Αρειος Πάγος 1046/2012
Μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως - Βλαπτική μεταβολή - Διευθυντικό διακίωμα εργοδότη
Kατά το άρθρο 7 ν. 2112/1920, πάσα μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως, βλάπτουσα τον υπάλληλον θεωρείται ως καταγγελία ταύτης, δι' ην ισχύουσιν οι διατάξεις του παρόντος νόμου
Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 648 και 652 ΑΚ, μονομερής μεταβολή θεωρείται κάθε τροποποίηση των όρων εργασίας από τον εργοδότη που γίνεται κατ' αθέτηση της εργασιακής συμβάσεως.
Για την εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως απαιτείται η μονομερής μεταβολή των όρων εργασίας να είναι βλαπτική για τον εργαζόμενο, δηλαδή να προκαλεί σ' αυτόν άμεση ή έμμεση υλική ή ηθική ζημία.
Σε περίπτωση που η ανωτέρω μονομερής μεταβολή δεν είναι αντίθετη προς το νόμο και τους όρους της συμβάσεως και γίνεται κατ' ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος ο εργοδότης μπορεί να μεταβάλει τους όρους παροχής της εργασίας, έστω και σε βάρος του μισθωτού, ο οποίος προστατεύεται μόνο από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, που απαγορεύει την κατάχρηση δικαιώματος.
Ειδικότερα ο μονομερής προσδιορισμός των όρων εργασίας που επιχειρεί ο εργοδότης με βάση το διευθυντικό δικαίωμα του, πρέπει να υπηρετεί τους σκοπούς του δικαιώματος αυτού, δηλαδή την κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας και την προσφορότερη οργάνωση της επιχείρησης.
Αν ο μονομερής προσδιορισμός της παροχής εργασίας δεν αποβλέπει στην πραγματοποίηση των παραπάνω σκοπών, αλλά άσχετων με αυτούς, επιδιώξεων του εργοδότη τότε δεν υπάρχει χρήση αλλά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος, τούτο δε διότι η καλή πίστη επιβάλλει στο φορέα του δικαιώματος να λαμβάνει υπόψη κατά την άσκηση του και κατά το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, τα δικαιολογημένα συμφέροντα και τις δικαιολογημένες προσδοκίες του άλλου μέρους.
Αυτό επιβάλλεται ιδίως σε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, καθόσον το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη για προσδιορισμό των όρων εκπληρώσεως της παροχής από το μισθωτό αποτελεί μονομερή εξουσία αυτού, η άσκηση της οποίας υπόκειται στους περιορισμούς που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, έστω και αν η εξουσία αυτού στηρίζεται στο νόμο ή στη συμφωνία των μερών. Κατά συνέπεια καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη υπάρχει, όταν η μονομερής μεταβολή γίνεται απ' αυτόν σύμφωνα με τους όρους της συμβάσεως, του νόμου ή του κανονισμού εργασίας, αλλά καθ' υπέρβαση των ορίων που τάσσονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Τέτοια καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη και βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας αποτελεί και η εκ μέρους του ανάθεση στον μισθωτό καθηκόντων υποδεέστερης ειδικότητας ή θέσης απ' αυτή που ήδη κατείχε, χωρίς να δικαιολογείται από υπηρεσιακές ανάγκες κατά τρόπο που συνεπάγεται δυσμενείς υλικές ή ηθικές ως προς το κύρος και την προσωπικότητα του συνέπειες.
Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 288, 648, 652, 914, 932 ΑΚ, 2 παρ. 2 και 22 του Συντάγματος προκύπτει ότι, αν η ως άνω βλαπτική μεταβολή υπό τις περιστάσεις υπό τις οποίες επιχειρείται, είναι αντίθετη προς την καλή πίστη και ενέχει καταχρηστική ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, με αποτέλεσμα την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του μισθωτού, μπορεί ο τελευταίος να αξιώσει από τον υπαίτιο, εκτός των άλλων, και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από τον υποβιβασμό και την ανεπίτρεπτη επαγγελματική του μείωση. Τέλος κρίσιμος χρόνος για το χαρακτηρισμό της μονομερούς μεταβολής των όρων της συμβάσεως ως βλαπτικής ή μη, και δη για την κρίση ως προς τον χαρακτήρα της νέας θέσης, στην οποία τοποθετείται ο εργαζόμενος από τον εργοδότη, ως υποδεέστερης ή μη σε σχέση με αυτήν που κατείχε προηγουμένως, είναι καταρχήν ο χρόνος πραγματοποιήσεως της μεταβολής αυτής, αφού κατά το χρόνο αυτόν και με τα υπάρχοντα τότε δεδομένα καλείται και ο εργαζόμενος να την αποδεχθεί ή να την αποκρούσει, εφόσον όμως η μεταβολή αυτή κατά το χρόνο της πραγματοποιήσεως της είναι οριστική και μόνιμη και όχι όταν η τοποθέτηση του μισθωτού γίνεται σε θέση προσωρινά υποδεέστερη της προηγουμένως κατεχόμενης, με βεβαιότητα αναβαθμίσεως της στο προσεχές μέλλον με την ανάθεση καθηκόντων ανάλογης σπουδαιότητας και κρίσιμων αρμοδιοτήτων για μεγάλο ή και απεριόριστο χρονικό διάστημα.
Αρειος Πάγος 1046/2012
ΑΠ 1046/2012
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Μαΐου 2012, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: ........................, οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βαΐα Λάμπρου με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία...................................., που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της...................................... με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14/12/2004 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 549/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2069/2008 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 7/7/2008 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ασπασία Καρέλλου ανέγνωσε την από 10/11/2011 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 7/7/2008 αιτήσεως αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, εάν αυτός δεν εφαρμοσθεί, αν και κατά τις σχετικές παραδοχές της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπάρχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αντίθετα, όταν αυτός εφαρμοσθεί μολονότι κατά τις παραδοχές αυτές, συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ή εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται και εάν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως εάν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτήν λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας )ή τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της . Εξάλλου, κατά το άρθρο 7 εδ. α' του ν. 2112/1920, "πάσα μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως, βλάπτουσα τον υπάλληλον θεωρείται ως καταγγελία ταύτης, δι' ην ισχύουσιν οι διατάξεις του παρόντος νόμου".
Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 648 και 652 ΑΚ, μονομερής μεταβολή θεωρείται κάθε τροποποίηση των όρων εργασίας από τον εργοδότη που γίνεται κατ' αθέτηση της εργασιακής συμβάσεως, Για την εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως απαιτείται η μονομερής μεταβολή των όρων εργασίας να είναι βλαπτική για τον εργαζόμενο, δηλαδή να προκαλεί σ' αυτόν άμεση ή έμμεση υλική ή ηθική ζημία. Σε περίπτωση που η ανωτέρω μονομερής μεταβολή δεν είναι αντίθετη προς το νόμο και τους όρους της συμβάσεως και γίνεται κατ' ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος ο εργοδότης μπορεί να μεταβάλει τους όρους παροχής της εργασίας, έστω και σε βάρος του μισθωτού, ο οποίος προστατεύεται μόνο από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, που απαγορεύει την κατάχρηση δικαιώματος. Ειδικότερα ο μονομερής προσδιορισμός των όρων εργασίας που επιχειρεί ο εργοδότης με βάση το διευθυντικό δικαίωμα του, πρέπει να υπηρετεί τους σκοπούς του δικαιώματος αυτού, δηλαδή την κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας και την προσφορότερη οργάνωση της επιχείρησης. Αν ο μονομερής προσδιορισμός της παροχής εργασίας δεν αποβλέπει στην πραγματοποίηση των παραπάνω σκοπών, αλλά άσχετων με αυτούς, επιδιώξεων του εργοδότη τότε δεν υπάρχει χρήση αλλά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος, τούτο δε διότι η καλή πίστη επιβάλλει στο φορέα του δικαιώματος να λαμβάνει υπόψη κατά την άσκηση του και κατά το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, τα δικαιολογημένα συμφέροντα και τις δικαιολογημένες προσδοκίες του άλλου μέρους. Αυτό επιβάλλεται ιδίως σε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, καθόσον το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη για προσδιορισμό των όρων εκπληρώσεως της παροχής από το μισθωτό αποτελεί μονομερή εξουσία αυτού, η άσκηση της οποίας υπόκειται στους περιορισμούς που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, έστω και αν η εξουσία αυτού στηρίζεται στο νόμο ή στη συμφωνία των μερών. Κατά συνέπεια καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη υπάρχει, όταν η μονομερής μεταβολή γίνεται απ' αυτόν σύμφωνα με τους όρους της συμβάσεως, του νόμου ή του κανονισμού εργασίας, αλλά καθ' υπέρβαση των ορίων που τάσσονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Τέτοια καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη και βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας αποτελεί και η εκ μέρους του ανάθεση στον μισθωτό καθηκόντων υποδεέστερης ειδικότητας ή θέσης απ' αυτή που ήδη κατείχε, χωρίς να δικαιολογείται από υπηρεσιακές ανάγκες κατά τρόπο που συνεπάγεται δυσμενείς υλικές ή ηθικές ως προς το κύρος και την προσωπικότητα του συνέπειες. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 288, 648, 652, 914, 932 ΑΚ, 2 παρ. 2 και 22 του Συντάγματος προκύπτει ότι, αν η ως άνω βλαπτική μεταβολή υπό τις περιστάσεις υπό τις οποίες επιχειρείται, είναι αντίθετη προς την καλή πίστη και ενέχει καταχρηστική ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, με αποτέλεσμα την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του μισθωτού, μπορεί ο τελευταίος να αξιώσει από τον υπαίτιο, εκτός των άλλων, και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από τον υποβιβασμό και την ανεπίτρεπτη επαγγελματική του μείωση. Τέλος κρίσιμος χρόνος για το χαρακτηρισμό της μονομερούς μεταβολής των όρων της συμβάσεως ως βλαπτικής ή μη, και δη για την κρίση ως προς τον χαρακτήρα της νέας θέσης, στην οποία τοποθετείται ο εργαζόμενος από τον εργοδότη, ως υποδεέστερης ή μη σε σχέση με αυτήν που κατείχε προηγουμένως, είναι καταρχήν ο χρόνος πραγματοποιήσεως της μεταβολής αυτής, αφού κατά το χρόνο αυτόν και με τα υπάρχοντα τότε δεδομένα καλείται και ο εργαζόμενος να την αποδεχθεί ή να την αποκρούσει, εφόσον όμως η μεταβολή αυτή κατά το χρόνο της πραγματοποιήσεως της είναι οριστική και μόνιμη και όχι όταν η τοποθέτηση του μισθωτού γίνεται σε θέση προσωρινά υποδεέστερη της προηγουμένως κατεχόμενης, με βεβαιότητα αναβαθμίσεως της στο προσεχές μέλλον με την ανάθεση καθηκόντων ανάλογης σπουδαιότητας και κρίσιμων αρμοδιοτήτων για μεγάλο ή και απεριόριστο χρονικό διάστημα.
Στην προκείμενη περίπτωση, επί αγωγής του ήδη αναιρεσείοντος κατά της ήδη αναιρεσίβλητης Τράπεζας, με την οποία ο ενάγων εξιστορούσε, ότι λόγω μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων της εργασιακής του συμβάσεως από την εναγομένη, η οποία συνίστατο στον υποβιβασμό του Καταστήματος.........................., στο οποίο υπηρετούσε ως Υποδιευθυντής στην 6η κατηγορία, συνεπεία του οποίου στερήθηκε την προαγωγή του στο βαθμό του Τμηματάρχη Α', στον οποίο θα κρινόταν ως Υποδιευθυντής Καταστήματος 5ης κατηγορίας και με την οποία ζητούσε, να υποχρεωθεί η αναιρεσίβλητη ........................ να του καταβάλει για προκύπτουσες μισθολογικές διαφορές [μεταξύ των αποδοχών που ελάμβανε ως Υποδιευθυντής Καταστήματος 6ης κατηγορίας και εκείνων που θα ελάμβανε ως Υποδιευθυντής 5ας κατηγορίας, καθώς και των αποδοχών μεταξύ των βαθμών Τμηματάρχη Β' και Τμηματάρχη Α'] τα εις αυτή χρηματικά ποσά, καθώς και το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την προσβολή της προσωπικότητας του, εκδόθηκε η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που απέρριψε κατ' ουσίαν την αγωγή, ενώ επί της ασκηθείσας εφέσεως εκδόθηκε από το Εφετείο η προσβαλλόμενη απόφαση, που δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: Ο ενάγων προσλήφθηκε από την εναγομένη στις 27/6/1972 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου .κατόπιν διαγωνισμού .Είναι κάτοχος απολυτηρίου Γυμνασίου και πτυχίων τεχνικής σχολής και αγγλικής γλώσσας (lower), και αφού εξελίχθηκε στην ιεραρχία της εναγομένης, προήχθη στο βαθμό του Τμηματάρχη Β' την 1/7/1990. Στις 3/11/1997 ο ενάγων τοποθετήθηκε ως Υποδιευθυντής στο Κατάστημα Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης, το οποίο ανήκε στην 6η κατηγορία, σε θέση 8ου κλιμακίου ευθύνης. Με την 185/25-8-1999 εγκύκλιο της Διοίκησης της εναγομένης προκηρύχθηκε η θέση Υποδιευθυντή του Καταστήματος Ηλιούπολης Θεσσαλονίκης, το οποίο ανήκε στην 5η κατηγορία. Ο ενάγων υπέβαλε την από 7/9/1999 αίτηση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για κατάληψη της θέσης αυτής, η οποία και έγινε δεκτή. Έτσι, με την Π.Δ. 34/28-1-2000 τοποθετήθηκε ως Υποδιευθυντής στο Κατάστημα Ηλιούπολης, διατηρώντας το ίδιο κλιμάκιο θέσης ευθύνης (8°) και ανέλαβε καθήκοντα στις 21/12/2000. Με απόφαση της Επιτροπής Κατάταξης της εναγομένης της 22/2/2000 αποφασίσθηκε η ανακατάταξη των Μονάδων του Δικτύου της σε κατηγορίες από 1/1/2000, με βάση τα στοιχεία του έτους 1998. Με βάση τα στοιχεία αυτά 41 μονάδες κατατάχθηκαν σε ανώτερη κατηγορία και 13 σε κατώτερη μεταξύ των τελευταίων ήταν και το Κατάστημα Ηλιούπολης Θεσσαλονίκης που υπηρετούσε ως Υποδιευθυντής ο ενάγων, το οποίο υποβιβάσθηκε από την 5η στην 6η κατηγορία. Η κατάταξη του Καταστήματος Ηλιούπολης Θεσσαλονίκης σε κατηγορία κατώτερη αυτής που ανήκε όταν ο ενάγων υπέβαλε την αίτηση του για κατάληψη της κενής θέσης του Υποδιευθυντή, έγινε στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης των υπηρεσιών της εναγομένης με βάση τα δεδομένα του έτους 1998, για την καλύτερη και αποτελεσματικότερη λειτουργία της, Το φαινόμενο αυτό ήταν σύνηθες για την εναγομένη και ο ενάγων, ως υπάλληλος αυτής επί 28 έτη, γνώριζε, όταν εκδήλωνε το ενδιαφέρον για την κάλυψη της θέσης του Υποδιευθυντή του Καταστήματος Ηλιούπολης, ότι υπήρχε ενδεχόμενο οποτεδήποτε να γίνει υποβιβασμός του Καταστήματος, όπως μπορούσε να γίνει και αναβάθμιση. Μετά τη νέα κατάταξη του Καταστήματος Ηλιούπολης ο ενάγων εξακολούθησε να κατέχει τη θέση του Υποδιευθυντή, να ασκεί τα ίδια καθήκοντα και να ανήκει στο 8° κλιμάκιο. Τον Οκτώβριο του 2000 υπέβαλε αίτηση για την κατάληψη θέσης Υποδιευθυντή του Καταστήματος Χαριλάου Θεσσαλονίκης και τον Αύγουστο του 2001 για την κατάληψη θέσης Υποδιευθυντή σε ένα από τα καταστήματα Ερμού, Πλατείας Δημοκρατίας και 25ης Μαρτίου Θεσσαλονίκης, τα οποία ανήκαν σε ανώτερη κατηγορία εκείνης του Καταστήματος Ηλιούπολης. Η δεύτερη αίτηση του έγινε δεκτή και ο ενάγων τοποθετήθηκε ως Υποδιευθυντής στο Κατάστημα 25ης Μαρτίου Θεσσαλονίκης, με την 88/8-2-2002 πράξη της Διοίκησης της εναγομένης, στο οποίο και υπηρέτησε έως τις 16/2/2004, οπότε και αποχώρησε οικειοθελώς. Η κατάταξη του Καταστήματος Ηλιούπολης Θεσσαλονίκης στην 6η κατηγορία, η οποία συμπίπτει με το χρόνο ανάληψης καθηκόντων Υποδιευθυντή από τον ενάγοντα, έγινε για την αρτιότερη οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών της εναγομένης και δεν συνιστά βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του ενάγοντος, δεδομένου ότι αυτός εξακολούθησε να ασκεί τα ίδια καθήκοντα και να ανήκει στο αυτό κλιμάκιο ευθύνης (8°) και δεν υπέστη κάποια υλική ή ηθική βλάβη. Καταλήγει δε το Εφετείο, ότι η μετακίνηση του ενάγοντος από το κατάστημα Ηλιούπολης σε κατάστημα ανώτερης κατηγορίας, μετά την πάροδο δύο περίπου ετών από τον υποβιβασμό του Καταστήματος Ηλιούπολης και όχι αμέσως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της εναγομένης, αφού, σύμφωνα με τις εγκυκλίους προκήρυξης των σχετικών θέσεων Υποδιευθυντών, προϋπόθεση για τη μετακίνηση ήταν η συμπλήρωση υπηρεσίας 18 μηνών στην προηγούμενη θέση, και ότι δεν προκύπτει ότι εάν δεν είχε συμβεί ο υποβιβασμός του Καταστήματος Ηλιούπολης από την 5η στην 6η κατηγορία ή εάν αυτός είχε μετακινηθεί αμέσως σε άλλο κατάστημα 5ης κατηγορίας, θα κρινόταν προακτέος στο βαθμό του Τμηματάρχη Α', κατά τις σχετικές προαγωγικές κρίσεις της εναγομένης τις οποίες ούτε ο ίδιος προσδιορίζει χρονικά .Κατ' ακολουθίαν των παραδοχών αυτών το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση του απέρριψε την έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παρεβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 7 εδ. α' του ν. 2112/1920, 648, 652 και 281 ΑΚ, τις οποίες ορθώς δεν εφάρμοσε και οι οποίες δεν ήταν εφαρμοστέες στην κρινόμενη υπόθεση, ενώ διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση, πλήρεις σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα και το διατακτικό της. Συγκεκριμένα η μη συνδρομή των πραγματικών προϋποθέσεων για την εφαρμογή των παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, για την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της αναιρεσίβλητης εργοδότριας του αναιρεσείοντος να μεταβάλει μονομερώς τους όρους της συμβάσεως εργασίας αυτού, προκύπτει από τις ειδικότερες, πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι, α) η τοποθέτηση του αναιρεσείοντος στο κατάστημα Ηλιούπολης έγινε κατόπιν αιτήσεως του και όχι με πρωτοβουλία της αναιρεσίβλητης, β) η ανακατάταξη των Μονάδων του Δικτύου της αναιρεσίβλητης σε κατηγορίες πραγματοποιήθηκε με βάση τα στοιχεία του έτους 1998 και υλοποιήθηκε στις 22/2/2000, γ) η ανακατάταξη του καταστήματος Ηλιούπολης από την 5η στην 6η κατηγορία, όπως και οι λοιπές ανακατατάξεις (41 μονάδες κατατάχθηκαν σε ανώτερη κατηγορία και 13 σε κατώτερη, μεταξύ των τελευταίων και το κατάστημα Ηλιούπολης), έγινε στα πλαίσια αναδιοργάνωσης των υπηρεσιών της αναιρεσίβλητης, για την καλύτερη και αποτελεσματικότερη λειτουργία των μονάδων της, δ) ο αναιρεσείων, ως υπάλληλος της αναιρεσίβλητης για 28 έτη, γνώριζε, ότι οι μεταβολές στην κατάταξη των διαφόρων καταστημάτων, αποτελεί συνηθισμένο φαινόμενο και ότι όταν εκδήλωνε ενδιαφέρον για το κατάστημα Ηλιούπολης, υπήρχε το ενδεχόμενο υποβιβασμού, αλλά και αναβάθμισης του εν λόγω καταστήματος, ε) ο αναιρεσείων από την υποβάθμιση του καταστήματος Ηλιούπολης από την 5η στην 6η κατηγορία δεν υπέστη υλική και ηθική ζημία, αφού εξακολούθησε να ασκεί τα καθήκοντα του υποδιευθυντή και να ανήκει στο 8° κλιμάκιο, στ) ο αναιρεσείων μετατέθηκε μετά την πάροδο διετίας περίπου στο κατάστημα της 25ας Μαρτίου, που υπάγεται στην 5η κατηγορίας, ενώ προϋπόθεση για τη μετακίνηση υποδιευθυντών σε άλλο κατάστημα ήταν η συμπλήρωση υπηρεσίας 18 μηνών στο προηγούμενο κατάστημα και ζ) η προαγωγή ή μη του αναιρεσείοντος στη θέση του τμηματάρχη Α' δεν σχετίζεται με τον υποβιβασμό του καταστήματος Ηλιούπολης, ούτε με την άμεση μετακίνηση του σε άλλο κατάστημα. Επομένως, και οι δύο λόγοι αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ (πρώτος και δεύτερος αντίστοιχα), με τους οποίους ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις αιτιάσεις για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων και για έλλειψη επαρκών αιτιολογιών, είναι αβάσιμοι. Οι αιτιάσεις που προβάλλονται με το σχετικό μέρος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ., ότι δεν αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση από ποια στοιχεία προκύπτει ότι ο αναιρεσείων διατήρησε το ίδιο κλιμάκιο ευθύνης, ενώ από τα ρητά αναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει το αντίθετο, ότι δηλαδή υποβιβάσθηκε από το 8° στο 7° κλιμάκιο, είναι απαράδεκτοι, καθόσον πλήττουν την ανέλεγκτη από το δικαστήριο της ουσίας εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 7/7/2008 αίτηση για αναίρεση της 2069/2008 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιουνίου 2012. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 12 Ιουνίου 2012.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου