“Η «Συμφωνία του Λονδίνου για τα γερμανικά εξωτερικά χρέη», που υπογράφηκε στις 27 Δεβρουαρίου 1953 από μια υπερχρεωμένη κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και πολλές από τις πιστώτριες χώρες, μαρτυρά ότι είναι δυνατόν να αποκηρύξεις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις, προκειμένου να παραχθούν θετικά αποτελέσματα σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου προς το συμφέρον όλων των εμπλεκόμενων μερών
“Mε τη μείωση των δημόσιων δαπανών, ιδίως όσον αφορά την υγεία και την κοινωνική ασφάλιση, ο λόγος δημόσιου ελλείμματος προς ΑΕΠ, σε μια χώρα που έχει πληγεί από την ύφεση, δεν μειώνεται
Του Σέρτζιο Ρόσι*
Η λιτότητα δεν είναι η λύση στην κρίση της ζώνης του ευρώ. Τον Μάιο του 2013 οι οικονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προσφέρουν την πιο πρόσφατη επίσημη απόδειξη ότι η ζώνη του ευρώ έχει ακόμη χειρότερες οικονομικές επιδόσεις σε σχέση με τις προβλέψεις το φθινόπωρο του 2012. Είναι πλέον ευρέως αποδεκτό ότι η «επιστημονική» υποστήριξη για τα προγράμματα λιτότητας έχει κάποιες σημαντικές αδυναμίες, τόσο από εμπειρική όσο και από μεθοδολογική άποψη. Επίσης, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει επίγνωση του γεγονότος ότι με τη μείωση των δημόσιων δαπανών, ιδίως όσον αφορά την υγεία και την κοινωνική ασφάλιση, ο λόγος δημόσιου ελλείμματος προς ΑΕΠ, σε μια χώρα που έχει πληγεί από την ύφεση, δεν μειώνεται. Αντίθετα, το ποσοστό αυτό αυξάνει δραματικά με την πάροδο του χρόνου, προκαλώντας ένα νέο γύρο περικοπών δαπανών από τον δημόσιο τομέα και οδηγώντας σε σπιράλ ύφεσης που δεν τελειώνει ποτέ, στο οποίο ο πληθυσμός υποφέρει ολοένα και περισσότερο, χωρίς ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον. Αυτές οι εμπειρικές ενδείξεις είναι απλές. Απαιτείται πολιτική δράση τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, προκειμένου να αλλάξει αυτή η δυναμική ριζικά, πριν η Ευρωπαϊκή Ενωση πληγεί από μια μεγάλη ύφεση της οποίας το κοινωνικό όσο και οικονομικό κόστος θα είναι πράγματι τρομερό για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη σε όλο τον κόσμο.
Υπάρχει λύση για την κρίση της ευρωζώνης. Η πολυπλοκότητα της κρίσης καθιστά δύσκολη τη λύση της, αλλά αυτό δεν πρέπει να αποθαρρύνει τους πολιτικούς ηγέτες να τη θέσουν σε εφαρμογή, τη στιγμή που οι σχετικές διαπραγματεύσεις διεξάγονται λαμβάνοντας υπόψη το κοινό συμφέρον όλων των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η λύση αυτή θα πρέπει να εξετάσει πραγματικά τα συμφέροντα τόσο των χωρών-οφειλετριών όσο και των χωρών-πιστωτριών. Οι πρώτες εξ αυτών χρειάζονται περισσότερο χρόνο και οικονομική βοήθεια, προκειμένου να περιοριστούν οι αρνητικές συνέπειες των προσπαθειών τους να μειώσουν τις δημοσιονομικές ανισορροπίες τους (το μέγεθος των οποίων είναι αποτέλεσμα και όχι αιτία της κρίσης). Οι πιστώτριες χώρες έχουν ιδιαίτερο συμφέρον να μην οδηγηθούν σε χρεοκοπία οι οφειλέτες τους, έτσι ώστε να συνεχίσουν οι χώρες που δανείζουν να εξάγουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους στις ταχέως ανακάμπτουσες χώρες-οφειλέτες. Η «συμφωνία του Λονδίνου για τα γερμανικά εξωτερικά χρέη», που υπογράφηκε στις 27 Φεβρουαρίου 1953 από μια υπερχρεωμένη κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και πολλές από τις πιστώτριες χώρες, μαρτυρά ότι είναι δυνατό να αποκηρύξεις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις, προκειμένου να παραχθούν θετικά αποτελέσματα σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου προς το συμφέρον όλων των εμπλεκόμενων μερών. Μια ισχυρή μείωση του χρέους των πιο σοβαρά χτυπημένων από την κρίση χωρών θα βοηθήσει στην ανάκαμψή τους, βελτιώνοντας έτσι τη δημοσιονομική καταγραφή τους και την ενίσχυση εντός της ευρωζώνης του εμπορίου προς όφελος όλων των χωρών-μελών της.
Περαιτέρω, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) θα πρέπει να βεβαιωθεί ότι οι τράπεζες της ευρωζώνης που επωφελούνται από τις υπηρεσίες της, ως δανειστή τελευταίας καταφυγής, θα αυξήσουν τα πιστωτικά τους όρια, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον τομέα γενικής κυβέρνησης της χώρας, ως προς το ποσόν, τον χρόνο αποπληρωμής και τα επιτόκια, έτσι ώστε να είναι αντίστοιχα με τις διευκολύνσεις που τους παρείχε η ΕΚΤ και που έτσι θα αξιοποιηθούν. Επίσης, η ΕΚΤ πρέπει να δέχεται ως αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία, για λειτουργίες νομισματικής πολιτικής της, μόνο κρατικά ομόλογα των κυβερνήσεων που εξισορροπούν τις εθνικές φορολογικές πιέσεις, έτσι ώστε να μειωθεί η επιβάρυνση των εργατικών εισοδημάτων, των οποίων η φορολογία θα πρέπει να διαβαθμιστεί για τη στήριξη της κατανάλωσης και της ιδιοκτησίας κατοικιών των μισθωτών της «μεσαίας τάξης». Οι εθνικές δημοσιονομικές πολιτικές θα πρέπει να συντονιστούν μεταξύ τους και με τη νομισματική πολιτική που εφαρμόζεται από την ΕΚΤ, προκειμένου να μειωθεί το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας μέσω υψηλότερων γερμανικών εισαγωγών των προϊόντων άλλων χωρών της ευρωζώνης. Η εξισορρόπηση των εντός ευρωζώνης συναλλαγών πρέπει πράγματι να επιτρέψει την επέκταση, παρά μια περαιτέρω συρρίκνωση, της οικονομικής δραστηριότητας σε όλη την Ευρώπη.
Οσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, η υποχρέωση να συμπεριληφθεί ο λεγόμενος «χρυσός κανόνας» των δημόσιων οικονομικών, είτε σε εθνικά συντάγματα είτε σε αντίστοιχη νομοθεσία, πρέπει να εξετάσει την ουσιώδη διαφορά που υπάρχει μεταξύ καταναλωτικών και επενδυτικών δαπανών του τομέα της γενικής κυβέρνησης. Ως εκ τούτου, το «δημοσιονομικό σύμφωνο» πρέπει να τροποποιηθεί σε αυτό το βασικό σημείο: τη στιγμή που κάθε επενδυτική δαπάνη παρέχει μια σειρά δημόσιων αγαθών ή υπηρεσιών για αρκετές γενιές φορολογουμένων, θα ήταν λάθος για ηθικούς και οικονομικούς λόγους να ζητήσουμε από τη σημερινή γενιά φορολογουμένων να χρηματοδοτήσει εξ ολοκλήρου αυτές τις δαπάνες. Οι δημόσιες επενδύσεις θα πρέπει να χρηματοδοτούνται από το δημόσιο χρέος, ώστε να εξυπηρετούνται σύμφωνα με την αρχή «πληρώνεις όσο χρησιμοποιείς» (pay as you use principal), η οποία σημαίνει ότι κάθε γενιά φορολογουμένων πρέπει να συμβάλλει μέσω της φορολογίας της στη χρηματοδότηση τόσο της απόσβεσης όσο και της πληρωμής των τόκων του σχετικού δημόσιου χρέους.
Επίσης, θα πρέπει ο συντονισμός της δημοσιονομικής πολιτικής να αντικαταστήσει τον φορολογικό ανταγωνισμό, με τη φορολογική εναρμόνιση σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ, ιδίως όσον αφορά τη φορολογία των κερδών των επιχειρήσεων. Ο ανταγωνισμός προς τα κάτω, που έχει παρατηρηθεί στον τομέα αυτό, στην πραγματικότητα έχει στερήσει τον δημόσιο τομέα από φορολογικά έσοδα που θα μπορούσαν να έχουν στηρίξει την οικονομική ανάπτυξη και την αλληλεγγύη στις χώρες της ευρωζώνης. Φορολογικά κίνητρα μπορούν να σχεδιαστούν έτσι ώστε οι επιχειρήσεις, χρηματοοικονομικές και μη χρηματοοικονομικές, να συμβάλουν στον αναπροσανατολισμό της οικονομικής δραστηριότητας προς την κατεύθυνση ενός βιώσιμου συστήματος παραγωγής, με έμφαση στις επενδύσεις, που βασίζεται στις βιοεπιστήμες, τις καθαρές τεχνολογίες και την αστική ανάπλαση, λαμβάνοντας υπόψη τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα που προκαλούνται από τη γήρανση του πληθυσμού.
Πρέπει επίσης να εισαχθούν ελάχιστες προδιαγραφές προκειμένου οι επιχειρήσεις να προσλαμβάνουν περισσότερους νέους και να αφήνουν τους εργαζομένους μεγαλύτερης ηλικίας να μεταβιβάσουν το δικό τους ανθρώπινο κεφαλαίο πριν από τη συνταξιοδότηση. Οι συμβάσεις εργασίας τους θα πρέπει να είναι αορίστου χρόνου, για να μειωθεί η αβεβαιότητα των εργαζομένων και ως εκ τούτου να αυξηθεί η τάση τους να καταναλώνουν, προκειμένου να παρακινηθεί η οικονομική ανάπτυξη. Η αύξηση του αριθμού των συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου θα μειώσει το περιθώριο κέρδους των επιχειρήσεων από το κόστος εργασίας, προκαλώντας τες έτσι να αυξήσουν τις δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης, προκειμένου να κατοχυρωθεί εκ νέου η κερδοφορία τους, τόσο από την καινοτομία όσο και από τις επενδύσεις σε ανθρώπινο κεφάλαιο. Αν γίνει αυτό, τότε η προκύπτουσα δυναμική στην αγορά εργασίας θα συμβάλει στην αύξηση της απασχόλησης και της ευημερίας των νοικοκυριών, με πολλές μακροχρόνιες θετικές συνέπειες για την οικονομική όσο και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ. Οι πιστώτριες χώρες θα επωφεληθούν όσο και οι οφειλέτες τους από την εγκατάλειψη της κατάρας της λιτότητας, για την επαναδημιουργία της ζώνης του ευρώ σε γερές βάσεις και για να γίνει ένα πρώτο βήμα προς τα εμπρός για τη δημιουργία των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης.
………………………………………………………………….
*Καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Φράιμπουργκ της Ελβετίας, πρόεδρος του τμήματος Μακροοικονομικών και Νομισματικών Οικονομικών από το 2005. Συγγραφέας πολλών άρθρων και βιβλίων. Μέλος των επιστημονικών συμβουλίων των «International Journal of Monetary Economics and Finance» και «Review of Keynesian Economics».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου