Του Σπύρου Δημητρέλη
Σε κόντρα μεταξύ του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της κυβέρνησης εξελίσσεται η διαπραγμάτευση στο Χίλτον, λόγω των απαιτήσεων του πρώτου για παραμετρικά μέτρα βελτίωσης των δημοσιονομικών μεγεθών από το 2019 και την απόρριψη από την κυβέρνηση "επιπλέον λιτότητας" με όπλο της απαίτηση για λήψη αντιμέτρων ελάφρυνσης.
Πηγές των δανειστών δεν κρύβουν τη δυσφορία τους για το γεγονός ότι η διαπραγμάτευση κινείται με ρυθμό χελώνας και όχι σύμφωνα με τις προσδοκίες που δημιουργήθηκαν όταν το τελευταίο Eurogroup έδωσε το πράσινο φώς προκειμένου να επιστρέψουν οι επικεφαλής των θεσμών στην Αθήνα.
Οι καθυστερήσεις που σημειώνονται χαρακτηρίζονται από την κυβέρνηση κομψά ως "ανάγκη για περισσότερη δουλειά σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων" ενώ στην ουσία αποτελούν αποτέλεσμα της μεγάλης απόστασης που υπάρχει ανάμεσα στις δυο πλευρές για το πόσα θα είναι, ποια θα είναι και πότε θα ληφθούν τα μέτρα που θα βάλουν ένα νέο κοφτερό μαχαίρι στα εισοδήματα εκατομμυρίων φορολογούμενων.
Η θέση του Ταμείου είναι ξεκάθαρη. Προκειμένου να μην επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος που το Ταμείο έβαζε την υπογραφή του σε προγράμματα τα οποία απέτυχαν κοστίζοντας στο ίματζ του απαιτεί να υπάρξει ένα "αξιόπιστο πακέτο μέτρων" για να επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι του προγράμματος (3,5% πρωτογενές πλεόνασμα για μεσοπρόθεσμο χρονικό διάστημα που σίγουρα δεν θα είναι λιγότερο από 4 χρόνια, δηλαδή την περίοδο 2018-2021).
Το ΔΝΤ θεωρεί ότι έστω και με οριακές προσπάθειες από την πλευρά της Ελλάδας μπορεί με τα υφιστάμενα μέτρα να επιτευχθεί το 2018 πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%. Δεν μπορεί όμως να διατηρηθεί και για το λόγο αυτό απαιτούνται πρόσθετα μέτρα. Ποια είναι αυτά; Μείωση του αφορολόγητου ορίου από τα 8.600 ευρώ στα 6.000 ή και χαμηλότερα καθώς και κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις. Αυτό μεταφράζεται σε μέτρα τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ για την τριετία 2019-2021 ή περίπου 3,6 δισ. ευρώ.
Μάλιστα, ακόμη και αν αλλάξουν οι δημοσιονομικοί στόχοι, το ΔΝΤ θεωρεί ότι τα μέτρα αυτά πρέπει να ληφθούν καθώς αποτελούν στοιχεία αναδιάρθρωσης της δημοσιονομικής λειτουργίας της χώρας που σημαίνει ότι πρέπει να συνοδευτούν από μείωση φορολογικών συντελεστών και φορολογιών καθώς και ενίσχυση των πόρων για τους πραγματικά έχοντες ανάγκη.
Από την πλευρά της η κυβέρνηση επιχειρεί να πετύχει ένα όσο το δυνατόν πιο ελαφρύ πακέτο δημοσιονομικών μέτρων που θα έχει και την ευχέρεια να επιλέξει τα βασικά του συστατικά. Έτσι, θέλει η μείωση του αφορολόγητου να συνοδευτεί από έναν χαμηλό πρώτο συντελεστή στην κλίμακα μισθωτών και συνταξιούχων (σήμερα είναι 22%) προκειμένου να μετριασθούν οι επιβαρύνσεις για όσους μισθωτούς δηλώνουν χαμηλό εισόδημα και οι μειώσεις των συντάξεων να μην γίνουν βάση προσωπικής διαφοράς αλλά σε όλους του συνταξιούχους που λαμβάνουν σύνταξη πάνω από 800 ή 900 ευρώ.
Για να βρεθεί η χρυσή τομή είναι δεδομένο ότι η ελληνική πλευρά θα πρέπει να κάνει μερικά βήματα πίσω. Αυτή είναι άλλωστε που βρίσκεται αντιμέτωπη με τη συνεχή επιδείνωση των συνθηκών στην οικονομία λόγω της καθυστέρησης στο κλείσιμο της αξιολόγησης αλλά και τις λήξει ομολόγων που αργούν μεν αλλά πλησιάζουν. Τα βήματα πίσω, όμως, στοιχίζουν πολιτικά και δημοσκοπικά στην κυβέρνηση. Και για αυτό επιλέγεται προς το παρόν η αδράνεια…

Νέα μέτρα που θα αποδώσουν 2% του ΑΕΠ ζητούν οι θεσμοί

Νέα μέτρα που θα αποδώσουν 2% του ΑΕΠ ζητούν οι θεσμοί
Οι επικεφαλής των θεσμών έχουν επιστρέψει με σαφείς θέσεις πίσω στην Αθήνα και παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης να πείσει για το «τέλος της λιτότητας», οι θεσμοί ζητούν μέτρα που θα αποδώσουν 2% του ΑΕΠ με τη μια ποσοστιαία μονάδα να πρέπει να προέλθει από το ασφαλιστικό (δηλαδή την περικοπή των συντάξεων) και την άλλη ποσοστιαία μονάδα από το φορολογικό δηλαδή τη μείωση του αφορολογήτου.
Αυτά τα μέτρα θα πρέπει να νομοθετηθούν εδώ και τώρα με ημερομηνία εφαρμογής στην καλύτερη περίπτωση την 1/1/2019 καθώς ακόμη δεν έχει ξεκαθαρίσει το ύψος του δημοσιονομικού κενού για το 2018. Και αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δεν έχει αποφευχθεί η λήψη πρόσθετων μέτρων για την επόμενη χρονιά.
Η «απότομη» διακοπή των χθεσινών διαπραγματεύσεων, η γλώσσα του σώματος των Ελλήνων υπουργών καθώς αποχωρούσαν περίπου στις 22:00 το βράδυ από το κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας, η αναβολή της συζήτησης για τα δημοσιονομικά και η μη δημοσίευση της ατζέντας για τον σημερινό κύκλο συναντήσεων με τους «θεσμούς» δεν άφηναν χθες πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για την πορεία των διαπραγματεύσεων. Ακόμη και Ευρωπαίος αξιωματούχος χαρακτήριζε χθες «αρκετά αισιόδοξη» την εκτίμηση ότι μέσα στις επόμενες 10 ημέρες μπορούν να ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις και να υπάρξει συμφωνία σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων πριν από το Eurogroup της 20ης Μαρτίου.
Ύστερα από δυόμιση ώρες διαβουλεύσεων ανάμεσα στους θεσμούς και την ελληνική διαπραγματευτική ομάδα –η οποία είχε διευρυμένη σύνθεση καθώς εκτός από τους Ευκλείδη Τσακαλώτο και Γιώργο Χουλιαράκη παρέστησαν και η Έφη Αχτσιόγλου και ο Γιώργος Σταθάκης αλλά και ο υπουργός Ανάπτυξης- οι υπουργοί δεν έκαναν την παραμικρή δήλωση και περιορίστηκαν να πουν ότι συζητήθηκε η … ατζέντα. Φαίνεται όμως ότι η ατζέντα πέφτει πολύ «βαριά» με τους θεσμούς και ειδικά το ΔΝΤ να επιμένουν: ζητούνται μέτρα 2% του ΑΕΠ με τη μια ποσοστιαία μονάδα να προέρχεται από τις συντάξεις. Αυτό σημαίνει ότι τίθενται σε αμφισβήτηση «με το καλημέρα» βασικές διαπραγματευτικές θέσεις της ελληνικής κυβέρνησης όπως:
1. Το να περιοριστεί ο λογαριασμός των μέτρων για μετά το 2019. Κυβερνητικός αξιωματούχος άφηνε χθες μια αχτίδα αισιοδοξίας ότι το 2% του ΑΕΠ μπορεί να «κατέβει» καθώς αποτελεί σημείο εκκίνησης για τους θεσμούς. Το πόσο (και το αν) μπορεί να κατέβει εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το αν θα συμφωνηθεί το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος του 2016
2. Το να μετατεθεί η μείωση των συντάξεων για μετά το 2019 και σε βάθος 5ετίας. Το ΔΝΤ θέλει μέτρα καθαρής απόδοσης 1,8 δις. ευρώ τώρα.
Ακόμη και η βασική ρητορική της κυβέρνησης ότι τα «καλά» και τα «κακά» μέτρα θα ισχύσουν ταυτόχρονα, μπήκε από χθες σε άλλη βάση καθώς αποσαφηνίστηκε ότι «καλά μέτρα» θα υπάρξουν μόνο υπό την προϋπόθεση ότι θα διασφαλίζεται ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος. Αν δεν επιτυγχάνεται ο στόχος θα υπάρχουν μόνο αρνητικά μέτρα.