Ε.
Υποπαράγραφος Ε.1. Κώδικας Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών
Με
τις προτεινόμενες διατάξεις της παρούσας υποπαραγράφου
Ε.1. περιορίζονται σημαντικά οι ισχύουσες διατάξεις του νομοθετικού
πλαισίου που εξασφαλίζει την ομοιόμορφη για κάθε κατηγορία επιτηδευματιών
εμφάνιση των συναλλαγών, προκειμένου να προκύπτουν τα δεδομένα και οι
απαιτήσεις εκπλήρωσης των φορολογικών υποχρεώσεων, στην άμεση και έμμεση
φορολογία, με συγκεκριμένο, σαφή και απλό τρόπο.
Ο
Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων εισήχθη για πρώτη φορά στη χώρα μας, με την
ονομασία Κώδικας Φορολογικών Στοιχείων, με το διάταγμα της 7ης Ιουλίου 1952 και
στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με τον α.ν. 4/1968, το π.δ. 99/1977 και το ισχύον
π.δ. 186/1992. Σκοπός του Κώδικα δεν ήταν ο εξαναγκασμός των φορολογουμένων
στην εκπλήρωση των φορολογικών τους υποχρεώσεων, αλλά η διευκόλυνσή τους στην
εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών με την καθιέρωση ενιαίων, σαφών και
λεπτομερειακών κανόνων σχετικά με την τήρηση των φορολογικών βιβλίων και την
έκδοση των φορολογικών στοιχείων, ώστε να γνωρίζουν επακριβώς οι μικρομεσαίες
κυρίως επιχειρήσεις τις υποχρεώσεις τους έναντι των φορολογικών αρχών σχετικά
με το θέμα αυτό. Σταδιακά όμως, στο πλαίσιο της προσπάθειας για την πάταξη της
φοροδιαφυγής, αποδόθηκε πολύ μεγαλύτερο βάρος στο κυρωτικό μέρος του Κώδικα με
αποτέλεσμα την πρόβλεψη αυστηρότατων και υπέρογκων διοικητικών προστίμων, μη
δυναμένων να εισπραχθούν κατά την λογική εκτίμηση των πραγμάτων, ακόμη και για
τυπικές παραβάσεις των διατάξεών του. Επιπλέον, συνδέθηκαν στενά οι παραβάσεις
των διατάξεών του με το κύρος των βιβλίων με αποτέλεσμα την εύκολη και χωρίς
ουσιαστικό λόγο απόρριψη των βιβλίων και τον εξωλογιστικό προσδιορισμό των
αποτελεσμάτων. Έτσι, ο Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων από εργαλείο που θα
βοηθούσε τις επιχειρήσεις στην εκπλήρωση των φορολογικών τους υποχρεώσεων
μεταβλήθηκε σε ένα σύστημα καταπίεσης ακόμη και των φορολογουμένων που θα
ήθελαν να είναι συνεπείς με τις φορολογικές τους υποχρεώσεις. Επομένως το
πρόβλημα του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων δεν είναι στην ουσία οι ουσιαστικές του διατάξεις, αλλά οι
διατάξεις που προβλέπουν τις διοικητικές κυρώσεις για τις παραβάσεις των
διατάξεών του και καθορίζουν την επίδραση που έχουν οι παραβάσεις αυτές στο
κύρος των βιβλίων. Βεβαίως και οι ουσιαστικές διατάξεις χρειάζονται
εκσυγχρονισμό και βελτίωση ώστε να μη δημιουργούν στους φορολογουμένους
άχρηστες υποχρεώσεις. Δεν μπορεί όμως να υποστηριχθεί σοβαρά ότι είναι δυνατή η
πλήρης κατάργησή τους, διότι η έννομη τάξη δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς την
ύπαρξη κανόνων ως προς τα τηρητέα βιβλία και τον τρόπο τηρήσεώς των ή ως προς
τα στοιχεία που πρέπει να εκδίδονται κατά τις συναλλαγές και το περιεχόμενό
τους. Άλλωστε αν δεν υπάρχουν οι κανόνες αυτοί, δεν είναι δυνατόν να αξιωθεί
από τους ιδιώτες να ζητούν και να λαμβάνουν αποδείξεις κατά τις συναλλαγές
τους. Σε όλες τις χώρες υπάρχουν διατάξεις για την τήρηση βιβλίων και έκδοση
στοιχείων από τους φορολογουμένους, είναι δε δευτερεύον το ζήτημα αν αυτές είναι
εντεταγμένες σε ιδιαίτερο νομοθέτημα ή αποτελούν μέρος του γενικού φορολογικού
κώδικα.
Οι
νέες ρυθμίσεις στοχεύουν στην άρση των δυσλειτουργιών που οφείλονταν στην
αδυναμία του παλαιού θεσμικού πλαισίου να παρακολουθήσει την εξέλιξη της
τεχνολογίας και τις νέες μορφές συναλλαγών και οικονομικών σχέσεων. Με τη
φορολογική μεταρρύθμιση που ξεκίνησε το 2010 (ν. 3842/2010) τέθηκαν οι βάσεις
για τη γενικευμένη και ασφαλή χρήση τεχνολογιών πληροφορικής και την
ηλεκτρονική ανταλλαγή δεδομένων με σκοπό τη διασφάλιση των φορολογικών
δεδομένων και την αξιοποίησή τους τόσο από τις φορολογικές αρχές όσο και από
τους συναλλασσόμενους.
Ωστόσο,
παρόλο που η εν λόγω φορολογική μεταρρύθμιση
εισήγαγε σημαντικές καινοτομίες για τον ηλεκτρονικό έλεγχο και τη
διασφάλιση των συναλλαγών (άρθρο 20, ηλεκτρονική διαβίβαση στοιχείων,
διασταυρώσεις κλπ) και παρόλο που το ηλεκτρονικό περιβάλλον που διαμορφώνεται
αναμένεται να εκσυγχρονίσει και να
διασφαλίσει τις διαδικασίες, παράλληλα χρειάζεται να υπάρχουν βασικές διατάξεις
για την απεικόνιση των συναλλαγών.
Οι
προτεινόμενες διατάξεις λειτουργούν πλέον για τη φορολογική απεικόνιση των
συναλλαγών και τις διασταυρώσεις, με κύρια κατεύθυνση τον περιορισμό των
υποχρεώσεων των επιχειρήσεων, τη μείωση του λειτουργικού κόστους εφαρμογής τους
και τον εξορθολογισμό τους, χωρίς να αναιρείται η λειτουργία αυτών ως
ρυθμιστικού πλαισίου καταγραφής των οικονομικών δεδομένων των επιχειρήσεων και
ως εργαλείου ελεγκτικών επαληθεύσεων.
Οι
διατάξεις του προτεινόμενου Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών
προορίζονται να εξυπηρετούν όλες τις φορολογίες και ουσιαστικά υλοποιείται ο
στόχος της κατάργησης του υφιστάμενου Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων. Ειδικότερα
με τις προτεινόμενες διατάξεις:
-
επιτυγχάνεται απλοποίηση, εκσυγχρονισμός και περιορισμός των γραφειοκρατικών
αγκυλώσεων,
-
ενισχύεται η διαφάνεια στις σχέσεις υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών και
επιχειρήσεων,
-
ενισχύεται το αίσθημα δικαίου των πολιτών και ενθαρρύνεται η επιχειρηματικότητα με ταυτόχρονη διασφάλιση
των συμφερόντων και των εσόδων του Δημοσίου και χωρίς να επηρεάζονται διατάξεις, που πηγάζουν από
ενωσιακές υποχρεώσεις (Οδηγία για την τιμολόγηση).
Με
τις διατάξεις του άρθρου 1 του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών ορίζονται
τα πρόσωπα που έχουν τις υποχρεώσεις των άρθρων 1 έως 10 του Κώδικα, σχετικά με
την τήρηση βιβλίων, την έκδοση στοιχείων και υποβολή δεδομένων για
διασταύρωση.
Με
την παράγραφο 1 του άρθρου 2 του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών
ορίζεται ο σκοπός που εξυπηρετεί η απεικόνιση των συναλλαγών στα βιβλία και η
έκδοση των στοιχείων.
Με
την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι, τα βιβλία και τα στοιχεία, κατ’
αρχήν, τηρούνται στην ελληνική γλώσσα και σε ευρώ. Επίσης ορίζεται σε ποιες
περιπτώσεις τα βιβλία και τα στοιχεία μπορεί να τηρούνται σε ξένη γλώσσα.
Με
τις παραγράφους 3 και 4 ορίζονται τα δικαιολογητικά εγγραφής στα βιβλία, που
αφορούν συναλλαγή ή άλλη πράξη του υπόχρεου.
Με
την παράγραφο 5 ορίζεται ο τρόπος αποστολής των τιμολογίων και των αποδείξεων
λιανικής, που μπορεί να είναι είτε σε χαρτί είτε σε ηλεκτρονικά μέσα, καθώς και
οι προϋποθέσεις αποστολής των τιμολογίων και των αποδείξεων λιανικής με
ηλεκτρονικά μέσα.
Με
την παράγραφο 6 ορίζεται ότι, ο υπόχρεος απεικόνισης συναλλαγών μπορεί να
συγχωνεύει ή συνενώνει οποιοδήποτε βιβλίο ή βιβλία, στοιχείο ή στοιχεία, βιβλίο
και στοιχείο ή βιβλία και στοιχεία σε άλλο, καθώς και οι προϋποθέσεις αυτής της
συγχώνευσης ή συνένωσης.
Με
την παράγραφο 7 ορίζονται οι διαδικασίες έκδοσης στοιχείων και τήρησης βιβλίων
σε περίπτωση βλάβης μηχανήματος ή γενικά μη λειτουργίας του λογισμικού.
Με
την παράγραφο 8 ορίζονται οι υποχρεώσεις των υπόχρεων απεικόνισης συναλλαγών
που χρησιμοποιούν ηλεκτρονικό υπολογιστή (Η/Υ) για την τήρηση των βιβλίων ή την
έκδοση των στοιχείων.
Με
τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης
Συναλλαγών ορίζονται οι υποχρεώσεις ως προς την τήρηση βιβλίων και έκδοση
στοιχείων του Δημοσίου, ημεδαπού ή αλλοδαπού νομικού προσώπου κ.λπ. και η
έκταση εφαρμογής των διατάξεων αυτών στα εν λόγω πρόσωπα.
Με
την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου ορίζονται τα πρόσωπα που δεν είναι υπόχρεοι
απεικόνισης συναλλαγών.
Με
τις διατάξεις της παραγράφου 3 ορίζονται οι απαλλασσόμενοι από την υποχρέωση
τήρησης βιβλίων και έκδοσης αποδείξεων λιανικής.
Με
τις διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 ορίζονται αντίστοιχα οι υποχρεώσεις των
επιχειρήσεων που προέρχονται από μετασχηματισμό και η καταχώριση των εξόδων
πρώτης εγκατάστασης στα βιβλία των προσώπων που αφορούν.
Με
τις διατάξεις των παραγράφων 1, 2, 3, 4, 5 και 6 του άρθρου 4 του Κώδικα
Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών οι υπόχρεοι απεικόνισης συναλλαγών
εντάσσονται σε δύο κατηγορίες βιβλίων (απλογραφικά και διπλογραφικά). Κριτήρια
για την ένταξη αποτελούν η μορφή της επιχείρησης, το αντικείμενο των εργασιών,
το ύψος των ακαθάριστων εσόδων.
Με
την παράγραφο 7 ορίζεται η υποχρέωση τήρησης λογιστικών βιβλίων με την
διπλογραφική μέθοδο από τον υπόχρεο απεικόνισης συναλλαγών που εντάσσεται σε
τήρηση διπλογραφικών βιβλίων. Τα βιβλία αυτά, είτε τηρούνται χειρόγραφα, είτε
μηχανογραφικά, είναι αθεώρητα, χωρίς υποχρέωση τήρησης θεωρημένου ισοζυγίου
γενικού-αναλυτικών καθολικών, επί μηχανογραφικής τήρησής τους.
Με
την παράγραφο 8 ορίζεται υποχρέωση τήρησης των λογιστικών βιβλίων σύμφωνα με
τις αρχές και τους κανόνες του Ε.Γ.Λ.Σ. ή των κλαδικών λογιστικών σχεδίων και
καθορίζεται το περιεχόμενο των λογαριασμών του γενικού και των αναλυτικών
καθολικών.
Με
την παράγραφο 9 ορίζεται ο τρόπος καταχώρισης των εσόδων και ορισμένων δαπανών
στα ημερολόγια και καθιερώνεται νέα δυνατότητα συγκεντρωτικής καταχώρισης (μία
εγγραφή) των ημερήσιων εσόδων, ανεξαρτήτως είδους και σειράς στοιχείων.
Με
την παράγραφο 10 ορίζεται η τήρηση από τον πιο πάνω υπόχρεο απεικόνισης
συναλλαγών, Μητρώου παγίων περιουσιακών στοιχείων και Βιβλίου Απογραφών και
καθορίζεται το περιεχόμενο των βιβλίων αυτών. Τα βιβλία αυτά ανεξάρτητα του
τρόπου τήρησής τους (χειρόγραφα ή μηχανογραφικά) είναι αθεώρητα, χωρίς την
υποχρέωση καταγραφής της ποσοτικής καταμέτρησης των αποθεμάτων σε θεωρημένα
έντυπα ή CD-ROM.
Με
την παράγραφο 11 καθιερώνεται η υποχρέωση τήρησης ηλεκτρονικού φακέλου από τον
υπόχρεο απεικόνισης συναλλαγών που τηρεί διπλογραφικά βιβλία. Στον φάκελο αυτό
αποθηκεύονται, ανά χρήση τα δεδομένα όλων των βιβλίων που τηρούνται
μηχανογραφικά και τα δεδομένα του τελευταίου προσωρινού και οριστικού
ισοζυγίου. Η ρύθμιση αυτή κρίνεται απαραίτητη για τη διενέργεια του ελέγχου από
τη Δ.Ο.Υ.
Με
την παράγραφο 12 καθορίζεται ο χρόνος ενημέρωσης των βιβλίων που ορίζονται με
τις προηγούμενες παραγράφους και συνδέεται ο χρόνος ενημέρωσης αυτών με την
προθεσμία υποβολής της δήλωσης Φ.Π.Α. και φόρου εισοδήματος.
Με
τις παραγράφους 13 και 14 ορίζονται οι υποχρεώσεις του υπόχρεου απεικόνισης
συναλλαγών που συντάσσει τις ετήσιες οικονομικές του καταστάσεις, σύμφωνα με τα
Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα.
Με
την παράγραφο 15 ορίζονται τα διπλογραφικά βιβλία, που τηρούνται στο
υποκατάστημα με αυτοτελή λογιστική, καθώς και τα βιβλία που προαιρετικά
τηρούνται στο υποκατάστημα με εξηρτημένη λογιστική, χωρίς να ορίζεται η τήρηση
διπλότυπης κατάστασης ποσοτικής καταχώρισης αποθεμάτων στο υποκατάστημα, αφού
τα αποθέματά του καταχωρούνται διακεκριμένα στα βιβλία της έδρας και δεδομένα
αυτά δίνονται άμεσα στον έλεγχο που γίνεται στο υποκατάστημα.
Με
την παράγραφο 16 ορίζονται τα βιβλία που τηρούνται από τον υπόχρεο απεικόνισης
συναλλαγών που εντάσσεται σε τήρηση απλογραφικών βιβλίων, είτε αυτά τηρούνται
χειρόγραφα, είτε μηχανογραφικά. Τα βιβλία είναι αθεώρητα, χωρίς την υποχρέωση
τήρησης επιπλέον μηνιαίας κατάστασης βιβλίου εσόδων – εξόδων επί μηχανογραφικής
τήρησής του.
Με
τις παραγράφους 17, 18 και 19 ορίζεται το περιεχόμενο του βιβλίου εσόδων-εξόδων
και ο χρόνος ενημέρωσής του. Με τις εν λόγω παραγράφους απλοποιείται η τήρηση
του βιβλίου εσόδων – εξόδων και συνδέεται ο χρόνος ενημέρωσής του με τον χρόνο
υποβολής της δήλωσης Φ.Π.Α.
Με
την παράγραφο 20 ορίζεται το περιεχόμενο και η προθεσμία ενημέρωσης του βιβλίου
απογραφών που τηρείται από τον υπόχρεο απεικόνισης συναλλαγών που τηρεί
απλογραφικά βιβλία και θεσπίζεται η υποχρέωση καταγραφής διακεκριμένα στο
βιβλίο απογραφών της έδρας, των αποθεμάτων που βρίσκονται στο υποκατάστημα ή
στον αποθηκευτικό χώρο, ανεξάρτητα του τόπου που βρίσκονται.
Με
την παράγραφο 21 ορίζεται ο τρόπος καταχώρισης των εσόδων και εξόδων και
καθιερώνεται νέα δυνατότητα συγκεντρωτικής καταχώρισης (μια εγγραφή) των
ημερήσιων εσόδων ανεξαρτήτως είδους και σειράς στοιχείων.
Με
την παράγραφο 22 ορίζεται ότι στο υποκατάστημα τηρείται μόνο βιβλίο εσόδων –
εξόδων (όχι κατάσταση απογραφής), με δυνατότητα μη τήρησής του, εφόσον οι
συναλλαγές του υποκαταστήματος καταχωρούνται διακεκριμένα στο βιβλίο εσόδων –
εξόδων της έδρας.
Με
τις διατάξεις της παραγράφου 23 του άρθρου αυτού ορίζεται η υποχρέωση παροχής
ασφαλών πληροφοριών για τις συναλλαγές συγκεκριμένων κατηγοριών υπόχρεων
απεικόνισης συναλλαγών, όπως οι εκμεταλλευτές χώρων διαμονής ή φιλοξενίας, τα
εκπαιδευτήρια, οι κλινικές ή θεραπευτήρια, τα κέντρα αισθητικής, τα
γυμναστήρια, οι χώροι στάθμευσης, οι ιατροί και οι οδοντίατροι.
Με
τις παραγράφους 1, 2 και 3 του άρθρου 5 του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών ορίζονται οι υπόχρεοι σε έκδοση δελτίου
αποστολής, καθώς και οι κατηγορίες των συναλλαγών που δημιουργούν την υποχρέωση
έκδοσης αυτού.
Με
την παράγραφο 4 ορίζονται οι προϋποθέσεις έκδοσης του συγκεντρωτικού δελτίου
αποστολής, ο χρόνος έκδοσης, το περιεχόμενο, η χρονική διάρκεια αυτού, καθώς
και τα φορολογικά στοιχεία (δελτίο αποστολής, τιμολόγιο – δελτίο αποστολής,
απόδειξη λιανικής) που εκδίδονται από τον πωλητή, κατά την παράδοση των αγαθών
που διακινήθηκαν με συγκεντρωτικό δελτίο αποστολής. Παρέχεται επίσης η
δυνατότητα τήρησης θεωρημένου βιβλίου κινητής αποθήκης ανά όχημα, αντί της
έκδοσης συγκεντρωτικού δελτίου αποστολής, όταν η μεταφορά γίνεται με οχήματα
ιδιωτικής χρήσης. Επισημαίνεται ότι οι αποδείξεις λιανικής εκδίδονται σε
περίπτωση λιανικής πώλησης αγαθών, τα οποία διακινήθηκαν με συγκεντρωτικό
δελτίο αποστολής, εφόσον ο πωλητής υποχρεούται στην τήρηση βιβλίων που
ορίζονται από τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών.
Με
την παράγραφο 5 ορίζεται το υποχρεωτικό περιεχόμενο του δελτίου αποστολής. Δεν
απαιτείται η αναγραφή της τιμής μονάδας, στα δελτία αποστολής που αφορούν τις
παραδόσεις ή διακινήσεις νωπών οπωρολαχανικών, από πρόσωπο που παράγει τα
προϊόντα αυτά, με σκοπό την αγορά ή την πώληση αυτών ή την πώληση για λογαριασμό
του.
Με
την παράγραφο 6 ορίζεται το δελτίο αποστολής ως μοναδικό συνοδευτικό φορολογικό
στοιχείο αγαθών, αποκλειομένης της έκδοσης συνενωμένου δελτίου αποστολής με
φορολογικό στοιχείο αξίας και αντίστροφα για την ίδια συναλλαγή. Επίσης
καθορίζονται τα φορολογικά στοιχεία που πρέπει να συνοδεύουν τα αγαθά, κατά τη
μεταφορά τους με φορτηγά αυτοκίνητα ιδιωτικής ή δημόσιας χρήσης ή άλλα
μεταφορικά μέσα, καθώς και επί αποστολής αγαθών από πρόσωπο μη υπόχρεο σε
έκδοση δελτίου αποστολής.
Με
την παράγραφο 7 ορίζεται η υποχρέωση άμεσης επίδειξης του δελτίου αποστολής που
συνοδεύει τα διακινούμενα αγαθά στο φορολογικό έλεγχο, καθώς και οι παράγοντες
από τους οποίους εξαρτάται η χρονική διάρκεια (επικαιρότητα) αυτού.
Με
την παράγραφο 8 ορίζονται οι περιπτώσεις εκείνες, οι οποίες ευθέως εξαιρούνται
από την καθολικότητα της υποχρέωσης έκδοσης δελτίων αποστολής, που απορρέουν
από τις υπόψη διατάξεις, όπως είναι οι διακινήσεις των ειδών που δεν πληρούν
τις προϋποθέσεις για το χαρακτηρισμό τους ως αγαθών, οι διακινήσεις
ανταλλακτικών παγίων μεταξύ εγκαταστάσεων του ίδιου υπόχρεου σε απεικόνιση
συναλλαγών με βάση τις προϋποθέσεις που τίθενται, καθώς και συγκεκριμένες
μεταφορές που διενεργούνται με ιδιωτικής χρήσης μεταφορικά μέσα ή μισθωμένα
δημόσιας χρήσης. Επίσης εξαιρούνται της έκδοσης δελτίων αποστολής, αγαθά που
διατίθενται μέσω δικτύου με συνεχή ροή (φυσικό αέριο, ηλεκτρικό ρεύμα, νερό μη
ιαματικό κ.λπ.).
Με
την παράγραφο 1 του άρθρου 6 του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών
ορίζονται οι κατηγορίες των συναλλαγών που δημιουργούν την υποχρέωση έκδοσης
τιμολογίου στον υπόχρεο απεικόνισης συναλλαγών. Επίσης παρέχεται δυνατότητα
τιμολόγησης, είτε από τον ίδιο τον υπόχρεο, είτε από πελάτη αυτού (αυτοτιμολόγηση), είτε από τρίτον στον οποίο
ανατίθεται η τιμολόγηση.
Με
την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται η έννοια των επαναλαμβανόμενων
πωλήσεων (αγαθών και υπηρεσιών), τα εκδιδόμενα φορολογικά στοιχεία, το
περιεχόμενο και ο χρόνος έκδοσης αυτών.
Με
την παράγραφο 3 ορίζονται κάποιες ειδικές περιπτώσεις, για τις οποίες
δημιουργείται υποχρέωση έκδοσης τιμολογίου από τον υπόχρεο απεικόνισης
συναλλαγών.
Με
την παράγραφο 4 ορίζονται ως υπόχρεοι έκδοσης τιμολογίου το Δημόσιο, τα ημεδαπά
ή αλλοδαπά νομικά πρόσωπα και λοιπά μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα πρόσωπα, σε
περίπτωση που πραγματοποιούν πωλήσεις αγαθών ή παρέχουν υπηρεσίες.
Με
την παράγραφο 5 ορίζονται οι υπόχρεοι και οι προϋποθέσεις έκδοσης τιμολογίου
για την αγορά αγαθών από μη υπόχρεους, ενώ ορίζεται και η υποχρέωση
γνωστοποίησης στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. από τον αγοραστή αγαθών ή τον λήπτη υπηρεσιών
σε περίπτωση λήψης ανακριβούς τιμολογίου ή μη λήψης τιμολογίου λόγω άρνησης του
αντισυμβαλλόμενου – υπόχρεου απεικόνισης συναλλαγών.
Με
την παράγραφο 6 επαναφέρεται το καθεστώς που ίσχυε πριν την 1.6.2010 για την
έκδοση τιμολογίων στην αγορά αγροτικών προϊόντων, από αγρότες του ειδικού
καθεστώτος των άρθρων 41 και 42 του ν. 2859/2000.
Με
τις παραγράφους 7 και 8 ορίζονται οι προϋποθέσεις, ο χρόνος έκδοσης και το
περιεχόμενο της εκκαθάρισης. Επισημαίνεται ότι παρέχεται δυνατότητα στον
υπόχρεο απεικόνισης συναλλαγών – λήπτη υπηρεσιών, να εκδίδει εκκαθάριση έως το
τέλος του δευτέρου μήνα από τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου των
συμβαλλομένων, υπό την προϋπόθεση ότι αφορά το σύνολο των περιπτώσεων στην ίδια
διαχειριστική περίοδο.
Με
τις παραγράφους 9, 10 και 11 ορίζονται τα στοιχεία που αναγράφονται στο
υποχρεωτικό περιεχόμενο του τιμολογίου.
Με
την παράγραφο 12 ορίζονται τα στοιχεία που αναγράφονται στο τιμολόγιο που
εκδίδει ο αντιπρόσωπος οίκου εξωτερικού, για την χορηγούμενη σε αυτόν
προμήθεια.
Με
την παράγραφο 13 ορίζονται οι υπόχρεοι στην έκδοση πιστωτικού τιμολογίου, οι
προϋποθέσεις έκδοσης και το περιεχόμενο αυτού.
Με
τις παραγράφους 14 και 15 ορίζεται ο χρόνος έκδοσης του τιμολογίου (πώλησης
αγαθών, παροχής υπηρεσιών, επιστροφής αγαθών, εκτέλεσης τεχνικών έργων ή
εγκαταστάσεων κ.λπ.), από υπόχρεο απεικόνισης συναλλαγών προς άλλο υπόχρεο, το
Δημόσιο και λοιπά πρόσωπα. Ειδικά για τις οριστικές πωλήσεις συγγραμμάτων
αποσαφηνίζεται ότι το τιμολόγιο μπορεί
να εκδοθεί μέχρι το τέλος της διαχειριστικής περιόδου μέσα στην οποία
έγινε η οριστικοποίηση, από τις αρμόδιες αρχές, της πώλησης των συγγραμμάτων.
Με
τις διατάξεις της παραγράφου 16 ορίζονται ορισμένες κατηγορίες συναλλαγών, για
τις οποίες λόγω των ιδιαιτεροτήτων τους εκδίδονται, κατά περίπτωση, τα
παραστατικά που αναφέρονται στην παράγραφο αυτή, τα οποία εξομοιώνονται με
τιμολόγια.
Με
την παράγραφο 17 ορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις, βάση των οποίων πρόσωπα
που είναι εγκατεστημένα στην Ελλάδα, σε άλλα κράτη – μέλη της Ε.Ε. ή σε τρίτη
χώρα, μπορεί να εκδίδουν τιμολόγιο εξ ονόματος και για λογαριασμό του υπόχρεου
απεικόνισης συναλλαγών.
Με
την παράγραφο 18 ορίζεται ότι ως στοιχεία που επέχουν θέση τιμολογίου, γίνονται
δεκτά όλα τα έγγραφα ή μηνύματα σε χαρτί ή με ηλεκτρονική μορφή, τα οποία
πληρούν τους όρους που καθορίζονται από τις κατ’ ιδίαν διατάξεις του Κώδικα
Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών.
Με
την παράγραφο 1 του άρθρου 7 του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών
ορίζεται ότι ο υπόχρεος απεικόνισης συναλλαγών εκδίδει απόδειξη λιανικής για
κάθε λιανική συναλλαγή, είτε πώληση αγαθών, είτε παροχή υπηρεσίας, είτε αλλαγή
λιανικώς πωληθέντος αγαθού.
Με
την παράγραφο 2 ορίζονται οι προϋποθέσεις έκδοσης απόδειξης επιστροφής.
Με
την παράγραφο 3 ορίζεται το περιεχόμενο της απόδειξης λιανικής ή επιστροφής που
εκδίδουν οι υπόχρεοι απεικόνισης συναλλαγών, οι ασκούντες ελευθέριο επάγγελμα
και οι λοιποί υπόχρεοι. Ρυθμίζεται νομοθετικά η μη αναγραφή του είδους των
παρεχόμενων υπηρεσιών, στις αποδείξεις λιανικής, που εκδίδουν οι ελεύθεροι
επαγγελματίες που ασκούν ιατρικό επάγγελμα. Στις περιπτώσεις αλλαγής λιανικώς
πωληθέντος αγαθού, απαιτείται η αναγραφή του ονοματεπώνυμου και της διεύθυνσης
του πελάτη, εφόσον η αξία του αγαθού που επιστρέφεται είναι άνω των τριάντα
(30) ευρώ.
Με
την παράγραφο 4 ορίζεται ο χρόνος έκδοσης για τις αποδείξεις λιανικής, τόσο για
την πώληση αγαθών, όσο και για την παροχή υπηρεσιών. Επίσης, ορίζεται ο χρόνος
έκδοσης της απόδειξης λιανικής στις περιπτώσεις εκτέλεσης τεχνικών έργων ή
εγκαταστάσεων.
Με
τις διατάξεις της παραγράφου 5 ορίζεται ότι οι διατάξεις του άρθρου αυτού, δεν
εφαρμόζονται στις συναλλαγές των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 16 του
άρθρου 6, στις οποίες και παραπέμπουν. Για τις περιπτώσεις αυτές δεν εκδίδονται
αποδείξεις, εφόσον εκδίδονται, κατά περίπτωση, τα παραστατικά που αναφέρονται
στην παράγραφο αυτή.
Με
τις διατάξεις της παραγράφου 6 παρέχεται η δυνατότητα ανάθεσης της έκδοσης
εισιτηρίων θεάτρων, κινηματογράφων, συναυλιών και λοιπών συναφών καλλιτεχνικών
εκδηλώσεων, καθώς και μεταφοράς προσώπων σε τρίτους.
Με
τις παραγράφους 1, 2 και 3 του άρθρου 8 του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης
Συναλλαγών καθιερώνεται η υποχρέωση έκδοσης φορτωτικών από τους μεταφορείς, τα
μεταφορικά γραφεία και τους διαμεταφορείς για τη μεταφορά αγαθών και ορίζεται ο
τρόπος και χρόνος έκδοσής τους, καθώς και το περιεχόμενό τους. Ειδικά στην
περίπτωση που η φόρτωση των αγαθών γίνεται από τις εγκαταστάσεις του
μεταφορικού γραφείου ή του διαμεταφορέα, ορίζεται υποχρέωση έκδοσης διπλότυπης
κατάστασης αποστολής αγαθών, η οποία παραδίδεται στον μεταφορέα για την έκδοση
συγκεντρωτικής φορτωτικής.
Με
την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται η υποχρέωση έκδοσης φορτωτικής στην
περίπτωση που ο μεταφορέας μεταφέρει δικά του αγαθά, εκτός και εάν πρόκειται
για δημόσια μεταφορική επιχείρηση.
Με
την παράγραφο 5 παρέχεται η δυνατότητα έκδοσης διπλότυπης απόδειξης, αντί
φορτωτικής, για τις μεταφορές αποσκευών που συνοδεύονται από τον ταξιδιώτη ή
μικροδεμάτων ή για μεταφορές εντός της αστικής περιοχής των πόλεων ή για μεταφορές
εμφόρτων ή κενών οχημάτων με πλωτά μέσα και ορίζεται το περιεχόμενό της.
Με
την παράγραφο 6 ορίζεται η έκδοση και το περιεχόμενο του διορθωτικού
σημειώματος μεταφοράς στις περιπτώσεις επιστροφής κομίστρων, διαπίστωσης
ποσοτικών διαφορών κατά την παράδοση των αγαθών, πραγματοποίησης της μεταφοράς
κατά τρόπο, τόπο και χρόνο διαφορετικό από αυτόν που αναγράφεται στη φορτωτική
και για κάθε άλλη διαφορά.
Με
την παράγραφο 7 παρέχεται η δυνατότητα έκδοσης άλλων ισοδύναμων με τις
φορτωτικές στοιχείων, για τις διεθνείς μεταφορές (οδικές, σιδηροδρομικές,
θαλάσσιες ή εναέριες), εφόσον αυτά προβλέπονται από διεθνείς συμβάσεις, στις
οποίες έχει προσχωρήσει και η χώρα μας.
Με
την παράγραφο 8 παρέχεται, ειδικά για τις θαλάσσιες ή εναέριες μεταφορές, η
δυνατότητα ανάθεσης έκδοσης των εγγράφων μεταφοράς σε αντιπρόσωπο ή σε
πράκτορα, υπό την προϋπόθεση της έγκαιρης έγγραφης γνωστοποίησης στην αρμόδια
Δ.Ο.Υ.
Με
την παράγραφο 9 παρέχεται η δυνατότητα έκδοσης συγκεντρωτικής φορτωτικής και
ορίζεται το περιεχόμενό της, στις περιπτώσεις μεταφοράς αγαθών σε πολλούς
παραλήπτες από τον ίδιο φορτωτή, ο οποίος καταβάλλει και το συνολικό κόμιστρο,
για διευκόλυνση των συναλλαγών.
Με
την παράγραφο 10 ορίζεται η έννοια του μεταφορέα, ως εκείνου που ενεργεί τη
μεταφορά αγαθών με κόμιστρο, με μεταφορικά μέσα που ανήκουν σε αυτόν ή
εκμεταλλεύεται ο ίδιος και η έννοια του φορτωτή ως εκείνου που αναθέτει στο
μεταφορέα το έργο της μεταφοράς.
Με
την παράγραφο 11 παρέχεται, για πρώτη φορά, η δυνατότητα εναλλακτικής επιλογής
μεταξύ της έκδοσης φορτωτικής και της έκδοσης τιμολογίου ή απόδειξης, υπό την
προϋπόθεση της τήρησης ημερολογίου μεταφοράς, για τις μεταφορές αγαθών, με ή
χωρίς την παροχή και άλλων υπηρεσιών, για τις συναλλαγές με υπόχρεους
απεικόνισης συναλλαγών και πρόσωπα των παραγράφων της παραγράφου 1 του άρθρου 3
(Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ. και γενικά νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα).
Επιπλέον, ειδικά για τα μεταφορικά γραφεία και τους διαμεταφορείς, εφόσον
παρέχονται και άλλες υπηρεσίες πέραν της μεταφοράς, παρέχεται η δυνατότητα έκδοσης
τιμολογίου, για τις πραγματοποιούμενες μεταφορές, χωρίς την προϋπόθεση της
τήρησης ημερολογίου μεταφοράς.
Με
την παράγραφο 12 ρυθμίζονται οι περιπτώσεις αυτοπαράδοσης ή ιδιοχρησιμοποίησης
υπηρεσιών, βάσει του ν.2859/2000 (Κώδικας Φ.Π.Α.), με την υποχρέωση έκδοσης
απόδειξης αυτοπαράδοσης και τη δυνατότητα υποκατάστασής της με οποιοδήποτε άλλο
στοιχείο αξίας, εφόσον αυτό φέρει την ένδειξη «απόδειξη αυτοπαράδοσης».
Με
την παράγραφο 13 ρυθμίζονται θέματα σχετικά με την έκδοση των αποδείξεων
δαπανών και συγκεκριμένα:
α)
Ορίζονται ως υπόχρεοι για την έκδοσή τους, οι υπόχρεοι απεικόνισης συναλλαγών
και τα πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 3 για την πραγματοποίηση
επαγγελματικών δαπανών, για τις οποίες ο δικαιούχος δεν υποχρεούται σε έκδοση
φορολογικού στοιχείου, καθώς και οι εκμεταλλευτές επιβατηγών αυτοκινήτων
δημόσιας χρήσης, για την καταβολή αμοιβών, που δεν υπάγονται σε Φ.Π.Α., σε
οδηγούς.
β) Ορίζεται το περιεχόμενό τους.
γ)
Παρέχεται η δυνατότητα σύνταξης ειδικής κατάστασης, αντί της έκδοσης αποδείξεων
δαπανών, για την παράδοση δώρων αξίας έως πενήντα (50) ευρώ από υπόχρεους
απεικόνισης συναλλαγών σε διάφορα πρόσωπα για την επαγγελματική τους προβολή ή
στα πλαίσια κοινωνικών τους υποχρεώσεων.
δ)
Παρέχεται η δυνατότητα σύνταξης κατάστασης (μισθοδοτικής), αντί της έκδοσης
αποδείξεων δαπανών, για την καταβολή αμοιβών σε μισθωτούς (του δημοσίου και του
ιδιωτικού τομέα), οι οποίοι δεν είναι υπόχρεοι σε απεικόνιση συναλλαγών από
άλλη αιτία και ορίζεται επίσης, απλοποιημένη διαδικασία καταβολής μισθών, ημερομισθίων
και συντάξεων μέσω τραπεζών.
Με
την παράγραφο 1 του άρθρου 9 του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών
ορίζεται, για μεταβατικό διάστημα, η υποχρέωση θεώρησης των στοιχείων
διακίνησης και των στοιχείων αξίας λιανικών συναλλαγών. Με τις νέες διατάξεις
καταργείται η θεώρηση όλων των βιβλίων καθώς και των τιμολογίων, με συνέπεια τη
μείωση του γραφειοκρατικού κόστους, τόσο για τους υπόχρεους απεικόνισης
συναλλαγών (επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες), όσο και για τις
Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες.
Με
την ολοκλήρωση της διαδικασίας ηλεκτρονικής διαβίβασης δεδομένων στη Γενική
Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων ή άλλες Κεντρικές Υποδομές, που ήδη είναι
σε διαδικασία υλοποίησης, καταργείται η θεώρηση των φορολογικών στοιχείων
αξίας.
Με
τις διατάξεις της παραγράφου 2 ορίζεται ο τόπος τήρησης των βιβλίων και των
στοιχείων καθώς και η υποχρέωση επίδειξη αυτών άμεσα στον έλεγχο, όταν
τηρούνται στην επαγγελματική εγκατάσταση που αφορούν ή στην προθεσμία που
τίθεται από τον έλεγχο όταν αυτά τηρούνται σε άλλη επαγγελματική εγκατάσταση.
Δεν απαιτείται στην τελευταία περίπτωση σχετική έγκριση από τον προϊστάμενο της
Δ.Ο.Υ., αλλά μόνο η υποβολή γνωστοποίησης.
Με
τις διατάξεις της παραγράφου 3 ορίζεται ο τόπος διαφύλαξης των βιβλίων και των
στοιχείων, τα οποία μπορεί να φυλάσσονται και εκτός της ελληνικής επικράτειας
μετά τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου που αφορούν, με υποβολή σχετικής
γνωστοποίησης.
Με
τις διατάξεις της παραγράφου 4 ουσιαστικά ενσωματώνονται οι σχετικές με τη
διαφύλαξη τιμολογίων, διατάξεις του άρθρου 18α του Κ.Β.Σ. (Π.Δ.186/1992) στις
διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών.
Με
τις διατάξεις της παραγράφου 5 ορίζεται ο χρόνος διαφύλαξης των βιβλίων, των
στοιχείων και των ηλεκτρομαγνητικών μέσων αποθήκευσης δεδομένων βιβλίων.
Με
τις διατάξεις της παραγράφου 6 δίνεται η δυνατότητα σε όλους τους υπόχρεους
απεικόνισης συναλλαγών να διαφυλάττουν τα φορολογικά στοιχεία, εκδοθέντα και
ληφθέντα, σε μικροφίλμ ή σε ηλεκτρονική μορφή μετά την υποβολή των περιοδικών
δηλώσεων του Φ.Π.Α. ή των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος, περιορίζοντας έτσι
σημαντικά το χρόνο αποθήκευσης.
Με
τις διατάξεις της παραγράφου 7 δίνεται η δυνατότητα της μη εκτύπωσης των
αθεώρητων βιβλίων με την προϋπόθεση ότι τα δεδομένα τους δίνονται άμεσα όταν
ζητηθούν από τον έλεγχο και η αδυναμία αναπαραγωγής των βιβλίων και των
αποθηκευμένων δεδομένων που αφορούν στοιχεία εξομοιώνεται με μη τήρηση των
βιβλίων και μη έκδοση των στοιχείων.
Με
την παράγραφο 1 του άρθρου 10 του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών ορίζονται
οι καταστάσεις που πρέπει να υποβάλλουν τα υπόχρεα πρόσωπα, προκειμένου οι
αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών να προβαίνουν σε διασταυρωτικούς
φορολογικούς ελέγχους. Με τις νέες διατάξεις καταργείται η υποβολή των
ακόλουθων καταστάσεων και ισοζυγίων, δεδομένου ότι, διαπιστώθηκε ότι δεν
εξυπηρετούσαν τον διασταυρωτικό φορολογικό έλεγχο:
α. Η κατάσταση με τους γιατρούς, που περιέχει το
βιβλίο μεριδολογίου γιατρών.
β.
Η κατάσταση με τους υπόχρεους απεικόνισης συναλλαγών - αποθέτες, που περιέχει
το βιβλίο αποθήκευσης.
γ.
Η κατάσταση με τους αντισυμβαλλόμενους υπόχρεους απεικόνισης συναλλαγών του
υπόχρεου σε έκδοση δελτίων κίνησης τουριστικού λεωφορείου.
δ.
Το ισοζύγιο των λογαριασμών όλων των βαθμίδων της κλειόμενης χρήσης από τον
υπόχρεο απεικόνισης συναλλαγών που τηρεί λογιστικά βιβλία.
Με
την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι τα αναγκαία για διασταύρωση
στοιχεία που αφορούν εισαγωγές ή εξαγωγές αγαθών λαμβάνονται από το
Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα Τελωνείων.
Με
την παράγραφο 3 ορίζεται το περιεχόμενο των καταστάσεων της παραγράφου 1 και
απλοποιείται το περιεχόμενο αυτών με την κατάργηση της υποχρέωση αναγραφής του επαγγέλματος, της
διεύθυνσης και της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. των αντισυμβαλλομένων.
Με
την παράγραφο 4 ορίζεται ο χρόνος και ο τρόπος υποβολής των καταστάσεων της
παραγράφου 1 και ορίζεται ρητά ότι, οι συγκεντρωτικές καταστάσεις δεν
υποβάλλονται, όταν τα δεδομένα τους διαβιβάζονται ηλεκτρονικά στη Γενική
Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20 του
ν. 3842/2010 (Α΄ 58).
Με
την παράγραφο 5 ορίζονται οι εξαιρέσεις από την υποχρέωση υποβολής των
καταστάσεων της παραγράφου 1 και ορίζεται, για πρώτη φορά, η μη υποχρέωση
υποβολής για τα ασφάλιστρα, τις επιστροφές ασφαλίστρων και τις εκπτώσεις επί
των ασφαλίστρων που αναγράφονται στα σχετικά ασφαλιστήρια συμβόλαια ή στις
πρόσθετες πράξεις.
Με
την παράγραφο 6 ορίζεται ο τρόπος της απόδειξης των συναλλαγών με επιταγή ή
μέσω τραπεζικού λογαριασμού, προκειμένου να εξασφαλίζεται η ύπαρξη των
πραγματικών αντισυμβαλλομένων στις συναλλαγές. Με τις νέες διατάξεις
αναπροσαρμόζεται το όριο εξόφλησης των φορολογικών στοιχείων αξίας με επιταγή ή
μέσω τραπεζικού λογαριασμού για τα αγροτικά προϊόντα, ώστε να υπάρχει κοινό
όριο (3.000 €) με τα λοιπά φορολογικά στοιχεία αξίας και ορίζεται ότι
επιτρέπεται ο συμψηφισμός αμοιβαίων ανταπαιτήσεων μεταξύ των αντισυμβαλλομένων,
σε κάθε περίπτωση και όχι μόνο μεταξύ μητρικής και θυγατρικής.
Με
την παράγραφο 7 ορίζεται η υποχρέωση αναγραφής του Α.Φ.Μ. στα εκδιδόμενα, από
τα πιστωτικά ιδρύματα, παραστατικά εισπράξεων και πληρωμών τοις μετρητοίς,
ποσού άνω των 12.000€, καθώς και στην εξόφληση επαγγελματικών συναλλαγών,
ανεξαρτήτως ποσού.
Με
την παράγραφο 8 ορίζεται το βάρος της απόδειξης των συναλλαγών και ορίζεται,
για πρώτη φορά, ότι η επιβεβαίωση των στοιχείων των συναλλασσομένων μπορεί να
γίνεται και από βάση δεδομένων ή αρχείο υπόχρεων απεικόνισης συναλλαγών, που
είναι διαθέσιμα από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του
Υπουργείου Οικονομικών, καμπτομένου στην περίπτωση αυτή του ισχύοντος
φορολογικού απορρήτου.
Με
τις διατάξεις του άρθρου 11 του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών
ορίζονται οι εξουσίες της Φορολογικής Αρχής για την εφαρμογή των διατάξεων του
Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών.
Με
τις διατάξεις του άρθρου 12 του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών
ορίζονται οι εξουσίες του Υπουργού Οικονομικών σχετικά με τη ρύθμιση θεμάτων
εφαρμογής των διατάξεων του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών και της
Οδηγίας 2006/112/ΕΕ.
Με
το άρθρο 13 του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών ορίζεται ο χρόνος
έναρξης ισχύος των διατάξεων του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών.
Με
το άρθρο 14 του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών ορίζονται οι
μεταβατικές διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών. Επίσης,
γίνεται αναφορά στην ανάγκη περαιτέρω απλοποίησης και βελτίωσης των διατάξεων
του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών, μέσω της επεξεργασίας των
σχετικών διατάξεων από Ομάδα Εργασίας που θα συσταθεί με απόφαση του Υπουργού
Οικονομικών και θα ολοκληρώσει το έργο της μέχρι 30.06.2013. Οι ρητά
απαριθμούμενες στη διάταξη αυτή, καθώς και σε άλλες διατάξεις του Κώδικα,
διατάξεις παύουν να ισχύουν από την 1η Ιανουαρίου 2014.
Με
τις διατάξεις της περίπτωσης 2 παρατείνεται
ο χρόνος παραγραφής για την πραγματοποίηση ελέγχων και την κοινοποίηση των
οικείων πράξεων της φορολογικής αρχής σε πάσης φύσεως εκκρεμείς υποθέσεις,
νομικών και φυσικών προσώπων. για όλες τις φορολογίες. Η παράταση αυτή κρίνεται
αναγκαία λόγω αντικειμενικής δυσχέρειας ελέγχου των υποθέσεων των
παραγραφόμενων χρήσεων μέχρι τις 31.12.2012 η οποία οφείλεται:
1.
Στην οργανωτική αναδιάρθρωση των Υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών το
μεγαλύτερο μέρος της οποίας πραγματοποιήθηκε εντός του έτους 2012, και
συνίσταται στην ενοποίηση Τμημάτων Ελέγχου και Δικαστικού, στις συνενώσεις Δ.Ο.Υ., στην αναστολή λειτουργίας δικαστικών
τμημάτων και τμημάτων Ελέγχου και στη μεταφορά αρμοδιοτήτων τους σε άλλες
Δ.Ο.Υ.
2.
Στην τεράστια έλλειψη προσωπικού που προκάλεσε η εφαρμογή του
ν.4024/2011(εφεδρεία κ.λπ.) στη λειτουργία των υπηρεσιών.
3.
Στη μη πλήρη μέχρι σήμερα επιχειρησιακή λειτουργία και εφαρμογή του συστήματος
ELENXIS.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου