Οι προμήθειες των Τραπεζών για τη χρήση καρτών
Με έγγραφό της η Γεν. Γραμματεία Εμπορίου απαντά σε ερώτηση που υποβλήθηκε στη Βουλή σχετικά με τις προμήθειες που πρέπει να καταβάλλουν στις Τράπεζες οι επιχειρήσεις, αλλά και οι πολίτες.
Στην ερώτηση τονίζεται το γεγονός ότι πολλοί καταναλωτές, ιδιαίτερα οι συνταξιούχοι, οι άνεργοι και οι χαμηλόμισθοι δεν διαθέτουν πιστωτικές κάρτες, καθώς οι τράπεζες εξετάζουν με όλο και πιο αυστηρά κριτήρια εισοδήματος τους υποψήφιους πελάτες και απορρίπτουν πλήθος αιτήσεων. Προκειμένου λοιπόν να κάνουν τις αγορές τους και να εξασφαλίσουν ότι δεν θα φορολογηθούν δυσμενώς, οι πολίτες στηρίζονται στις χρεωστικές ή τις προπληρωμένες κάρτες.
Οι τράπεζες χρεώνουν στις επιχειρήσεις προμήθεια για τις πωλήσεις τους μέσω καρτών. Η προμήθεια αυτή είναι ιδιαιτέρως υψηλή, καθώς για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις κυμαίνεται μεταξύ 1-2% και σε κάποιες περιπτώσεις είναι ακόμα υψηλότερη. Οι επιχειρήσεις ευλόγως μεταφέρουν το κόστος από τη συγκεκριμένη προμήθεια στις τιμές των προϊόντων τους και τους καταναλωτές. Η προμήθεια που εισπράττεται για αγορές μέσω πιστωτικών καρτών δικαιολογείται εκ μέρους των τραπεζών με το επιχείρημα ότι παρέχουν πίστωση στον χρήστη (τον δανείζουν), με ό,τι αυτό συνεπάγεται στο κόστος λειτουργίας τους και τις ενδεχόμενες ζημίες από μη συνεπείς χρήστες των καρτών.
Η απάντηση που δίνουν συχνά οι τράπεζες είναι ότι οι προμήθειες καθορίζονται από τον ανταγωνισμό και ότι είναι «χαμηλές σε σχέση με αυτές που ισχύουν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες». Δεν προσδιορίζουν ωστόσο ποιες είναι αυτές (προμήθειες ανά χώρα) ούτε αιτιολογούν τη μη διαφοροποίηση της προμήθειας ανάμεσα σε χρεωστικές και πιστωτικές κάρτες. Η δε επίκληση του ανταγωνισμού δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ως το μόνο ρυθμιστικό εργαλείο.
Εφόσον το κράτος ουσιαστικά υποχρεώνει τους πολίτες να χρησιμοποιούν κάρτες (για το χτίσιμο του αφορολόγητου), δεν θα έπρεπε οι προμήθειες που χρεώνουν τράπεζες και άλλα πιστωτικά ιδρύματα για τη χρήση καρτών ανταποκρίνονται στο πραγματικό κόστος παροχής των σχετικών υπηρεσιών που προσφέρουν.
Επίσης, γιατί δεν διαφοροποιούνται προς όφελος του χρήστη οι προμήθειες που εισπράττονται για τη χρήση χρεωστικών και προπληρωμένων καρτών σε σχέση με τη χρήση πιστωτικών καρτών.
Η Γεν. Γραμματεία, λοιπόν, απάντησε ότι σύμφωνα με τις διατάξεις περί υποχρέωσης ενημέρωσης του καταναλωτή, θεσπίζεται η υποχρέωση των δικαιούχων πληρωμής, οι οποίοι αποδέχονται κάρτες πληρωμών να ενημερώνουν τους καταναλωτές για την αποδοχή καρτών και μέσων πληρωμής, με σαφή τρόπο που δεν επιδέχεται παρερμηνείας. Για την εφαρμογή των διατάξεων του εν λόγω άρθρου 66, εκδόθηκε η ΥΑ Αριθμ. 17730/2017 με την οποία ρυθμίστηκαν ειδικότερες λεπτομέρειες σχετικά με τη διενέργεια ελέγχου και τον τρόπο επιβολής προστίμου από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα.
Επιπρόσθετα, στο άρθρο 67, προβλέπεται η υποχρέωση κάθε αδειοδοτούμενου παρόχου υπηρεσιών πληρωμών που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα, ημεδαπού ή αλλοδαπού, να γνωστοποιεί στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή τιμολογιακά στοιχεία για βασικά τραπεζικά προϊόντα και υπηρεσίες.
Προφανώς, ελπίζουμε στην έννοια του υγιούς ανταγωνισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου