Δείκτες ρευστότητας: Ποιους πρόσθετους παράγοντες πρέπει να εξετάζουμε
Στέφανος Κοτζαμάνης
Οικονομολόγος, Δημοσιογράφος
Υπάρχουν αρκετοί χρηματοοικονομικοί δείκτες ρευστότητας, μέσω των οποίων μπορούμε να αξιολογήσουμε την ικανότητα μιας επιχείρησης να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της στο ορατό χρονικό διάστημα, έχοντας πάντα υπόψη μας πως οι δείκτες αποτελούν ενδείξεις και ποτέ αποδείξεις.
Οι σπουδαιότεροι δείκτες ρευστότητας είναι οι παρακάτω:
Κυκλοφορούν ενεργητικό προς βραχυπρόθεσμο παθητικό (όσο μεγαλύτερη είναι η τιμή του δείκτη, τόσο καλύτερη θεωρείται η ρευστότητα μιας εταιρείας, με μια επιθυμητή καλή τιμή ίση ή ανώτερη του 1,3).
Καθαρό χρέος προς EBITDA (όσο μικρότερη είναι η τιμή του δείκτη, τόσο καλύτερη θεωρείται η ρευστότητα μιας εταιρείας, με μια επιθυμητή καλή τιμή χαμηλότερη του 4 έως 4,5). Ως καθαρό χρέος (net debt) εννοούμε το άθροισμα των τραπεζικών υποχρεώσεων και leasing μείον το σύνολο των διαθεσίμων και των βραχυπρόθεσμων χρηματοοικονομικών στοιχείων). EBITDA είναι τα κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων.
(Κόστος χρηματοδότησης προς κύκλο εργασιών) x 100 (όσο μικρότερη είναι η τιμή του δείκτη, τόσο καλύτερη θεωρείται η ρευστότητα μιας εταιρείας, με μια επιθυμητή καλή τιμή χαμηλότερη του 4%).
Ωστόσο, υπάρχουν αρκετοί άλλοι παράγοντες, πέρα από τις τιμές των σχετικών χρηματοοικονομικών δεικτών- που θα πρέπει να συνεκτιμώνται προκειμένου να αξιολογηθεί η ρευστότητα μιας εταιρείας, με ενδεικτικές περιπτώσεις τις παρακάτω:
Πρώτον, στο δεύτερο και στον τρίτο δείκτη, σημασία έχει και η διάρθρωση των δανειακών υποχρεώσεων (ποιο τμήμα αυτών είναι βραχυπρόθεσμο και ποιο μακροπρόθεσμο και το τελευταίο με ποια ωρίμανση λήξεων), όπως επίσης το αν η εταιρεία έχει αχρησιμοποίητες πιστωτικές γραμμές από τις τράπεζες. Θα πρέπει επίσης να υπάρχει προσοχή και στους συμβατικούς όρους (covenants) των μακροπρόθεσμων δανείων, η μη τήρηση των οποίων μπορεί να μετατρέψει τη συγκεκριμένη υποχρέωση της επιχείρησης άμεση απαιτητή από τις πιστώτριες τράπεζες, ή τους ομολογιούχους.
Δεύτερον, στο πρώτο και στο δεύτερο δείκτη, σημασία έχει επίσης και το μέσο κόστος (επιτόκιο) χρηματοδότησης. Όσο χαμηλότερο είναι το μέσο κόστος χρηματοδότησης τότε μεγαλύτερη «επιείκεια» υπάρχει για τις εταιρείες που έχουν βεβαρυμμένους χρηματοοικονομικούς δείκτες ρευστότητας (το αντίθετο συμβαίνει όταν το μέσο κόστος χρηματοδότησης είναι υψηλό). Κατά την τελευταία διετία παρατηρείται τάση αποκλιμάκωσης στα επιτόκια χορηγήσεων στην Ελλάδα.
Τρίτον, σημασία έχει και το πόσο σταθερή είναι η πορεία του κλάδου στον οποίο δραστηριοποιείται η επιχείρηση. Για παράδειγμα υπάρχουν οι λεγόμενοι κυκλικοί κλάδοι (πχ ναυτιλία, αεροπορικές μεταφορές, τουρισμός, μεταλλουργικές επιχειρήσεις, οικοδομική δραστηριότητα, ιχθυοκαλλιέργειες) που συχνά εμφανίζουν έντονες διακυμάνσεις στις οικονομικές επιδόσεις τους από τριετία σε τριετία ή ακόμη και από έτος σε έτος. Και όταν λέμε διακυμάνσεις, εννοούμε είτε μεγάλες μεταβολές στη ζήτηση, είτε στα περιθώρια κέρδους (πχ τα περιθώρια διύλισης στον κλάδο των διυλιστηρίων). Έτσι, οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε κυκλικούς κλάδους και γενικότερα όταν εντάσσονται σε κλάδους υψηλής αβεβαιότητας, ή είναι εγκατεστημένες σε χώρες με υψηλό δημοσιονομικό-γεωπολιτικό ρίσκο, θα πρέπει κατά κανόνα να διαθέτουν καλύτερους δείκτες ρευστότητας από το μέσο όρο.
Τέταρτον, πόσο ρευστοποιήσιμα και έναντι ποιου αντιτίμου είναι τα περιουσιακά στοιχεία μιας εταιρείας. Πολύ συχνά όταν μια εταιρεία βρεθεί σε δύσκολη κατάσταση, αναγκάζεται να ρευστοποιήσει κάποια από τα περιουσιακά της στοιχεία, προκειμένου να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της. Αν για παράδειγμα, η εταιρεία διαθέτει ακίνητα προς πώληση, πόσο εύκολο είναι αυτά να ρευστοποιηθούν σε σύντομο χρονικό διάστημα και πόσο πιο χαμηλά από τη λογιστική του αξία θα μπορούσαν να εκποιηθούν; Τέτοιες περιπτώσεις είδαμε την προηγούμενη δεκαετία κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, όταν επιχειρήσεις δεν μπορούσαν να πουλήσουν τα ακίνητά τους λόγω απουσίας αγοραστών.
Μια άλλη περίπτωση είναι αυτή των αποθεμάτων. Σε πολλές περιπτώσεις υπάρχουν αποθέματα που δεν είναι εμπορεύσιμα αν δεν «σκοτωθούν», ή υπάρχουν εμπορεύσιμα αποθέματα οι τιμές όμως των οποίων είναι κυμαινόμενες (πχ αποθέματα σε commodities, όπως πετρέλαιο, χαλκός, αλουμίνιο, βαμβάκι, κ.λπ.). Τι θα γίνει σε περίπτωση δραστικής υποχώρησης των τιμών αυτών των αποθεμάτων διεθνώς; Απλά, θα μειωθεί αντίστοιχα και η ρευστοποιήσιμη αξία των αποθεμάτων της επιχείρησης, άρα και η ικανότητα της επιχείρησης να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της.
Ακόμη πιο σύνθετη είναι η περίπτωση, όπου σε μια εταιρεία σημαντικό ποσοστό της αξίας του ενεργητικού της αφορά άυλα περιουσιακά στοιχεία, όπως εμπορικά σήματα, προγράμματα λογισμικού, ευρεσιτεχνίες, υπεραξίες θυγατρικών επιχειρήσεων, κ.λπ.). Υπάρχουν περιπτώσεις όπου το άυλο ενεργητικό πωλείται σε πολλαπλάσια αξία από την λογιστική, πλην όμως συνηθέστερη είναι η περίπτωση όπου τέτοιου είδους περιουσιακά στοιχεία δεν μπορούν να ρευστοποιηθούν σε σύντομο χρονικό διάστημα και όταν η επιχείρηση εισέλθει σε πτωτική πορεία, απαξιώνονται και αυτά με ταχύτατους ρυθμούς.
Άρα, οι επιχειρήσεις που διαθέτουν μεγάλου ύψους άυλα περιουσιακά στοιχεία, είτε στοιχεία του ενεργητικού που ρευστοποιούνται δύσκολα, θα πρέπει κατά κανόνα να διαθέτουν καλύτερους δείκτες ρευστότητας από το μέσο όρο.
Πέμπτο, θα πρέπει να εκπονείται ένα προβλεπόμενο πρόγραμμα ταμειακών ροών (cash flow) της εταιρείας κατά τα επόμενα χρόνια. Αν για παράδειγμα μια εταιρεία με κακούς δείκτες ρευστότητας βρίσκεται σε φάση που έχει ολοκληρώσει μια σειρά μονάδων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και στο εξής περιμένει μόνο έσοδα τα οποία μάλιστα είναι σε μεγάλο βαθμό διασφαλισμένα, τότε τα πράγματα είναι καλύτερα από την εικόνα που προσφέρουν οι χρηματοοικονομικοί δείκτες. Αν αντίθετα, ο μηχανολογικός εξοπλισμός της εταιρείας είναι πεπαλαιωμένος και επιβάλλεται σύντομα να αντικατασταθεί μέσω νέων επενδύσεων, τότε η ρευστότητα είναι χειρότερη από αυτή που εμφανίζουν οι δείκτες.
Έκτο, το κατά πόσο οικονομικά ισχυροί και αξιόπιστοι είναι οι βασικοί μέτοχοι της εταιρείας. Έτσι, σε περίπτωση που οι βασικοί μέτοχοι είναι οικονομικά ισχυροί, θα μπορούσαν μέσα από διάφορους εναλλακτικούς τρόπους (πχ κάλυψη αύξησης μετοχικού κεφαλαίου, δανεισμός της εταιρείας από δικά τους χρήματα, προσωπικές εγγυήσεις για λήψη νέου τραπεζικού δανεισμού, κ.λπ.) να στηρίξουν την επιχείρηση σε μια δύσκολη (αλλά αναστρέψιμη) συγκυρία. Να σημειωθεί πως τέτοιες κινήσεις ευνοούν όλους τους αποκαλούμενους «stake holders» της επιχείρησης (εργαζόμενους, τράπεζες, ομολογιούχους, προμηθευτές, τοπική κοινωνία, αλλά και τους μετόχους μειοψηφίας ακόμη και αν υπάρξει μεγάλη διάχυση του ποσοστού τους).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου