Παράταση παραγραφών φορολογικών αξιώσεων και Σύνταγμα
Την Παρασκευή 5 Μαΐου τρέχοντος έτους θα δικαστεί ενώπιον της Ολομέλειας του ΣτΕ το ζήτημα της συνταγματικότητας των διατάξεων των άρθρων 11 του ν. 3513/2006, 29 του ν. 3697/2008, 10 του ν. 3790/2009 και 82 του ν. 3842/2010, με τις οποίες παρατείνεται διαδοχικά ο χρόνος παραγραφής φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου από τον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος λίγο πριν από τη λήξη της αρχικής ή της παραταθείσης παραγραφής.
Η υπόθεση αυτή είναι μείζονος νομικού, οικονομικού και πολιτικού ενδιαφέροντος και εισάγεται στην Ολομέλεια με την παραπεμπτική απόφαση 675/2017 του Β΄ Τμήματος, η οποία συμπυκνώνει και διευρύνει με διαυγή διατύπωση τα περί συνταγματικότητας των νομοθετικών παρατάσεων παραγραφής επιχειρήματα, όπως αυτά έχουν ήδη διατυπωθεί και στις αποφάσεις του ΣτΕ 888/2016 και 1623/2016.
Λαμβάνοντας υπόψη την 6. και 7. Σκέψη της παραπεμπτικής αποφάσεως επισημαίνω τους επτά θεμελιώδεις λόγους για τους οποίους όλες οι νομοθετικές παρατάσεις των φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου είναι αντισυνταγματικές, εφόσον η κρίσιμη περί παρατάσεως της παραγραφής διάταξη αφορά σε φορολογικές αξιώσεις, των οποίων η έναρξη του χρόνου παραγραφής είναι προγενέστερη του προηγούμενου της δημοσιεύσεως του νόμου αυτού ημερολογιακού έτους.
1. Η νομοθετική παράταση της παραγραφής, πέραν των ανωτέρω ορίων είναι αντίθετη στις αρχές του κράτους δικαίου, της ασφάλειας δικαίου και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης από τις οποίες προκύπτουν οι αρχές της σαφήνειας και της προβλεψιμότητας των εκάστοτε κανόνων δικαίου. Οι δύο αυτές αρχές επιβάλλον να εφαρμόζεται πάντοτε προθεσμία παραγραφής η οποία πρέπει να ορίζεται εκ των προτέρων και να είναι σαφώς προβλέψιμη από τον φορολογούμενο.
2. Η εκ των προτέρων οριζόμενη και προβλέψιμη παραγραφή πρέπει να έχει συνολικά εύλογη διάρκεια, δηλαδή να συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας. Διαδοχικές παρατάσεις παραγραφών λίγο πριν την εκπνοή του αρχικού χρόνου συνήθως παραβιάζουν την ως άνω θεμελιώδη αρχή.
3. Η παράβαση του ευλόγου χρόνου παραγραφής παραβιάζει την αρχή της διοικητικής αποτελεσματικότητας, υπό τις ακόλουθες εκφάνσεις:
α) Ο φορολογικός έλεγχος καθίσταται αναποτελεσματικός
β) Η απραξία των φορολογικών αρχών ενθαρρύνεται.
γ) Οι φόροι δεν εισπράττονται, διότι οι φορολογούμενοι ξοδεύουν το περιουσιακό όφελος που απέκτησαν με την φορολογική παράβαση.
δ) Η προσοχή της φορολογικής διοικήσεως επικεντρώνεται στις παλαιές υποθέσεις με αποτέλεσμα ο έλεγχος των νέων υποθέσεων να καθίσταται ανεπίκαιρος, αναποτελεσματικός και αλυσιτελής.
α) Ο φορολογικός έλεγχος καθίσταται αναποτελεσματικός
β) Η απραξία των φορολογικών αρχών ενθαρρύνεται.
γ) Οι φόροι δεν εισπράττονται, διότι οι φορολογούμενοι ξοδεύουν το περιουσιακό όφελος που απέκτησαν με την φορολογική παράβαση.
δ) Η προσοχή της φορολογικής διοικήσεως επικεντρώνεται στις παλαιές υποθέσεις με αποτέλεσμα ο έλεγχος των νέων υποθέσεων να καθίσταται ανεπίκαιρος, αναποτελεσματικός και αλυσιτελής.
4. Ο εύλογος χρόνος παραγραφής συμβάλλει στον προγραμματισμό και την ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας του ατόμου, όπως αυτή θεμελιώνεται στο άρθρο 5§1 Σύντ. Ταυτοχρόνως η ατομική οικονομική ανάπτυξη συμβάλλει στην συλλογική ανάπτυξη και στην πρόοδο της εθνικής οικονομίας, όπως επιτάσσει το άρθρο 106§1 Σύντ. Η σύνδεση αυτή ατομικής και συλλογικής οικονομικής ωφέλειας σπανίως επιχειρείται από θεωρία και νομολογία.
5. Ο δυσανάλογα μακρύς χρόνος παραγραφής εκθέτει τον φορολογούμενο στον κίνδυνο να μη είναι πλέον σε θέση να αμυνθεί προσηκόντως έναντι του φορολογικού ελέγχου αλλά και να αντιμετωπίσει τις προκύπτουσες φορολογικές υποχρεώσεις του. Τα δικαιώματα αυτά αμύνης αφορούν τόσο τη διαδικασία ενώπιον της φορολογικής διοικήσεως όσο και τη διαδικασία ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Θεμελιώνονται συνεπώς και στις δύο παραγράφους του άρθρου 20 Συντ.
6. Ο εύλογος χρόνος παραγραφής στηρίζεται στο δημόσιο συμφέρον της καλύτερης εισπραξιμότητας του φόρου, για τους ακόλουθους λόγους:
α) Ο φορολογικός έλεγχος καθίσταται, κατά τα προαναφερθέντα αποτελεσματικότερος.
β) Η διοίκηση επικεντρώνεται στον έλεγχο των νεώτερων χρήσεων, όταν ο φόρος είναι ευκολότερα εισπράξιμος και η δυνατότητα συμμορφώσεως του φορολογουμένου μεγαλύτερη.
γ) Το περιουσιακό όφελος του παραβάτη δεν έχει ακόμη αναλωθεί.
α) Ο φορολογικός έλεγχος καθίσταται, κατά τα προαναφερθέντα αποτελεσματικότερος.
β) Η διοίκηση επικεντρώνεται στον έλεγχο των νεώτερων χρήσεων, όταν ο φόρος είναι ευκολότερα εισπράξιμος και η δυνατότητα συμμορφώσεως του φορολογουμένου μεγαλύτερη.
γ) Το περιουσιακό όφελος του παραβάτη δεν έχει ακόμη αναλωθεί.
7. Τέλος, η νομοθετική παράταση της παραγραφής φορολογικών αξιώσεων των οποίων η έναρξη παραγραφής είναι προγενέστερη του προηγούμενου της δημοσιεύσεως του νόμου περί παρατάσεως ημερολογιακού έτους αντιτίθεται στις δυο πρώτες παραγράφους του άρθρου 78 Συντ. Και τούτο διότι η διάρκεια της παραγραφής συνιστά ουσιώδες στοιχείο της φορολογικής ενοχής. Όταν η νομοθετική διαδοχική παράταση γίνεται την τελευταία στιγμή, κατά την συνήθη ελληνική πρακτική, παραβιάζεται τόσο η αρχή της βεβαιότητας και προβλεψιμότητας του φόρου (78§1 Συντ.) όσο και η αρχή της απαγορεύσεως της αναδρομικής ισχύος των φορολογικών διατάξεων, πέρα από το προηγούμενο οικονομικό έτος εκείνου που επιβλήθηκε ο φόρος (78§2 Συντ.).
Πιστεύω ότι για τους επτά αυτούς λόγους η Ολομέλεια του ΣτΕ δεν θα αποστεί της παραπεμπτικής αποφάσεως και θα θέσει όριο στην αλόγιστη παράταση του χρόνου παραγραφής των φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου, επ’ ωφελεία όχι μόνο των φορολογουμένων, αλλά και του δημοσίου συμφέροντος της καλύτερης εισπραξιμότητας των φόρων και της αναπτύξεως της εθνικής οικονομίας.
* Ο κ. Πάνος Λαζαράτος είναι Καθηγητής Διοικητικού Δικαίου, Πανεπιστημίου Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου