ΠΟΛ.1152/15.6.2012
Παροχή οδηγιών σχετικά με τη διοικητική επίλυση φορολογικών διαφορών ενώπιον της Επιτροπής Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών (Ε.Δ.Ε.Φ.Δ.) του άρθρου 70 Α του Κ.Φ.Ε., μετά τη δημοσίευση των νόμων 4038/2012, 4051/2012 και 4072/2012
Αθήνα, 15 Ιουνίου 2012
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ
1. ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛ. ΕΛΕΓΧΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ ΔΗΜ. ΕΣΟΔΩΝ
-Δ/ΝΣΗ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΕΛΕΓΧΟΥ ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ
ΤΜΗΜΑΤΑ Β΄, Δ΄
-Δ/ΝΣΗ ΕΛΕΓΧΩΝ
ΤΜΗΜΑΤΑ Α΄, Β΄, Γ΄
-Δ/ΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ
ΤΜΗΜΑ Β΄
-Δ/ΝΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΙΣΠΡΑΞΕΩΝ
ΤΜΗΜΑ Ε΄
2. ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
- Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ
ΤΜΗΜΑΤΑ Α΄, Β΄
-Δ/ΝΣΗ Φ.Π.Α.
ΤΜΗΜΑ Α΄
-Δ/ΝΣΗ ΚΩΔΙΚΑ ΒΙΒΛΙΩΝ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ
ΤΜΗΜΑ Β΄
-Δ/ΝΣΗ ΤΕΛΩΝ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΩΝ
ΤΜΗΜΑΤΑ Α΄, Β΄
-Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
ΤΜΗΜΑΤΑ Α΄, Β΄, Φ.Μ.Α.Π.
Ταχ. Δ/νση : Κ. Σερβίας 10
Ταχ. Κωδ.: 101 84 Αθήνα
Τηλέφωνο: 210-3375248 , 181
FAX: 210-3375041
ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ
ΠΟΛ 1152
ΘΕΜΑ: «Παροχή οδηγιών σχετικά με τη διοικητική επίλυση φορολογικών διαφορών ενώπιον της Επιτροπής Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών (Ε.Δ.Ε.Φ.Δ.) του άρθρου 70 Α του Κ.Φ.Ε., μετά τη δημοσίευση των νόμων 4038/2012, 4051/2012 και 4072/2012».
Αναφορικά με το παραπάνω θέμα και σε συνέχεια της ΠΟΛ.1007/3.1.2012 εγκυκλίου μας σχετικά με την υποβολή αιτήσεων στην Ε.Δ.Ε.Φ.Δ. του άρθρου 70 Α του Κ.Φ.Ε., παρέχονται οδηγίες για τη διοικητική επίλυση φορολογικών διαφόρων ενώπιον της Ε.Δ.Ε.Φ.Δ. και διευκρινίσεις για την ορθή εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 70 Α του Κ.Φ.Ε., όπως ισχύουν, μετά τη συμπλήρωση και τροποποίηση αυτών με τις διατάξεις των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 4 του ν.4038/2012 (Φ.Ε.Κ. Α΄-14) «Επείγουσες ρυθμίσεις που αφορούν την εφαρμογή του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015», της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν.4051/2012 (Φ.Ε.Κ. Α΄- 40) «Ρυθμίσεις συνταξιοδοτικού περιεχόμενου και άλλες επείγουσες ρυθμίσεις εφαρμογής του Μνημονίου Συνεννόησης του ν.4046/2012», και της παραγράφου 7 του άρθρου 321 του ν.4072/2012 (Φ.Ε.Κ. Α΄- 86) «Βελτίωση επιχειρηματικού περιβάλλοντος − Νέα εταιρική μορφή − Σήματα − Μεσίτες Ακινήτων − Ρύθμιση θεμάτων ναυτιλίας, λιμένων και αλιείας και άλλες διατάξεις», με τις οποίες επανακαθορίσθηκε η σύνθεση, το έργο, οι αρμοδιότητες και ο τρόπος λειτουργίας της Ε.Δ.Ε.Φ.Δ. του άρθρου 70 Α του Κ.Φ.Ε., ενώ καθιερώθηκε ότι η αίτηση για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς σε συγκεκριμένες καταλογιστικές πράξεις έχει τον χαρακτήρα της ενδικοφανούς προσφυγής.
Α. Με τις διατάξεις των παραγράφων 1, 2, 3 και 4 του άρθρου 70 Α του Κ.Φ.Ε., όπως ισχύουν, μεταξύ άλλων, ορίζεται ότι έργο της Ε.Δ.Ε.Φ.Δ. είναι η διοικητική επίλυση των μετά από έλεγχο αμφισβητούμενων φορολογικών διαφορών σε κάθε φορολογικό αντικείμενο.
Ειδικότερα, με τις ως άνω διατάξεις καθορίζεται ότι η Ε.Δ.Ε.Φ.Δ. επιλαμβάνεται του έργου της, εφόσον η αμφισβητούμενη από τον υπόχρεο διαφορά του κύριου φόρου, τέλους, εισφοράς ή προστίμου, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ.
Συνεπώς, η Επιτροπή επιλαμβάνεται, ως αρμόδιο όργανο, της διοικητικής επίλυσης των μετά από έλεγχο φορολογικών διαφορών σε κάθε φορολογικό αντικείμενο, κατόπιν αίτησης του υπόχρεου, εφόσον συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
-ο υπόχρεος σε βάρος του οποίου εκδόθηκε καταλογιστική πράξη για παράβαση της φορολογικής εν γένει νομοθεσίας, αμφισβητεί την ορθότητά της ως προς τον κύριο φόρο, τέλος, εισφορά, ή ως προς τον καταλογισμό παράβασης ή προστίμου, και
-η αμφισβητούμενη από τον υπόχρεο διαφορά του κύριου φόρου, τέλους, εισφοράς ή προστίμου, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ.
Στις περιπτώσεις δε που η αμφισβητούμενη από τον υπόχρεο διαφορά του κύριου φόρου, τέλους, εισφοράς ή προστίμου, υπερβαίνει το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ, η Ε.Δ.Ε.Φ.Δ. καθίσταται αποκλειστικά αρμόδια για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς.
Όσον αφορά τον Φ.Π.Α., στον αμφισβητούμενο κατά τα ως άνω φόρο περιλαμβάνεται και η μείωση πιστωτικού υπολοίπου.
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι στις περιπτώσεις που δεν αμφισβητείται εκ μέρους του υπόχρεου η ορθότητα της καταλογιστικής πράξης ως προς τον κύριο φόρο, τέλος, εισφορά ή ως προς τον καταλογισμό της παράβασης ή του προστίμου, ή στις περιπτώσεις που αμφισβητείται μεν εκ μέρους του υπόχρεου η ορθότητα της καταλογιστικής πράξης ως προς τον κύριο φόρο, τέλος, εισφορά ή ως προς τον καταλογισμό της παράβασης ή του προστίμου, πλην όμως η κατά τα ως άνω αμφισβητούμενη διαφορά δεν υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, αρμόδιο για τη διοικητική επίλυση της φορολογικής διαφοράς παραμένει το κατά περίπτωση υφιστάμενο όργανο.
Διευκρινίζεται εν προκειμένω ότι, σε περίπτωση που η κατά τα ως άνω αμφισβητούμενη φορολογική διαφορά υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ και μέχρι τις τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του φορολογούμενου να ζητήσει τη διοικητική επίλυση της διαφοράς, είτε από το αρμόδιο όργανο που ορίζεται από τις επιμέρους φορολογίες, είτε από την Ε.Δ.Ε.Φ.Δ., ή ακόμη να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο, χωρίς να προηγηθεί αίτημα για διοικητική επίλυση της διαφοράς.
Περαιτέρω δε και προκειμένου οι φορολογικές διαφορές να επιλύονται κατά τρόπο ενιαίο από ένα όργανο, προβλέπεται ότι η Επιτροπή επιλαμβάνεται της διοικητικής επίλυσης του συνόλου των διαφορών, όλων των εκδοθεισών καταλογιστικών πράξεων, ανεξαρτήτως ύψους ποσού, όλων εν γένει των φορολογικών αντικειμένων από τον ίδιο φορολογικό έλεγχο, εφόσον η αμφισβητούμενη από τον υπόχρεο διαφορά του κύριου φόρου, τέλους, εισφοράς ή προστίμου, σε μία τουλάχιστον από τις καταλογιστικές πράξεις καθιστά την Επιτροπή αρμόδια ή αποκλειστικά αρμόδια για τη διοικητική επίλυση αυτής.
Ειδικότερα, σε περίπτωση καταλογιστικής πράξης του ελέγχου με την οποία καταλογίζονται διακεκριμένως περισσότερα ποσά, για τον καθορισμό της αρμοδιότητας της Επιτροπής, λαμβάνεται υπόψη το μεγαλύτερο από αυτά που αμφισβητούνται, η δε Επιτροπή επιλαμβάνεται για το σύνολο των καταλογισθέντων στην πράξη ποσών, εφόσον έχει την υλική αρμοδιότητα έστω και για ένα από αυτά.
Β. Με τις διατάξεις των εδαφίων 3 και επόμενα της παραγράφου 4 του άρθρου 70 Α του Κ.Φ.Ε. όπως ισχύουν, η αίτηση διοικητικής επίλυσης της διαφοράς για αμφισβητούμενες διαφορές κύριου φόρου, τέλους, εισφοράς ή προστίμου άνω των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ, ποσό για το οποίο η Επιτροπή καθίσταται αποκλειστικά αρμόδια, σύμφωνα με το νόμο, για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς, απέκτησε χαρακτήρα ενδικοφανούς προσφυγής.
Η Ε.Δ.Ε.Φ.Δ. κατά τη διαδικασία της ενδικοφανούς προσφυγής εξετάζει τόσο τη νομιμότητα της πράξης, όσο και την ουσία της υπόθεσης, οπότε και μπορεί να ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει ή να τροποποιήσει την καταλογιστική πράξη ή να απορρίψει την αίτηση, κοινοποιώντας στον φορολογούμενο την απόφασή της. Η ως άνω απόφαση εκδίδεται το αργότερο σε τέσσερις (4) μήνες από την περιέλευση της αίτησης στην Επιτροπή, αποτελεί δε την πράξη η οποία προσβάλλεται από το φορολογούμενο παραδεκτώς εντός των οριζομένων στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προθεσμιών.
Επισημαίνεται ότι, από την 29.2.2012 και μετά (έναρξη ισχύος του ν.4051/2012) οι υποβαλλόμενες αιτήσεις για υπαγωγή στη διαδικασία διοικητικής επίλυσης των αμφισβητούμενων κατά τα ως άνω διαφορών ενώπιον της Επιτροπής, που κατατίθενται στην αρμόδια φορολογική αρχή εντός εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση των οικείων καταλογιστικών πράξεων, έχουν χαρακτήρα ενδικοφανούς προσφυγής, δηλαδή αποτελούν προϋπόθεση παραδεκτού για την άσκηση προσφυγής, κατά της εκδιδόμενης απόφασης της Επιτροπής, σύμφωνα με τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Συνεπώς, για τις περιπτώσεις αυτές, είναι απαράδεκτη η άσκηση προσφυγής κατά των ως άνω καταλογιστικών πράξεων του ελέγχου.
Εφεξής, εφιστάται η προσοχή στις αρμόδιες ελεγκτικές υπηρεσίες, κατά τις εκδιδόμενες από το φορολογικό έλεγχο καταλογιστικές πράξεις που υπερβαίνουν τις τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ ως προς τον κύριο φόρο, τέλος, εισφορά ή το πρόστιμο, να ενημερώνουν πλήρως τους φορολογούμενους, τόσο για την υποχρέωση, όσο και για τους όρους άσκησης της παραπάνω ενδικοφανούς προσφυγής, αναγράφοντας στις εν λόγω πράξεις τα εξής: «Σε περίπτωση αμφισβήτησης της παρούσας καταλογιστικής πράξης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 70 Α του Κ.Φ.Ε., προβλέπεται, εντός εξήντα (60) ημερών από την επίδοση αυτής, η κατάθεση αίτησης μέσω της αρμόδιας φορολογικής αρχής στην Επιτροπή Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών του άρθρου 70 Α του Κ.Φ.Ε., η οποία έχει το χαρακτήρα ενδικοφανούς προσφυγής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραπάνω διατάξεις.
Η απόφαση της Επιτροπής στην ενδικοφανή προσφυγή εκδίδεται το αργότερο σε τέσσερις (4) μήνες από την περιέλευση της αίτησης σε αυτήν. Κατά της απόφασης αυτής είναι δυνατή η άσκηση προσφυγής, κατά τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.».
Επισημαίνεται ότι σε περιπτώσεις που, κατόπιν ελέγχου, με την ίδια πράξη μπορεί να καταλογίζονται περισσότερα ποσά (π.χ. Α.Ε.Π. Κ.Β.Σ.), εκ των οποίων ένα ή και περισσότερα αυτών υπερβαίνουν κατά τα ως άνω τις τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ και αμφισβητούνται από τον υπόχρεο, μετά και την καθιέρωση της διαδικασίας της ενδικοφανούς προσφυγής, είναι δυνατό, για τα άνω των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ ποσά, να υφίσταται διαφορετικός χρόνος άσκησης προσφυγής, οριστικοποίησης, κ.λπ., σε σχέση με ποσά που υπολείπονται του ως άνω ορίου και συμπεριλαμβάνονται στην ίδια καταλογιστική πράξη.
Κατά συνέπεια, στις περιπτώσεις αυτές οι αρμόδιες ελεγκτικές υπηρεσίες θα πρέπει να μεριμνούν ώστε, με κατάλληλη προσαρμογή του προαναφερόμενου κειμένου επί του σώματος της καταλογιστικής πράξης, ο φορολογούμενος να ενημερώνεται ότι η διαδικασία της ενδικοφανούς προσφυγής αφορά αποκλειστικά και μόνο τα καταλογιζόμενα με την οικεία πράξη ποσά που υπερβαίνουν κατά τα ως άνω τις τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ. Ευνόητο είναι ότι, για τα καταλογιζόμενα ποσά που υπολείπονται του ως άνω ορίου και συμπεριλαμβάνονται στην ίδια πράξη, θα ακολουθείται η μέχρι τώρα ενημέρωση του φορολογούμενου, σχετικά με τη δυνατότητα διοικητικής επίλυσης, άσκησης ενδίκων μέσων, κ.λπ..
Γ. Με τις διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 70 Α του Κ.Φ.Ε. όπως ισχύουν, προβλέπεται ακόμη, η δυνατότητα ορισμού ως εισηγητών ενώπιον της Επιτροπής, προσώπων ανάλογα με την εξεταζόμενη υπόθεση και ειδικότερα ότι ως εισηγητές ενώπιον της Επιτροπής μπορεί να ορίζονται με πράξη του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικών Ελέγχων και Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων και επόπτες ελέγχου ή προϊστάμενοι οργανικής μονάδας επιπέδου τμήματος ή προϊστάμενοι Ειδικών Συνεργείων Ελέγχου του άρθρου 39 του ν.1914/1990 (Φ.Ε.Κ. - Α΄ 178), όπως ισχύει, για τις υποθέσεις της Δ.Ο.Υ. Μεγάλων Επιχειρήσεων, των Ελεγκτικών Κέντρων και των Ειδικών Συνεργείων Ελέγχου του άρθρου 39 του ν.1914/1990, για τις λοιπές δε υποθέσεις και επόπτες ελέγχου ή προϊστάμενοι οργανικής μονάδας επιπέδου τμήματος των Δ.Ο.Υ. του Νομού Αττικής.
Με βάση τα παραπάνω, εφιστάται η προσοχή στους προϊσταμένους των υπηρεσιών, στις οποίες υπηρετούν οι κατά τα ως άνω εκάστοτε οριζόμενοι εισηγητές, να κοινοποιούν, με μέριμνά τους, άμεσα σε αυτούς τη σχετική πράξη του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικών Ελέγχων και Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων περί ορισμού τους ως εισηγητών ενώπιον της Επιτροπής και να τους διευκολύνουν προκειμένου αυτοί να προβαίνουν εγκαίρως στις δέουσες ενέργειές τους (γνώση φακέλου υπόθεσης, προετοιμασία εισήγησης ενώπιον της Επιτροπής, κ.λπ.) και σε συνεργασία, όπου συντρέχει λόγος, με το διενεργήσαντα τον έλεγχο υπάλληλο, να επιμελούνται άμεσα για τον προσδιορισμό της φορολογικής υποχρέωσης, σύμφωνα με την απόφαση της Επιτροπής κατά την εξέταση της αίτησης.
Ακόμη, αναφορικά με το έγγραφο της αρμόδιας φορολογικής αρχής με το οποίο ο σχετικός φάκελος της κάθε υπόθεσης διαβιβάζεται, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα (σχετ. Α.Υ.Ο./ΠΟΛ.1238/22.11.2011/Φ.Ε.Κ. Β΄ - 2777 και Α.Υ.Ο./ΠΟΛ.1140/5.6.2012/Φ.Ε.Κ. Β΄ - 1780), στην Ε.Δ.Ε.Φ.Δ., υπενθυμίζεται ότι το έγγραφο αυτό θα πρέπει να περιέχει το πλήρες ιστορικό της υπόθεσης και τις αιτιολογημένες απόψεις της φορολογικής αρχής επί των ισχυρισμών του υπόχρεου, διαφορετικά, στην περίπτωση διαπίστωσης ελλείψεων ως προς το εν λόγω περιεχόμενο, αυτό θα επιστρέφεται άμεσα στη φορολογική αρχή για συμπλήρωση κατά προτεραιότητα και εκ νέου αποστολή του στην Ε.Δ.Ε.Φ.Δ.
Δ. Σε περιπτώσεις κατάργησης ή αναστολής λειτουργίας, κατά περίπτωση, της φορολογικής αρχής που εξέδωσε την καταλογιστική πράξη, η αίτηση για τη διοικητική επίλυση της φορολογικής διαφοράς ενώπιον της Ε.Δ.Ε.Φ.Δ. υποβάλλεται στη Δ.Ο.Υ. υποδοχής και διαβιβάζεται στην Επιτροπή κατά τα οριζόμενα (σχετ. Α.Υ.Ο./ΠΟΛ.1238/22.11.2011 και Α.Υ.Ο./ΠΟΛ.1140/5.6.2012).
Περαιτέρω, σε περίπτωση κατάργησης ή αναστολής λειτουργίας Τμήματος Ελέγχου ή Τμήματος Δικαστικού ή Γραφείου Ελέγχου ή Γραφείου Δικαστικού Δ.Ο.Υ., η αίτηση για τη διοικητική επίλυση της φορολογικής διαφοράς ενώπιον της Ε.Δ.Ε.Φ.Δ. μπορεί να υποβάλλεται και στη Δ.Ο.Υ. υποδοχής, η οποία στην περίπτωση αυτή διαβιβάζει την αίτηση στην Επιτροπή κατά τα ως άνω οριζόμενα.
Επισημαίνεται ότι, για τη διοικητική επίλυση των φορολογικών διαφορών ενώπιον της Ε.Δ.Ε.Φ.Δ., με εξαίρεση την περίπτωση που η αίτηση έχει το χαρακτήρα ενδικοφανούς προσφυγής, εφαρμόζονται κατά τα λοιπά οι ισχύουσες διαδικαστικές και ουσιαστικές διατάξεις για τη διοικητική επίλυση των φορολογικών διαφορών (αναστολή προθεσμιών άσκησης προσφυγής κατά περίπτωση, -δηλαδή για τις υποθέσεις αυτές η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής αρχίζει από την κοινοποίηση της καταλογιστικής πράξης και αναστέλλεται, όπου προβλέπεται, με την υποβολή αιτήματος διοικητικής επίλυσης-, προβεβαίωση, κ.λπ).
Ειδικότερα, στην περίπτωση που η αίτηση έχει το χαρακτήρα ενδικοφανούς προσφυγής, διευκρινίζεται ότι η απόφαση της Ε.Δ.Ε.Φ.Δ. αποτελεί την πράξη η οποία προσβάλλεται παραδεκτώς από τον υπόχρεο εντός των οριζομένων στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προθεσμιών, οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν αρχίζουν πριν από την κοινοποίηση της σχετικής απόφασης της Ε.Δ.Ε.Φ.Δ.. Όσον αφορά δε την προβεβαίωση ή την οριστική βεβαίωση, ακολουθείται η διαδικασία κατά τα οριζόμενα στις οικείες διατάξεις, με την επισήμανση ότι εκτελεστή πράξη είναι η απόφαση της Ε.Δ.Ε.Φ.Δ. και όχι η καταλογιστική πράξη του ελέγχου.
Επιπλέον, η Επιτροπή επιλαμβάνεται της διοικητικής επίλυσης των διαφορών και στο πλαίσιο του δικαστικού συμβιβασμού, στις περιπτώσεις που αυτή καθίσταται αρμόδιο ή αποκλειστικά αρμόδιο όργανο επίλυσης των διαφορών επί των εκδοθεισών από τον έλεγχο καταλογιστικών πράξεων φόρου, τέλους, εισφοράς, ή προστίμου.
Υπενθυμίζεται ότι η υποβολή αίτησης διοικητικής επίλυσης διαφοράς ενώπιον της Ε.Δ.Ε.Φ.Δ., αποκλείει την υποβολή για την ίδια υπόθεση και άλλης αίτησης διοικητικής επίλυσης της διαφοράς με βάση τις λοιπές ισχύουσες διαδικασίες για τη διοικητική επίλυση των φορολογικών διαφορών.
Ευνόητο είναι ότι οι φορολογικές διαφορές που ανακύπτουν κατόπιν ελέγχου στο πλαίσιο της Α.Υ.Ο./ΠΟΛ.1072/8.4.2011(Φ.Ε.Κ. Β΄- 577/12.4.2011) επιλύονται με βάση τα οριζόμενα στην Α.Υ.Ο. αυτή και δεν μπορούν να επιλύονται ενώπιον της Ε.Δ.Ε.Φ.Δ..
Ε. Με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 4 του ν.4038/2012, ρυθμίστηκαν ζητήματα μεταβατικής φύσεως όσον αφορά αιτήσεις διοικητικής επίλυσης διαφορών που έχουν υποβληθεί προς την Επιτροπή πριν την ημερομηνία έναρξης υποβολής αιτήσεων προς αυτήν, καθώς και περιπτώσεις εκκρεμών κατά την 2.2.2012 (ημερομηνία δημοσίευσης του ν.4038/2012) αιτήσεων διοικητικής επίλυσης διαφορών.
Ειδικότερα, με τις εν λόγω διατάξεις ορίστηκε ότι αιτήσεις προς την Ε.Δ.Ε.Φ.Δ. που έχουν υποβληθεί πριν την 1.12.2011 (ημερομηνία έναρξης υποβολής αιτήσεων προς αυτήν, σύμφωνα με την Α.Υ.Ο./ΠΟΛ.1238/22.11.2011 /Φ.Ε.Κ. Β΄- 2777/2.12.2011) διαβιβάζονται σε αυτή, μέσω της αρμόδιας φορολογικής αρχής, εφόσον η Επιτροπή είναι αρμόδια ή αποκλειστικά αρμόδια για να επιληφθεί της διοικητικής επίλυσης των διαφορών, κατά τα ανωτέρω οριζόμενα, δηλαδή στις περιπτώσεις εκείνες που ο υπόχρεος σε βάρος του οποίου εκδόθηκε καταλογιστική πράξη για παράβαση της φορολογικής εν γένει νομοθεσίας αμφισβητεί την ορθότητά της ως προς τον κύριο φόρο, τέλος, εισφορά ή ως προς τον καταλογισμό παράβασης ή προστίμου και η αμφισβητούμενη από τον υπόχρεο διαφορά του κύριου φόρου, τέλους, εισφοράς ή προστίμου υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ ή των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ, αντίστοιχα.
Εάν ωστόσο έχει υποβληθεί προγενεστέρως άλλη αίτηση διοικητικής επίλυσης της διαφοράς σε άλλο υφιστάμενο όργανο, η αίτηση προς την Ε.Δ.Ε.Φ.Δ. διαβιβάζεται σε αυτήν, εφόσον ο φορολογούμενος παραιτηθεί από την προγενέστερη αίτηση πριν από τη συζήτηση αυτής στο υφιστάμενο όργανο και υπό την προϋπόθεση ότι η Επιτροπή είναι, κατά τα ανωτέρω, αρμόδια ή αποκλειστικά αρμόδια για να επιληφθεί της διοικητικής επίλυσης της διαφοράς.
Επιπλέον, ορίστηκε ότι υποβληθείσες αιτήσεις διοικητικής επίλυσης των διαφορών σε άλλα υφιστάμενα όργανα οι οποίες εκκρεμούν σε αυτά κατά την 27.10.2011 (ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν.4024/2011/Φ.Ε.Κ. Α΄-226), διαβιβάζονται στην Επιτροπή εφόσον αυτή είναι αποκλειστικά αρμόδια για τη διοικητική επίλυση των διαφορών, κατά τα προαναφερόμενα.
Ακόμη, με τις ως άνω μεταβατικές διατάξεις ορίστηκε ότι εφόσον κατά την 2.2.2012 (ημερομηνία δημοσίευσης του ν.4038/2012) εκκρεμεί ενώπιον της Ε.Δ.Ε.Φ.Δ. αίτηση του φορολογούμενου για διοικητική επίλυση διαφοράς, λοιπές αιτήσεις του για διοικητική επίλυση αμφισβητούμενων διαφορών που προέκυψαν από τον ίδιο φορολογικό έλεγχο οι οποίες εκκρεμούν σε άλλα υφιστάμενα όργανα, διαβιβάζονται στην Ε.Δ.Ε.Φ.Δ.
ΣΤ. Για πληρέστερη ενημέρωση, σας κοινοποιείται συνημμένως άτυπη κωδικοποίηση των διατάξεων του άρθρου 70 Α του Κ.Φ.Ε. (όπως ισχύουν μετά τη δημοσίευση των νόμων 4024/2011, 4038/2012, 4051/2012 και 4072/2012).
Ακριβές Αντίγραφο
Η Προϊσταμένη της Γραμματείας
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΖΑΝΙΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου