Στατιστικά απασχόλησης στην Ε.Ε. - Στην τελευταία θέση η Ελλάδα
Τελευταία δεδομένα : Νοέμβριος 2016
Το παρόν άρθρο παρουσιάζει πρόσφατες στατιστικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) για την απασχόληση, συμπεριλαμβανομένης ανάλυσης βασιζόμενης σε κοινωνικοοικονομικές διαστάσεις: οι στατιστικές απασχόλησης καταδεικνύουν σημαντικές διαφορές κατά φύλο, ηλικία και μορφωτικό επίπεδο. Υπάρχουν επίσης σημαντικές διαφορές στην αγορά εργασίας μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ.
Οι στατιστικές της αγοράς εργασίας είναι στο επίκεντρο πολλών πολιτικών της ΕΕ μετά την εισαγωγή ενός κεφαλαίου για την απασχόληση στη Συνθήκη του Άμστερνταμ το 1997. Το ποσοστό απασχόλησης, δηλαδή το ποσοστό του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας που απασχολείται, θεωρείται ότι αποτελεί βασικό κοινωνικό δείκτη για σκοπούς ανάλυσης όταν μελετώνται οι εξελίξεις στο εσωτερικό των αγορών εργασίας.
Κύρια στατιστικά στοιχεία
Ποσοστά απασχόλησης κατά φύλο, ηλικία και μορφωτικό επίπεδο
Το 2015, το EU-28 ποσοστό απασχόλησης για τα άτομα ηλικίας 20 έως 64 ετών, όπως μετρήθηκε από την έρευνα για το εργατικό δυναμικό της ΕΕ (ΕΕΔ της ΕΕ), ανερχόταν στο 70,1 %. Το ποσοστό απασχόλησης στην ΕΕ το 2008 κορυφώθηκε σε 70,3 % και μειώθηκε τα επόμενα έτη φθάνοντας το 68,4 % το 2012 και 2013. Η μείωση αυτή στη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης είχε σαν αποτέλεσμα την συνολική πτώση 1,9 εκατοστιαίων μονάδων. Ακολούθησε μια περίοδος ανοδικής πορείας σε ποσοστό 0,8 και 0,9 το 2014 και το 2015 φθάνοντας το ποσοστό 70,1% το 2015 — βλ. πίνακα 1.
Μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, το ποσοστό απασχόλησης έφθασε το 2015 σε επίπεδα μεταξύ 76 % και 77 % στις Kάτω χώρες, στην Εσθονία, στην Δανία και στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Δανία, ενώ στην Γερμανία άγγιξε το 78% και κορυφώθηκε με ποσοστό 80,5 % στη Σουηδία.
Στο άλλο άκρο της κλίμακας, τα ποσοστά απασχόλησης ήταν κάτω του 65 % σε τέσσερα από τα 28 κράτη μέλη της ΕΕ, εκ των οποίων το χαμηλότερο ποσοστό σημείωσε η Ελλάδα (54,94 %) — βλ. σχήμα 1.
Από την έναρξη της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης έως το 2015 (τελευταία διαθέσιμα στοιχεία), υπάρχουν σημαντικές διαφορές ως προς τις επιδόσεις των επιμέρους αγορών εργασίας. Ενώ το συνολικό ποσοστό απασχόλησης στην ΕΕ-28 το 2015 έφτασε στο όριο του 2008, υπήρξαν 11 κράτη μέλη της ΕΕ τα οποία ανέφεραν αύξηση των αντίστοιχων ποσοστών τους.
Η μεγαλύτερη αύξηση σημειώθηκε στη Μάλτα (κατά 8,6 εκατοστιαίες μονάδες) και στην Ουγγαρία (κατά 7,4 εκατοστιαίες μονάδες), ενώ η Γερμανία ανέφερε αύξηση 4,0 εκατοστιαίων μονάδων.
Αντιθέτως, το ελληνικό ποσοστό απασχόλησης μειώθηκε από 66,3 % το 2008 σε 52,9 % το 2013. πριν ανακάμψει σε 54.9 το 2015 .
Υπήρξαν επίσης σημαντικές μειώσεις μεταξύ 2008 και 2015 για τα ποσοστά απασχόλησης στην Κύπρο,(-8,6) και στην Ισπανία, (6,5).
Τα ποσοστά απασχόλησης των γυναικών και των εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας είναι γενικώς χαμηλότερα.
Το 2015, το ποσοστό απασχόλησης για τους άνδρες 20-64 ήταν 75,9 % στην ΕΕ-28, σε σύγκριση με 64,3 % για τις γυναίκες.
Μια πιο μακροπρόθεσμη σύγκριση δείχνει ότι ενώ το ποσοστό απασχόλησης για τους άνδρες το 2015 ήταν το ίδιο όσο 10 έτη νωρίτερα (75,9 % το 2005). βλ. πίνακα 2.
Τα ποσοστά απασχόλησης των ανδρών ήταν σαφώς υψηλότερα από τα ποσοστά απασχόλησης των γυναικών σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ-28 το 2015, παρόλο που υπήρχαν σημαντικές αποκλίσεις. Οι διαφορές μεταξύ των ποσοστών απασχόλησης κατά φύλο ανέρχονταν σε 27,8 εκατοστιαίες μονάδες στη Μάλτα, όπου καταγράφηκε το τρίτο χαμηλότερο ποσοστό γυναικείας απασχόλησης (53,6 %).
Η Ιταλία, η Ελλάδα η Ρουμανία και η Τσεχία ανέφεραν χάσμα 16,6 - 20 ποσοστιαίων μονάδων μεταξύ των ποσοστών απασχόλησης. Για την Ελλάδα την Ιταλία και την Ρουμανία αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι ανέφεραν το χαμηλότερο, το δεύτερο χαμηλότερο και το έκτο χαμηλότερο ποσοστά απασχόλησης των γυναικών.
Το μεγάλο χάσμα μεταξύ των φύλων στην Τσεχική Δημοκρατία οφειλόταν στο ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό απασχόλησης των ανδρών (83,0 %, το υψηλότερο μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ), παρά στο χαμηλό ποσοστό απασχόλησης των γυναικών.
Υπήρχε πολύ μικρή διαφορά στα ποσοστά απασχόλησης μεταξύ των δύο φύλων στη Φινλανδία και τη Λιθουανία, όπου τα ποσοστά γυναικείας απασχόλησης ήταν κάτω από 2,5 εκατοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από εκείνα των ανδρών.
Οι διαφορές όσον αφορά τα ποσοστά απασχόλησης μεταξύ των δύο φύλων ήταν επίσης σχετικά μικρές στη Σουηδία και τη Λετονία.
Μεταξύ των τρίτων χωρών που εμφαίνονται στον πίνακα 2, η Τουρκία σημείωσε κατά πολύ τη μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ των δύο φύλων στα ποσοστά απασχόλησης, καθώς το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών ανερχόταν σε 32,5 % και ήταν επομένως χαμηλότερο κατά 42,8 εκατοστιαίες μονάδες από το αντίστοιχο ποσοστό για τους άνδρες.
Η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας ανέφερε επίσης σχετικά μεγάλες διαφορές μεταξύ των δύο φύλων Η Νορβηγία και η Ισλανδία είχαν σχετικά μικρές διαφορές μεταξύ των ποσοστών απασχόλησης των δύο φύλων — βλ. σχήμα 2.
Τα ποσοστά απασχόλησης παρουσιάζουν επίσης σημαντικές διακυμάνσεις ανάλογα με το μορφωτικό επίπεδο.
Το ποσοστό απασχόλησης για τα άτομα που είχαν ολοκληρώσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση (τριτοβάθμια εκπαίδευση βραχείας διάρκειας, πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή ισοδύναμο, μάστερ ή ισοδύναμο και διδακτορικό ή ισοδύναμο) ήταν 82,7 % στην ΕΕ-28 το 2015, πολύ υψηλότερο από το ποσοστό (52,6 %) για τα άτομα τα οποία είχαν ολοκληρώσει το πολύ πρωτοβάθμια ή κατώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Το ποσοστό απασχόλησης στην ΕΕ-28 για τα άτομα τα οποία είχαν ολοκληρώσει το πολύ ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ή μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση μη τριτοβάθμιου επιπέδου ήταν 70,7 %.
Η μεγαλύτερη πτώση στα ποσοστά απασχόλησης από την αρχή της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης (σύγκριση μεταξύ 2008 και 2015) παρατηρήθηκε στα άτομα που είχαν ολοκληρώσει το πολύ πρωτοβάθμια ή κατώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (μείον 3,8 εκατοστιαίες μονάδες), ενώ σημειώθηκε μικρότερη πτώση κυρίως για τα άτομα με μορφωτικό επίπεδο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (μείον 1,1 εκατοστιαίες μονάδες) και για τα άτομα με μορφωτικό επίπεδο ανώτερης δευτεροβάθμιας ή μεταδευτεροβάθμιας μη τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (μείον 1,3 εκατοστιαίες μονάδες).
Συμβάσεις μερικής απασχόλησης και ορισμένου χρόνου
Το ποσοστό των εργαζομένων της ΕΕ-28 στην ηλικιακή ομάδα των 20-64 ετών που αναφέρουν ότι η κύρια απασχόλησή τους ήταν με καθεστώς μερικής απασχόλησης αυξήθηκε σταθερά από 16,5 % το 2005 σε 19,0 % το 2015.
Το κατά πολύ υψηλότερο ποσοστό εργαζομένων με καθεστώς μερικής απασχόλησης το 2014, παρατηρήθηκε στις Κάτω Χώρες (46,9 %), και ακολουθούσαν η Αυστρία, η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Σουηδία, η Ιρλανδία, και η Δανία όπου η μερική απασχόληση αντιπροσώπευε στην κάθε περίπτωση ποσοστό μεγαλύτερο από το ένα πέμπτο των απασχολουμένων.
Αντίθετα, η μερική απασχόληση ήταν σχετικά σπάνια στη Βουλγαρία (2,2 % των απασχολουμένων), στη Τσεχική Δημοκρατία στην Ουγγαρία και την Κροατία (από 5,2 % έως 5,9 %)
Ορισμένα κύρια χαρακτηριστικά της απασχόλησης, όπως ορίζονται από την ΕΕΔ της ΕΕ, είναι μεταξύ άλλων:
http://taxheaven.gr
Τελευταία δεδομένα : Νοέμβριος 2016
Το παρόν άρθρο παρουσιάζει πρόσφατες στατιστικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) για την απασχόληση, συμπεριλαμβανομένης ανάλυσης βασιζόμενης σε κοινωνικοοικονομικές διαστάσεις: οι στατιστικές απασχόλησης καταδεικνύουν σημαντικές διαφορές κατά φύλο, ηλικία και μορφωτικό επίπεδο. Υπάρχουν επίσης σημαντικές διαφορές στην αγορά εργασίας μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ.
Οι στατιστικές της αγοράς εργασίας είναι στο επίκεντρο πολλών πολιτικών της ΕΕ μετά την εισαγωγή ενός κεφαλαίου για την απασχόληση στη Συνθήκη του Άμστερνταμ το 1997. Το ποσοστό απασχόλησης, δηλαδή το ποσοστό του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας που απασχολείται, θεωρείται ότι αποτελεί βασικό κοινωνικό δείκτη για σκοπούς ανάλυσης όταν μελετώνται οι εξελίξεις στο εσωτερικό των αγορών εργασίας.
Κύρια στατιστικά στοιχεία
Ποσοστά απασχόλησης κατά φύλο, ηλικία και μορφωτικό επίπεδο
Το 2015, το EU-28 ποσοστό απασχόλησης για τα άτομα ηλικίας 20 έως 64 ετών, όπως μετρήθηκε από την έρευνα για το εργατικό δυναμικό της ΕΕ (ΕΕΔ της ΕΕ), ανερχόταν στο 70,1 %. Το ποσοστό απασχόλησης στην ΕΕ το 2008 κορυφώθηκε σε 70,3 % και μειώθηκε τα επόμενα έτη φθάνοντας το 68,4 % το 2012 και 2013. Η μείωση αυτή στη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης είχε σαν αποτέλεσμα την συνολική πτώση 1,9 εκατοστιαίων μονάδων. Ακολούθησε μια περίοδος ανοδικής πορείας σε ποσοστό 0,8 και 0,9 το 2014 και το 2015 φθάνοντας το ποσοστό 70,1% το 2015 — βλ. πίνακα 1.
Μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, το ποσοστό απασχόλησης έφθασε το 2015 σε επίπεδα μεταξύ 76 % και 77 % στις Kάτω χώρες, στην Εσθονία, στην Δανία και στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Δανία, ενώ στην Γερμανία άγγιξε το 78% και κορυφώθηκε με ποσοστό 80,5 % στη Σουηδία.
Στο άλλο άκρο της κλίμακας, τα ποσοστά απασχόλησης ήταν κάτω του 65 % σε τέσσερα από τα 28 κράτη μέλη της ΕΕ, εκ των οποίων το χαμηλότερο ποσοστό σημείωσε η Ελλάδα (54,94 %) — βλ. σχήμα 1.
Από την έναρξη της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης έως το 2015 (τελευταία διαθέσιμα στοιχεία), υπάρχουν σημαντικές διαφορές ως προς τις επιδόσεις των επιμέρους αγορών εργασίας. Ενώ το συνολικό ποσοστό απασχόλησης στην ΕΕ-28 το 2015 έφτασε στο όριο του 2008, υπήρξαν 11 κράτη μέλη της ΕΕ τα οποία ανέφεραν αύξηση των αντίστοιχων ποσοστών τους.
Η μεγαλύτερη αύξηση σημειώθηκε στη Μάλτα (κατά 8,6 εκατοστιαίες μονάδες) και στην Ουγγαρία (κατά 7,4 εκατοστιαίες μονάδες), ενώ η Γερμανία ανέφερε αύξηση 4,0 εκατοστιαίων μονάδων.
Αντιθέτως, το ελληνικό ποσοστό απασχόλησης μειώθηκε από 66,3 % το 2008 σε 52,9 % το 2013. πριν ανακάμψει σε 54.9 το 2015 .
Υπήρξαν επίσης σημαντικές μειώσεις μεταξύ 2008 και 2015 για τα ποσοστά απασχόλησης στην Κύπρο,(-8,6) και στην Ισπανία, (6,5).
Τα ποσοστά απασχόλησης των γυναικών και των εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας είναι γενικώς χαμηλότερα.
Το 2015, το ποσοστό απασχόλησης για τους άνδρες 20-64 ήταν 75,9 % στην ΕΕ-28, σε σύγκριση με 64,3 % για τις γυναίκες.
Μια πιο μακροπρόθεσμη σύγκριση δείχνει ότι ενώ το ποσοστό απασχόλησης για τους άνδρες το 2015 ήταν το ίδιο όσο 10 έτη νωρίτερα (75,9 % το 2005). βλ. πίνακα 2.
Τα ποσοστά απασχόλησης των ανδρών ήταν σαφώς υψηλότερα από τα ποσοστά απασχόλησης των γυναικών σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ-28 το 2015, παρόλο που υπήρχαν σημαντικές αποκλίσεις. Οι διαφορές μεταξύ των ποσοστών απασχόλησης κατά φύλο ανέρχονταν σε 27,8 εκατοστιαίες μονάδες στη Μάλτα, όπου καταγράφηκε το τρίτο χαμηλότερο ποσοστό γυναικείας απασχόλησης (53,6 %).
Η Ιταλία, η Ελλάδα η Ρουμανία και η Τσεχία ανέφεραν χάσμα 16,6 - 20 ποσοστιαίων μονάδων μεταξύ των ποσοστών απασχόλησης. Για την Ελλάδα την Ιταλία και την Ρουμανία αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι ανέφεραν το χαμηλότερο, το δεύτερο χαμηλότερο και το έκτο χαμηλότερο ποσοστά απασχόλησης των γυναικών.
Το μεγάλο χάσμα μεταξύ των φύλων στην Τσεχική Δημοκρατία οφειλόταν στο ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό απασχόλησης των ανδρών (83,0 %, το υψηλότερο μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ), παρά στο χαμηλό ποσοστό απασχόλησης των γυναικών.
Υπήρχε πολύ μικρή διαφορά στα ποσοστά απασχόλησης μεταξύ των δύο φύλων στη Φινλανδία και τη Λιθουανία, όπου τα ποσοστά γυναικείας απασχόλησης ήταν κάτω από 2,5 εκατοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από εκείνα των ανδρών.
Οι διαφορές όσον αφορά τα ποσοστά απασχόλησης μεταξύ των δύο φύλων ήταν επίσης σχετικά μικρές στη Σουηδία και τη Λετονία.
Μεταξύ των τρίτων χωρών που εμφαίνονται στον πίνακα 2, η Τουρκία σημείωσε κατά πολύ τη μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ των δύο φύλων στα ποσοστά απασχόλησης, καθώς το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών ανερχόταν σε 32,5 % και ήταν επομένως χαμηλότερο κατά 42,8 εκατοστιαίες μονάδες από το αντίστοιχο ποσοστό για τους άνδρες.
Η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας ανέφερε επίσης σχετικά μεγάλες διαφορές μεταξύ των δύο φύλων Η Νορβηγία και η Ισλανδία είχαν σχετικά μικρές διαφορές μεταξύ των ποσοστών απασχόλησης των δύο φύλων — βλ. σχήμα 2.
Τα ποσοστά απασχόλησης παρουσιάζουν επίσης σημαντικές διακυμάνσεις ανάλογα με το μορφωτικό επίπεδο.
Το ποσοστό απασχόλησης για τα άτομα που είχαν ολοκληρώσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση (τριτοβάθμια εκπαίδευση βραχείας διάρκειας, πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή ισοδύναμο, μάστερ ή ισοδύναμο και διδακτορικό ή ισοδύναμο) ήταν 82,7 % στην ΕΕ-28 το 2015, πολύ υψηλότερο από το ποσοστό (52,6 %) για τα άτομα τα οποία είχαν ολοκληρώσει το πολύ πρωτοβάθμια ή κατώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Το ποσοστό απασχόλησης στην ΕΕ-28 για τα άτομα τα οποία είχαν ολοκληρώσει το πολύ ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ή μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση μη τριτοβάθμιου επιπέδου ήταν 70,7 %.
Η μεγαλύτερη πτώση στα ποσοστά απασχόλησης από την αρχή της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης (σύγκριση μεταξύ 2008 και 2015) παρατηρήθηκε στα άτομα που είχαν ολοκληρώσει το πολύ πρωτοβάθμια ή κατώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (μείον 3,8 εκατοστιαίες μονάδες), ενώ σημειώθηκε μικρότερη πτώση κυρίως για τα άτομα με μορφωτικό επίπεδο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (μείον 1,1 εκατοστιαίες μονάδες) και για τα άτομα με μορφωτικό επίπεδο ανώτερης δευτεροβάθμιας ή μεταδευτεροβάθμιας μη τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (μείον 1,3 εκατοστιαίες μονάδες).
Συμβάσεις μερικής απασχόλησης και ορισμένου χρόνου
Το ποσοστό των εργαζομένων της ΕΕ-28 στην ηλικιακή ομάδα των 20-64 ετών που αναφέρουν ότι η κύρια απασχόλησή τους ήταν με καθεστώς μερικής απασχόλησης αυξήθηκε σταθερά από 16,5 % το 2005 σε 19,0 % το 2015.
Το κατά πολύ υψηλότερο ποσοστό εργαζομένων με καθεστώς μερικής απασχόλησης το 2014, παρατηρήθηκε στις Κάτω Χώρες (46,9 %), και ακολουθούσαν η Αυστρία, η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Σουηδία, η Ιρλανδία, και η Δανία όπου η μερική απασχόληση αντιπροσώπευε στην κάθε περίπτωση ποσοστό μεγαλύτερο από το ένα πέμπτο των απασχολουμένων.
Αντίθετα, η μερική απασχόληση ήταν σχετικά σπάνια στη Βουλγαρία (2,2 % των απασχολουμένων), στη Τσεχική Δημοκρατία στην Ουγγαρία και την Κροατία (από 5,2 % έως 5,9 %)
Ορισμένα κύρια χαρακτηριστικά της απασχόλησης, όπως ορίζονται από την ΕΕΔ της ΕΕ, είναι μεταξύ άλλων:
- -Ως μισθωτοί ορίζονται τα άτομα που εργάζονται για έναν δημόσιο ή ιδιωτικό εργοδότη και τα οποία λαμβάνουν αποζημίωση υπό μορφή ημερομισθίου, μισθού, πληρωμής βάσει αποτελεσμάτων ή πληρωμής σε είδος· περιλαμβάνονται επίσης τα μη κληρωτά μέλη των ενόπλων δυνάμεων·
- -οι αυτοαπασχολούμενοι εργάζονται στη δική τους επιχείρηση, αγρόκτημα ή γραφείο. Ένας αυτοαπασχολούμενος θεωρείται ότι εργάζεται κατά την εβδομάδα αναφοράς αν πληροί ένα από τα ακόλουθα κριτήρια: εργάζεται με σκοπό την εξασφάλιση κέρδους· δαπανά χρόνο για τη λειτουργία μιας επιχείρησης· ή είναι στη φάση ίδρυσης μιας επιχείρησης·
- -η διάκριση μεταξύ πλήρους και μερικής απασχόλησης γίνεται κατά κανόνα με βάση μια αυθόρμητη απάντηση από τον απαντώντα στην έρευνα. Τις κυριότερες εξαιρέσεις αποτελούν οι Κάτω Χώρες και η Ισλανδία στις οποίες εφαρμόζεται το κατώτατο όριο των 35 ωρών, η Σουηδία στην οποία ισχύει ένα κατώτατο όριο για τους αυτοαπασχολούμενους και η Νορβηγία στην οποία τα άτομα που εργάζονται μεταξύ 32 και 36 ωρών ερωτώνται αν πρόκειται για θέση πλήρους ή μερικής απασχόλησης·
- -οι δείκτες για τους απασχολουμένους με δεύτερη εργασία αναφέρονται μόνο σε άτομα με περισσότερες από μία εργασίες ταυτόχρονα· τα άτομα που άλλαξαν εργασία κατά την εβδομάδα αναφοράς δεν θεωρείται ότι έχουν δύο εργασίες·
- -ένας μισθωτός θεωρείται ότι έχει προσωρινή εργασία αν ο εργοδότης και ο μισθωτός συμφωνήσουν ότι το πέρας της καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως μια συγκεκριμένη ημερομηνία, η ολοκλήρωση ενός έργου ή η επιστροφή ενός μισθωτού ο οποίος αντικαθίσταται προσωρινά. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι μεταξύ άλλων: τα άτομα με εποχική εργασία· τα άτομα που απασχολούνται από γραφείο απασχόλησης ή από γραφείο εύρεσης εργασίας και διατίθενται σε κάποιον τρίτο, με σκοπό την εκτέλεση συγκεκριμένου έργου (εκτός αν υπάρχει γραπτή σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου)· τα άτομα με συγκεκριμένες συμβάσεις κατάρτισης.
http://taxheaven.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου