Στην Ελλάδα έχουμε την ευτυχία να κατακλυζόμαστε από δεκάδες αστικούς θρύλους, μεταξύ των οποίων αυτού και του σκληρά εργαζόμενου νέου που σιτεύει με την πάροδο του χρόνου και κατορθώνει να επιβιώσει, να δημιουργήσει και προπαντός να παραμείνει με το κούτελο καθαρό, αλλά και την τσέπη γεμάτη.
γράφει ο Αιρετικός
Αυτό το παλικάρι λοιπόν μπορεί να είναι ο Σάκης ο υδραυλικός, ο Γιώργος ο ηλεκτρολόγος, ο Βασίλης ο μπογιατζής και γενικά «λαϊκά μαστόρια», αντάξιοι συνεχιστές του Γιώργου Φούντα και του Δημήτρη Παπαμιχαήλ που δεν κωλώνουν πουθενά και τελικά καταφέρνουν θαύματα.
Ως υποκείμενο της παρούσας έρευνας λοιπόν θα λάβουμε τον Σάκη τον υδραυλικό, επειδή θεωρούμε ότι το επάγγελμα αποπνέει κάτι από γνώση, καπατσοσύνη και μαγκιά (respect).
Ο Σάκης λοιπόν αφού τέλειωσε τεχνικό λύκειο και θήτευσε επ’ ολίγον στον μπάρμπα του τον Μήτσο, έχοντας ικανοποιητικές γνώσεις επί του αντικειμένου, στρατεύθηκε. Εκεί ήρθε και η πρώτη αναγνώριση και καταξίωση, επειδή λογιστής στο στρατό «Γερμανικό» θα βαράς, ενώ o υδραυλικός είναι κάποιος ο οποίος είναι συνεχώς απαραίτητος, δεδομένου ότι τα υδραυλικά του στρατού δεν θα μπορούσες να πεις ότι είναι και τελευταίας τεχνολογίας. Περαιτέρω, ως ειδικός, διέθετε «αγγαρεία» από πενταμελή «θίασο» οι οποίοι αναλάμβαναν την αρχική εργασία (ξεβούλωμα Καλλιόπης), πριν επέμβει ο Σάκης με τις γνώσεις του.


Ο Σάκης αποστρατεύτηκε και συνέχισε να είναι περιζήτητος, επειδή στην Ελλάδα θεωρούμε ότι είναι προτιμότερο να τελειώσεις την Φιλοσοφική και να είσαι άνεργος μέχρι να δεήσει το ΑΣΕΠ να κάνει διαγωνισμό και να σε διορίσει στην Αντίπαρο εκεί λίγο μετά τα σαράντα, παρά να μαθητεύσεις ως υδραυλικός και να γυρνάς με ένα παπαγαλάκι (υδραυλικό εργαλείο), στο χέρι.
Έτσι ο Σάκης γυρνούσε τα σπίτια και διόρθωνε από καζανάκια έως πιεστικά και πάει λέγοντας, αιτούμενος εικοσάρικο αν η βρύση έσταζε και ο άχρηστος σύζυγος αδυνατούσε να αλλάξει την τσιμούχα, έως και ιδιαίτερα υψηλές αμοιβές για πολύπλοκες εργασίες.
Παρενθετικά, ένας άλλος λόγος που διάλεξα για ανάλυση σήμερα το επάγγελμα του υδραυλικού, είναι το επείγον της χρείας του. Αν δηλαδή σου πέσει η ασφάλεια και είσαι τόσο άχρηστος που δεν μπορείς να τη σηκώσεις, θα ανάψεις κανένα κεράκι μέχρι να έρθει η άλλη ημέρα με τον ηλεκτρολόγο και εσύ να ανακαλύπτεις πως και η χελώνα της Δ.Ε.Η. έχει ασφάλεια.
Αν όμως στις δώδεκα το βράδυ σπάσει σωλήνα στο μπάνιο και από τα πλακάκια βγαίνει σιντριβάνι με το νερό να καταλήγει στην κρεβατοκάμαρα, τότε τι κάνεις; Τον σταυρό σου και παρακαλείς να μην έχει κλείσει το κινητό ο Σάκης, να έρθει με τις πυτζάμες και φυσικά να καταθέσεις όλο το βδομαδιάτικο, επειδή διαφορετικά θα τραβούσες κουπί στην κρεβατοκάμαρα. Ως απόρροια του συλλογισμού μου είναι πως τα μεσάνυχτα καλύτερα να χρειαστείς το ΕΚΑΒ παρά υδραυλικό.
Συνεχίζω λοιπόν μετά την μικρή παρένθεση εξύμνησης του επαγγέλματος του υδραυλικού (και θερμοϋδραυλικού), υπερθεματίζοντας επί των απόψεών μου. Ο Σάκης όπως προανέφερα ως επαγγελματίας ήταν ένας θρύλος στην ελληνική επικράτεια και λόγω των υψηλών αποδοχών του αλλά κυρίως λόγω της συνεχούς κοινωνικής συναναστροφής με πολύ και καλό κόσμο, η πλειονότητα του οποίου ανήκε στο ωραίο φύλλο. Έτσι ο Σάκης έγινε σίριαλ με κυρία ιατρό να τον ερωτεύεται. Φυσικά για ένα τέτοιο παλικάρι πάντα υπάρχει το αντίστοιχο «κοράσιο» που στην προκειμένη περίπτωση ήταν η Κούλα, κομμώτρια δίπλα από την επιχείρηση του Μήτσου, μπάρμπα του Σάκη. Η Κούλα περιποιόταν με περισσή τέχνη την πλούσια πάλαι ποτέ κόμη του Σάκη, μετά του έκανε και χαλαρωτικό μασάζ αυχένος (έτσι το ονόμαζε, εντριβή έκανε) και με αυτά και με εκείνα, επήλθε το μοιραίο (εγκυμοσύνη, άμεσα πολιτικός γάμος και μετά τη γέννηση του κληρονόμου, γαμοβάφτιση κατά τις Ελληνικές παραδόσεις και τις επιταγές της θρησκείας).
Τα χρόνια πέρασαν, η Κούλα τεκνοποίησε και για δεύτερη φορά και άρχισε να απομακρύνεται από την κομμωτική. Εξάλλου ο Σάκης ενθυλάκωνε σεβαστά ποσά, έναρξη εργασιών δεν είχε πραγματοποιήσει, κατάστημα δεν υπήρχε παρά αυτό του μπάρμπα του, νέοι άνθρωποι κανένα συνάχι παθαίνανε και αυτοί και τα παιδιά δεν ήταν και μεγάλο το έξοδο, συνεπώς, περνούσαν καλά.
Τα χρόνια συνέχισαν να περνάνε, το πρώτο παιδί πήγε νήπια, οπότε ήρθε ο καιρός που ο Σάκης έπρεπε να προβεί σε σχεδιασμό της οικογενειακής του πορείας. Έκανε λοιπόν έναρξη εργασιών ως υδραυλικός, πήρε το μαγαζί του μπάρμπα του με σίγουρη πελατεία και στο κέντρο της συνοικιακής αγοράς, έβαλε την Κούλα να κρατάει το μαγαζί και αυτός συνέχισε τη δουλειά που ήξερε να κάνει.
Η Κούλα με τον καιρό έμαθε κάτι λίγα από υλικά, αν ζητούσε κάτι κάποιος άγνωστος εξέδιδε και Α.Λ.Π., αν ήταν γνωστός αυτοεξυπηρετούταν (σιγά μην κόψει η Κούλα χαλκοσωλήνα), η εκκαθάριση της αγοράς γινόταν μεταξύ του πελάτη και του Σάκη το βράδυ στην καφετέρια, όπου ο μεν πωλητής δεν είχε καμία διάθεση να προσκομίσει φορολογικό στοιχείo αξίας, ο δε αγοραστής δεν είχε καμία διάθεση να πληρώσει παραπάνω και η δικαιοπραξία ολοκληρωνόταν.
Οι εποχές ήταν καλές και το μαγαζί έβγαζε χρήματα από διάφορες ανοησίες που πουλούσε η Κούλα στους πελάτες (λάστιχα ποτίσματος χρώματος φούξια με μπεκ μεταλλικό, γλάστρες κορινθιακού ρυθμού, ηλιακά φαναράκια για το μπαλκόνι κ.λπ.). Επιπλέον και επειδή η Κούλα γκρίνιαζε γιατί ο Σάκης την κυκλοφορούσε με άσπρο φορτηγάκι Ι.Χ. το οποίο ανέγραφε με τεράστια γράμματα «Σάκης υδραυλικός», αλλά και με μικρότερα «ξεβουλώνονται αποχετεύσεις», αγόρασε γαλάζιο γκαζιάρικο SEAT Ibiza, προς μεγάλη χαρά της Κούλας.
Γενικά όλοι ήταν ευχαριστημένοι, ο Σάκης γιατί έβγαζε χρήματα, η Κούλα επειδή το έπαιζε καταστηματάρχης, το κράτος επειδή παρά την λειτουργία του Σάκη στην «σκιώδη οικονομία», έπαιρνε κάποιο άμεσο φόρο από τον Σάκη (κάτι δήλωνε για κέρδη), κάτι λίγο Φ.Π.Α., ασφαλιστικές κρατήσεις και φορολογούσε το ενοίκιο που έπαιρνε ο ιδιοκτήτης του ακινήτου της έδρας του Σάκη.
Από το δύσκολο καλοκαίρι που ο τότε Πρωθυπουργός πήγε στο Καστελόριζο για να μας πει πως έχουμε οικονομικά τα χάλια μας, το πράγμα στράβωσε. Στην αρχή ο Σάκης είπε πως φταίει ο ηγέτης που φόβισε τον λαό και γενικά του πήρε αρκετά χρόνια για να καταλάβει πως τα ηλιακά φαναράκια που παίρνανε όλες οι κυρίες των γύρω πολυκατοικιών ήταν παντελώς άχρηστα επειδή βγάζανε φως πυγολαμπίδας, τελικά έπρεπε να ανάψεις την λάμπα για να δεις, ήταν χειρίστης ποιότητας ή με απλά λόγια κάνανε ότι δουλεύανε για κανένα μήνα και μετά πάπαλα και η αιτούμενη τιμή από τον Σάκη σε σχέση με το κόστος αγοράς, ήταν εξωπραγματική. Φυσικά μια κυρία δεν κάνει παζάρια και συνεπώς, επειδή το δανεικό χρήμα γυρνούσε γρήγορα, τα φαναράκια φεύγανε σαν νερό.
Τον τελευταίο καιρό η κατάσταση είχε διαμορφωθεί ως εξής: Η Κούλα ουσιαστικά έκανε την τηλεφωνήτρια του Σάκη και έκλεινε τα ραντεβού. Το κατάστημα βαρούσε μύγες και αν έμπαινε κανένας πελάτης για να ρωτήσει ας πούμε πόσο κάνει ένα φίλτρο βρύσης, κουνούσε το κεφάλι του και το απόγευμα τον συναντούσε ο Σάκης στο Γερμανικό πολυκατάστημα όπου ο πελάτης το αγόραζε στη μισή τιμή από αυτή που ζητούσε η Κούλα, στην οποία ίδια τιμή το αγόραζε και ο Σάκης, βάζοντας όμως ένα εύλογο περιθώριο κέρδους που πλέον κανένας δεν ήταν διατεθειμένος να του το καταβάλει.
Για να μην τα πολυλογούμε λοιπόν, το μαγαζί με το που άνοιγε το πρωί είχε ένα κατοστάρικο λειτουργικά έξοδα και έφτασε να έχει εισπράξεις γύρω στο εικοσάρικο.


Ο Σάκης μετά από οικογενειακό συμβούλιο με την Κούλα αποφάσισαν ότι δεν βγαίνουν, το μαγαζί ήταν μεγάλη ζημιά και κατάληξαν στο εξής επιχειρηματικό σχήμα: Το μαγαζί έκλεισε πάραυτα και το εμπόρευμα διατέθηκε σε στοκατζή εκτός από τα απαραίτητα τα οποία μετακόμισαν στην αποθήκη του σπιτιού του Σάκη. Το φορτηγάκι το σκότωσαν σε μάντρα.
Ο Σάκης προέβη σε διακοπή εργασιών και συνέχισε να δουλεύει ολοκληρωτικά πλέον στην σκιώδη οικονομία, χρέη δε γραμματέως εκτελεί το κινητό στην τσέπη του. Η Κούλα ξέθαψε τον παλιό της εξοπλισμό και άρχισε την περιποίηση κόμης κατ’ οίκον (άνευ ενάρξεως εργασιών).
Ηθικό δίδαγμα. Με το να βάζεις συνέχεια φόρους, μόνο πλούσιο κράτος δεν γίνεσαι. Το κράτος δεν παίρνει μία από τον Σάκη και την Κούλα, αντίθετα ζητάνε πλέον και διάφορα επιδόματα.
Ο ιδιοκτήτης του καταστήματος προσπαθεί απεγνωσμένα να το νοικιάσει, να το πουλήσει, αλλά αποτυγχάνει επειδή πλέον είναι πέντε στη σειρά τα κλειστά μαγαζιά. Λόγω ΕΝΦΙΑ με τιμή ζώνης 2.500 ευρώ ανά τμ., σκέφτεται σοβαρά τη δωρεά σε ίδρυμα, αλλά οι πρώτες επαφές απέβησαν άκαρπες επειδή και τα ιδρύματα έσοδα θέλουν. Ο ιδιοκτήτης επειδή είχε ένα καλό ενοίκιο και δουλευταρά δεν τον έλεγες. Τώρα πλέον μείωσε δραστικά τα έξοδά του, δεν φωνάζει τον Σάκη όταν στάζει η βρύση αλλά την «πολεμάει» αυτός και έπαψε να φωνάζει για κούρεμα την Κούλα, απαιτώντας από τη σύζυγό του να αναλάβει αυτή την περιποίηση, επειδή τρεις τρίχες είχε όλες κι όλες, σιγά μην έδινε ένα δεκάρικο για μερεμέτισμα.
Υ.Σ Το παρόν πόνημα αποτελεί την λαϊκή έκφραση ενός μοντέλου υπανάπτυξης, υπέρμετρης φορολογίας και συρρίκνωσης της οικονομίας, όταν διαχειρίζεσαι τα οικονομικά της Ελλάδας και εσύ νομίζεις ότι διαχειρίζεσαι τα οικονομικά της Αμερικής.
πηγή: www.e-forologia.gr