Του Σπύρου Δημητρέλη
Να περιορίσει τον κίνδυνο για την επιβάρυνση φορολογούμενων με μεσαίο και υψηλό εισόδημα που δεν θα μπορέσουν να πραγματοποιήσουν τις ελάχιστες απαιτούμενες e-δαπάνες με πλαστικό χρήμα, δηλαδή χρεωστική ή πιστωτική κάρτα, επιχειρούν στο υπουργείο Οικονομικών.
Πρόκειται για ζήτημα που αναδείχθηκε χθες από το Capital.gr και το οικονομικό επιτελείο, σύμφωνα με πληροφορίες, έχει αποφασίσει να προχωρήσει σε μια σημαντική κίνηση προκειμένου να ελαχιστοποιήσει τον σχετικό κίνδυνο επιβαρύνσεων των φορολογούμενων.
Ειδικότερα, έχει αποφασιστεί να ισχύσει μειωμένο ανώτατο όριο απαιτούμενων δαπανών σε σχέση με ό,τι ισχύει σήμερα. Έτσι, ακόμη και φορολογούμενοι που έχουν πολύ υψηλό εισόδημα θα πρέπει να πραγματοποιήσουν το πολύ έως 20.000 ευρώ ηλεκτρονικές πληρωμές.
Τι ισχύει- τι θα ισχύσει
Σύμφωνα με ό,τι θα ισχύει έως το τέλος του τρέχοντος έτους μόνο οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι θα πρέπει να πραγματοποιήσουν ηλεκτρονικές πληρωμές προκειμένου να λάβουν την έκπτωση φόρου που οδηγεί στο αφορολόγητο όριο. Οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι με ετήσιο εισόδημα έως 10.000 ευρώ θα πρέπει να πραγματοποιήσουν ηλεκτρονικές πληρωμές σε ποσοστό 10% του εισοδήματος.
Για το τμήμα του εισοδήματος από 10.000 έως 30.000 ευρώ το ποσοστό είναι 15% και για το τμήμα του εισοδήματος από 30.000 και άνω το ποσοστό είναι 20%, με μέγιστο ποσό απαιτούμενης δαπάνης για το συγκεκριμένο κλιμάκιο τα 30.000 €. Με βάση τα παραπάνω το μέγιστο ζητούμενο ποσό ηλεκτρονικών πληρωμών ανέρχεται σε 34.000 €.
Από το 2020 θεσπίζεται η υποχρέωση όλων των φορολογούμενων και όχι μόνο των μισθωτών και συνταξιούχων να δαπανούν τουλάχιστον το 30% του εισοδήματός τους με πιστωτική ή χρεωστική κάρτα. Πρόκειται για μια σημαντική διεύρυνση της σχετικής υποχρέωσης αλλά με παράλληλο περιορισμό του ανώτατου πλαφόν ζητούμενων ηλεκτρονικών δαπανών από τα 34.000 στα 20.000 €. Το πέναλτι για όποιον δεν συγκεντρώσει τις απαιτούμενες ηλεκτρονικές πληρωμές θα παραμείνει στο 22% του ποσού που λείπει από τον φορολογούμενο.
Στην πράξη, με τη θέσπιση αυτού του ορίου γίνεται πιο εύκολη η ικανοποίηση της απαίτησης για τις ελάχιστες ηλεκτρονικές πληρωμές για φορολογούμενους με πολύ υψηλό εισόδημα και έτσι περιορίζεται ο κίνδυνος για επιβολή πρόσθετου φόρου.
Παραδείγματα
Φορολογούμενος έχει ετήσιο εισόδημα 100.000 ευρώ από διάφορες πηγές. Θα πρέπει να δαπανήσει μέσω καρτών το 30% του εισοδήματός του, δηλαδή 30.000 ευρώ. Ωστόσο, επειδή θα τεθεί ανώτατο απαιτούμενο όριο ηλεκτρονικών πληρωμών στα 20.000 ευρώ, θα περιοριστεί σε αυτό το ποσό και η σχετική υποχρέωση του φορολογούμενου.
Άλλος φορολογούμενος έχει ετήσιο εισόδημα 70.000 ευρώ. Θα πρέπει να πραγματοποιήσει το 2020 ελάχιστη δαπάνη μέσω καρτών ύψους 30% του εισοδήματος, δηλαδή 21.000 ευρώ. Ωστόσο, εμπίπτει στο πλαφόν και έτσι θα πρέπει να πραγματοποιήσει τουλάχιστον 20.000 ευρώ δαπάνες.
Φορολογούμενος με ετήσιο εισόδημα 150.000 ευρώ είναι για το 2020 υποχρεωμένος να πραγματοποιήσει ετήσιες ηλεκτρονικές πληρωμές ύψους 30% ή 45.000 ευρώ. Ωστόσο, λόγω του πλαφόν η υποχρέωση αυτή περιορίζεται στα 20.000 ευρώ. Για το 2019 ο ίδιος φορολογούμενος θα πρέπει να πραγματοποιήσει δαπάνες με κάρτα ύψους 27.000 ευρώ, δηλαδή 7.000 ευρώ περισσότερα.
"Νάρκη" φόρου στους υψηλόμισθους λόγω e-πληρωμών
Του Σπύρου Δημητρέλη
Αντιμέτωποι με τον κίνδυνο να πληρώσουν περισσότερο φόρο εισοδήματος από αυτόν που τους αναλογεί βρίσκονται εκατοντάδες χιλιάδες φορολογούμενοι, κυρίως μισθωτοί, οι οποίοι δηλώνουν μεσαία και υψηλά εισοδήματα. Η θέσπιση ελάχιστων απαιτούμενων δαπανών με ηλεκτρονικό χρήμα στο 30% του εισοδήματος αποτελεί, εκ των έως τώρα δεδομένων, ένα υψηλό ποσοστό για πολλούς το οποίο, εφόσον δεν το πιάσουν, θα βρεθούν αντιμέτωποι με περισσότερο φόρο.
Σύμφωνα με στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το υπουργείο Οικονομικών από την επεξεργασία των φετινών φορολογικών δηλώσεων οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι, διότι σε αυτούς περιοριζόταν μέχρι τώρα η σχετική υποχρέωση, με ετήσιο εισόδημα έως 30.000 ευρώ υπερκάλυπταν και θα υπερκαλύπτουν τις απαιτούμενες δαπάνες με πλαστικό χρήμα. Με βάση ό,τι ισχύει έως το τέλος του έτους, οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι με ετήσιο εισόδημα έως 10.000 ευρώ θα πρέπει να πραγματοποιήσουν ηλεκτρονικές πληρωμές σε ποσοστό 10% του εισοδήματος. Για το τμήμα του εισοδήματος από 10.000 έως 30.000 ευρώ το ποσοστό είναι 15% και για το τμήμα του εισοδήματος από 30.000 και άνω το ποσοστό είναι 20%, με μέγιστο ποσό απαιτούμενης δαπάνης για το συγκεκριμένο κλιμάκιο τα 30.000 €.
Από τη στατιστική επεξεργασία των φορολογικών δηλώσεων προέκυψε ότι μισθωτοί και συνταξιούχοι με ετήσιο εισόδημα έως 10.000 ευρώ δαπάνησαν μέσω καρτών το 44% του εισοδήματός τους. Όσοι είχαν εισόδημα από 10.000 έως 30.000 δαπάνησαν κατά μέσο όρο με ηλεκτρονικό χρήμα το 36% του εισοδήματός τους ενώ οι μισθωτοί με ετήσιο εισόδημα πάνω από 30.000 ευρώ δαπάνησαν με πιστωτική ή χρεωστική κάρτα το 18%.
Με δεδομένο ότι από το νέο έτος, όπως σημειώθηκε, το ποσοστό των ελάχιστων απαιτούμενων δαπανών με πλαστικό χρήμα θα είναι οριζόντια 30%, ανεξαρτήτως δηλαδή από το ύψος του εισοδήματος, οι φορολογούμενοι και όχι μόνο οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι που έχουν ετήσιο καθαρό εισόδημα πάνω από 30% θα πρέπει να αυξήσουν αισθητά τις δαπάνες τους με πλαστικό χρήμα προκειμένου να μην χρεωθούν με πρόσθετο φόρο ο οποίος θα υπολογίζεται με συντελεστή 22% επί του ποσού ηλεκτρονικής δαπάνης που του λείπει.
Παράδειγμα
Για παράδειγμα, φορολογούμενος έχει το 2020 ετήσιο εισόδημα από όλες τις πηγές ύψους 50.000 ευρώ. Θα πρέπει να δαπανήσει μέσω χρεωστικής ή πιστωτικής κάρτας το 30%, δηλαδή τουλάχιστον 15.000 ευρώ. Αν δαπανήσει 10.000 ευρώ, δηλαδή το 20% του εισοδήματός του, τότε για τις 5.000 ευρώ που δεν δαπάνησε με ηλεκτρονικό χρήμα θα κληθεί να πληρώσει πρόσθετο φόρο εισοδήματος ύψους 1.100 ευρώ.
Στο υπουργείο Οικονομικών υπάρχουν σκέψεις να τεθεί ένα ανώτατο όριο απαιτούμενων ηλεκτρονικών πληρωμών προκειμένου να μην τιμωρούνται με πρόσθετο φόρο φορολογούμενοι με υψηλά εισοδήματα οι οποίοι αποταμιεύουν (π.χ. 40.000 ευρώ ανώτατη απαιτούμενη δαπάνη με ηλεκτρονικό χρήμα).
Παγίδα τεκμηρίου για επαγγελματίες οι υποχρεωτικές e-πληρωμές
Του Σπύρου Δημητρέλη
Η θέσπιση της υποχρέωσης δαπάνης σημαντικού μέρους του εισοδήματος και των ελευθέρων επαγγελματιών και των ιδιοκτητών ακινήτων με ηλεκτρονικές πληρωμές δημιουργεί ένα νέο τοπίο στη φορολόγηση των συγκεκριμένων κατηγοριών φορολογούμενων. Η καταγραφή μέσω του τραπεζικού συστήματος σημαντικού μέρους των δαπανών τους ουσιαστικά οδηγεί εμμέσως και στην υποχρέωσή τους να δηλώνουν εισοδήματα υψηλότερα από το ετήσιο τεκμαρτό εισόδημά τους.
Σύμφωνα με έμπειρα ελεγκτικά στελέχη της φορολογικής διοίκησης, οι επαγγελματίες κλάδων που κινούνται σε μεγάλο βαθμό στη σφαίρα της παραοικονομίας, πραγματοποιούν το μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγών τους με μετρητά διότι, υπό τον φόβο του φορολογικού ελέγχου, δεν επιθυμούν να καταγράφονται οι δαπάνες τους στο τραπεζικό σύστημα και να είναι ανιχνεύσιμες και μετρήσιμες. Η υποχρέωσή τους να δαπανούν μέρος του εισοδήματός τους με πλαστικό χρήμα λειτουργεί προς την αντίθετη κατεύθυνση καθώς πολλοί θα εμφανιστούν να δαπανούν, πραγματικά ή τεκμαρτά, περισσότερα από το εισόδημα που δηλώνουν. Έτσι, στη περίπτωση φορολογικού ελέγχου θα βρεθούν εκτεθειμένοι για την επιβολή πρόσθετου φόρου εισοδήματος.
Ας δούμε ένα παράδειγμα για να γίνουν κατανοητά τα παραπάνω:
Έγγαμος ελεύθερος επαγγελματίας διαμένει σε κατοικία 100 τετραγωνικών μέτρων, διαθέτει 2 ΙΧ 1.600 και 1.300 κυβικών, μοντέλα του 2012, και καταβάλλει ετήσια δίδακτρα σε ιδιωτικό σχολείο ύψους 5.000 ευρώ. Το συνολικό ετήσιο τεκμαρτό εισόδημα που προκύπτει για τα παραπάνω είναι 22.200 ευρώ. Δηλώνει ετήσιο εισόδημα 22.500 ευρώ. Σε αυτό το τεκμαρτό εισόδημα περιλαμβάνεται και ελάχιστη αντικειμενική δαπάνη διαβίωσης ύψους 5.000 ευρώ. Με δεδομένο ότι το δηλωθέν εισόδημά του είναι υψηλότερο από το τεκμαρτό φορολογείται για το δηλωθέν εισόδημά του και καταβάλλει ετήσιο φόρο εισοδήματος (με βάση τη νέα φορολογική κλίμακα που θα τεθεί σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2020) ύψους 3.800 ευρώ.
Με βάση όσα θα ισχύσουν από το νέο έτος, ο συγκεκριμένος φορολογούμενος θα πρέπει να δαπανήσει τουλάχιστον το 30% του εισοδήματός του μέσω πιστωτικής ή χρεωστικής κάρτας, με τις δαπάνες που αποτελούν τεκμήριο (δίδακτρα κ.λπ.) να μην αναγνωρίζονται για την κάλυψη του σχετικού ποσού. Έτσι, θα υποχρεωθεί να δαπανήσει μέσω κάρτας τουλάχιστον το ποσό των 6.750 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι σε σχέση με τις 5.000 ευρώ ετήσια αντικειμενική δαπάνη που του χρεώνεται θα εμφανιστεί να δαπανά 1.750 ευρώ περισσότερα. Έτσι θα εμφανίζεται να έχει δαπανήσει τεκμαρτά και πραγματικά το ποσό των 23.950 ευρώ. Το ποσό αυτό είναι υψηλότερο από το τεκμαρτό εισόδημα των 22.200 ευρώ. Στην περίπτωση που η διάταξη που θα ψηφιστεί προβλέπει ότι, εφόσον η πραγματική καταναλωτική δαπάνη με κάρτα είναι υψηλότερη από την αντικειμενική των 3.000 ευρώ για τους άγαμους και 5.000 ευρώ για τους έγγαμος, θα θεωρείται ως τεκμήριο η υψηλότερη, τότε ο φορολογούμενος θα υποχρεωθεί να πληρώσει φόρο εισοδήματος για συνολικό τεκμαρτό εισόδημα 23.950 ευρώ, δηλαδή 4.206 ευρώ ή 406 ευρώ περισσότερα από αυτά που θα πλήρωνε αν δεν υπήρχε η υποχρέωση δαπάνης μέρους του εισοδήματός του με κάρτα. Αν η δαπάνη με κάρτα δεν θεωρηθεί τεκμήριο (που είναι και το πιθανότερο), τότε ο φορολογούμενος θα είναι εκτεθειμένος σε ενδεχόμενο φορολογικό έλεγχο με τις λεγόμενες έμμεσες τεχνικές όπου το εισόδημά του προσδιορίζεται με βάση τις δαπάνες του, πραγματικές και τεκμαρτές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου