Πέμπτη 28 Μαρτίου 2019

Τροπολογία για την προστασία της πρώτης κατοικίας: Αναλυτικά τα κριτήρια της ρύθμισης

Αλέξανδρος ΚλώσσαςOικονομικός Συντάκτης


Τροπολογία για την προστασία της πρώτης κατοικίας: Αναλυτικά τα κριτήρια της ρύθμισης


Καμία διαφορά στο οικογενειακό εισόδημα του αιτούντος φυσικού προσώπου.


Τροπολογία για την προστασία της πρώτης κατοικίας: Αναλυτικά τα κριτήρια της

MEMITINA VIA GETTY IMAGES
Τα κριτήρια έχουν προκύψει από τις διαπραγματεύσεις, χωρίς όμως να υπάρχει τελική συμφωνία με τους δανειστές. Το περιεχόμενο της τροπολογίας δείχνει ότι οι Θεσμοί έχουν κάνει πίσω προκειμένου στη ρύθμιση να ενταχθούν και τα επιχειρηματικά δάνεια και η κυβέρνηση υποχώρησε στα κριτήρια ένταξης στη ρύθμιση.
Σε σχέση με το αρχικό σχέδιο που είχε διαρρεύσει η κυβέρνηση, η τροπολογία δείχνει ότι η Ελληνική πλευρά χρειάστηκε να υποχωρήσει αρκετά στα περιουσιακά κριτήρια, αλλά και στο ύψος των καταθέσεων προκειμένου να περιοριστεί ο αριθμός των δανειοληπτών οι οποίοι θα μπορούν να ωφεληθούν από τη ρύθμιση. Ωστόσο, το γεγονός ότι η τροπολογία κατατέθηκε χθες στη Βουλή δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί μέχρι τη ψήφιση της να υπάρξουν προσθήκες, διορθώσεις ή αλλαγές οι οποίες θα προκύψουν από τις διαπραγματεύσεις με τους Θεσμούς.
Το βασικό κριτήριο για την ένταξη των ιδιωτών στη νέα ρύθμιση είναι το δάνειο να ήταν ληξιπρόθεσμο για το τουλάχιστον 90 ημέρες κατά την 31η Δεκεμβρίου. Η αντικειμενική αξία της πρώτης κατοικίας δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 250.000 ευρώ, ενώ στις περιπτώσεις των επιχειρηματικών δανείων η αντικειμενική αξία της προστατευόμενης κατοικίας δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 175.000 ευρώ. Αντίστοιχα και για τις δύο περιπτώσεις το σύνολο του ανεξόφλητου δανείου στο οποίο συνυπολογίζονται λογιστικοποιημένοι τόκοι και, αν υπάρχουν, έξοδα εκτέλεσης κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης δεν υπερβαίνει τις 130.000 ευρώ ανά πιστωτή. Αν η οφειλή έχει συνομολογηθεί σε άλλο, πλην ευρώ, νόμισμα, τότε για τον καθορισμό του μέγιστου ορίου των 130.000 ευρώ λαμβάνεται υπόψη η ισοτιμία αλλοδαπού νομίσματος και ευρώ κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης.
Αμετάβλητο σε σχέση με τα σενάρια που είχαν δει το φως της δημοσιότητας παραμένει το οικογενειακό εισόδημα του αιτούντος φυσικού προσώπου, κατά το τελευταίο έτος, για το οποίο υπάρχει δυνατότητα υποβολής φορολογικής δήλωσης, δεν υπερβαίνει τα 12.500 ευρώ. Το ποσό προσαυξάνεται κατά 8.500 ευρώ για το σύζυγο και κατά 5.000 ευρώ για κάθε εξαρτώμενο μέλος και μέχρι τα τρία εξαρτώμενα μέλη.
Αντίθετα «μαχαίρι» σε σχέση με τα σενάρια που είχε κάνει η κυβέρνηση, έπεσε στην αξία της υπόλοιπης ακίνητης περιουσίας, όπως και στις τραπεζικές καταθέσεις. Συγκεκριμένα αν το σύνολο των οφειλών υπερβαίνει τα 20.000 ευρώ, η ακίνητη περιουσία του αιτούντα, του συζύγου του και των εξαρτώμενων μελών, πέραν της κύριας κατοικίας του αιτούντα, καθώς και τα μεταφορικά μέσα του αιτούντα και του συζύγου του, έχουν συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τα 80.000 ευρώ.
Επίσης, οι καταθέσεις, τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα και τα πολύτιμα μέταλλα, σε νομίσματα ή ράβδους, του αιτούντα και του συζύγου του και των εξαρτώμενων μελών έχουν συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης.

«Επιδότηση δόσης»

Για την προστασία της κύριας κατοικίας του, ο δανειολήπτης θα καταβάλλει το 120% της αξίας αυτής σε μηνιαίες ισόποσες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, με επιτόκιο ίσο με το Euribor τριμήνου προσαυξημένο κατά 2%. Αν το 120% της αξίας της κύριας κατοικίας υπερβαίνει το σύνολο των οφειλών που περιλαμβάνονται στην αίτηση, τότε καταβάλλεται το σύνολο των οφειλών σε αντίστοιχες τοκοχρεωλυτικές δόσεις.
Το ποσό καταβάλλεται σε χρονικό διάστημα 25 ετών, το οποίο όμως δεν πρέπει να υπερβαίνει το 80ο έτος της ηλικίας του αιτούντος, εκτός εάν συμβληθεί εγγυητής, αποδοχής των πιστωτών, ευθυνόμενος ως αυτοφειλέτης.
Αν ρυθμίζονται περισσότεροι από ένας πιστωτές, τότε η μηνιαία δόση, που προκύπτει επιμερίζεται μεταξύ των ρυθμιζόμενων πιστωτών, ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής τους σε πλειστηρίασμα που θα προέκυπτε, αν η κύρια κατοικία πλειστηριαζόταν χωρίς έξοδα εκτέλεσης και χωρίς κατάταξη λοιπών πιστωτών, που δεν αναφέρονται στην αίτηση.
Το Δημόσιο συνεισφέρει στις μηνιαίες καταβολές σε ειδικό ακατάσχετο λογαριασμό με δικαιούχο τον οφειλέτη. Η συνεισφορά του Δημοσίου δεν κατάσχεται ούτε συμψηφίζεται. Για την έγκριση και καταβολή της συνεισφοράς δεν απαιτείται φορολογική ή ασφαλιστική ενημερότητα του οφειλέτη.
Για να συνεισφέρει το Δημόσιο, πρέπει να ρυθμιστούν, συναινετικά ή δικαστικά, όλες οι οφειλές οι οποίες μπορούν να ρυθμιστούν με βάση τις προβλέψεις του νέου νόμου.
Η συνεισφορά του Δημοσίου διαρκεί για όσο χρόνο διαρκεί η ρύθμιση. Οι προϋποθέσεις και το ποσό της συνεισφοράς του Δημοσίου θα επανεξετάζονται κάθε έτος. Ο δικαιούχος μπορεί μετά την παρέλευση ενός έτους από τον αρχικό προσδιορισμό ή την τελευταία αναπροσαρμογή της συνεισφοράς να ζητήσει μεταρρύθμιση του ποσοστού συνεισφοράς, αν εξαιτίας μεταβολής των εισοδημάτων του, των εύλογων δαπανών διαβίωσης ή του επιτοκίου αναφοράς προκύπτει αδυναμία του να καταβάλει τη δική του συνεισφορά.

Ηλεκτρονική αίτηση

Όταν το περιεχόμενο του νόμου οριστικοποιηθεί και τεθεί σε ισχύ οι δανειολήπτες θα υποβάλουν τις αιτήσεις τους σε ηλεκτρονική πλατφόρμα στην οποία ο ενδιαφερόμενος θα πρέπει να καταθέσει πλήρη στοιχεία. Κατά την υποβολή της αίτησης ανακτώνται αυτόματα από τα πιστωτικά ιδρύματα:
α) στοιχεία αναφορικά με τις απαιτήσεις προς πιστωτικά ιδρύματα, οι οποίες είναι επιδεκτικές ρύθμισης το οφειλόμενο ποσό ανά πιστωτή, την ημερομηνία, αναφορικά με την οποία προσδιορίζεται το ύψος της κάθε οφειλής, και τους συνοφειλέτες που ευθύνονται έναντι κάθε πιστωτή,
β) στοιχεία αναφορικά με καταθέσεις και χρηματοπιστωτικά προϊόντα του τηρούνται στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα καθώς και την εκτιμώμενη αξία τους,
γ) τα στοιχεία βαρών και λοιπών εξασφαλίσεων επί των ακίνητων περιουσιακών στοιχείων του αιτούντα που βρίσκονται στη διάθεση τους.
Με την αίτηση υπαγωγής στη διαδικασία, ο αιτών παρέχει άδεια στους συμμετέχοντες πιστωτές και στο Δημόσιο για πρόσβαση, επεξεργασία και διασταύρωση των δεδομένων του. Αν αποδεικνύεται με δημόσια έγγραφα ότι η υπεύθυνη δήλωση είναι ψευδής, τότε, εφόσον η ανακρίβεια επιδρά στην επιλεξιμότητα του αιτούντα, η δικαστική ή η εξώδικη ρύθμιση θεωρείται αυτοδικαίως άκυρη, ο οφειλέτης εκπίπτει όλων των δικαιωμάτων βάσει της ρύθμισης, οφείλει να καταβάλει στον πιστωτή την οφειλή που προκύπτει από την αρχική σύμβαση μειωμένη κατά τα ποσά που καταβλήθηκαν και ο θιγόμενος πιστωτής μπορεί να επισπεύσει άμεσα αναγκαστική εκτέλεση. Η εν λόγω οφειλή επιβαρύνεται με επιτόκιο 5%.

Δεν υπάρχουν σχόλια: