Η μη εκπλήρωση από τον εργοδότη της υποχρέωσης του για έγκαιρη πληρωμή των αποδοχών του εργαζομένου, εκτός από τις αστικές συνέπειες συνεπάγεται και ποινικές κυρώσεις. Ειδικότερα, η μη καταβολή δεδουλευμένων συνιστά ποινικό αδίκημα και τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι 6 μήνες και με χρηματική ποινή (άρθρο 8 παρ.1 του Ν.2336/1995). Πρόκειται για έγκλημα που συντελείται με την παράλειψη του υπόχρεου εργοδότη να καταβάλει στο δικαιούχο μισθωτό τις οφειλόμενες σε αυτόν αποδοχές, μέσα στην προθεσμία που προβλέπει η ατομική σύμβαση ή ο νόμος. Διώκεται μετά από μήνυση από τον εργαζόμενο, από τα όργανα της επιθεώρησης εργασίας και αυτεπάγγελτα. Για την εκδίκαση του αδικήματος εφαρμόζεται η διαδικασία του αυτόφωρου.
Οι προϋποθέσεις για την στοιχειοθέτηση του ως άνω εγκλήματος είναι κατά πρώτον ο εργαζόμενος, υπάλληλος ή εργάτης, να απασχολείται με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου. Εντούτοις, γίνεται δεκτό από το γράμμα και το σκοπό του νόμου αλλά και από τον Άρειο Πάγο ότι, για τη θεμελίωση ποινικής ευθύνης δεν απαιτείται κατ’ ανάγκη έγκυρησύμβαση εργασίας. Κατά δεύτερον, απαιτείται ο εργοδότης να μην καταβάλει εμπρόθεσμα τις οφειλόμενες αποδοχές και κατά τρίτον, η μη καταβολή αυτή εκ μέρους του, να συντελείται ενώ γνωρίζει την ύπαρξη εξαρτημένης σχέσης εργασίας και την ταυτόχρονη υποχρέωσή του να καταβάλει στον εργαζόμενο το αντάλλαγμα της εργασίας του.
Έχει κριθεί νομολογιακά ότι, καλύπτονται από την προστατευτική λειτουργία του νόμου, πέραν του μισθού, όλες οι υπόλοιπες μισθολογικές παροχές εκ μέρους του εργοδότη που χορηγούνται ως αντάλλαγμα τις παρεχόμενης εργασίας και γι’ αυτό εντάσσονται στην έννοια των αποδοχών : τα επιδόματα εορτών και αδείας, η προσαύξηση της αμοιβής για εργασία τις Κυριακές κι εξαιρέσιμες μέρες, για την νυχτερινή εργασία, τα επιδόματα που προβλέπονται από ΣΣΕ, τα επιδόματα που προβλέπονται από την ατομική σύμβαση και αποτελούν τακτικές αποδοχές, οι παροχές για νόμιμη υπερωριακή εργασία ως έκτακτες αποδοχές, η πρόσθετη αμοιβή που οφείλεται για παροχή πρόσθετης εργασίας, οι οικειοθελείς παροχές του εργοδότη με πρόθεση να αποτελέσουν αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία κι εφόσον αυτές χορηγούνται σταθερά και αδιάλειπτα.
Ωστόσο, σχετικά με τις παροχές σε είδος μισθολογικού ή μη χαρακτήρα, που ο εργοδότης χορηγεί στον εργαζόμενο, δεν περιλαμβάνονται αυτές στις τακτικές αποδοχές, ούτε αποτελούν εισόδημα και άρα ούτε υπόκεινται στην ποινική προστασία του νόμου, υπό την προϋπόθεση ότι εξυπηρετούν λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης.
Προσέτι, η ποινική προστασία της κανονικής άδειας που ετησίως δικαιούται ο εργαζόμενος, προβλέπεται στο άρθρο 5 παρ.7 του Ν.539/1945. Εφόσον ο εργοδότης από πρόθεση δεν χορήγησε την κανονική άδεια στο μισθωτό, φέρει εκτός από αστική και ποινική ευθύνη και τιμωρείται σύμφωνα με το νόμο.
Η αποζημίωση μέχρι πρότινος δεν λάμβανε την ποινική προστασία του μισθού λόγω της έλλειψης μισθολογικού χαρακτήρα. Η νομολογία άλλωστε ερμηνεύει στενά τη διάταξη για την ποινική ευθύνη του εργοδότη την οποία και περιορίζει στις δεδουλευμένες αποδοχές, αποκλείοντας έτσι τους μισθούς υπερημερίας ή άλλες απαιτήσεις. Πρόσφατα όμως με τον Ν.3996/2011 άρθρο 28, η μη καταβολή αποζημίωσης κατέστη ποινικό αδίκημα, χωρίς βέβαια αυτό και μόνο το γεγονός να της προσδίδει μισθολογικό χαρακτήρα. Ο νόμος πάντως, προστατεύει την αξίωση του εργαζομένου για την καταβολή νόμιμης αποζημίωσης, ποινικοποιώντας τη μη καταβολή μόνο αυτής, όχι της τυχόν μεγαλύτερης που οφείλεται βάσει συμφωνίας (συμβατική αποζημίωση).
Για τη μη καταβολή της αποζημίωσης που οφείλεται για την παράνομη (κατ’ εξαίρεση) υπερωριακή απασχόληση, η οποία είναι ίση με το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 80%, προβλέπεται ποινική ευθύνη για τον εργοδότη ή τον υπεύθυνο για την εφαρμογή των διατάξεων για τις ώρες εργασίας διευθυντή ή διαχειριστή σύμφωνα με το άρθρο 7 του ν.δ. 515/1971 και το άρθρο 15 του ν.δ. 1037/1971.
Συμπερασματικά, σημειωτέον ότι, με το άρθρο 62 του νόμου που εισήγαγε την ύπαρξη βάσιμου λόγου ως προϋπόθεση για τη νόμιμη απόλυση του εργαζομένου (Ν.4611/2019), προστίθεται τέταρτη παράγραφος στο άρθρο 28 του Ν.3996/2011 η οποία ορίζει ότι τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εννιακοσίων (900) ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές, εργοδότης, διευθυντής επιχείρησης, εκπρόσωπος ή οποιοσδήποτε τρίτος παρεμποδίζει την είσοδο σε υπάλληλο του ΣΕΠΕ ή του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, που διενεργεί ή συμμετέχει σε έλεγχο για την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας σε χώρους εργασίας, ή παρεμποδίζει ή διακόπτει με οποιοδήποτε τρόπο τη διενέργεια του ελέγχου ή αρνείται να παράσχει ή παρέχει ψευδή στοιχεία και πληροφορίες.
*Ο Γιάννης Καρούζος είναι δικηγόρος-εργατολόγος. Είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής Αθηνών και Μεταπτυχιακός Διπλωματούχος της Σχολής Εργατικού και Συνδικαλιστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Τεργέστης στην Ιταλία, με ειδίκευση στο Εργατικό Δίκαιο, Εργασιακές Σχέσεις, Ευρωπαϊκό Εργατικό Δίκαιο, Δίκαιο Κοινωνικής Ασφάλισης. Έχει πολύχρονη εμπειρία και πείρα συμβουλεύοντας δεκάδες Σωματεία Εργαζομένων και Επιχειρήσεις σε εργασιακά θέματα. Διατέλεσε Σύμβουλος σε τρία Υπουργεία της Ελληνικής Δημοκρατίας και υπήρξε επί έτη ενεργό μέλος του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας. Είναι μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Εργατικού Δικαίου και Κοινωνικής Ασφάλισης. Είναι Μεσολαβήτης, Μέλος του Σώματος Μεσολαβητών του Οργανισμού Μεσολάβησης Διαιτησίας (ΟΜΕΔ). Υπήρξε επίσης σύμβουλος στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή της Ελλάδος (Ο.Κ.Ε). Δημοσιεύει άρθρα και μελέτες σε νομικά περιοδικά εργατικού δικαίου και εργασιακών σχέσεων και σε εφημερίδες.
Περισσότερα στην ιστοσελίδα https://dikigorosergatologos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου