Δυνατότητα «μετατροπής» κοινωνίας κληρονόμων σε εταιρεία ή σύστασης εταιρείας
Η εταιρεία και η κοινωνία κληρονόμων έχουν κατά βάση κοινά χαρακτηριστικά, ιδιαίτερα μάλιστα στην περίπτωση που η εταιρεία είναι αστική εταιρεία χωρίς νομική προσωπικότητα, αφού στην περίπτωση αυτή η «εταιρική» περιουσία είναι κοινή περιουσία των εταίρων. Η κοινή αυτή περιουσία απαιτεί (όχι μόνο στην εταιρεία, αλλά) και στην κοινωνία κληρονόμων κοινή διαχείριση από τους φορείς της (βλ. άρθρο 788 ΑΚ). Η κοινή διαχείριση είναι ο κοινός σκοπός των συγκληρονόμων-κοινωνών ως προς τα κοινά δικαιώματά τους, ανεξάρτητα από την ύπαρξη εταιρικής σχέσης.
Οι δύο θεσμοί όχι απλώς δε βρίσκονται σε αντίθεση, αλλά απεναντίας βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους. Αυτή που διαφοροποιείται είναι η εταιρεία, κυρίως κατά το ότι είναι κάτι περισσότερο από την κοινωνία (κληρονόμων). Συγκεκριμένα, η ειδοποιός διαφορά τους συνίσταται κατά βάση στο ότι μεταξύ των εταίρων (φορέων-υποκειμένων της κοινής περιουσίας) έχει συναφθεί σύμβαση (στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων) που αποσκοπεί στην επιδίωξη κοινού σκοπού με την κοινή περιουσία (ή και με άλλες κοινές εισφορές, όπως π.χ. εργασία). Η σύμβαση αυτή δημιουργεί καταρχήν στενότερο δεσμό απ’ ό,τι η σχέση των κοινωνών.
Ειδικά στην αστική εταιρεία ο στενός δεσμός μεταξύ των εταίρων εκδηλώνεται, μεταξύ άλλων, με το ότι ο εταίρος οφείλει να μη διαθέσει το μερίδιό του πάνω στα κοινά πράγματα (ώστε να εξακολουθεί προσωπικά να δεσμεύεται να το αφιερώνει στον κοινό σκοπό – άρθρο 761 ΑΚ), στο ότι η εταιρική ιδιότητα, πλην αντίθετης συμφωνίας, δεν κληρονομείται (άρθρο 773 ΑΚ) κ.λπ. Αντίθετα, για τον κοινωνό, που δε συνδέεται με εταιρικό δεσμό με τους άλλους κοινωνούς, η διάθεση του μεριδίου του είναι ελεύθερη (άρθρο 793 εδ. α΄ ΑΚ· ίδιου περιεχομένου διάταξη και στην κοινωνία κληρονόμων, όπου ισχύει το άρθρο 1886 ΑΚ), το μερίδιο είναι κληρονομητό (ΑΚ 1710) κ.λπ. Η εναλλαγή κοινωνών είναι, επομένως, πολύ ευκολότερη (μη υποκείμενη στη συγκατάθεση των λοιπών κοινωνών) απ’ ό,τι η εναλλαγή εταίρων αστικής εταιρείας.
Περαιτέρω, η βούληση σύστασης εταιρείας δε συνδέεται απλώς με την επιδίωξη κάποιου σκοπού (υπόψη ότι και στην κοινωνία υπάρχει στις συνηθέστερες των περιπτώσεων ο διαχειριστικός σκοπός), αλλά και με την πρόθεση υπαγωγής σε κάποιους κανόνες λειτουργίας, οι οποίοι συνήθως καθορίζονται στο συστατικό έγγραφο (ύψος και τρόπος εισφορών, τρόπος διαχείρισης, διάρκεια εταιρείας κ.λπ.).
Μια τέτοια βούληση σύστασης εταιρίας (animus societatis), που σημαίνει βούληση αποδοχής των παραπάνω επιπλέον δεσμεύσεων μεταξύ των μερών και των λοιπών αυξημένων (σε σχέση με την κοινωνία) έννομων συνεπειών, πρέπει να προκύπτει σαφώς. Σε περίπτωση αμφιβολίας για το αν συστήθηκε ή όχι εταιρία θα πρέπει να γίνεται δεκτό ότι η σχέση δεν είναι εταιρεία. Πράγματι, ο θεσμός που παράγει μείζονες δεσμεύσεις για τα μέρη πρέπει να προκύπτει σαφώς. Όσοι επιδιώκουν την παραγωγή των περισσότερων και συνθετότερων έννομων συνεπειών της εταιρείας, πρέπει να φροντίζουν να καθιστούν βέβαιη την ίδρυσή της. Αν δεν αποδεικνύεται ότι τα μέρη ήθελαν και το περισσότερο, θα γίνεται δεκτό το minimum, δηλ. εδώ μόνο οι ελάχιστες δυνατές έννομες συνέπειες, άρα αυτές της κοινωνίας. Είναι, άλλωστε, γενικότερος κανόνας ότι μεταξύ δύο συγγενών θεσμών θα γίνεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, δεκτός εκείνος που προκαλεί τις λιγότερες έννομες συνέπειες.
Όταν μέρη συνδέονται ήδη με έννομη σχέση, όπως αυτή της κοινωνίας, γίνεται, σε συνέπεια με τα παραπάνω, δεκτό ότι η επιπλέον συμβατική τους δέσμευση (=αντίθετα από ό,τι μεταξύ μερών χωρίς άλλη εκ του νόμου δέσμευση) δεν μπορεί να συναχθεί από μόνο το γεγονός της συνεργασίας ή από την τυχόν μεγάλη σημασία του αντικειμένου της συνεργασίας. Πρέπει επιπλέον να διαπιστωθεί ότι πέρα από τον υφιστάμενο δεσμό τα μέρη θέλησαν και τις πρόσθετες έννομες συνέπειες που διαφοροποιούν την εταιρεία από το εν λόγω δεσμό.
Διαφορετικά βεβαίως είναι τα πράγματα σε περίπτωση που μια κοινωνία αστικού δικαίου ασκεί επιχείρηση, όπως π.χ. μια κοινωνία κληρονόμων που συνεχίζει την ατομική επιχείρηση του κληρονομούμενου και παράλληλα υφίσταται υπογεγραμμένο συμφωνητικό, το οποίο μάλιστα καθορίζει, μεταξύ άλλων, τον τρόπο της τακτικής διαχείρισης (άρθρο 789 ΑΚ) και τη διάρκεια της κοινωνίας, όπως συμβαίνει, κατά τα ανωτέρω, και σε μια εταιρική σύμβαση. Στην περίπτωση αυτή είναι προφανές ότι η άσκηση επιχείρησης μέσω εταιρείας και η άσκηση επιχείρησης από κοινωνία (συγ)κληρονόμων βρίσκονται πολύ κοντά, αφού οι δεσμοί μεταξύ των συγκληρονόμων είναι προφανώς στενότεροι ενόψει της επιδίωξης του κοινού οικονομικού-επιχειρηματικού σκοπού, έστω κι αν το δικαίωμα διάθεσης της ατομικής μερίδας είναι ελεύθερο (εκτός αν έχει συμφωνηθεί ρητά μεταξύ των κοινωνών ότι η μεταβίβαση της μερίδας σε τρίτο απαγορεύεται ρητά, γεγονός που θα καταδεικνύει ότι οι δεσμοί μεταξύ των συγκοινωνών-συγκληρονόμων είναι ιδιαίτερα στενοί· επισημαίνεται όμως ότι μια τέτοια συμφωνία μεταξύ των συγκοινωνών-συγκληρονόμων θα έχει μόνο ενοχική ενέργεια και δεν επιδρά στο κύρος της τυχόν διάθεσης/εκποίησης κατά παράβαση της συμφωνίας, άρθρο 177 ΑΚ). Παράλληλα, η ύπαρξη συμφωνητικού αποκαλύπτει πρόθεση υπαγωγής σε κανόνες λειτουργίας, πρόθεση απαραίτητη, προκειμένου να επιδιωχθεί οργανωμένα και άρα με κατά τεκμήριο καλύτερες προοπτικές επίτευξης του αποτελέσματος ο επιχειρηματικός σκοπός.
Προκειμένου οι συγκοινωνοί-συγκληρονόμοι μιας επιχείρησης να συστήσουν εταιρεία και να συνεχίσουν ως εταιρεία την επιχείρηση, θα πρέπει πρώτα να αποφασίσουν τη λύση της κοινωνίας κληρονόμων και να προβούν σε διακοπή εργασιών και στη συνέχεια να προχωρήσουν στη σύσταση της εταιρείας και στην έναρξη των εργασιών της. Από άποψη εμπορικού δικαίου, δεν υπάρχει καταρχήν δυνατότητα «μετατροπής» της κοινωνίας κληρονόμων σε εταιρεία, αν και επί της ουσίας η άσκηση της επιχείρησης δε θα μεταβληθεί σε σχέση με την υφιστάμενη κατάσταση, αφού ειδικά στην περίπτωση που υφίσταται συμφωνητικό, το οποίο μάλιστα καθορίζει, μεταξύ άλλων, τον τρόπο της τακτικής διαχείρισης (άρθρο 789 ΑΚ) και τη διάρκεια της κοινωνίας, όπως συμβαίνει, κατά τα ανωτέρω, και σε μια εταιρική σύμβαση, η κοινωνία θα βρίσκεται από άποψη λειτουργίας πολύ κοντά με την εταιρεία. Απλώς, επειδή δεν υπάρχει η νομική δυνατότητα της μετατροπής, θα πρέπει να ακολουθηθούν τα ανωτέρω βήματα.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα γενικώς κρατούντα στο εμπορικό δίκαιο, μετατροπή υπάρχει όταν μια εταιρεία με νομική προσωπικότητα μεταβάλλει τη μορφή, τον εταιρικό τύπο, υπό τον οποίο λειτουργεί, χωρίς να επέρχεται καμιά μεταβολή στη νομική της προσωπικότητα. Με την έννοια αυτή της μετατροπής η μεταβολή εταιρικού τύπου με μετατροπή αναγνωρίζεται μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις, καταρχήν ρητά οριζόμενες στο νόμο. Ενόψει αυτών γίνεται κατανοητό ότι απαραίτητο στοιχείο της μετατροπής είναι η νομική προσωπικότητα της μετατρεπόμενης εταιρείας.
Κατά μείζονα συνεπώς λόγο δεν είναι νοητή ούτε μετατροπή ατομικής επιχείρησης η κοινωνίας αστικού δικαίου (συνεπώς, ούτε κοινωνίας κληρονόμων που λειτουργεί (ατομική) επιχείρηση) σε εταιρεία (π.χ. ΑΕ ή ΕΠΕ). Κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από τις διατάξεις του εμπορικού δικαίου. Προβλέπεται όμως από τους ειδικούς νόμους που θεσπίζουν φορολογικά κίνητρα για το μετασχηματισμό επιχειρήσεων, το ν.δ. 1297/1972 και το ν. 2166/1993. Και, ενώ κατά την κρατούσα άποψη στη θεωρία τα δύο αυτά νομοθετήματα, ορίζοντας ότι στο πεδίο εφαρμογής τους υπάγονται οι μετασχηματισμοί επιχειρήσεων οποιασδήποτε μορφής σε ΑΕ ή ΕΠΕ, δε μεταβάλλουν το νομικό καθεστώς, αφού θέτουν μόνο φορολογικά κίνητρα προς διευκόλυνση των μετασχηματισμών, και δεν τροποποιούν καταρχήν τα ως άνω γενικώς ισχύοντα στο εμπορικό δίκαιο (είναι δηλαδή μόνο φορολογικοί νόμοι), με συνέπεια η εφαρμογή τους να προϋποθέτει μετασχηματισμούς προβλεπόμενους από το εταιρικό δίκαιο («ρυθμισμένους μετασχηματισμούς»), εντούτοις στην πράξη η Διοίκηση αποδέχεται κάθε είδος μετασχηματισμού που προβλέπεται από αυτά, με αποτέλεσμα να μπορεί να ειπωθεί ότι στην πράξη έχουν μεταβάλει θεμελιωδώς το δίκαιο των μετασχηματισμών και κυρίως έχουν διευκολύνει ομολογουμένως αποφασιστικά τις σχετικές συναλλαγές.
Υπό αυτό το πρίσμα, είναι δυνατή η μετατροπή κοινωνίας κληρονόμων που λειτουργεί επιχείρηση και τηρεί βιβλία Β΄ κατηγορίας (πλέον: απλογραφικά βιβλία) σε ΑΕ ή ΕΠΕ με τις ευεργετικές διατάξεις του ν.δ. 1297/1972 (όχι όμως και με τις αντίστοιχες του ν. 2166/1993, αφού οι τελευταίες προϋποθέτουν ότι η μετατρεπόμενη επιχείρηση τηρεί βιβλία Γ΄ κατηγορίας (πλέον: διπλογραφικά βιβλία)), εφόσον πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις που θέτει το ν.δ.. Αυτό επιβεβαιώνεται από εγκυκλίους και ατομικές απαντήσεις του Υπουργείου Οικονομικών ήδη από παλιά (βλ. εγκύκλιο Α.12570/93/ΠΟΛ.309/11.11.1987, ατομικές απαντήσεις 1053812/10746/Β0012/8.7.2008 και 1087479/11149/Β0012/26.8.2008), στις οποίες χρησιμοποιείται το επιχείρημα ότι για την εφαρμογή των εν λόγω ευεργετικών διατάξεων δεν ασκεί καμιά επιρροή το γεγονός ότι η άσκηση επιχείρησης από περισσότερα άτομα, στο όνομά τους, οφείλεται στο ότι αυτοί τυγχάνουν εξ αδιαιρέτου συγκύριοι περιουσιακών στοιχείων / κοινωνοί δικαιώματος, αφού αυτή τους η συγκυριότητα ή κοινωνία δικαιώματος δεν αναιρεί τον ατομικό χαρακτήρα και την αυτοτέλεια του δικαιώματος καθενός συγκύριοι και συνεπώς και τον ατομικό χαρακτήρα της επιχείρησης που λειτουργεί με την ενάσκηση του δικαιώματος αυτού.
Δεν έχει ακόμα αποσαφηνιστεί αν κοινωνία αστικού δικαίου που λειτουργεί επιχείρηση είναι δυνατό να μετατραπεί σε ΙΚΕ κατ’ εφαρμογή του ν.δ. 1297/1972 και του ν. 2166/1993. Σχετικό ερώτημα εκκρεμεί στο Υπουργείο Οικονομικών ήδη από τα μέσα Φεβρουαρίου 2014. Θεωρούμε όμως ότι η απάντηση θα είναι καταφατική, δεδομένου ότι το άρθρο 116 παρ. 5 ν. 4072/2012 ορίζει ότι: «Οι νόμοι που παρέχουν κίνητρα για τους μετασχηματισμούς επιχειρήσεων περιλαμβάνουν στο πεδίο εφαρμογής τους και την ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου