Πώς η σύνδεση ασφαλιστικού και χρέους «τινάζει στον αέρα» τη διαπραγμάτευση
Το... μπλέξιμο του ασφαλιστικού με το δημόσιο χρέος αποτελεί το πλέον προβληματικό σημείο της διαπραγμάτευσης που επιδιώκει η ελληνική κυβέρνηση με τους θεσμούς. Πολλώ δε μάλλον, όταν κάθε παρέκκλιση από τον στόχο της μείωσης της συνταξιοδοτικής δαπάνης αντιμετωπίζεται με νέα φορολογικά μέτρα.
Το εγχώριο ασφαλιστικό σύστημα οδηγείται εκ νέου σε εκτροχιασμό, παρά τις σοβαρές μειώσεις των συντάξεων, τις αυξήσεις στα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης και τη γενικότερη αποδιάρθρωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης που επιχειρήθηκε από το 2010 έως σήμερα. Μέσα στην προηγούμενη 5ετία υπήρξαν μειώσεις των συντάξεων (κύριων, επικουρικών και εφάπαξ) της τάξεως του 45%, που οδήγησαν σε σημαντική επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των συνταξιούχων και ταυτόχρονα συνέβαλαν στην ανησυχητική μείωση του αποθεματικού κεφαλαίου της κοινωνικής ασφάλισης. Η συρρίκνωση αυτή επήλθε λόγω της αύξησης του αριθμού των συνταξιούχων κατά 600.000 άτομα την τελευταία 5ετία, της πτώσης των εσόδων λόγω PSI κατά 12,5 δισ. ευρώ, της μείωσης των μισθών κατά 4 δισ. ευρώ, της μείωσης της κρατικής επιχορήγησης από 18,9 δισ. ευρώ το 2010 στα 8,6 δισ. ευρώ το 2015, της υψηλής ανεργίας που επιφέρει απώλειες εσόδων στην κοινωνική ασφάλιση της τάξεως των 6,5 δισ. ευρώ, της εισφοροδιαφυγής (-15 δισ. ευρώ το 2014) και της εκτίναξης των οφειλών προς τα ασφαλιστικά ταμεία (-17,4 δισ. ευρώ το 2014).
Σύμφωνα με τον κρατικό προϋπολογισμό, το 2015 προβλέπεται μείωση των δαπανών κοινωνικής προστασίας (ασφάλιση, υγεία, παιδεία) κατά 1,1 δισ. ευρώ, στα 13,931 δισ. ευρώ έναντι 14,390 δισ. ευρώ το 2014 και 15,921 δισ. ευρώ το 2013. Οι εκπρόσωποι των δανειστών υποστηρίζουν πως η επιδείνωση των δεικτών σε συνδυασμό με τις «κόκκινες γραμμές» της κυβέρνησης για το ασφαλιστικό δυναμιτίζουν τη συζήτηση για μια ρεαλιστική αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους και αξιώνουν να αποφασιστούν τώρα αυτές οι μεταρρυθμίσεις που θα οδηγήσουν στην εξασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, προκειμένου η επιπλέον κρατική χρηματοδότηση να μην επιβαρύνει περαιτέρω το δημόσιο χρέος. Αυτό που στην πράξη ζητούν οι δανειστές και κυρίως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), είναι οι σημερινές μεταρρυθμίσεις να καλύψουν ένα μέρος από το πιθανό μελλοντικό χρέος. Αλλωστε, η έκθεση της Κομισιόν κατέδειξε ότι η Ελλάδα θα παραμείνει μεταξύ των χωρών με τις υψηλότερες συνταξιοδοτικές δαπάνες ως ποσοστό το ΑΕΠ κατά τη διάρκεια των επόμενων τεσσάρων δεκαετιών. Και αυτό, παρότι πλέον, σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας, το 44,8% των συνταξιούχων έχει σύνταξη που αντιστοιχεί κάτω από το όριο της φτώχειας (655 ευρώ). Η μείωση των γεννήσεων, η αύξηση του προσδόκιμου ζωής αλλά και οι παθογένειες του εγχώριου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης διατηρούν τις δαπάνες για συντάξεις σε επικίνδυνα υψηλό επίπεδο, σταθερά πάνω από το 14% του ΑΕΠ.
Παράλληλα, ο πληθυσμός της Ελλάδας γερνάει, γεγονός που συμβάλλει στην αύξηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης.
Με δεδομένη τη δέσμευση της χώρας να μη δημιουργήσει νέα ελλείμματα, ήτοι νέες χρηματοδοτικές ανάγκες, το εκ νέου άνοιγμα αλλά και το οριστικό κλείσιμο του ασφαλιστικού θεωρείται για τους δανειστές μονόδρομος. Οι επιλογές που οι εκπρόσωποι των θεσμών ρίχνουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αφορούν τη βελτίωση της ανταποδοτικότητας των εισφορών, τη δέσμευση για κατάργηση της έμμεσης επιβάρυνσης των φορολογουμένων με τα τρέχοντα ελλείμματα των Ταμείων, αλλά και την αποφυγή της μελλοντικής κάλυψης των αναλογιστικών ελλειμμάτων από το ήδη επιβαρυμένο δημόσιο χρέος.
Στον αντίποδα, η κυβέρνηση εκτιμά ότι την τελευταία 5ετία το κέντρο βάρος του συστήματος έχει ήδη μετατοπιστεί επικίνδυνα από ένα αναδιανεμητικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης σε ένα εξατομικευμένο σύστημα με κεφαλαιοποιητικά στοιχεία. Εκτιμά, δε, ότι η μείωση των δαπανών κοινωνικής προστασίας που καταγράφεται τα τελευταία χρόνια, οδηγεί σταδιακά στη μεταμόρφωση του κράτους πρόνοιας σε κράτος... φιλανθρωπίας.
Ζητείται ένα «σοκ» του 2% του ΑΕΠ
Μόνο με ένα αναπτυξιακό σοκ, με την αύξηση του ΑΕΠ να αγγίζει το 2%, θα μπορέσει το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης της Ελλάδας να βρει την αναλογιστική του ισορροπία. Αυτό φαίνεται πως είναι το βασικό συμπέρασμα της μελέτης που ετοιμάζει το υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, τα πρώτα αποτελέσματα της οποίας αναμένεται να δοθούν στον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα το επόμενο διάστημα.
Μέχρι, δε, να επιτευχθεί ο παραπάνω στόχος, μοναδική σανίδα σωτηρίας εκτιμάται από τους μελετητές ότι μπορεί να αποτελέσει ο δραστικός περιορισμός της εισφοροδιαφυγής αλλά και η εξοικονόμηση πόρων από άλλες πηγές με τη δημιουργία Ταμείου Εθνικού Πλούτου και Κοινωνικής Ασφάλισης. Παράλληλα, θεωρείται απαραίτητη η αποκατάσταση των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων και η καλύτερη αξιοποίηση της περιουσίας των οργανισμών. Ηδη, η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας ζήτησε τη συνδρομή του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας (ILO) προκειμένου να διερευνήσει πρακτικές που εφαρμόζονται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες για τον περιορισμό της εισφοροδιαφυγής, αλλά και για την αξιοποίηση της περιουσίας των Ταμείων, που πλέον ανέρχεται σε 16,3 δισ. ευρώ.
Βάσει των πρώτων αποτελεσμάτων, κρίσιμη θεωρείται η επόμενη 5ετία, καθώς τα Ταμεία αναμένεται να βρεθούν σε καθεστώς ταμειακής ασφυξίας, διεκδικώντας κατά μέσον όρο 1,5 με 2 δισ. ευρώ επιπλέον από τα έσοδά τους, για την πληρωμή των συντάξεων. Δεύτερη περίοδος «δοκιμασίας» του συστήματος, με ανάγκες πρόσθετης χρηματοδότησης με επιπλέον 6,5 - 7 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, θα είναι από το 2023 και μετά, οπότε προβλέπεται μεγάλη αύξηση του αριθμού των νέων συνταξιούχων.
Καθώς μάλιστα εκτιμάται ότι τα ποσά αυτά δεν μπορούν να βρεθούν «εσωτερικά», αφού κάτι τέτοιο θα απαιτούσε αύξηση των εισφορών κατά 40% ή μείωση των συντάξεων κατά επιπλέον 45%, ή αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης στα 82, αναζητούνται άμεσα νέες πηγές χρηματοδότησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου