ΣτΕ 766/2015
Πραγματική δαπάνη για την αγορά ακινήτου. Ποιο θεωρείται ως πράγματι καταβαλλόμενο τίμημα
ΠερίληψηΕπειδή, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 17 του Κ.Φ.Ε., ως πράγματι καταβαλλόμενο χρηματικό ποσό για την αγορά ακινήτου θεωρείται το αληθές τίμημα που καταβάλλει ο φορολογούμενος για την αγορά αυτή. Ως τέτοιο νοείται καταρχήν το αναγραφόμενο στο οικείο μεταβιβαστικό συμβόλαιο ποσό, εκτός εάν αυτό υπολείπεται της νομίμως εξευρισκόμενης, κατά τα ισχύοντα στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων, αγοραίας αξίας του ακινήτου, οπότε, κατά κοινή πείρα, το τελευταίο αυτό ποσό θεωρείται ως το πράγματι καταβληθέν, επιφυλασσομένης της δυνατότητας του φορολογουμένου να αποδείξει, με κάθε νόμιμο μέσο, ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το αναγραφόμενο στο μεταβιβαστικό συμβόλαιο ποσό, έστω και εάν είναι κατώτερο της αγοραίας αξίας, είναι το πράγματι καταβληθέν τίμημα.
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας Ν. Μαρκουλάκης Κ. Κεχρολόγου
Πραγματική δαπάνη για την αγορά ακινήτου. Ποιο θεωρείται ως πράγματι καταβαλλόμενο τίμημα
ΠερίληψηΕπειδή, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 17 του Κ.Φ.Ε., ως πράγματι καταβαλλόμενο χρηματικό ποσό για την αγορά ακινήτου θεωρείται το αληθές τίμημα που καταβάλλει ο φορολογούμενος για την αγορά αυτή. Ως τέτοιο νοείται καταρχήν το αναγραφόμενο στο οικείο μεταβιβαστικό συμβόλαιο ποσό, εκτός εάν αυτό υπολείπεται της νομίμως εξευρισκόμενης, κατά τα ισχύοντα στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων, αγοραίας αξίας του ακινήτου, οπότε, κατά κοινή πείρα, το τελευταίο αυτό ποσό θεωρείται ως το πράγματι καταβληθέν, επιφυλασσομένης της δυνατότητας του φορολογουμένου να αποδείξει, με κάθε νόμιμο μέσο, ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το αναγραφόμενο στο μεταβιβαστικό συμβόλαιο ποσό, έστω και εάν είναι κατώτερο της αγοραίας αξίας, είναι το πράγματι καταβληθέν τίμημα.
ΣτΕ 766/2015
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 30 Απριλίου 2014 με την εξής σύνθεση: Ν. Μαρκουλάκης, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και της αναπληρώτριας Προέδρου, που είχαν κώλυμα, Ηρ. Τσακόπουλος, Εμμ. Κουσιουρής, Σύμβουλοι, Κ. Λαζαράκη, Μ. Σταματοπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Κ. Κεχρολόγου.
Για να δικάσει την από 26 Μαρτίου 2008 αίτηση:
του .., κατοίκου Νέας Υόρκης Η.Π.Α., ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Ανδρέα Τζαβέλλα (Α.Μ. 9295), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Χρήστο Κοραντζάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 197/2007 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Ιωαννίνων.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Κ. Λαζαράκη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (1068705/2008 ειδικό γραμμάτιο παραβόλου Α΄σειράς).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, όπως συμπληρώνεται παραδεκτώς με το από 1-11-2010 δικόγραφο πρόσθετων λόγων, ζητείται, παραδεκτώς, η αναίρεση της 197/2007 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Ιωαννίνων. Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτή έφεση του Δημοσίου και εξαφανίσθηκε η 99/2005 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Κέρκυρας, κατά το μέρος που με αυτήν είχε ακυρωθεί η 10171/24-6-2003 αρνητική απάντηση του Προϊσταμένου της Α’ Δ.Ο.Υ. Κέρκυρας, είχε γίνει δεκτή επιφύλαξη διατυπωθείσα από τον αναιρεσείοντα στη δήλωση φορολογίας εισοδήματός του, οικονομικού έτους 2002, είχε δε μεταρρυθμισθεί το οικείο από 24-6- 2003 εκκαθαριστικό σημείωμα φόρου εισοδήματος του αυτού Προϊσταμένου ως προς τον αναιρεσείοντα. Στη συνέχεια, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε η προσφυγή ως προς παραπάνω κεφάλαιό της.
3. Επειδή, κατά το άρθρο 4 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε., ν. 2238/1994, Α’ 151), «Εισόδημα στο οποίο επιβάλλεται ο φόρος είναι το εισόδημα που προέρχεται από κάθε πηγή ύστερα από την αφαίρεση των δαπανών για την απόκτησή του …», ενώ κατά το άρθρο 15 του ίδιου Κώδικα «Το συνολικό εισόδημα προσδιορίζεται, κατ’ εξαίρεση, με βάση τις δαπάνες διαβίωσης του φορολογουμένου και των προσώπων που συνοικούν με αυτόν και τον βαρύνουν, όταν το συνολικό ποσό των δαπανών που προσδιορίζεται κατά τα επόμενα άρθρα είναι ανώτερο από το συνολικό καθαρό εισόδημα των κατηγοριών Α΄έως Ζ΄. To εισόδημα που υπόκειται σε φόρο στην περίπτωση αυτή προσδιορίζεται κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 19». Κατά το άρθρο 19 αυτού, «1. Η διαφορά μεταξύ του εισοδήματος που δηλώθηκε από το φορολογούμενο, τη σύζυγό του και τα πρόσωπα που τους βαρύνουν ή προσδιορίστηκε από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και της συνολικής ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης τους, των άρθρων 16 και 17, προσαυξάνει τα εισοδήματα που δηλώνονται ή προσδιορίζονται από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας κατά το ίδιο οικονομικό έτος, του φορολογουμένου ή της συζύγου του, κατά περίπτωση, από εμπορικές επιχειρήσεις ή από την άσκηση ελευθέριων επαγγελμάτων … 2. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας κατά τον προσδιορισμό της διαφοράς της προηγούμενης παραγράφου υποχρεούται να λάβει υπόψη του τα αναγραφόμενα στη δήλωση χρηματικά ποσά, τα οποία αποδεικνύονται από νόμιμα παραστατικά στοιχεία και με τα οποία καλύπτεται ή περιορίζεται η διαφορά που προκύπτει. Στις περιπτώσεις αυτής της παραγράφου ο φορολογούμενος φέρει το βάρος απόδειξης. Τα ποσά αυτά ιδίως είναι: α) Πραγματικά εισοδήματα τα οποία αποκτήθηκαν από αυτόν τον ίδιο, τη σύζυγό του και τα πρόσωπα που τους βαρύνουν και τα οποία απαλλάσσονται από το φόρο ή φορολογούνται με ειδικό τρόπο … Αν τα εισοδήματα αυτά αποκτήθηκαν στην αλλοδαπή, αναγνωρίζονται, εφόσον υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος στην Ελλάδα ή απαλλάσσονται νομίμως από αυτόν. β) … δ) Εισαγωγή συναλλάγματος, που δεν εκχωρείται υποχρεωτικά στην Τράπεζα της Ελλάδος, εφόσον δικαιολογείται η απόκτησή του στην αλλοδαπή. Δεν απαιτείται η δικαιολόγηση της απόκτησης αυτού του συναλλάγματος για τα πρόσωπα: αα) που κατοικούν μονίμως στο εξωτερικό ββ)… ζ) Ανάλωση κεφαλαίου που αποδεδειγμένα έχει φορολογηθεί κατά τα προηγούμενα έτη ή νόμιμα έχει απαλλαγεί από το φόρο…». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 17 του ίδιου Κώδικα, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, μετά την τροποποίησή του με την παράγραφο 11 του άρθρου 4 του ν. 2579/1998 (Α’ 31), «Ως ετήσια τεκμαρτή δαπάνη του φορολογουμένου … λογίζονται και τα χρηματικά ποσά που πραγματικά καταβάλλονται για: α) … β) … γ) Αγορά … ακινήτων … Ως τίμημα αγοράς λαμβάνεται η αξία που προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 του ν. 1249/1982 … Ειδικά, για τις περιοχές που δεν ισχύει το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων, ως καταβαλλόμενη δαπάνη λαμβάνεται: αα) Το τίμημα που καθορίζεται στα οικεία πωλητήρια συμβόλαια. ββ) Η διαφορά μεταξύ του τιμήματος ή της αξίας κατά περίπτωση, που φορολογήθηκε και της πραγματικής αξίας του ακινήτου, η οποία εξευρίσκεται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων … ».
4. Επειδή, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 17 του Κ.Φ.Ε., ως πράγματι καταβαλλόμενο χρηματικό ποσό για την αγορά ακινήτου θεωρείται το αληθές τίμημα που καταβάλλει ο φορολογούμενος για την αγορά αυτή. Ως τέτοιο νοείται καταρχήν το αναγραφόμενο στο οικείο μεταβιβαστικό συμβόλαιο ποσό, εκτός εάν αυτό υπολείπεται της νομίμως εξευρισκόμενης, κατά τα ισχύοντα στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων, αγοραίας αξίας του ακινήτου, οπότε, κατά κοινή πείρα, το τελευταίο αυτό ποσό θεωρείται ως το πράγματι καταβληθέν, επιφυλασσομένης της δυνατότητας του φορολογουμένου να αποδείξει, με κάθε νόμιμο μέσο, ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το αναγραφόμενο στο μεταβιβαστικό συμβόλαιο ποσό, έστω και εάν είναι κατώτερο της αγοραίας αξίας, είναι το πράγματι καταβληθέν τίμημα (ΣΕ 287/2009, ΣτΕ 1379/2009, ΣτΕ 753/2008, ΣτΕ 2967/2008, ΣτΕ 4308/2005, ΣτΕ 2408/2005 κ.ά.).
5. Επειδή, εν προκειμένω, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων, μόνιμος κάτοικος Αμερικής, αγόρασε στις 27-7-2001 με το 22695/2001 συμβολαιογραφικό έγγραφο του συμβολαιογράφου Κέρκυρας ... ένα οικόπεδο που βρίσκεται στον Άγιο Στέφανο της κτηματικής περιφέρειας του Δ.Δ. Αυλιωτών του Δήμου Εσπερίων Κέρκυρας, αντί τιμήματος 25.000.000 δραχμών, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο εν λόγω συμβόλαιο. Επίσης, με το 8028/15-11-2001 συμβολαιογραφικό έγγραφο της συμβολαιογράφου Αθηνών .. αγόρασε, μαζί με τη σύζυγό του ..., κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου, ένα οικόπεδο 3.584 τ.μ. στην ίδια περιοχή αντί τιμήματος 32.000.000 δραχμών, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο εν λόγω συμβόλαιο. Η φορολογική αρχή καθόρισε την προσωρινή αξία των ως άνω ακινήτων στα ποσά των 80.000.000 και 90.000.000 δραχμών, αντίστοιχα. Ακολούθως, ο αναιρεσείων υπέβαλε από κοινού με τη σύζυγό του στην Α’ Δ.Ο.Υ. Κέρκυρας την από 11-6-2003 δήλωση φορολογίας εισοδήματος, οικονομικού έτους 2002 (διαχειριστική περίοδος 1-1-2001 έως 31-12-2001), με την οποία δήλωσε (κ.α. 735, 736) ως ετήσια τεκμαρτή δαπάνη για την αγορά των ως άνω ακινήτων το ποσό των 128.570.260 δραχμών (80.000.000 δρχ. η προσωρινή αξία του πρώτου ακινήτου πλέον καταβληθέντος φόρου μεταβίβασης ακινήτου και εξόδων υπογραφής συμβολαίου συν 45.000.000 δρχ. προσωρινή αξία μεριδίου του δεύτερου ακινήτου πλέον καταβληθέντος φόρου μεταβίβασης και εξόδων υπογραφής συμβολαίου). Με την ίδια δήλωση, η σύζυγός του δήλωσε ως ετήσια τεκμαρτή δαπάνη για την αγορά του ανωτέρω ακινήτου το ποσό των 46.945.200 δραχμών (45.000.000 προσωρινή αξία του μεριδίου της πλέον του καταβληθέντος φόρου μεταβίβασης ακινήτου και εξόδων υπογραφής συμβολαίου). Ο αναιρεσείων, στη στήλη «ποσά που μειώνουν τη δαπάνη», δήλωσε ποσό 78.295.439 δραχμών προερχόμενο από συνάλλαγμα που εισήγαγε στην Ελλάδα. Παράλληλα, αυτός, στην εν λόγω δήλωση φορολογίας εισοδήματος διατύπωσε, κατ’ άρθρο 64 παρ. 5 του ν. 2238/1994, επιφύλαξη, σύμφωνα με την οποία η αξία των ακινήτων, που αυτός αγόρασε, ανερχόταν στα ποσά που αναγράφονταν στα σχετικά μεταβιβαστικά συμβόλαια και όχι στα ποσά που προσδιόρισε η φορολογική αρχή κατά την προσωρινή εκτίμησή της. Η επιφύλαξη αυτή απορρίφθηκε με την 10171/24-6-2003 απάντηση του Προϊσταμένου της Α’ Δ.Ο.Υ. Κέρκυρας με την αιτιολογία ότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 17 εδ. γ του ν. 2238/1994, και δεδομένου ότι ο αναιρεσείων υπέβαλε για πρώτη φορά δήλωση φορολογίας εισοδήματος και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να επικαλεστεί ανάλωση κεφαλαίου προηγουμένων ετών, έστω και αν τα κάλυπτε η οικονομική του κατάσταση, ορθά ανεγράφησαν στους κωδικούς 735 και 736 τα ποσά της αγοράς των ακινήτων (προσωρινή αξία αυτών) που είχαν υπολογισθεί κατά τις διατάξεις που ίσχυαν στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων. Στη συνέχεια, η φορολογική αρχή θεώρησε ότι η ετήσια τεκμαρτή δαπάνη του αναιρεσείοντος και της συζύγου του ισούτο με το άθροισμα των ποσών που αναγράφονταν στα μεταβιβαστικά συμβόλαια και της διαφοράς μεταξύ αυτών και της προσωρινής αξίας των ακινήτων που καθορίσθηκε στη φορολογία μεταβίβασης και με το ένδικο εκκαθαριστικό σημείωμα επέβαλε επί των ποσών που προέκυψαν (μετά την αφαίρεση από το ποσό που αφορούσε στον αναιρεσείοντα συναλλάγματος 50.274.821 δραχμών) φόρο εισοδήματος 19.177.328 δραχμών για τον αναιρεσείοντα. Με το ίδιο εκκαθαριστικό σημείωμα επιβλήθηκε πρόσθετος φόρος 3.739.578 δραχμών για εκπρόθεσμη υποβολή της προαναφερόμενης δήλωσης αυτού. Κατά της ως άνω αρνητικής απάντησης και του εκκαθαριστικού σημειώματος ο αναιρεσείων άσκησε προσφυγή, με την οποία ισχυρίσθηκε ότι το πράγματι καταβληθέν από αυτόν τίμημα για τις προαναφερόμενες αγοραπωλησίες δεν ανερχόταν σε 80.000.000 και 90.000.000 δραχμές αλλά στα ποσά των 25.000.000 και 32.000.000 δραχμών, αντίστοιχα, και ότι μη νομίμως επιβλήθηκε σ’ αυτόν με το προαναφερόμενο εκκαθαριστικό σημείωμα φόρος για εκπρόθεσμη υποβολή της δήλωσης. Με την πρωτόδικη απόφαση κρίθηκε ότι η φορολογική αρχή κατά την εφαρμογή του ως άνω τεκμηρίου για τον προσδιορισμό του εισοδήματος του αναιρεσείοντος κατά το κρίσιμο οικονομικό έτος μη νομίμως έλαβε υπόψη της, ως δαπάνη αποτελούσα τη βάση του υπολογισμού του, την αξία, η οποία προέκυψε από την προσωρινή εκτίμηση των μεταβιβασθέντων ακινήτων, και, συνεπώς, εσφαλμένα προσδιόρισε το εισόδημά του αρχικά στο ποσό των 128.570.260 δραχμών και, μετά την αφαίρεση συναλλάγματος ποσού 78.295.439 δραχμών, στο ποσό των 50.274.821 δραχμών. Με την ίδια απόφαση κρίθηκε ότι νομίμως η φορολογική αρχή με το προαναφερόμενο εκκαθαριστικό σημείωμα επέβαλε σε βάρος του αναρεσείοντος πρόσθετο φόρο κατ’ εφαρμογή του άρθρου 86 παρ. 1 του ν. 2238/1994, δηλαδή λόγω εκπρόθεσμης υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2002. Με την έφεσή του το Δημόσιο ισχυρίσθηκε ότι εσφαλμένα λήφθηκαν υπόψη για τον τεκμαρτό προσδιορισμό του εισοδήματος του αναιρεσείοντος, οικονομικού έτους 2002, τα αναγραφόμενα στα οικεία μεταβιβαστικά συμβόλαια τιμήματα αντί των ποσών της προσωρινής αξίας των μεταβιβασθέντων ακινήτων που προσδιόρισε η φορολογική αρχή. Το δικάσαν διοικητικό εφετείο, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα αναγραφόμενα στα οικεία μεταβιβαστικά συμβόλαια ποσά των 25.000.000 και 32.000.000 δραχμών, αντίστοιχα, αφίστανται των ποσών της προσωρινής αξίας που προσδιόρισε η φορολογική αρχή στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων (80.000.000 και 90.000.000 δραχμές, αντίστοιχα) και ότι ο αναιρεσείων δεν επικαλέστηκε ούτε προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει ότι στην προκειμένη περίπτωση τα αναγραφόμενα στα μεταβιβαστικά συμβόλαια ποσά, έστω και αν ήταν κατώτερα από την ως άνω προσδιορισθείσα προσωρινή αξία, ήταν αυτά που πράγματι καταβλήθηκαν, έκρινε ότι για τον προσδιορισμό της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης του αναιρεσείοντος έπρεπε να ληφθούν υπόψη τα ποσά των 80.000.000 και 90.000.000 δραχμών. Για τον λόγο αυτό, εξαφάνισε κατά το σχετικό κεφάλαιο την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει αντιθέτως, δίκασε δε την προσφυγή του αναιρεσείοντος. Έτσι, απέρριψε ισχυρισμό της προσφυγής ότι η προσωρινή αξία των μεταβιβασθέντων ακινήτων καθορίσθηκε από τον οικονομικό έφορο σε υπερβολικά ποσά, όπως προέκυπτε από εκτιμήσεις του ίδιου για μεταβιβάσεις άλλων ακινήτων στην ίδια περιοχή καθώς και για μεταβιβάσεις ακινήτων μέσα στην πόλη της Κέρκυρας, όπου ίσχυε το αντικειμενικό σύστημα, ως αόριστο, καθώς και ως απαράδεκτο, καθ’ όσον με αυτόν αμφισβητήθηκε ο προσδιορισμός της αξίας που έγινε στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων, η νομιμότητα του οποίου δεν μπορούσε να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως στη δίκη αυτή. Για τον ίδιο λόγο απέρριψε και ισχυρισμό ότι με τον ως άνω προσδιορισμό της αξίας των μεταβιβασθέντων ακινήτων παραβιάσθηκε η αρχή της ισότητας των διοικουμένων. Ακολούθως, απέρριψε ως αβάσιμο ισχυρισμό ότι η ετήσια τεκμαρτή δαπάνη από την αγορά των ακινήτων καλυπτόταν από εισοδήματα, τα οποία είχε αποκτήσει ο αναιρεσείων από την εργασία του στην Αμερική, όπου ζούσε επί 40 έτη, καθώς και από το εφάπαξ που έλαβε κατά τη συνταξιοδότησή του και τα οποία, σύμφωνα με βεβαίωση της ορκωτής λογίστριας ..., ανέρχονταν σε 1.100.000 και 516.261 δολάρια, αντίστοιχα, με την αιτιολογία ότι κατά το άρθρο 19 παρ. 2 περ. α του Κ.Φ.Ε. εισοδήματα που αποκτήθηκαν στην αλλοδαπή αναγνωρίζονται, εφόσον έχουν φορολογηθεί στην Ελλάδα ή έχουν απαλλαγεί νομίμως από τον φόρο, προϋπόθεση που δεν συνέτρεχε στην προκειμένη περίπτωση. Τέλος, απέρριψε ισχυρισμό της προσφυγής ότι μη νομίμως επιβλήθηκαν σε βάρος του αναιρεσείοντος τα προαναφερθέντα ποσά φόρου, καθόσον αυτός, λόγω συγγνωστής νομικής πλάνης και, συγκεκριμένα, γιατί δεν γνώριζε τις φορολογικές συνέπειες, προέβη στην αγορά δύο ακινήτων μέσα στο ίδιο οικονομικό έτος, το μεν ως αλυσιτελή, το δε για τον λόγο ότι τέτοια πλάνη δεν θεμελιωνόταν από το επικληθέν και προσκομισθέν στο δικαστήριο πιστοποιητικό του Γενικού Προξένου της Ν. Υόρκης, στο οποίο αναφερόταν ότι ο αναιρεσείων ζούσε πέραν της εξαετίας στις ΗΠΑ.
6. Επειδή, όπως προαναφέρθηκε, με την έφεσή του το Δημόσιο ισχυρίσθηκε ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 17 περ. γ’ του Κ.Φ.Ε. λήφθηκαν υπόψη για τον τεκμαρτό προσδιορισμό του εισοδήματος του αναιρεσείοντος, οικονομικού έτους 2002, τα αναγραφόμενα στα οικεία μεταβιβαστικά συμβόλαια τιμήματα αντί των ποσών της προσωρινής αξίας των μεταβιβασθέντων ακινήτων που προσδιόρισε η φορολογική αρχή. Με το προεκτεθέν περιεχόμενο η έφεση του Δημοσίου περιελάμβανε, όπως απαιτείται από τον συνδυασμό των άρθρων 87, 95 και 97 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ., ν. 2717/1999, Α’ 97), σαφείς και συγκεκριμένους λόγους, με τους οποίους έπληττε την κρίση της πρωτόδικης απόφασης περί εσφαλμένου προσδιορισμού από τη φορολογική αρχή του εισοδήματος του αναιρεσείοντος με βάση υπολογισμού την αξία, η οποία προέκυψε από την προσωρινή εκτίμηση των μεταβιβασθέντων ακινήτων, και, υπό την έννοια αυτή, απέδιδε συγκεκριμένες πλημμέλειες στην εν λόγω απόφαση. Είναι, συνεπώς, απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος με το πρόσθετο δικόγραφο λόγος αναιρέσεως.
7. Επειδή, προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή του άρθρου 17 περ. γ’ του Κ.Φ.Ε., με πλημμελή δε αιτιολογία, εξέτασε μόνον αν τα αναγραφόμενα στα συμβόλαια τιμήματα αφίσταντο της προσωρινής αξίας, όπως προσδιορίσθηκε στα πλαίσια της φορολογίας μεταβίβασης ακινήτων, και όχι αν ήταν αυτά που πράγματι καταβλήθηκαν. Κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 4, ως αληθές τίμημα της αγοράς ακινήτου, σε περίπτωση, κατά την οποία το αναγραφόμενο στο οικείο μεταβιβαστικό συμβόλαιο ποσό υπολείπεται της νομίμως εξευρισκόμενης αγοραίας αξίας του ακινήτου, θεωρείται, κατά το άρθρο 17 περ. γ’ του Κ.Φ.Ε., το τελευταίο αυτό ποσό, ως το πράγματι καταβληθέν. Συνεπώς, η αναιρεσιβαλλόμενη που έκρινε ότι για τον προσδιορισμό της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης του αναιρεσείοντος έπρεπε να ληφθούν υπόψη τα ποσά, στα οποία προσδιόρισε η φορολογική αρχή την προσωρινή αξία των ακινήτων, από τα οποία αφίστανται τα αναγραφόμενα στα μεταβιβαστικά συμβόλαια, χωρίς ο αναιρεσείων να επικαλείται και να αποδεικνύει ότι αυτά, αν και κατώτερα, είναι τα πράγματι καταβληθέντα, αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς, ως εκ τούτου δε ο πιο πάνω λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
8. Επειδή, προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη μη νομίμως απέρριψε πρωτίστως ως απαράδεκτο τον ισχυρισμό της προσφυγής περί καθορισμού της προσωρινής αξίας των ακινήτων βάσει απρόσφορων συγκριτικών στοιχείων, καθόσον δεν πρόκειται για παρεμπίπτουσα έρευνα του τρόπου προσδιορισμού της προσωρινής αξίας στα πλαίσια της φορολογίας μεταβίβασης ακινήτων αλλά για έλεγχο του προσδιορισμού του φορολογητέου εισοδήματος στα πλαίσια της φορολογίας εισοδήματος. Ο λόγος, όμως, αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος, προεχόντως ως αλυσιτελής, δεδομένου ότι με την κρινόμενη αίτηση δεν πλήσσεται ειδικώς η επάλληλη κρίση του διοικητικού εφετείου, κατά την οποία ο ίδιος λόγος προσφυγής ήταν απορριπτέος ως αόριστος.
9. Επειδή, αβασίμως προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη, κατά παράβαση των άρθρων 79 παρ. 1 και 97 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ., εξέτασε αυτεπαγγέλτως το κεφάλαιο της πρωτόδικης απόφασης που αφορούσε στα «ποσά που μειώνουν τη δαπάνη». Και τούτο, διότι η αναιρεσιβαλλόμενη δικάζοντας, μετά την αποδοχή της έφεσης και την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, κατά το άρθρο 98 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ., την προσφυγή του αναιρεσείοντος, εξέτασε ισχυρισμό αυτής, αναγόμενο στον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος, για κάλυψη της τεκμαρτής δαπάνης από εισοδήματα που είχε αυτός αποκτήσει στην αλλοδαπή (πρβλ. ΣΕ 2676/2008, 3610/2001).
10. Επειδή, προβάλλεται ότι η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης ότι δεν συνέτρεχε η κατ’ άρθρο 19 παρ. 2 περ. α του Κ.Φ.Ε. προϋπόθεση της φορολόγησης ή νόμιμης απαλλαγής των εισοδημάτων που ο αναιρεσείων είχε αποκτήσει στην Αμερική (από εργασία και εφάπαξ κατά τη συνταξιοδότησή του από την εταιρεία ... & ..), προκειμένου αυτά να αναγνωρισθούν προς μείωση της διαφοράς, είναι μη νόμιμη, καθόσον τα εν λόγω εισοδήματα δεν ήταν δυνατό να φορολογηθούν στην Ελλάδα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου XI παρ. 1 και 2 της σύμβασης μεταξύ Ελλάδος και ΗΠΑ περί αποφυγής διπλής φορολογίας που κυρώθηκε με το ν.δ. 2548/1953 (Α’ 231), κατά την οποία, σύμφωνα πάντοτε με τον αναιρεσείοντα, τα εισοδήματα που είχε στις ΗΠΑ απαλλάσσονταν του φόρου εισοδήματος στην Ελλάδα. Ο λόγος αυτός είναι σε κάθε περίπτωση απορριπτέος, καθόσον το πραγματικό που περιγράφεται στην προσφυγή (καταβολή μισθών και συντάξεων όχι από το κράτος των ΗΠΑ αλλά από την προαναφερόμενη εταιρεία στον αναιρεσείοντα κάτοικο ΗΠΑ) δεν εμπίπτει στις διατάξεις της εν λόγω σύμβασης, των οποίων γίνεται επίκληση στην κρινόμενη αίτηση (πρβλ. ΣτΕ 3530, ΣτΕ 3531/1976).
11. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν προβάλλεται άλλος λόγος αναιρέσεως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί. Διά ταύτα Απορρίπτει την αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2014 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 4ης Μαρτίου 2015.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου