Άρειος Πάγος 1764/2017
Θάνατος δικαιούχου σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό (Joint Account)
Αριθμός 1764/2017
Περίληψη
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του ν. 5638/1932 "περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν", όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το ν.δ. 951/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 124 αρ. Δα’ ν.δ. 118/1973, χρηματική κατάθεση σε τράπεζα σε ανοιχτό, διαζευτικό λογαριασμό επ’ ονόματι ενός ή περισσοτέρων από κοινού (Joint Account ή Compte Joint) είναι, κατά την έννοια του νόμου αυτού, η κατάθεση, η οποία περιέχει τον όρο ότι από τον εν λόγω λογαριασμό μπορεί να κάνει χρήση, εν όλω ή εν μέρει, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας είτε μερικοί είτε και όλοι οι κατ’ ιδίαν δικαιούχοι, η δε χρηματική κατάθεση που γίνεται στον άνω λογαριασμό επιτρέπεται να ενεργείται και σε κοινό λογαριασμό με προθεσμία ή ταμιευτηρίου υπό προειδοποίηση.
Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες προς εκείνες των άρθρων 2 παρ. 1 ν.δ. 17.7/13.8.1932 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών", 411, 489, 490, 491 και 493 ΑΚ, προκύπτει ότι σε περίπτωση χρηματικής κατάθεσης στο όνομα του ίδιου του καταθέτη και τρίτων προσώπων, όπως η προβλεπομένη από το άρθρο 1 του ν. 5638/1932, ανεξαρτήτως του αν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκαν σε όλους υπέρ των οποίων έγινε η κατάθεση ή σε μερικούς από αυτούς, παράγεται μεταξύ του καταθέτη και των τρίτων αφενός και του δέκτη της κατάθεσης νομικού προσώπου αφετέρου ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή, με αποτέλεσμα η ανάληψη των χρημάτων της κατάθεσης (είτε όλων είτε μέρους αυτών) από έναν από τους δικαιούχους να χωρεί εξ ιδίου, του αναλαμβάνοντος, δικαίου.
Αν αναληφθεί, εξάλλου, ολόκληρο το ποσό από έναν μόνο δικαιούχο, επέρχεται απόσβεση της απαίτησης εις ολόκληρον, δηλαδή και ως προς τους λοιπούς μη αναλαβόντες συνδικαιούχους, έναντι του δέκτη της κατάθεσης, Ο μη αναλαβών συνδικαιούχος αποκτά, από το νόμο πλέον, απαίτηση (αναγωγικά) έναντι εκείνου που ανέλαβε ολόκληρη την κατάθεση για την καταβολή ποσού ίσου προς το μερίδιο, που του αναλογεί, με βάση τον αριθμό όλων, των συνδικαιούχων, εκτός αν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα στο σύνολο του ποσού της κατάθεσης ή, αντίθετα, έλλειψη δικαιώματος αναγωγής από μέρους αυτού που δεν προέβη στην ανάληψη του ποσού.
Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 493 ΑΚ, που θεσπίζει μαχητό τεκμήριο, η ύπαρξη τέτοιας εσωτερικής σχέσης αποτελεί εξαίρεση, της οποίας το βάρος της επίκλησης και απόδειξης φέρει ο διάδικος που προβάλλει περιστατικά τα οποία θεμελιώνουν το εξαιρετικό αυτό δικαίωμα. Η αξίωση για συμμετοχή στο χρηματικό ποσό του κοινού λογαριασμού γίνεται αντικείμενο δίκης με την έγερση σχετικής αγωγής, ανεξάρτητα αν ζητείται η πραγματική συμβολή ή τεκμαρτή συμμετοχή. Σύμφωνα δε με τα ανωτέρω εκτιθέμενα, ο ενάγων-καταθέτης, στρεφόμενος αναγωγικά κατά του συνδικαιούχου του κοινού λογαριασμού, που ανέλαβε ολόκληρο το χρηματικό ποσό ή μεγαλύτερο από το αναλογούν σ’ αυτόν μερίδιο, απαλλάσσεται από το βάρος της απόδειξης για το μέγεθος της συμμετοχής του, κατά το ποσοστό που αυτό καλύπτεται από το νόμιμο μαχητό τεκμήριο. Αν όμως αιτείται μεγαλύτερο ποσοστό, βαρύνεται να αποδείξει την ύπαρξη και το περιεχόμενο της εσωτερικής σχέσης μεταξύ των συνδικαιουχων, που του παρέχει δικαίωμα επί του μεγαλυτέρου ποσοστού. Το δικαστήριο, αν δεν αποδεικνύεται ύπαρξη διαφορετικής συμφωνίας, μπορεί να καταδικάσει τον αναλαβόντα συνδικαιούχο στην καταβολή του τεκμαιρόμενου μεριδίου του ενάγοντος. Περαιτέρω, και με βάση την προαναφερομένη έννομη σχέση που συνδέει τους συνδικαιούχους του κοινού λογαριασμού, ο καθένας από αυτούς δεν διαπράττει με την ανάληψη ποσών υπεξαίρεση, ούτε γίνεται πλουσιότερος, χωρίς νόμιμη αιτία σε βάρος της περιουσίας ή με ζημία άλλων. Τέλος, η έκταση της εξουσίας του κάθε δικαιούχου να διαθέσει και να ωφεληθεί από τις ευχέρειες που του παρέχονται, ως δικαιούχου του κοινού διαζευκτικού λογαριασμού, είναι δυνατόν να ρυθμίζεται από την εσωτερική σχέση τους που προσδιορίζεται από τυχόν αντίστοιχη συμφωνία τους (ΑΠ 1782/2007, ΑΠ 1505/2007).
Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του ν. 5638/1932, τα οποία επίσης διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 124 περ Δ στοιχ. α Χ ν.δ. 118/1973, ορίζεται αντιστοίχως ότι "επί των καταθέσεων τούτων (εις κοινόν λογαριασμό) δύναται να τεθεί προσθέτως ο όρος ότι άμα τω θανάτω οιονδήποτε των δικαιούχων, η κατάθεσις και ο εκ ταύτης λογαριασμός περιέρχεται αυτοδικαίως εις τους λοιπούς επιζώντας μέχρι του τελευταίου τούτων. Εν τη περίπτωση ταύτη η κατάθεσις περιέρχεται εις αυτούς ελευθέρα παντός φόρου κληρονομιάς ή άλλου τέλους. Αντιθέτως η απαλλαγή αυτή δεν επεκτείνεται και επί των κληρονόμων του τελευταίου απομείναντος δικαιούχου" και ότι "Διάθεσις της καταθέσεως δια πράξεως εν ζωή είτε αιτία θανάτου δεν επιτρέπεται, οι δε κληρονόμοι του τελευτήσαντος είτε εξ αδιάθετου είτε εκ διαθήκης, συμπεριλαμβανομένων και των αναγκαίων τοιούτων....ουδέν δικαίωμα κέκτηνται επί της καταθέσεως". Από τις διατάξεις αυτές, η πρώτη από τις οποίες αναφέρεται στις εσωτερικές μεταξύ των περισσοτέρων καταθετών σχέσεις, ενώ η δεύτερη ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ της Τράπεζας, στην οποία έχει γίνει η κατάθεση (και των περισσοτέρων καταθετών, συνδυαζόμενες και προς τις προμνημονευθείσες, προκύπτει ότι σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες δεν χωρεί υποκατάσταση αυτού από τους τυχόν κληρονόμους του έναντι της Τράπεζας, κατά της οποίας δεν μπορούν να στραφούν επικαλούμενοι το κληρονομικό τους δικαίωμα, διότι διαφορετικά θα μεταβαλλόταν το πρόσωπο του καταθέτη χωρίς τη συγκατάθεση της Τράπεζας. Ο επιζών καταθέτης, ως εις ολόκληρον δανειστής έναντι της Τράπεζας, μπορεί να εισπράξει και ολόκληρο το ποσόν της κατάθεσης, οπότε οι κληρονόμοι του αποθανόντος θα μπορούν να αξιώσουν από αυτόν το τμήμα εκείνο της κατάθεσης που αναλογεί στο δικαιοπάροχο τους, με βάση τις εσωτερικές σχέσεις των καταθετών. Εάν, όμως, έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2 του ν. 5638/1932, σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες, περιέρχεται αυτοδικαίως εξ ιδίου δικαίου, η κατάθεση και ο λογαριασμός απ’ αυτή στους επιζώντες, έναντι των οποίων οι κληρονόμοι του αποθανόντος καταθέτη δεν μπορούν να στραφούν και να αξιώσουν το κατά τις εσωτερικές σχέσεις τμήμα της κατάθεσης που αναλογούσε σ’ εκείνον, όπως θα μπορούσαν να πράξουν, αν δεν είχε τεθεί ο ως άνω όρος, του οποίου σε αυτό και μόνο εξαντλείται η νομική ενέργεια (ΑΠ1462/2006, ΑΠ1357/2002 ΑΠ 855/2002). Αυτός ο οποίος επικαλείται την πιο πάνω εξαίρεση της ύπαρξης του πρόσθετου όρου του άρθρου 2 του ν.5638/1932, που αποτελεί ένσταση (άρθρο 262 ΚΠολΔ), φέρει και το βάρος απόδειξης (ΑΠ 712/2009 ).
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Λέκκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αθανάσιο Καγκάνη, Αλτάνα Κοκκοβού, Ιωάννη Μπαλιτσάρη και Αγγελική Τζαβάρα Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ, δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Οκτωβρίου 2017, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Α. Κ. του Γ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Στυλιανό Μανουσάκη και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Α. Μ.-Γ. του Β., κατοίκου ..., υπό την ιδιότητά της ως μοναδικής εκ διαθήκης κληρονόμου του αποβιώσαντος, αρχικά αναιρεσίβλητου Κ. Μ. του Ι., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Καρδουλάκη, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14/11/2008 αγωγή του αρχικά αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2303/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1581/2014 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 4/6/2014 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
O Εισηγητής, Αρεοπαγίτης Αθανάσιος Καγκάνης, ανέγνωσε την από 19/1/2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη των λόγων της αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 286 περ. α, 287, 291 και 292 ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται, κατά το άρθρο 573 παρ. 1 ΚΠολΔ, και στην αναιρετική διαδικασία, συνδυαζόμενες και προς αυτές (διατάξεις) των άρθρων 1846 και 1847 ΑΚ προκύπτει ότι; η δίκη διακόπτεται, πλην άλλων, και στην περίπτωση κατά την οποία, μετά την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως και μέχρι να τελειώσει η προφορική συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση του Αρείου Πάγου, αποβιώσει κάποιος διάδικος. Η διακοπή επέρχεται από τη γνωστοποίηση προς τον αντίδικο του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή, του λόγου της διακοπής, η οποία πρέπει να γίνει είτε με επίδοση δικογράφου είτε με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός ακροατηρίου κατά την επιχείρηση της διαδικαστικής πράξεως από εκείνον που έχει δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη ή και από εκείνον που μέχρι τη στιγμή της επελεύσεως του θανάτου ήταν πληρεξούσιος του θανόντος διαδίκου, και, επομένως ο αντίδικος εκείνου του διαδίκου που πέθανε δεν νομιμοποιείται να προβεί στη γνωστοποίηση του θανάτου του ούτε η τυχόν τέτοια δήλωση του επιφέρει τη βίαιη διακοπή της δίκης. Η παράλειψη γνωστοποιήσεως του λόγου της διακοπής από τα κατά τα άνω νομιμοποιούμενα πρόσωπα δεν εμποδίζει τον αντίδικο του, που έλαβε, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, γνώση του λόγου της διακοπής να μην επικαλεσθεί την έλλειψη της γνωστοποίησης και να θεωρήσει τη δίκη διακοπείσα, να προκαλέσει την αναγκαστική επανάληψη της δίκης προσκαλώντας για το σκοπό αυτό, με κοινοποίηση δικογράφου, το οποίο συνιστά και η κάτωθι του επιδοθέντος αναιρετηρίου διαλαμβανόμενη κλήση προς συζήτηση της αναθέσεως τους αρχικούς διαδίκους και τους κληρονόμους του θανόντος μετά την παρέλευση της προθεσμίας του αποποιήσεως (ΑΠ 606/2015). Ως διάδικος υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης στην περίπτωση θανάτου του αρχικού διαδίκου νοείται ο καθολικός διάδοχος (κληρονόμος) αυτού. (Ολ. ΑΠ 22/2000). Στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία του Φακέλου της δικογραφίας προκύπτει ότι, μετά την άσκηση της (από 4.6.2014 και με αριθμ. καταθ. ...2014) υπό κρίση αίτησης αναιρέσεως της 1581/2014 τελεσίδικου αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, αποβίωσε, κατά την 23.9.2014, ο αναιρεσίβλητος Κ. Μ., καταλλιπών ως μόνη, δυνάμει της υπ’ αριθμ. ...10.2008 δημοσίας διαθήκης αυτού, που συντάχθηκε ενώπιον της Σ/φου Αθηνών Μ. Μ. και δημοσιεύθηκε στις 24.11.2014 με το 4783/2014 πρακτικό του Ειρηνοδικείου Αθηνών, την Α. Μ. - Γ., η οποία, με την, από 19.11.2015, ένδικη κλήση επαναλαμβάνει νομίμως κατά τα εκτιθέμενα στο μείζονα σκέψη, τη βιαίως, λόγω του παραπάνω θανάτου, διακοπείσα δίκη.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του ν. 5638/1932 "περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν", όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το ν.δ. 951/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 124 αρ. Δα’ ν.δ. 118/1973, χρηματική κατάθεση σε τράπεζα σε ανοιχτό, διαζευτικό λογαριασμό επ’ ονόματι ενός ή περισσοτέρων από κοινού (Joint Account ή Compte Joint) είναι, κατά την έννοια του νόμου αυτού, η κατάθεση, η οποία περιέχει τον όρο ότι από τον εν λόγω λογαριασμό μπορεί να κάνει χρήση, εν όλω ή εν μέρει, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας είτε μερικοί είτε και όλοι οι κατ’ ιδίαν δικαιούχοι, η δε χρηματική κατάθεση που γίνεται στον άνω λογαριασμό επιτρέπεται να ενεργείται και σε κοινό λογαριασμό με προθεσμία ή ταμιευτηρίου υπό προειδοποίηση.
Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες προς εκείνες των άρθρων 2 παρ. 1 ν.δ. 17.7/13.8.1932 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών", 411, 489, 490, 491 και 493 ΑΚ, προκύπτει ότι σε περίπτωση χρηματικής κατάθεσης στο όνομα του ίδιου του καταθέτη και τρίτων προσώπων, όπως η προβλεπομένη από το άρθρο 1 του ν. 5638/1932, ανεξαρτήτως του αν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκαν σε όλους υπέρ των οποίων έγινε η κατάθεση ή σε μερικούς από αυτούς, παράγεται μεταξύ του καταθέτη και των τρίτων αφενός και του δέκτη της κατάθεσης νομικού προσώπου αφετέρου ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή, με αποτέλεσμα η ανάληψη των χρημάτων της κατάθεσης (είτε όλων είτε μέρους αυτών) από έναν από τους δικαιούχους να χωρεί εξ ιδίου, του αναλαμβάνοντος, δικαίου.
Αν αναληφθεί, εξάλλου, ολόκληρο το ποσό από έναν μόνο δικαιούχο, επέρχεται απόσβεση της απαίτησης εις ολόκληρον, δηλαδή και ως προς τους λοιπούς μη αναλαβόντες συνδικαιούχους, έναντι του δέκτη της κατάθεσης, Ο μη αναλαβών συνδικαιούχος αποκτά, από το νόμο πλέον, απαίτηση (αναγωγικά) έναντι εκείνου που ανέλαβε ολόκληρη την κατάθεση για την καταβολή ποσού ίσου προς το μερίδιο, που του αναλογεί, με βάση τον αριθμό όλων, των συνδικαιούχων, εκτός αν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα στο σύνολο του ποσού της κατάθεσης ή, αντίθετα, έλλειψη δικαιώματος αναγωγής από μέρους αυτού που δεν προέβη στην ανάληψη του ποσού.
Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 493 ΑΚ, που θεσπίζει μαχητό τεκμήριο, η ύπαρξη τέτοιας εσωτερικής σχέσης αποτελεί εξαίρεση, της οποίας το βάρος της επίκλησης και απόδειξης φέρει ο διάδικος που προβάλλει περιστατικά τα οποία θεμελιώνουν το εξαιρετικό αυτό δικαίωμα. Η αξίωση για συμμετοχή στο χρηματικό ποσό του κοινού λογαριασμού γίνεται αντικείμενο δίκης με την έγερση σχετικής αγωγής, ανεξάρτητα αν ζητείται η πραγματική συμβολή ή τεκμαρτή συμμετοχή. Σύμφωνα δε με τα ανωτέρω εκτιθέμενα, ο ενάγων-καταθέτης, στρεφόμενος αναγωγικά κατά του συνδικαιούχου του κοινού λογαριασμού, που ανέλαβε ολόκληρο το χρηματικό ποσό ή μεγαλύτερο από το αναλογούν σ’ αυτόν μερίδιο, απαλλάσσεται από το βάρος της απόδειξης για το μέγεθος της συμμετοχής του, κατά το ποσοστό που αυτό καλύπτεται από το νόμιμο μαχητό τεκμήριο. Αν όμως αιτείται μεγαλύτερο ποσοστό, βαρύνεται να αποδείξει την ύπαρξη και το περιεχόμενο της εσωτερικής σχέσης μεταξύ των συνδικαιουχων, που του παρέχει δικαίωμα επί του μεγαλυτέρου ποσοστού. Το δικαστήριο, αν δεν αποδεικνύεται ύπαρξη διαφορετικής συμφωνίας, μπορεί να καταδικάσει τον αναλαβόντα συνδικαιούχο στην καταβολή του τεκμαιρόμενου μεριδίου του ενάγοντος. Περαιτέρω, και με βάση την προαναφερομένη έννομη σχέση που συνδέει τους συνδικαιούχους του κοινού λογαριασμού, ο καθένας από αυτούς δεν διαπράττει με την ανάληψη ποσών υπεξαίρεση, ούτε γίνεται πλουσιότερος, χωρίς νόμιμη αιτία σε βάρος της περιουσίας ή με ζημία άλλων. Τέλος, η έκταση της εξουσίας του κάθε δικαιούχου να διαθέσει και να ωφεληθεί από τις ευχέρειες που του παρέχονται, ως δικαιούχου του κοινού διαζευκτικού λογαριασμού, είναι δυνατόν να ρυθμίζεται από την εσωτερική σχέση τους που προσδιορίζεται από τυχόν αντίστοιχη συμφωνία τους (ΑΠ 1782/2007, ΑΠ 1505/2007).
Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του ν. 5638/1932, τα οποία επίσης διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 124 περ Δ στοιχ. α Χ ν.δ. 118/1973, ορίζεται αντιστοίχως ότι "επί των καταθέσεων τούτων (εις κοινόν λογαριασμό) δύναται να τεθεί προσθέτως ο όρος ότι άμα τω θανάτω οιονδήποτε των δικαιούχων, η κατάθεσις και ο εκ ταύτης λογαριασμός περιέρχεται αυτοδικαίως εις τους λοιπούς επιζώντας μέχρι του τελευταίου τούτων. Εν τη περίπτωση ταύτη η κατάθεσις περιέρχεται εις αυτούς ελευθέρα παντός φόρου κληρονομιάς ή άλλου τέλους. Αντιθέτως η απαλλαγή αυτή δεν επεκτείνεται και επί των κληρονόμων του τελευταίου απομείναντος δικαιούχου" και ότι "Διάθεσις της καταθέσεως δια πράξεως εν ζωή είτε αιτία θανάτου δεν επιτρέπεται, οι δε κληρονόμοι του τελευτήσαντος είτε εξ αδιάθετου είτε εκ διαθήκης, συμπεριλαμβανομένων και των αναγκαίων τοιούτων....ουδέν δικαίωμα κέκτηνται επί της καταθέσεως". Από τις διατάξεις αυτές, η πρώτη από τις οποίες αναφέρεται στις εσωτερικές μεταξύ των περισσοτέρων καταθετών σχέσεις, ενώ η δεύτερη ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ της Τράπεζας, στην οποία έχει γίνει η κατάθεση (και των περισσοτέρων καταθετών, συνδυαζόμενες και προς τις προμνημονευθείσες, προκύπτει ότι σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες δεν χωρεί υποκατάσταση αυτού από τους τυχόν κληρονόμους του έναντι της Τράπεζας, κατά της οποίας δεν μπορούν να στραφούν επικαλούμενοι το κληρονομικό τους δικαίωμα, διότι διαφορετικά θα μεταβαλλόταν το πρόσωπο του καταθέτη χωρίς τη συγκατάθεση της Τράπεζας. Ο επιζών καταθέτης, ως εις ολόκληρον δανειστής έναντι της Τράπεζας, μπορεί να εισπράξει και ολόκληρο το ποσόν της κατάθεσης, οπότε οι κληρονόμοι του αποθανόντος θα μπορούν να αξιώσουν από αυτόν το τμήμα εκείνο της κατάθεσης που αναλογεί στο δικαιοπάροχο τους, με βάση τις εσωτερικές σχέσεις των καταθετών. Εάν, όμως, έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2 του ν. 5638/1932, σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες, περιέρχεται αυτοδικαίως εξ ιδίου δικαίου, η κατάθεση και ο λογαριασμός απ’ αυτή στους επιζώντες, έναντι των οποίων οι κληρονόμοι του αποθανόντος καταθέτη δεν μπορούν να στραφούν και να αξιώσουν το κατά τις εσωτερικές σχέσεις τμήμα της κατάθεσης που αναλογούσε σ’ εκείνον, όπως θα μπορούσαν να πράξουν, αν δεν είχε τεθεί ο ως άνω όρος, του οποίου σε αυτό και μόνο εξαντλείται η νομική ενέργεια (ΑΠ 1462/2006, ΑΠ 1357/2002 ΑΠ 855/2002). Αυτός ο οποίος επικαλείται την πιο πάνω εξαίρεση της ύπαρξης του πρόσθετου όρου του άρθρου 2 του ν.5638/1932, που αποτελεί ένσταση (άρθρο 262 ΚΠολΔ), φέρει και το βάρος απόδειξης (ΑΠ 712/2009).
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ .19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος, απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά, πλήρεις αιτιολογίες, αφού το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 1998/2014, ΑΠ 1254/2010, ΑΠ 179/2013, ΑΠ 495/2013).
Με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης προβάλλεται από την αναιρεσείουσα η, από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αιτίαση με την επίκληση ότι, η προσβαλλομένη απόφαση, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου, διατάξεων των άρθρων 1 και 2 ν.5638/1932, έκανε δεκτή, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την κατ αυτής ένδικη αγωγή του αναιρεσιβλήτου με την οποία, επικαλούμενος αφενός την ιδιότητα του ως συνδικαιούχου (με τη μη διάδικο στην παρούσα δίκη, αμφιθαλή αδελφή του, Τ. Α., και την αναιρεσείουσα του αναφερομένου σ’ αυτήν κοινού τραπεζικού λογαριασμού και αφετέρου την (από την τελευταία αναιρεσείουσα) ανάληψη του συνολικού ποσού (70.539,76 Ευρώ) αυτού (λογαριασμού), ζήτησε την καταψήφιση της στην καταβολή του αναλογούντος σ’ αυτόν (αναιρεσίβλητο) μεριδίου, ανερχομένου στο ποσό των 31.351 Ευρώ απορρίψασα, με ελλιπείς και αντιφατικές αιτιολογίες της ελάσσονος προτάσεως του νομικού της συλλογισμού, που αναφέρεται στο πραγματικό των ως άνω κανόνων δικαίου, τον προς απόκρουση αυτής (αγωγής) προβληθέντα ισχυρισμό ανυπαρξίας δικαιώματος αναγωγής, έναντι αυτής του αναιρεσιβλήτου.
Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή (αρθ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει ότι, αυτή, μετ’ εκτίμηση των προσκομισθεισών από τους διαδίκους αποδείξεων, δέχθηκε, αναφορικά με τα κρίσιμα για την έκβαση της δίκης ως άνω ζητήματα, τα ακόλουθα: "Στις 10-4-2006 ανοίχθηκε ο υπ’ αρ. ... κοινός λογαριασμός της Τράπεζας "..." με συνδικαιούχους τον ενάγοντα, (αναιρεσίβλητο) την εναγομένη (αναιρεσείουσα) και την αμφιθαλή αδελφή του πρώτου, Τ. Α., (μη διάδικο στην παρούσα δίκη) η οποία κατέθεσε το χρηματικό ποσό των 70.539,76 ευρώ, ενώ δεν τέθηκε όρος περί αυτοδίκαιης περιέλευσής του στους λοιπούς συνδικαιούχους, σε περίπτωση θανάτου ενός απ’ αυτούς. Στις 21-6-2008 απεβίωσε χωρίς να αφήσει διαθήκη η Τ. Α. και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τον ενάγοντα, κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου [βλ. το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο υπ’ αρ. πρωτ. .../8/2008 πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του Δημάρχου Καλλιθέας Αττικής]. Μετά το θάνατο αυτής ο ενάγων ζήτησε ενημέρωση από την ως άνω τραπεζική εταιρία για τον κοινό λογαριασμό και διαπίστωσε ότι η εναγομένη με τρεις διαδοχικές αναλήψεις, που έλαβαν χώρα στις 10-4-2006, 13-4-2006 και 25-4-2006, είχε αναλάβει τα ποσά των 32.500 ευρώ, 12.000 ευρώ και 26.039,76 ευρώ, αντίστοιχα, ήτοι είχε αναλάβει το σύνολο του ως άνω χρηματικού ποσού και με αυτό κάλυψε προσωπικές της ανάγκες και συγκεκριμένα επιταγές της. Ο ενάγων, ως συνδικαιούχος του κοινού λογαριασμού, που δεν είχε αναλάβει οποιοδήποτε ποσό δικαιούται το μερίδιο του από την κοινή κατάθεση, ήτοι ποσοστό 1/3 επί του συνολικού ποσού, με δεδομένο ότι οι συνδικαιούχοι ήταν τρεις (3) και δεν αποδείχθηκε ότι είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους αναλογία διαφορετική από την ως άνω επί του κοινού λογαριασμού και συνεπώς δικαιούται το ποσό των (70.539,76 ευρώ Χ 1/3 = ) 23.513,25 ευρώ. Επίσης, εφόσον δεν είχε τεθεί ο όρος περί αυτοδίκαιης περιέλευσης της κατάθεσης στους λοιπούς συνδικαιούχους σε περίπτωση θανάτου ενός από αυτούς, το δικαίωμα αναγωγής της αποβιώσασας, Τ. Α., κατά της εναγομένης για την ανάληψη από την τελευταία ολόκληρου του ποσού της κατάθεσης, πέραν του μεριδίου της, περιέρχεται στον ενάγοντα, κατά το ποσοστό της κληρονομικής του διαδοχής, ήτοι 1/3 εξ αδιαιρέτου, και συνεπώς δικαιούται το 1/3 του αναλογούντος στην αποβιώσασα μέρους της κοινής κατάθεσης, που ανέρχεται στο ποσό των [(70.539,76 ευρώ Χ 1/3) Χ 1/3 =] 7.837,75 ευρώ. Για τις ανωτέρω αιτίες, λοιπόν, ο ενάγων δικαιούται το συνολικό ποσό των (23.513,25 + 7.837,75 = ) 31.351 ευρώ. Ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι το ανωτέρω χρηματικό ποσό κατά το μεγαλύτερο μέρος του είχε κατατεθεί από τον σύζυγο της, εφοπλιστή και ότι αυτή το εισέπραξε πριν από τον θάνατο της Τ. Α., γεγονός το οποίο η τελευταία γνώριζε και δεν αντέδρασε, και αληθές υποτιθέμενο δεν ασκεί καμία έννομη επιρροή επί της επίδικης διαφοράς, καθόσον, χωρίς συμφωνία μεταξύ όλων των συνδικαιούχων δεν θα μπορούσε να υπάρξει διαφορετική συμμετοχή αυτών στον κοινό λογαριασμό, η ύπαρξη δε τέτοιας συμφωνίας δεν αποδείχθηκε από οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο. Εξάλλου, από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από την εναγομένη έγγραφα και ειδικότερα από το φωτοτυπικό αντίγραφο του βιβλιαρίου του ως άνω λογαριασμού, καθώς και από το ομόλογο σε φωτοτυπικό αντίγραφο με δικαιούχο την ίδια σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συναχθεί συμφωνία των συνδικαιούχων περί διαφορετικής συμμετοχής τους στον ως άνω λογαριασμό".
Έτσι που έκρινε το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, τις παραπάνω, ουσιαστικού δικαίου, διατάξεις δεχθείσα με πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες της ελάσσονος προτάσεως του νομικού της συλλογισμού που αναφέρεται στο πραγματικό των εφαρμοσθέντων ως άνω κανόνων δικαίου την κατάφαση των επικαλουμένων προς θεμελίωση της ένδικης αγωγής προϋποθέσεων και ειδικότερα α) το άνοιγμα, στις 10-4-2006, κοινού τραπεζικού λογαριασμού με συνδικαιούχους τους διαδίκους και τη μη διάδικο στην παρούσα δίκη αμφιθαλή αδελφή του αναιρεσίβλητου Τ. Α., που αποβίωσε την 21.6.08 κληρονομηθείσα εξ αδιαθέτου, κατά ποσοστό 1/3, από τον αναιρεσίβλητο, β) την ανάληψη του συνολικού ποσού του παραπάνω λογαριασμού, ανερχομένου σε 70.539,76 Ευρώ, από την αναιρεσείουσα συνδικαιούχο και γ) το δικαίωμα αναγωγής του αναιρεσιβλήτου έναντι της αναλαβούσης αναιρεσείουσας προς καταβολή σ’ αυτόν του αναλόγου αφενός προς τον αριθμό των συνδικαιούχων του επίδικου λογαριασμού ποσοστού (1/3), ενόψει της μη αποδείξεως διαφορετικής συμφωνίας, και αφετέρου προς το ποσοστό της εξ αδιαθέτου κληρονομικής του μερίδας (1/3) επί του μεριδίου (1/3) της αποβιώσασας ως άνω συνδικαιούχου ενόψει της ανυπαρξίας ορίου περί αυτοδικαίας, σε περίπτωση θανάτου ενός των συνδικαιούχων, περιέλευσεως της καταθέσεως αυτού στους λοιπούς συνδικαιούχους.
Υπό τις πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις παραδοχές αυτές της προσβαλλομένης απόφασης, οι οποίες δικαιολογούν το αποδεικτικό πόρισμα, κατά την έννοια της ορθής υπαγωγής των ανελέγκτως γενομένων δεκτών ως αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών στο πραγματικό των εφαρμοσθέντων ως άνω κανόνων δικαίου, και καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο δεν ευρίσκει έρεισμα εφαρμογής η προβαλλόμενη από το άρθ. 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αιτίαση, η οποία, για το λόγο αυτό, κρίνεται απορριπτέα ως αβάσιμη. Ο από το άρθρο 559 αρ. 8 Κ.Πολ.Δ., λόγος αναιρέσεως, ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκουμένου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολομ. ΑΠ 9/1997, ΑΠ 625/2008, ΑΠ 328/2008). Δεν αποτελούν "πράγματα" και άρα δεν ιδρύεται ο ως άνω λόγος αναιρέσεως αν δεν ληφθούν υπόψη οι ισχυρισμοί που αποτελούν απλή ή αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, καθώς και οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 701/2008, ΑΠ 625/2008, ΑΠ 558/2008). Δεν ιδρύεται επίσης ο λόγος αυτός της αναιρέσεως, αν το δικαστήριο που δίκασε, έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 37/2008, ΑΠ 2102/2007) είτε ρητώς είτε εκ πράγματος δια των, περί του αντιθέτων, παραδοχών (ΑΠ 1994/2014, ΑΠ 1434/2010).
Με το δεύτερο λόγο της αναίρεσης προβάλλεται από την αναιρεσείουσα η, κατ’ ορθή εκτίμηση των προς θεμελίωση του εκτιθεμένων, από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ αιτίαση με την επίκληση ότι, παρά το νόμο, η προσβαλλομένη απόφαση δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και ειδικότερα τον προς απόκρουση της αγωγής προβληθέντα ισχυρισμό (ένσταση) περί αποκλεισμού του μ’ αυτήν ασκουμένου αναγωγικού δικαιώματος του αναιρεσιβλήτου, απορρέοντος (αποκλεισμού) από τις μεταξύ των συνδικαιούχων εσωτερικές σχέσεις. Ο λόγος αυτός κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι η τελευταία έλαβε υπόψη και τον ισχυρισμό αυτό και τον απέρριψε ως αναπόδεικτο με την παραδοχή ότι "Εξάλλου από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από την εναγόμενη έγγραφα και ειδικότερα από το φωτοτυπικό αντίγραφο του βιβλιαρίου του ως άνω λογαριασμού, καθώς και από το ομόλογο σε φωτοτυπικό αντίγραφο με δικαιούχο την ίδια σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συναχθεί συμφωνία των συνδικαιούχων περί διαφορετικής συμμετοχής τους στον ως άνω λογαριασμό." Η περαιτέρω, δια του ως άνω λόγου, προβαλλομένη αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έλαβε υπόψη τον, προς απόκρουση της από τον αναιρεσίβλητο προσκομισθείσας, προς απόδειξη της επικαλούμενης απ’ αυτόν συμφωνίας καθορισμού, μεταξύ των συνδικαιούχων, μεγαλύτερης του 1/3 αναλογίας εκ της κοινής τραπεζικής κατάθεσης από 15.10.06 επιστολής της αποβιωσάσης συνδικαιούχου αδελφής του, προβληθέντα ισχυρισμό ακυρότητας αυτής κρίνεται απορριπτέα ως αλυσιτελώς προβαλλόμενη, αφού, από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, ο ισχυρισμός περί υπάρξεως της από τον αναιρεσίβλητο επικληθείσας ως άνω συμφωνίας δεν έγινε δεκτός, απορριφθείς, ως αβάσιμος ουσιαστικά με τη ρητή παραδοχή ότι " Ο ενάγων, ως συνδικαιούχος του κοινού λογαριασμού, δικαιούται το μερίδιο του, ήτοι ποσοστό 1/3 εκ του συνολικού ποσού με δεδομένο ότι οι συνδικαιούχοι ήταν τρείς και δεν αποδείχθηκε ότι είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους αναλογία διαφορετική".
Κατ’ ακολουθίαν όλων των ως άνω αναφερθέντων και ενόψει της μη προβολής άλλου αναιρετικού λόγου προ έρευνα, πρέπει ν’ απορριφθεί, στο σύνολό της, η ένδικη αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (αρ. 495§4 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την [από 4.6.2014 και με αριθμ. καταθ. ...2014] αίτηση αναιρέσεως της 1581/2014 τελεσιδίκου αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου στου Δημόσιο Ταμείο.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Οκτωβρίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 25/10/2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
https://www.taxheaven.gr
Θάνατος δικαιούχου σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό (Joint Account)
Αριθμός 1764/2017
Περίληψη
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του ν. 5638/1932 "περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν", όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το ν.δ. 951/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 124 αρ. Δα’ ν.δ. 118/1973, χρηματική κατάθεση σε τράπεζα σε ανοιχτό, διαζευτικό λογαριασμό επ’ ονόματι ενός ή περισσοτέρων από κοινού (Joint Account ή Compte Joint) είναι, κατά την έννοια του νόμου αυτού, η κατάθεση, η οποία περιέχει τον όρο ότι από τον εν λόγω λογαριασμό μπορεί να κάνει χρήση, εν όλω ή εν μέρει, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας είτε μερικοί είτε και όλοι οι κατ’ ιδίαν δικαιούχοι, η δε χρηματική κατάθεση που γίνεται στον άνω λογαριασμό επιτρέπεται να ενεργείται και σε κοινό λογαριασμό με προθεσμία ή ταμιευτηρίου υπό προειδοποίηση.
Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες προς εκείνες των άρθρων 2 παρ. 1 ν.δ. 17.7/13.8.1932 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών", 411, 489, 490, 491 και 493 ΑΚ, προκύπτει ότι σε περίπτωση χρηματικής κατάθεσης στο όνομα του ίδιου του καταθέτη και τρίτων προσώπων, όπως η προβλεπομένη από το άρθρο 1 του ν. 5638/1932, ανεξαρτήτως του αν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκαν σε όλους υπέρ των οποίων έγινε η κατάθεση ή σε μερικούς από αυτούς, παράγεται μεταξύ του καταθέτη και των τρίτων αφενός και του δέκτη της κατάθεσης νομικού προσώπου αφετέρου ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή, με αποτέλεσμα η ανάληψη των χρημάτων της κατάθεσης (είτε όλων είτε μέρους αυτών) από έναν από τους δικαιούχους να χωρεί εξ ιδίου, του αναλαμβάνοντος, δικαίου.
Αν αναληφθεί, εξάλλου, ολόκληρο το ποσό από έναν μόνο δικαιούχο, επέρχεται απόσβεση της απαίτησης εις ολόκληρον, δηλαδή και ως προς τους λοιπούς μη αναλαβόντες συνδικαιούχους, έναντι του δέκτη της κατάθεσης, Ο μη αναλαβών συνδικαιούχος αποκτά, από το νόμο πλέον, απαίτηση (αναγωγικά) έναντι εκείνου που ανέλαβε ολόκληρη την κατάθεση για την καταβολή ποσού ίσου προς το μερίδιο, που του αναλογεί, με βάση τον αριθμό όλων, των συνδικαιούχων, εκτός αν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα στο σύνολο του ποσού της κατάθεσης ή, αντίθετα, έλλειψη δικαιώματος αναγωγής από μέρους αυτού που δεν προέβη στην ανάληψη του ποσού.
Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 493 ΑΚ, που θεσπίζει μαχητό τεκμήριο, η ύπαρξη τέτοιας εσωτερικής σχέσης αποτελεί εξαίρεση, της οποίας το βάρος της επίκλησης και απόδειξης φέρει ο διάδικος που προβάλλει περιστατικά τα οποία θεμελιώνουν το εξαιρετικό αυτό δικαίωμα. Η αξίωση για συμμετοχή στο χρηματικό ποσό του κοινού λογαριασμού γίνεται αντικείμενο δίκης με την έγερση σχετικής αγωγής, ανεξάρτητα αν ζητείται η πραγματική συμβολή ή τεκμαρτή συμμετοχή. Σύμφωνα δε με τα ανωτέρω εκτιθέμενα, ο ενάγων-καταθέτης, στρεφόμενος αναγωγικά κατά του συνδικαιούχου του κοινού λογαριασμού, που ανέλαβε ολόκληρο το χρηματικό ποσό ή μεγαλύτερο από το αναλογούν σ’ αυτόν μερίδιο, απαλλάσσεται από το βάρος της απόδειξης για το μέγεθος της συμμετοχής του, κατά το ποσοστό που αυτό καλύπτεται από το νόμιμο μαχητό τεκμήριο. Αν όμως αιτείται μεγαλύτερο ποσοστό, βαρύνεται να αποδείξει την ύπαρξη και το περιεχόμενο της εσωτερικής σχέσης μεταξύ των συνδικαιουχων, που του παρέχει δικαίωμα επί του μεγαλυτέρου ποσοστού. Το δικαστήριο, αν δεν αποδεικνύεται ύπαρξη διαφορετικής συμφωνίας, μπορεί να καταδικάσει τον αναλαβόντα συνδικαιούχο στην καταβολή του τεκμαιρόμενου μεριδίου του ενάγοντος. Περαιτέρω, και με βάση την προαναφερομένη έννομη σχέση που συνδέει τους συνδικαιούχους του κοινού λογαριασμού, ο καθένας από αυτούς δεν διαπράττει με την ανάληψη ποσών υπεξαίρεση, ούτε γίνεται πλουσιότερος, χωρίς νόμιμη αιτία σε βάρος της περιουσίας ή με ζημία άλλων. Τέλος, η έκταση της εξουσίας του κάθε δικαιούχου να διαθέσει και να ωφεληθεί από τις ευχέρειες που του παρέχονται, ως δικαιούχου του κοινού διαζευκτικού λογαριασμού, είναι δυνατόν να ρυθμίζεται από την εσωτερική σχέση τους που προσδιορίζεται από τυχόν αντίστοιχη συμφωνία τους (ΑΠ 1782/2007, ΑΠ 1505/2007).
Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του ν. 5638/1932, τα οποία επίσης διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 124 περ Δ στοιχ. α Χ ν.δ. 118/1973, ορίζεται αντιστοίχως ότι "επί των καταθέσεων τούτων (εις κοινόν λογαριασμό) δύναται να τεθεί προσθέτως ο όρος ότι άμα τω θανάτω οιονδήποτε των δικαιούχων, η κατάθεσις και ο εκ ταύτης λογαριασμός περιέρχεται αυτοδικαίως εις τους λοιπούς επιζώντας μέχρι του τελευταίου τούτων. Εν τη περίπτωση ταύτη η κατάθεσις περιέρχεται εις αυτούς ελευθέρα παντός φόρου κληρονομιάς ή άλλου τέλους. Αντιθέτως η απαλλαγή αυτή δεν επεκτείνεται και επί των κληρονόμων του τελευταίου απομείναντος δικαιούχου" και ότι "Διάθεσις της καταθέσεως δια πράξεως εν ζωή είτε αιτία θανάτου δεν επιτρέπεται, οι δε κληρονόμοι του τελευτήσαντος είτε εξ αδιάθετου είτε εκ διαθήκης, συμπεριλαμβανομένων και των αναγκαίων τοιούτων....ουδέν δικαίωμα κέκτηνται επί της καταθέσεως". Από τις διατάξεις αυτές, η πρώτη από τις οποίες αναφέρεται στις εσωτερικές μεταξύ των περισσοτέρων καταθετών σχέσεις, ενώ η δεύτερη ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ της Τράπεζας, στην οποία έχει γίνει η κατάθεση (και των περισσοτέρων καταθετών, συνδυαζόμενες και προς τις προμνημονευθείσες, προκύπτει ότι σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες δεν χωρεί υποκατάσταση αυτού από τους τυχόν κληρονόμους του έναντι της Τράπεζας, κατά της οποίας δεν μπορούν να στραφούν επικαλούμενοι το κληρονομικό τους δικαίωμα, διότι διαφορετικά θα μεταβαλλόταν το πρόσωπο του καταθέτη χωρίς τη συγκατάθεση της Τράπεζας. Ο επιζών καταθέτης, ως εις ολόκληρον δανειστής έναντι της Τράπεζας, μπορεί να εισπράξει και ολόκληρο το ποσόν της κατάθεσης, οπότε οι κληρονόμοι του αποθανόντος θα μπορούν να αξιώσουν από αυτόν το τμήμα εκείνο της κατάθεσης που αναλογεί στο δικαιοπάροχο τους, με βάση τις εσωτερικές σχέσεις των καταθετών. Εάν, όμως, έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2 του ν. 5638/1932, σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες, περιέρχεται αυτοδικαίως εξ ιδίου δικαίου, η κατάθεση και ο λογαριασμός απ’ αυτή στους επιζώντες, έναντι των οποίων οι κληρονόμοι του αποθανόντος καταθέτη δεν μπορούν να στραφούν και να αξιώσουν το κατά τις εσωτερικές σχέσεις τμήμα της κατάθεσης που αναλογούσε σ’ εκείνον, όπως θα μπορούσαν να πράξουν, αν δεν είχε τεθεί ο ως άνω όρος, του οποίου σε αυτό και μόνο εξαντλείται η νομική ενέργεια (ΑΠ1462/2006, ΑΠ1357/2002 ΑΠ 855/2002). Αυτός ο οποίος επικαλείται την πιο πάνω εξαίρεση της ύπαρξης του πρόσθετου όρου του άρθρου 2 του ν.5638/1932, που αποτελεί ένσταση (άρθρο 262 ΚΠολΔ), φέρει και το βάρος απόδειξης (ΑΠ 712/2009 ).
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Λέκκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αθανάσιο Καγκάνη, Αλτάνα Κοκκοβού, Ιωάννη Μπαλιτσάρη και Αγγελική Τζαβάρα Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ, δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Οκτωβρίου 2017, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Α. Κ. του Γ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Στυλιανό Μανουσάκη και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Α. Μ.-Γ. του Β., κατοίκου ..., υπό την ιδιότητά της ως μοναδικής εκ διαθήκης κληρονόμου του αποβιώσαντος, αρχικά αναιρεσίβλητου Κ. Μ. του Ι., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Καρδουλάκη, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14/11/2008 αγωγή του αρχικά αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2303/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1581/2014 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 4/6/2014 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
O Εισηγητής, Αρεοπαγίτης Αθανάσιος Καγκάνης, ανέγνωσε την από 19/1/2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη των λόγων της αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 286 περ. α, 287, 291 και 292 ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται, κατά το άρθρο 573 παρ. 1 ΚΠολΔ, και στην αναιρετική διαδικασία, συνδυαζόμενες και προς αυτές (διατάξεις) των άρθρων 1846 και 1847 ΑΚ προκύπτει ότι; η δίκη διακόπτεται, πλην άλλων, και στην περίπτωση κατά την οποία, μετά την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως και μέχρι να τελειώσει η προφορική συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση του Αρείου Πάγου, αποβιώσει κάποιος διάδικος. Η διακοπή επέρχεται από τη γνωστοποίηση προς τον αντίδικο του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή, του λόγου της διακοπής, η οποία πρέπει να γίνει είτε με επίδοση δικογράφου είτε με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός ακροατηρίου κατά την επιχείρηση της διαδικαστικής πράξεως από εκείνον που έχει δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη ή και από εκείνον που μέχρι τη στιγμή της επελεύσεως του θανάτου ήταν πληρεξούσιος του θανόντος διαδίκου, και, επομένως ο αντίδικος εκείνου του διαδίκου που πέθανε δεν νομιμοποιείται να προβεί στη γνωστοποίηση του θανάτου του ούτε η τυχόν τέτοια δήλωση του επιφέρει τη βίαιη διακοπή της δίκης. Η παράλειψη γνωστοποιήσεως του λόγου της διακοπής από τα κατά τα άνω νομιμοποιούμενα πρόσωπα δεν εμποδίζει τον αντίδικο του, που έλαβε, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, γνώση του λόγου της διακοπής να μην επικαλεσθεί την έλλειψη της γνωστοποίησης και να θεωρήσει τη δίκη διακοπείσα, να προκαλέσει την αναγκαστική επανάληψη της δίκης προσκαλώντας για το σκοπό αυτό, με κοινοποίηση δικογράφου, το οποίο συνιστά και η κάτωθι του επιδοθέντος αναιρετηρίου διαλαμβανόμενη κλήση προς συζήτηση της αναθέσεως τους αρχικούς διαδίκους και τους κληρονόμους του θανόντος μετά την παρέλευση της προθεσμίας του αποποιήσεως (ΑΠ 606/2015). Ως διάδικος υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης στην περίπτωση θανάτου του αρχικού διαδίκου νοείται ο καθολικός διάδοχος (κληρονόμος) αυτού. (Ολ. ΑΠ 22/2000). Στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία του Φακέλου της δικογραφίας προκύπτει ότι, μετά την άσκηση της (από 4.6.2014 και με αριθμ. καταθ. ...2014) υπό κρίση αίτησης αναιρέσεως της 1581/2014 τελεσίδικου αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, αποβίωσε, κατά την 23.9.2014, ο αναιρεσίβλητος Κ. Μ., καταλλιπών ως μόνη, δυνάμει της υπ’ αριθμ. ...10.2008 δημοσίας διαθήκης αυτού, που συντάχθηκε ενώπιον της Σ/φου Αθηνών Μ. Μ. και δημοσιεύθηκε στις 24.11.2014 με το 4783/2014 πρακτικό του Ειρηνοδικείου Αθηνών, την Α. Μ. - Γ., η οποία, με την, από 19.11.2015, ένδικη κλήση επαναλαμβάνει νομίμως κατά τα εκτιθέμενα στο μείζονα σκέψη, τη βιαίως, λόγω του παραπάνω θανάτου, διακοπείσα δίκη.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του ν. 5638/1932 "περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν", όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το ν.δ. 951/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 124 αρ. Δα’ ν.δ. 118/1973, χρηματική κατάθεση σε τράπεζα σε ανοιχτό, διαζευτικό λογαριασμό επ’ ονόματι ενός ή περισσοτέρων από κοινού (Joint Account ή Compte Joint) είναι, κατά την έννοια του νόμου αυτού, η κατάθεση, η οποία περιέχει τον όρο ότι από τον εν λόγω λογαριασμό μπορεί να κάνει χρήση, εν όλω ή εν μέρει, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας είτε μερικοί είτε και όλοι οι κατ’ ιδίαν δικαιούχοι, η δε χρηματική κατάθεση που γίνεται στον άνω λογαριασμό επιτρέπεται να ενεργείται και σε κοινό λογαριασμό με προθεσμία ή ταμιευτηρίου υπό προειδοποίηση.
Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες προς εκείνες των άρθρων 2 παρ. 1 ν.δ. 17.7/13.8.1932 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών", 411, 489, 490, 491 και 493 ΑΚ, προκύπτει ότι σε περίπτωση χρηματικής κατάθεσης στο όνομα του ίδιου του καταθέτη και τρίτων προσώπων, όπως η προβλεπομένη από το άρθρο 1 του ν. 5638/1932, ανεξαρτήτως του αν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκαν σε όλους υπέρ των οποίων έγινε η κατάθεση ή σε μερικούς από αυτούς, παράγεται μεταξύ του καταθέτη και των τρίτων αφενός και του δέκτη της κατάθεσης νομικού προσώπου αφετέρου ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή, με αποτέλεσμα η ανάληψη των χρημάτων της κατάθεσης (είτε όλων είτε μέρους αυτών) από έναν από τους δικαιούχους να χωρεί εξ ιδίου, του αναλαμβάνοντος, δικαίου.
Αν αναληφθεί, εξάλλου, ολόκληρο το ποσό από έναν μόνο δικαιούχο, επέρχεται απόσβεση της απαίτησης εις ολόκληρον, δηλαδή και ως προς τους λοιπούς μη αναλαβόντες συνδικαιούχους, έναντι του δέκτη της κατάθεσης, Ο μη αναλαβών συνδικαιούχος αποκτά, από το νόμο πλέον, απαίτηση (αναγωγικά) έναντι εκείνου που ανέλαβε ολόκληρη την κατάθεση για την καταβολή ποσού ίσου προς το μερίδιο, που του αναλογεί, με βάση τον αριθμό όλων, των συνδικαιούχων, εκτός αν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα στο σύνολο του ποσού της κατάθεσης ή, αντίθετα, έλλειψη δικαιώματος αναγωγής από μέρους αυτού που δεν προέβη στην ανάληψη του ποσού.
Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 493 ΑΚ, που θεσπίζει μαχητό τεκμήριο, η ύπαρξη τέτοιας εσωτερικής σχέσης αποτελεί εξαίρεση, της οποίας το βάρος της επίκλησης και απόδειξης φέρει ο διάδικος που προβάλλει περιστατικά τα οποία θεμελιώνουν το εξαιρετικό αυτό δικαίωμα. Η αξίωση για συμμετοχή στο χρηματικό ποσό του κοινού λογαριασμού γίνεται αντικείμενο δίκης με την έγερση σχετικής αγωγής, ανεξάρτητα αν ζητείται η πραγματική συμβολή ή τεκμαρτή συμμετοχή. Σύμφωνα δε με τα ανωτέρω εκτιθέμενα, ο ενάγων-καταθέτης, στρεφόμενος αναγωγικά κατά του συνδικαιούχου του κοινού λογαριασμού, που ανέλαβε ολόκληρο το χρηματικό ποσό ή μεγαλύτερο από το αναλογούν σ’ αυτόν μερίδιο, απαλλάσσεται από το βάρος της απόδειξης για το μέγεθος της συμμετοχής του, κατά το ποσοστό που αυτό καλύπτεται από το νόμιμο μαχητό τεκμήριο. Αν όμως αιτείται μεγαλύτερο ποσοστό, βαρύνεται να αποδείξει την ύπαρξη και το περιεχόμενο της εσωτερικής σχέσης μεταξύ των συνδικαιουχων, που του παρέχει δικαίωμα επί του μεγαλυτέρου ποσοστού. Το δικαστήριο, αν δεν αποδεικνύεται ύπαρξη διαφορετικής συμφωνίας, μπορεί να καταδικάσει τον αναλαβόντα συνδικαιούχο στην καταβολή του τεκμαιρόμενου μεριδίου του ενάγοντος. Περαιτέρω, και με βάση την προαναφερομένη έννομη σχέση που συνδέει τους συνδικαιούχους του κοινού λογαριασμού, ο καθένας από αυτούς δεν διαπράττει με την ανάληψη ποσών υπεξαίρεση, ούτε γίνεται πλουσιότερος, χωρίς νόμιμη αιτία σε βάρος της περιουσίας ή με ζημία άλλων. Τέλος, η έκταση της εξουσίας του κάθε δικαιούχου να διαθέσει και να ωφεληθεί από τις ευχέρειες που του παρέχονται, ως δικαιούχου του κοινού διαζευκτικού λογαριασμού, είναι δυνατόν να ρυθμίζεται από την εσωτερική σχέση τους που προσδιορίζεται από τυχόν αντίστοιχη συμφωνία τους (ΑΠ 1782/2007, ΑΠ 1505/2007).
Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του ν. 5638/1932, τα οποία επίσης διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 124 περ Δ στοιχ. α Χ ν.δ. 118/1973, ορίζεται αντιστοίχως ότι "επί των καταθέσεων τούτων (εις κοινόν λογαριασμό) δύναται να τεθεί προσθέτως ο όρος ότι άμα τω θανάτω οιονδήποτε των δικαιούχων, η κατάθεσις και ο εκ ταύτης λογαριασμός περιέρχεται αυτοδικαίως εις τους λοιπούς επιζώντας μέχρι του τελευταίου τούτων. Εν τη περίπτωση ταύτη η κατάθεσις περιέρχεται εις αυτούς ελευθέρα παντός φόρου κληρονομιάς ή άλλου τέλους. Αντιθέτως η απαλλαγή αυτή δεν επεκτείνεται και επί των κληρονόμων του τελευταίου απομείναντος δικαιούχου" και ότι "Διάθεσις της καταθέσεως δια πράξεως εν ζωή είτε αιτία θανάτου δεν επιτρέπεται, οι δε κληρονόμοι του τελευτήσαντος είτε εξ αδιάθετου είτε εκ διαθήκης, συμπεριλαμβανομένων και των αναγκαίων τοιούτων....ουδέν δικαίωμα κέκτηνται επί της καταθέσεως". Από τις διατάξεις αυτές, η πρώτη από τις οποίες αναφέρεται στις εσωτερικές μεταξύ των περισσοτέρων καταθετών σχέσεις, ενώ η δεύτερη ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ της Τράπεζας, στην οποία έχει γίνει η κατάθεση (και των περισσοτέρων καταθετών, συνδυαζόμενες και προς τις προμνημονευθείσες, προκύπτει ότι σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες δεν χωρεί υποκατάσταση αυτού από τους τυχόν κληρονόμους του έναντι της Τράπεζας, κατά της οποίας δεν μπορούν να στραφούν επικαλούμενοι το κληρονομικό τους δικαίωμα, διότι διαφορετικά θα μεταβαλλόταν το πρόσωπο του καταθέτη χωρίς τη συγκατάθεση της Τράπεζας. Ο επιζών καταθέτης, ως εις ολόκληρον δανειστής έναντι της Τράπεζας, μπορεί να εισπράξει και ολόκληρο το ποσόν της κατάθεσης, οπότε οι κληρονόμοι του αποθανόντος θα μπορούν να αξιώσουν από αυτόν το τμήμα εκείνο της κατάθεσης που αναλογεί στο δικαιοπάροχο τους, με βάση τις εσωτερικές σχέσεις των καταθετών. Εάν, όμως, έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2 του ν. 5638/1932, σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες, περιέρχεται αυτοδικαίως εξ ιδίου δικαίου, η κατάθεση και ο λογαριασμός απ’ αυτή στους επιζώντες, έναντι των οποίων οι κληρονόμοι του αποθανόντος καταθέτη δεν μπορούν να στραφούν και να αξιώσουν το κατά τις εσωτερικές σχέσεις τμήμα της κατάθεσης που αναλογούσε σ’ εκείνον, όπως θα μπορούσαν να πράξουν, αν δεν είχε τεθεί ο ως άνω όρος, του οποίου σε αυτό και μόνο εξαντλείται η νομική ενέργεια (ΑΠ 1462/2006, ΑΠ 1357/2002 ΑΠ 855/2002). Αυτός ο οποίος επικαλείται την πιο πάνω εξαίρεση της ύπαρξης του πρόσθετου όρου του άρθρου 2 του ν.5638/1932, που αποτελεί ένσταση (άρθρο 262 ΚΠολΔ), φέρει και το βάρος απόδειξης (ΑΠ 712/2009).
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ .19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος, απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά, πλήρεις αιτιολογίες, αφού το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 1998/2014, ΑΠ 1254/2010, ΑΠ 179/2013, ΑΠ 495/2013).
Με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης προβάλλεται από την αναιρεσείουσα η, από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αιτίαση με την επίκληση ότι, η προσβαλλομένη απόφαση, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου, διατάξεων των άρθρων 1 και 2 ν.5638/1932, έκανε δεκτή, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την κατ αυτής ένδικη αγωγή του αναιρεσιβλήτου με την οποία, επικαλούμενος αφενός την ιδιότητα του ως συνδικαιούχου (με τη μη διάδικο στην παρούσα δίκη, αμφιθαλή αδελφή του, Τ. Α., και την αναιρεσείουσα του αναφερομένου σ’ αυτήν κοινού τραπεζικού λογαριασμού και αφετέρου την (από την τελευταία αναιρεσείουσα) ανάληψη του συνολικού ποσού (70.539,76 Ευρώ) αυτού (λογαριασμού), ζήτησε την καταψήφιση της στην καταβολή του αναλογούντος σ’ αυτόν (αναιρεσίβλητο) μεριδίου, ανερχομένου στο ποσό των 31.351 Ευρώ απορρίψασα, με ελλιπείς και αντιφατικές αιτιολογίες της ελάσσονος προτάσεως του νομικού της συλλογισμού, που αναφέρεται στο πραγματικό των ως άνω κανόνων δικαίου, τον προς απόκρουση αυτής (αγωγής) προβληθέντα ισχυρισμό ανυπαρξίας δικαιώματος αναγωγής, έναντι αυτής του αναιρεσιβλήτου.
Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή (αρθ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει ότι, αυτή, μετ’ εκτίμηση των προσκομισθεισών από τους διαδίκους αποδείξεων, δέχθηκε, αναφορικά με τα κρίσιμα για την έκβαση της δίκης ως άνω ζητήματα, τα ακόλουθα: "Στις 10-4-2006 ανοίχθηκε ο υπ’ αρ. ... κοινός λογαριασμός της Τράπεζας "..." με συνδικαιούχους τον ενάγοντα, (αναιρεσίβλητο) την εναγομένη (αναιρεσείουσα) και την αμφιθαλή αδελφή του πρώτου, Τ. Α., (μη διάδικο στην παρούσα δίκη) η οποία κατέθεσε το χρηματικό ποσό των 70.539,76 ευρώ, ενώ δεν τέθηκε όρος περί αυτοδίκαιης περιέλευσής του στους λοιπούς συνδικαιούχους, σε περίπτωση θανάτου ενός απ’ αυτούς. Στις 21-6-2008 απεβίωσε χωρίς να αφήσει διαθήκη η Τ. Α. και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τον ενάγοντα, κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου [βλ. το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο υπ’ αρ. πρωτ. .../8/2008 πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του Δημάρχου Καλλιθέας Αττικής]. Μετά το θάνατο αυτής ο ενάγων ζήτησε ενημέρωση από την ως άνω τραπεζική εταιρία για τον κοινό λογαριασμό και διαπίστωσε ότι η εναγομένη με τρεις διαδοχικές αναλήψεις, που έλαβαν χώρα στις 10-4-2006, 13-4-2006 και 25-4-2006, είχε αναλάβει τα ποσά των 32.500 ευρώ, 12.000 ευρώ και 26.039,76 ευρώ, αντίστοιχα, ήτοι είχε αναλάβει το σύνολο του ως άνω χρηματικού ποσού και με αυτό κάλυψε προσωπικές της ανάγκες και συγκεκριμένα επιταγές της. Ο ενάγων, ως συνδικαιούχος του κοινού λογαριασμού, που δεν είχε αναλάβει οποιοδήποτε ποσό δικαιούται το μερίδιο του από την κοινή κατάθεση, ήτοι ποσοστό 1/3 επί του συνολικού ποσού, με δεδομένο ότι οι συνδικαιούχοι ήταν τρεις (3) και δεν αποδείχθηκε ότι είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους αναλογία διαφορετική από την ως άνω επί του κοινού λογαριασμού και συνεπώς δικαιούται το ποσό των (70.539,76 ευρώ Χ 1/3 = ) 23.513,25 ευρώ. Επίσης, εφόσον δεν είχε τεθεί ο όρος περί αυτοδίκαιης περιέλευσης της κατάθεσης στους λοιπούς συνδικαιούχους σε περίπτωση θανάτου ενός από αυτούς, το δικαίωμα αναγωγής της αποβιώσασας, Τ. Α., κατά της εναγομένης για την ανάληψη από την τελευταία ολόκληρου του ποσού της κατάθεσης, πέραν του μεριδίου της, περιέρχεται στον ενάγοντα, κατά το ποσοστό της κληρονομικής του διαδοχής, ήτοι 1/3 εξ αδιαιρέτου, και συνεπώς δικαιούται το 1/3 του αναλογούντος στην αποβιώσασα μέρους της κοινής κατάθεσης, που ανέρχεται στο ποσό των [(70.539,76 ευρώ Χ 1/3) Χ 1/3 =] 7.837,75 ευρώ. Για τις ανωτέρω αιτίες, λοιπόν, ο ενάγων δικαιούται το συνολικό ποσό των (23.513,25 + 7.837,75 = ) 31.351 ευρώ. Ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι το ανωτέρω χρηματικό ποσό κατά το μεγαλύτερο μέρος του είχε κατατεθεί από τον σύζυγο της, εφοπλιστή και ότι αυτή το εισέπραξε πριν από τον θάνατο της Τ. Α., γεγονός το οποίο η τελευταία γνώριζε και δεν αντέδρασε, και αληθές υποτιθέμενο δεν ασκεί καμία έννομη επιρροή επί της επίδικης διαφοράς, καθόσον, χωρίς συμφωνία μεταξύ όλων των συνδικαιούχων δεν θα μπορούσε να υπάρξει διαφορετική συμμετοχή αυτών στον κοινό λογαριασμό, η ύπαρξη δε τέτοιας συμφωνίας δεν αποδείχθηκε από οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο. Εξάλλου, από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από την εναγομένη έγγραφα και ειδικότερα από το φωτοτυπικό αντίγραφο του βιβλιαρίου του ως άνω λογαριασμού, καθώς και από το ομόλογο σε φωτοτυπικό αντίγραφο με δικαιούχο την ίδια σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συναχθεί συμφωνία των συνδικαιούχων περί διαφορετικής συμμετοχής τους στον ως άνω λογαριασμό".
Έτσι που έκρινε το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, τις παραπάνω, ουσιαστικού δικαίου, διατάξεις δεχθείσα με πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες της ελάσσονος προτάσεως του νομικού της συλλογισμού που αναφέρεται στο πραγματικό των εφαρμοσθέντων ως άνω κανόνων δικαίου την κατάφαση των επικαλουμένων προς θεμελίωση της ένδικης αγωγής προϋποθέσεων και ειδικότερα α) το άνοιγμα, στις 10-4-2006, κοινού τραπεζικού λογαριασμού με συνδικαιούχους τους διαδίκους και τη μη διάδικο στην παρούσα δίκη αμφιθαλή αδελφή του αναιρεσίβλητου Τ. Α., που αποβίωσε την 21.6.08 κληρονομηθείσα εξ αδιαθέτου, κατά ποσοστό 1/3, από τον αναιρεσίβλητο, β) την ανάληψη του συνολικού ποσού του παραπάνω λογαριασμού, ανερχομένου σε 70.539,76 Ευρώ, από την αναιρεσείουσα συνδικαιούχο και γ) το δικαίωμα αναγωγής του αναιρεσιβλήτου έναντι της αναλαβούσης αναιρεσείουσας προς καταβολή σ’ αυτόν του αναλόγου αφενός προς τον αριθμό των συνδικαιούχων του επίδικου λογαριασμού ποσοστού (1/3), ενόψει της μη αποδείξεως διαφορετικής συμφωνίας, και αφετέρου προς το ποσοστό της εξ αδιαθέτου κληρονομικής του μερίδας (1/3) επί του μεριδίου (1/3) της αποβιώσασας ως άνω συνδικαιούχου ενόψει της ανυπαρξίας ορίου περί αυτοδικαίας, σε περίπτωση θανάτου ενός των συνδικαιούχων, περιέλευσεως της καταθέσεως αυτού στους λοιπούς συνδικαιούχους.
Υπό τις πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις παραδοχές αυτές της προσβαλλομένης απόφασης, οι οποίες δικαιολογούν το αποδεικτικό πόρισμα, κατά την έννοια της ορθής υπαγωγής των ανελέγκτως γενομένων δεκτών ως αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών στο πραγματικό των εφαρμοσθέντων ως άνω κανόνων δικαίου, και καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο δεν ευρίσκει έρεισμα εφαρμογής η προβαλλόμενη από το άρθ. 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αιτίαση, η οποία, για το λόγο αυτό, κρίνεται απορριπτέα ως αβάσιμη. Ο από το άρθρο 559 αρ. 8 Κ.Πολ.Δ., λόγος αναιρέσεως, ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκουμένου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολομ. ΑΠ 9/1997, ΑΠ 625/2008, ΑΠ 328/2008). Δεν αποτελούν "πράγματα" και άρα δεν ιδρύεται ο ως άνω λόγος αναιρέσεως αν δεν ληφθούν υπόψη οι ισχυρισμοί που αποτελούν απλή ή αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, καθώς και οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 701/2008, ΑΠ 625/2008, ΑΠ 558/2008). Δεν ιδρύεται επίσης ο λόγος αυτός της αναιρέσεως, αν το δικαστήριο που δίκασε, έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 37/2008, ΑΠ 2102/2007) είτε ρητώς είτε εκ πράγματος δια των, περί του αντιθέτων, παραδοχών (ΑΠ 1994/2014, ΑΠ 1434/2010).
Με το δεύτερο λόγο της αναίρεσης προβάλλεται από την αναιρεσείουσα η, κατ’ ορθή εκτίμηση των προς θεμελίωση του εκτιθεμένων, από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ αιτίαση με την επίκληση ότι, παρά το νόμο, η προσβαλλομένη απόφαση δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και ειδικότερα τον προς απόκρουση της αγωγής προβληθέντα ισχυρισμό (ένσταση) περί αποκλεισμού του μ’ αυτήν ασκουμένου αναγωγικού δικαιώματος του αναιρεσιβλήτου, απορρέοντος (αποκλεισμού) από τις μεταξύ των συνδικαιούχων εσωτερικές σχέσεις. Ο λόγος αυτός κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι η τελευταία έλαβε υπόψη και τον ισχυρισμό αυτό και τον απέρριψε ως αναπόδεικτο με την παραδοχή ότι "Εξάλλου από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από την εναγόμενη έγγραφα και ειδικότερα από το φωτοτυπικό αντίγραφο του βιβλιαρίου του ως άνω λογαριασμού, καθώς και από το ομόλογο σε φωτοτυπικό αντίγραφο με δικαιούχο την ίδια σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συναχθεί συμφωνία των συνδικαιούχων περί διαφορετικής συμμετοχής τους στον ως άνω λογαριασμό." Η περαιτέρω, δια του ως άνω λόγου, προβαλλομένη αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έλαβε υπόψη τον, προς απόκρουση της από τον αναιρεσίβλητο προσκομισθείσας, προς απόδειξη της επικαλούμενης απ’ αυτόν συμφωνίας καθορισμού, μεταξύ των συνδικαιούχων, μεγαλύτερης του 1/3 αναλογίας εκ της κοινής τραπεζικής κατάθεσης από 15.10.06 επιστολής της αποβιωσάσης συνδικαιούχου αδελφής του, προβληθέντα ισχυρισμό ακυρότητας αυτής κρίνεται απορριπτέα ως αλυσιτελώς προβαλλόμενη, αφού, από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, ο ισχυρισμός περί υπάρξεως της από τον αναιρεσίβλητο επικληθείσας ως άνω συμφωνίας δεν έγινε δεκτός, απορριφθείς, ως αβάσιμος ουσιαστικά με τη ρητή παραδοχή ότι " Ο ενάγων, ως συνδικαιούχος του κοινού λογαριασμού, δικαιούται το μερίδιο του, ήτοι ποσοστό 1/3 εκ του συνολικού ποσού με δεδομένο ότι οι συνδικαιούχοι ήταν τρείς και δεν αποδείχθηκε ότι είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους αναλογία διαφορετική".
Κατ’ ακολουθίαν όλων των ως άνω αναφερθέντων και ενόψει της μη προβολής άλλου αναιρετικού λόγου προ έρευνα, πρέπει ν’ απορριφθεί, στο σύνολό της, η ένδικη αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (αρ. 495§4 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την [από 4.6.2014 και με αριθμ. καταθ. ...2014] αίτηση αναιρέσεως της 1581/2014 τελεσιδίκου αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου στου Δημόσιο Ταμείο.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Οκτωβρίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 25/10/2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
https://www.taxheaven.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου