Από το τίμημα πώλησης που εισπράχθηκε εντός του οικείου έτους αφαιρείται το κόστος απόκτησης, δηλαδή το τίμημα που καταβλήθηκε εντός του ιδίου ή σε κάποιο προηγούμενο έτος για την αγορά του περιουσιακού στοιχείου. Εάν το κόστος απόκτησης του πωληθέντος περιουσιακού στοιχείου θεωρείτο «τεκμήριο» την χρονιά κατά την οποία αποκτήθηκε και ο φορολογούμενος επικαλείται ανάλωση κεφαλαίου του έτους εκείνου, τότε το τίμημα το οποίο καταβλήθηκε τη χρονιά εκείνη για την απόκτησή του δεν θα πρέπει να αφαιρείται από το τίμημα στο οποίο πωλήθηκε και θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ολόκληρο το ποσό του τιμήματος για την κάλυψη της πρόσθετης διαφοράς εισοδήματος.
δ) Χρηματικά ποσά συναλλάγματος (ή και ευρώ) που εισήγαγε στην Ελλάδα ο φορολογούμενος, εφόσον δικαιολογείται η απόκτησή τους στην αλλοδαπή. Για τα ποσά που εισάγονται, απαιτείται πρωτότυπο παραστατικό που εκδίδει η τράπεζα με το οποίο θα μπορεί να εξακριβωθεί ότι ο φορολογούμενος είναι ο δικαιούχος του εισαγόμενου χρηματικού κεφαλαίου, το ύψος του εισαγόμενου ποσού, το νόμισμα, η ευρωποίηση του και η χώρα προέλευσης.
Επίσης, όταν πρόκειται για κάλυψη δαπάνης απόκτησης περιουσιακού στοιχείου πρέπει να αποδεικνύεται ότι η εισαγωγή χρηματικών κεφαλαίων και η ευρωποίησή τους, αν είναι σε ξένο νόμισμα, έγινε πριν από την πραγματοποίηση της σχετικής δαπάνης.
ε) Δάνεια τα οποία έχουν ληφθεί κατά το οικείο έτος και αποδεικνύονται με συμβολαιογραφικό έγγραφο ή ιδιωτικό έγγραφο βέβαιης χρονολογία. Απαιτείται με βέβαιη χρονολογία, που να αποδεικνύει τη σύναψη δανείου και την καταβολή των χρηματικών ποσών που καταβλήθηκαν το κρίσιμο φορολογικό έτος. Σύμβαση δανείου που έχει καταρτιστεί στο εξωτερικό, απαιτείται επίσημη μετάφρασή της στα ελληνικά. Επίσης, απαιτείται βεβαίωση εισαγωγής συναλλάγματος για τα εν λόγω ποσά και πιστοποιητικό ευρωποίησης αν είναι σε ξένο νόμισμα.
Επίσης, όταν πρόκειται για κάλυψη δαπάνης απόκτησης περιουσιακού στοιχείου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 32 πρέπει να αποδεικνύεται ότι το δάνειο λήφθηκε πριν από την πραγματοποίηση της σχετικής δαπάνης. Αν η σύναψη δανείου προκύπτει από λογιστικά βιβλία, τότε απαιτείται σχετική βεβαίωση από την επιχείρηση.
στ) Δωρεά ή γονική παροχή χρημάτων για τις οποίες η οικεία φορολογική δήλωση (δωρεάς ή γονικής παροχής) έχει υποβληθεί μέχρι τη λήξη του έτους στο οποίο πραγματοποιήθηκε η σχετική δαπάνη.
ζ) Ανάλωση κεφαλαίου που αποδεδειγμένα έχει φορολογηθεί κατά τα προηγούμενα έτη ή νόμιμα είχε απαλλαγεί από το φόρο.
Πρέπει να τονιστεί ότι κάθε ποσό που καταβλήθηκε για την απόκτηση των εσόδων που επικαλείται ο φορολογούμενος τα μειώνει και το υπόλοιπο που προκύπτει είναι αυτό που περιορίζει ή καλύπτει τη συνολική ετήσια δαπάνη.
Ανάλωση Κεφαλαίου προηγουμένων ετών
Ειδικότερα, για τον προσδιορισμό κάθε χρόνο, του κεφαλαίου που μπορεί να επικαλεστεί προς ανάλωση ο φορολογούμενος, διενεργούνται τα εξής:
- Ο φορολογούμενος αθροίζει τα πάσης φύσεως πραγματικά εισοδήματα που έχουν φορολογηθεί ή νόμιμα έχουν απαλλαγεί της φορολογίας, τα οποία προκύπτουν από συμψηφισμό των θετικών και αρνητικών στοιχείων (πχ ζημίες) αυτών, καθώς και τα χρηματικά ποσά που προαναφέρθηκαν (από δωρεές, δάνεια, πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων, κλπ αφού αφαιρεθεί κάθε ποσό που καταβλήθηκε για την απόκτηση των εσόδων αυτών ) αλλά και οποιαδήποτε άλλο ποσό το οποίο αποδεδειγμένα έχει εισπραχθεί (πχ κέρδη από λαχεία, κλπ).
- Από το άθροισμα των εισοδημάτων αυτών αφαιρούνται οι δαπάνες που προσδιορίζονται στα άρθρα 31 και 32 του ΚΦΕ, δηλ. οι αντικειμενικές δαπάνες και οι δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων, ανεξάρτητα αν ο φορολογούμενος απαλλάσσεται της εφαρμογής των τεκμηρίων αυτών.
- Το καθαρό ποσό που θα προκύψει από τις ανωτέρω πράξεις είναι το ποσό το οποίο μπορεί να επικαλεστεί ο φορολογούμενος στη φορολογική του δήλωση ώστε να «καλύψει» τη διαφορά των τεκμηρίων.
Διευκρινίζεται ότι τα έτη για τα οποία γίνεται επίκληση με σκοπό την ανάλωση θα πρέπει να είναι συνεχόμενα και να φθάνουν μέχρι το προηγούμενο του κρινόμενου έτους. Το θετικό αλγεβρικό άθροισμα των ετών αυτών θα αποτελέσει το συνολικό κεφάλαιο που σχηματίστηκε αυτά τα έτη.
Αν σε κάποιο έτος ο προσδιορισμός του εισοδήματος πραγματοποιηθεί με βάση την τεκμαρτή δαπάνη, τότε θεωρείται ότι δεν απομένει κεφάλαιο προς επίκληση για το έτος αυτό (θεωρείται μηδενικό) και δεν επηρεάζει αρνητικά τα θετικά υπόλοιπα των προηγούμενων ετών.
Αν όμως σε κάποιο έτος προκύψει αρνητικό υπόλοιπο και υπάρχει απαλλαγή από τις αντικειμενικές δαπάνες των άρθρων 31 και 32 του Κ.Φ.Ε. τότε το έτος αυτό επηρεάζει αρνητικά τα θετικά υπόλοιπα των προηγούμενων ετών.
Στην περίπτωση που δεν υπάρχουν αντικειμενικές δαπάνες ή υπηρεσίες του άρθρου 31 ή αυτές που υπάρχουν είναι μικρότερες των 3.000 ευρώ, προκειμένου για άγαμο, διαζευγμένο ή χήρο και των 5.000, προκειμένου για συζύγους, κατά τον προσδιορισμό κεφαλαίου προηγούμενων ετών θα αφαιρούνται ποσά που θα προσδιορίζονται με βάση την κοινωνική, οικονομική και οικογενειακή κατάσταση των φορολογουμένων και τις αποδεδειγμένες δαπάνες διαβίωσης. Τα ποσά αυτά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι κατώτερα των 3.000 και 5.000 ευρώ αντίστοιχα.
Περαιτέρω, δεν προβλέπεται χρονικός περιορισμός για την κάλυψη των δαπανών με ανάλωση κεφαλαίου, συνεπώς για την κάλυψη της διαφοράς μπορεί να γίνει επίκληση ανάλωσης κεφαλαίου οσωνδήποτε προηγούμενων ετών.
Τα εκκαθαριστικά σημειώματα για φορολογικά έτη για τα οποία έχει συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής αποτελούν πλήρη απόδειξη για τα αναγραφόμενα σε αυτά ποσά χωρίς να απαιτείται η προσκόμιση λοιπών δικαιολογητικών. Τα δεδομένα φορολογικών δηλώσεων που δεν αναγράφονται στο εκκαθαριστικό λαμβάνονται υπ όψη μόνο μετά από διασταύρωση.
Τζένη Πάνου
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Λογιστής», Τεύχος Μαΐου 2018
asnetwork.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου