Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2012

Ποτέ μην πειράζεις κάτι που δουλεύει…

λογιστική prosvasis τεύχος 310 - editorial

Ποτέ μην πειράζεις κάτι που δουλεύει…

Κάθε φορά που ξεκινάω να γράψω αυτό το άρθρο, αναρωτιέμαι ποιος πραγματικά θα το διαβάσει. Όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά διαβάζουμε όλοι τόσα πολλά και τόσο ετερόκλιτα αυτές τις μέρες, ειδικά για τα οικονομικά, που έχουμε αρχίσει να έχουμε μια έμφυτη αντιπάθεια προς ό,τι καινούργιο γράφεται. Έχουμε αρχίσει να αποκτάμε την ψυχολογία του ανθρώπου που πιστεύει ότι κάθε είδηση είναι μια νέα δυσάρεστη είδηση και θα προτιμούσε να μην την ακούσει καθόλου.
Σήμερα φαντάζομαι ότι αυτό που συζητιέται περισσότερο είναι η επιστολή της Τρόικας για τα μέτρα που θα έπρεπε να λάβει η ελληνική κυβέρνηση. Παρόλο που είδε τώρα το φως της δημοσιότητας, η επιστολή αυτή παραδόθηκε στην ελληνική κυβέρνηση κάποια στιγμή τον Οκτώβριο του 2011. Κάποια μάλιστα από αυτά τα μέτρα που ζητούνται (ελάχιστα είναι η αλήθεια) έχουν ήδη υιοθετηθεί στον νόμο που ψηφίστηκε χθες (1.2.2012) από τη Βουλή και αποτελούν νόμο του κράτους. Ένα από αυτά, το οποίο έχει τύχει έντονης συζήτησης γιατί έχει ιδιαίτερη κοινωνική σημασία, είναι και η «τυφλή» αύξηση των αντικειμενικών αξιών ακινήτων κατά 25%. Βέβαια σε άλλο σημείο προτείνεται το σύστημα αντικειμενικών αξιών ακινήτων να αντικατασταθεί από ένα σύστημα στατιστικών αξιών που θα τηρείται από την Τράπεζα της Ελλάδος. Καθώς ο Θεός δεν με ευλόγησε με τόσο πολύ μυαλό, δεν μπορώ να καταλάβω αν αυτές οι δύο προτάσεις θα λειτουργήσουν παράλληλα, συμπληρωματικά ή διαζευκτικά μεταξύ τους. Φαντάζομαι όμως ότι εκείνοι που θα τις εφαρμόσουν θα ρωτήσουν και τους εμπνευστές τους πώς ακριβώς θα γίνει αυτή η εφαρμογή.
Εδώ απλά θα ήθελα να σχολιάσω «για να θυμούνται οι παλιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι» ότι το σύστημα αντικειμενικών αξιών ακινήτων δημιουργήθηκε γιατί ακριβώς το σύστημα στατιστικών αξιών, που την εποχή εκείνη (μέσα της δεκαετίας του ’80) ετηρείτο από τις ΔΟΥ, παρουσίαζε πάρα πολλά προβλήματα, πέραν του γεγονότος ότι θεωρούνταν ότι είχε γίνει πηγή διαφθοράς και συναλλαγής μεταξύ εφοριακών και φορολογουμένων. Τα προβλήματα αυτά ήταν κυρίως ότι δεν λάμβανε υπόψη τις πραγματικές συνθήκες που διαμόρφωναν την αξία του κάθε ακινήτου, αλλά είχε την τάση να εξισώνει τις τιμές όλων των ακινήτων προς την τιμή του ακινήτου που επωλείτο στη μεγαλύτερη τιμή στη συγκεκριμένη περιοχή. Το αντικειμενικό σύστημα αξιών όχι απλώς εισήγαγε κριτήρια που διαμόρφωναν καθοριστικά την τιμή του ακινήτου (παλαιότητα, όροφος, σημείο) με έναν τρόπο αντικειμενικό, σταματώντας και τα φαινόμενα συναλλαγής, αλλά και έτυχε γενικής αναγνώρισης τόσο από το κοινό όσο και από τους ειδικούς. Βεβαίως μαζί με τη δημιουργία του φτιάχτηκε και ένα σύστημα παρακολούθησης και προσαρμογής των αξιών στα μέτρα που διαμορφώνονταν κάθε φορά στην αγορά ακινήτων και το οποίο δεν εφαρμόστηκε ποτέ.
Το σύστημα αυτό, όπως κάθε σύστημα που προσπαθεί να προσεγγίσει τον μέσο όρο μιας αγοράς, στηριζόταν στα στατιστικά στοιχεία. Το γεγονός ότι οι αντικειμενικά προσδιοριζόμενες αξίες ήταν κατώτερες από τις πραγματικές εμπορικές αξίες ήταν στην πραγματικότητα μια πολιτική απόφαση η οποία ελάμβανε υπόψη της πρώτον ότι έπρεπε να αποφευχθεί το φαινόμενο της προσαρμογής στην υψηλότερη τιμή και δεύτερον ότι ο φόρος μεταβίβασης στην Ελλάδα ήταν ήδη ιδιαίτερα ψηλός. Σαν να μην έφτανε αυτό, η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που φορολογεί και μάλιστα άγρια τη μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας μεταξύ συγγενών πρώτου βαθμού και ιδιαίτερα από τους γονείς προς τα παιδιά, μια φορολόγηση που δεν υπάρχει σε κανένα πολιτισμένο μέρος του κόσμου, μια που πάντα λαμβάνεται υπόψη ότι με έμμεσο τρόπο τα παιδιά λαμβάνουν μέρος, ως μέλη της οικογένειας, στην απόκτηση της ακίνητης περιουσίας των γονιών τους. Αυτό είναι ένα φαινόμενο που στην Ελλάδα ισχύει πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στο εξωτερικό, αλλά που ο ελληνικός νόμος πεισματικά αγνοεί εκτός από μία μικρή χρονική περίοδο, κατά την οποία Υπουργός των Οικονομικών ήταν ο κ. Αλογοσκούφης.
Το ότι κατά την πάροδο του χρόνου εμφανίστηκαν μεγάλες αποκλίσεις ανάμεσα στις αντικειμενικά προσδιοριζόμενες αξίες ακινήτων και στις εμπορικές τους αξίες, οφείλεται στο γεγονός ότι οι πολιτικές ηγεσίες του Υπουργείου Οικονομικών δεν εφάρμοσαν ποτέ πραγματικά τους αλγόριθμους αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών, αλλά προτίμησαν να τις χρησιμοποιήσουν σαν ένα ακόμη πεδίο πολιτικής εκμετάλλευσης. Έτσι, οι αυξήσεις των αντικειμενικών αξιών σταμάτησαν να ακολουθούν τους κανόνες της αγοράς και ακολούθησαν τους ανέμους που έπνεαν στην πολιτική και στα συμφέροντα κάποιων ομάδων πίεσης.
Θα ήταν ιδιαίτερα αστείο (αν δεν ήταν απλά παράλογο) το γεγονός ότι προτείνεται αύξηση και μάλιστα τόσο μεγάλη των αντικειμενικών αξιών, ακριβώς τη χρονική περίοδο που αυτές έχουν πλησιάσει όσο ποτέ άλλοτε τις τιμές της αγοράς. Εάν πρέπει τα ακίνητα να γίνουν αντικείμενο ακόμη μεγαλύτερης εκμετάλλευσης, τουλάχιστον ας γίνει με τέτοιο τρόπο που να μην διαστραφεί η αγορά ακινήτων σ’ αυτή τη χώρα για τα επόμενα πενήντα χρόνια. Ας συγκεντρωθούν οι φόροι, τέλη και επιβαρύνσεις των ακινήτων σε δύο βασικά τέλη, ένα για το Δημόσιο και ένα για τους Δήμους και ας προσδιοριστεί το ύψος τους σύμφωνα με τις ανάγκες του Δημοσίου (αφού αυτό πια είναι το κριτήριο για την επιβολή φορολογίας) και ας διαμορφωθεί ένα σύστημα αντικειμενικών αξιών που να βασίζεται στο ήδη υπάρχον, υιοθετώντας απλώς τη μεθοδολογία αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών που ήδη υπάρχει στα συρτάρια του Υπουργείου Οικονομικών εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες. Είναι παράλογο να πιστεύουμε ότι ένα σύστημα που απέτυχε παλιά (τα περίφημα συγκριτικά στοιχεία) θα πετύχει τώρα, απλά και μόνο γιατί θεματοφύλακάς του θα είναι η Τράπεζα της Ελλάδος, εκτός εάν σκοπός μας είναι να κάνουμε κάτι απόλυτα ντροπιαστικό για το Δημόσιο και τους λειτουργούς του.
Θα είναι και παράδοξο, εντέλει, να καταργήσουμε το μοναδικό σύστημα που δημιούργησε το ελληνικό κράτος και κουτσά - στραβά δούλεψε. Ας θυμηθούν όσοι προβληματίζονται πάνω στο όλο θέμα την κλασική αρχή που ακολουθείται στη μηχανογράφηση: «Ποτέ μην πειράζεις κάτι που δουλεύει, πιθανότατα θα το κάνεις χειρότερο».
Χ. Τσοχαντάρης

Δεν υπάρχουν σχόλια: