ΕΜΜΕΣΕΣ
ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΛΕΓΧΟΥ
Μέρος 1ο
Γράφει ο Θοδωρής Δ. Καβούκης
Με τις έμμεσες τεχνικές ελέγχου
επιδιώκεται η ανεύρεση και ο εντοπισμός της αποκρυβείσας φορολογητέας ύλης
με έμμεσο τρόπο, ήτοι με την αξιοποίηση πληροφοριών, δεδομένων και
εν γένει κάθε διαθέσιμου στοιχείου που προέρχεται είτε από τον ίδιο
τον φορολογούμενο είτε από τρίτες πηγές. Η φιλοσοφία των ως άνω
τεχνικών ελέγχου διαφέρει ουσιωδώς από την μεθοδολογία που εφαρμόζει ο
φορολογικός έλεγχος όταν προσδιορίζει το εισόδημα του διοικούμενου με άμεσο
τρόπο, σύμφωνα με τον οποίο διενεργείται
ο έλεγχος και η επαλήθευση των λογιστικών αρχείων (βιβλίων, στοιχείων,
οικονομικών καταστάσεων κλπ). Η Φορολογική Διοίκηση με την χρήση των έμμεσων
τεχνικών ελέγχου προσπαθεί να αναδημιουργήσει και να αναπροσδιορίσει το
συνολικό εισόδημα του ελεγχόμενου φυσικού ή νομικού προσώπου με τρόπο
αντικειμενικό χρησιμοποιώντας «έμμεσες αποδείξεις» (ΣτΕ 884/2016) με βάση τις
γενικά παραδεκτές αρχές και τεχνικές της ελεγκτικής.
Οι έμμεσες τεχνικές ελέγχου ή
αλλιώς οι «μέθοδοι έμμεσου προσδιορισμού της φορολογητέας ύλης», όπως
προβλέπονται στο άρθρο 32 του ν. 5104/2024 (Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας
εφεξής ΚΦΔ), παρατηρούνται με παρόμοια μορφή
στα φορολογικά δίκαια αρκετών ανεπτυγμένων κρατών όπως των Ηνωμένων
Πολιτείων Αμερικής (ΗΠΑ), της Ισπανίας, της Γαλλίας, της Ολλανδίας, της Ιταλίας
κλπ. Στο ελληνικό φορολογικό δίκαιο οι έμμεσες τεχνικές ελέγχου εισήχθησαν το
πρώτον με την παρ. 14 του άρθρου 4 του ν. 4038/2012 η οποία προσέθεσε το άρθρο
67Β «Έμμεσες τεχνικές ελέγχου» στον ν. 2238/1994 . Βέβαια, αναφορά στον όρο
«τεχνικές και μέθοδοι ελέγχου» γίνεται και στην παρ. 3 του άρθρου 81 του ν.
3842/2010. Σήμερα θεσπίζονται νομοθετικά με το άρθρο 32 του ΚΦΔ και αποτελούν
ένα σημαντικό «όπλο» της Φορολογικής Διοίκησης στην μάχη κατά της φοροδιαφυγής.
Οι έμμεσες τεχνικές ελέγχου, ενώ
τα προηγούμενα χρόνια αποτελούσαν ένα συμπληρωματικό εργαλείο της Φορολογικής
Διοίκησης προκειμένου να εντοπίσει το πραγματικό εισόδημα του ελεγχόμενου, τα
τελευταία χρόνια τείνουν να μετατραπούν σε κύριο και πρωταρχικό εργαλείο με
αποτέλεσμα ο φορολογικός έλεγχος να καταλήγει σε κάποιες περιπτώσεις σε
υπερβολικούς και δυσανάλογους καταλογισμούς φόρων λόγω της μη ορθής χρήσης των
έμμεσων τεχνικών. Σε κάθε περίπτωση, τόσο
η ενεργοποίηση εκ μέρους της Φορολογικής Διοίκησης των εμμέσων τεχνικών ελέγχου, όσο και τρόπος
εφαρμογής αυτών πρέπει να γίνεται με σύνεση και λελογισμένα και τούτο διότι
στόχος του νομοθέτη με την θέσπιση των έμμεσων τεχνικών ελέγχου είναι η σύλληψη
της διαφεύγουσας φορολογητέας ύλης καθώς και ο αντικειμενικός προσδιορισμός του εισοδήματος
των φορολογουμένων και όχι η δημιουργία υπέρογκων φορολογικών επιβαρύνσεων.
Σημειωτέο δε ότι δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις φορολογουμένων που έχουν
προσφύγει κατά των πράξεων της Φορολογικής Διοίκησης με τις οποίες είχε γίνει
χρήση των έμμεσων τεχνικών ελέγχου.
ΠΟΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΜΜΕΣΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ
ΕΛΕΓΧΟΥ
Σύμφωνα με το άρθρο 32
του ΚΦΔ η Φορολογική Διοίκηση δύναται να
προβαίνει σε εκτιμώμενο, διορθωτικό ή ενδιάμεσο προσδιορισμό της φορολογητέας
ύλης και με την εφαρμογή μιας ή περισσοτέρων από τις κατωτέρω τεχνικές ελέγχου:
α) της αρχής των αναλογιών
β) της ανάλυσης ρευστότητας του φορολογούμενου
γ) της καθαρής θέσης του φορολογούμενου
δ) της σχέσης της τιμής πώλησης προς τον συνολικό όγκο κύκλου εργασιών
ε) του ύψους των τραπεζικών καταθέσεων και των δαπανών σε μετρητά
Με τις ως άνω τεχνικές μπορούν να
προσδιορίζονται τα φορολογητέα εισοδήματα των φορολογουμένων, τα ακαθάριστα
έσοδα, οι εκροές και τα φορολογητέα κέρδη των υπόχρεων βάσει των γενικά
παραδεκτών αρχών και τεχνικών της ελεγκτικής.
Αντικείμενο των περιπτώσεων α’ και
δ’ των ως άνω τεχνικών ελέγχου είναι ο προσδιορισμός της φορολογητέας ύλης μέσω
μεθοδολογίας εξεύρεσης αξιόπιστων αναλογιών ή σχέσεων, προκειμένου να εκδοθεί
πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή κάθε
είδους νομική οντότητα που ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ αντικείμενο
των περιπτώσεων β', γ' και ε' των ως άνω τεχνικών ελέγχου είναι ο
προσδιορισμός της φορολογητέας ύλης προκειμένου να εκδοθεί πράξη διορθωτικού
προσδιορισμού φόρου σε φορολογούμενο φυσικό πρόσωπο ανεξαρτήτως πηγής
εισοδήματός του, μέσω μιας μεθοδολογίας που αξιοποιεί τα στοιχεία, τις
πληροφορίες και τα δεδομένα για έσοδα κάθε πηγής και πραγματοποιηθείσες δαπάνες
πάσης φύσεως, που η Φορολογική Διοίκηση διαθέτει ή συγκεντρώνει για τον ίδιο
τον/την σύζυγο του και τα προστατευόμενα μέλη αυτών.
ΕΜΜΕΣΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ
ΑΠΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΦΥΣΙΚΩΝ Ή ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ
Η μεθοδολογία που
ακολουθείται από την Φορολογική Διοίκηση όταν εφαρμόζει την μέθοδο της αρχής
των αναλογιών ή την μέθοδο της σχέσης της τιμής πώλησης προς τον συνολικό όγκο
κύκλου εργασιών βασίζεται στην εξεύρεση αξιόπιστων αναλογιών ή σχέσεων οι
οποίες θα αναδείξουν το συνολικό εισόδημα του φορολογούμενου. Ως αξιόπιστη
αναλογία ή σχέση θεωρείται το ποσοστό ή ο δείκτης ή η αναλογική σχέση που είναι
κατάλληλη βάσει των γενικά παραδεκτών αρχών και τεχνικών της ελεγκτικής,
λαμβανομένων υπόψη των δεδομένων και του τρόπου λειτουργίας της για τον
προσδιορισμό των εσόδων από επιχειρηματική δραστηριότητα, του κόστους
πωληθέντων, του μικτού και του καθαρού κέρδους. Τα στοιχεία για τον υπολογισμό
των αναλογιών ή σχέσεων λαμβάνονται από τα δεδομένα του ελεγχόμενου προσώπου
καθώς και από τρίτες πηγές.
1.ΑΡΧΗ
ΤΩΝ ΑΝΑΛΟΓΙΩΝ
Με την μέθοδο της
αρχής ων αναλογιών (mark up method) προσδιορίζονται τα έσοδα από επιχειρηματική
δραστηριότητα με βάση ποσοστά και δείκτες, ιδίως με βάση το πραγματικό
περιθώριο μικτού κέρδους, που θεωρούνται αξιόπιστα βάσει των γενικά παραδεκτών
αρχών και τεχνικών της ελεγκτικής και προέρχονται είτε από την ίδια την
επιχείρηση είτε από τρίτες πηγές.
Κύρια πηγή πληροφοριών πρέπει να
είναι η ίδια η επιχείρηση. Έτσι ο έλεγχος, για τον καθορισμό των αναλογιών
(ποσοστών), που θα εφαρμοσθούν για τον προσδιορισμό των εσόδων από
επιχειρηματική δραστηριότητα, εξαντλεί τη δυνατότητα δημιουργίας αναλογιών
με βάση τα πραγματικά δεδομένα της επιχείρησης (κόστος, δαπάνες, τιμές
πώλησης κ.λπ.), στοιχεία τα οποία προκύπτουν αφενός από τα λογιστικά αρχεία του
φορολογουμένου και αφετέρου από κάθε είδους διαθέσιμα στοιχεία, καθώς και
πληροφορίες και διευκρινίσεις που θα παρασχεθούν είτε από τον ίδιο τον
ελεγχόμενο είτε από τρίτες πηγές (π.χ. αντισυμβαλλόμενους). Συνεπώς, το
πραγματικό περιθώριο μικτού κέρδους δύναται να προσδιορισθεί συγκρίνοντας
τιμολόγια αγορών με τιμολόγια πωλήσεων ή αναλύοντας τιμοκαταλόγους ή τιμές
ραφιών ή ερευνώντας αρχεία αποθήκης και βιβλία παραγγελιών ή και άλλες συναφείς
πληροφορίες.
Σε
περίπτωση που δεν καθίσταται δυνατός ο καθορισμός των αναλογιών σύμφωνα
με την προηγούμενη περίπτωση, ποσοστά και δείκτες δύνανται να προκύψουν και
με βάση δεδομένα ομοειδών επιχειρήσεων. Στην περίπτωση αυτή ο έλεγχος
δύναται να αναπροσαρμόζει τα εν λόγω ποσοστά και τους δείκτες λαμβάνοντας υπόψη
τα χαρακτηριστικά της ελεγχόμενης επιχείρησης και ιδίως τον τύπο του
εμπορεύματος, τη γεωγραφική θέση της επιχείρησης, το μέγεθός της, την ελεγχόμενη
φορολογική περίοδο, τη γενικότερη εμπορική πολιτική, ώστε οι αναλογίες που
τελικά θα εφαρμοσθούν για τον προσδιορισμό των εσόδων από επιχειρηματική
δραστηριότητα να ανταποκρίνονται στα χαρακτηριστικά του ελεγχόμενου προσώπου.
Για
την επαλήθευση του κόστους πωληθέντων ο έλεγχος συνεκτιμά στοιχεία
αντισυμβαλλόμενων, υφιστάμενες παραβάσεις, τεχνικές προδιαγραφές κ.λπ. Κατά την
εφαρμογή της τεχνικής της αρχής των αναλογιών για τον προσδιορισμό των εσόδων
από επιχειρηματική δραστηριότητα είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν διάφορες
αναλογίες (ποσοστά/δείκτες), όπως ενδεικτικά η αναλογία περιθωρίου μικτού
κέρδους - πωλήσεων, η αναλογία περιθωρίου μικτού κέρδους - κόστους, η αναλογία
κόστους πωληθέντων - πωλήσεων, η αναλογία καθαρής τιμής πώλησης - τιμής κόστους
κ.λπ., οι οποίες εφαρμόζονται επί του συνολικού κόστους ώστε να προσδιορισθούν
τα έσοδα.
Συνεπώς
η τεχνική της αρχής των αναλογιών ενδείκνυται για τον προσδιορισμό των εσόδων
από επιχειρηματική δραστηριότητα, των εκροών και των φορολογητέων κερδών σε:
·
επιχειρήσεις με σχετικά περιορισμένο εύρος δραστηριοτήτων.
·
επιχειρήσεις όπου η κύρια πηγή εσόδων προέρχεται κυρίως από
τη διάθεση των αποθεμάτων ή όταν οι παράμετροι που διαμορφώνουν το κόστος των
πωληθέντων ή οι πηγές από τις οποίες προέρχονται οι αγορές των εμπορευμάτων
είναι περιορισμένες και ταυτόχρονα υφίσταται σε ένα βαθμό ομοιομορφία στις
τιμές πώλησης.
·
επιχειρήσεις των οποίων το απόθεμα είναι ελεγχόμενο (πχ.
τήρηση βιβλίου απογραφών), ή το απόθεμα μπορεί να προσδιοριστεί με αξιόπιστο
τρόπο, ή τα αγαθά τα οποία εμπορεύονται έχουν όμοιο μικτό κέρδος.
Η εφαρμογή της μεθόδου
ανάλυσης ρευστότητας πρέπει να είναι σύμφωνη με τα διδάγματα της κοινής πείρας
και λογικής καθώς και με τους κανόνες της λογιστικής και της οικονομικής
επιστήμης. Σε κάθε περίπτωση ο ελεγχόμενος δύναται να αμφισβητήσει την
εφαρμογή της ως άνω μεθόδου επικαλούμενος σφάλματα ή παραλείψεις της ελεγκτικής
διαδικασίας, προσκομίζοντας όμως συγκεκριμένα στοιχεία που αποδεικνύουν τους
ισχυρισμούς του. Η απλή επίκληση ότι το ποσοστό συνολικού μικτού κέρδους είναι
υπερβολικό δεν αρκεί.
2.ΣΧΕΣΗ
ΤΙΜΗΣ ΠΩΛΗΣΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΟΓΚΟ ΤΟΥ ΚΥΚΛΟΥ ΕΡΓΑΣΙΩΝ
Με την μέθοδο της σχέσης τιμής
πώλησης προς τον συνολικό όγκο του κύκλου εργασιών (unit and volume method) προσδιορίζονται
τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα με την εφαρμογή της τιμής πώλησης
στον αριθμό των μονάδων ή το συνολικό όγκο κύκλου εργασιών.
Για την εφαρμογή της τεχνικής της σχέσης της
τιμής πώλησης προς το συνολικό όγκο του κύκλου εργασιών ο έλεγχος
προσδιορίζει, χρησιμοποιώντας τεχνικές ανάλυσης και έρευνας καθώς και
αξιοποιώντας στοιχεία κόστους με βάση τα λογιστικά αρχεία του ελεγχόμενου ή
μέσω τρίτων πηγών, τον αριθμό των μονάδων ή τον όγκο κύκλου εργασιών που
πραγματοποίησε ο ελεγχόμενος, με βάση τη συνάρτηση παραγωγής που
απεικονίζει τον μετασχηματισμό συγκεκριμένης εισροής (πρώτη ύλη) σε εκροή
(προϊόν/υπηρεσία) και την ποσότητα της εισροής που απαιτείται για την παραγωγή
μιας μονάδας προϊόντος ή την παροχή μιας μονάδας υπηρεσίας.
Η
εν λόγω μέθοδος δύναται να χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό των εσόδων από
επιχειρηματική δραστηριότητα μέσω της εύρεσης της δυνατότητας παραγωγής της επιχείρησης όταν η επιχείρηση παράγει ένα ή
περισσότερα ομοειδή προϊόντα, τα οποία έχουν μια σταθερή σχέση μεταξύ των
συντελεστών παραγωγής (π.χ. σχέση υφάσματος με τα παραγόμενα πουκάμισα,
παραγγελίες εξαρτημάτων που απαιτούνται για παρασκευή εμπορευσίμων προϊόντων) ή
μέσω προσδιορισμού του όγκου κύκλου εργασιών όταν το ύψος των πωλήσεων
συνδέεται με μεταβλητές δαπάνες/λειτουργικά έξοδα που είναι ανάλογα του κύκλου
εργασιών (π.χ. σχέση συσκευασίας με μερίδες διανεμόμενου φαγητού, σχέση δαπανών
προμήθειας ηλεκτρικού ρεύματος και νερού με παρεχόμενη υπηρεσία). Κατά την
εφαρμογή της εν λόγω μεθόδου πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψη ειδικότεροι
παράγοντες που υπεισέρχονται στην παραγωγική διαδικασία (π.χ. φύρα) καθώς και
τυχόν ιδιαιτερότητες της κάθε επιχείρησης.
Ουσιαστικά η ορθή εφαρμογή της
εν λόγω μεθόδου προϋποθέτει:
1.
Την ύπαρξη επιχειρήσεων που διαθέτουν
περιορισμένο αριθμό ειδών (προϊόντων ή υπηρεσιών) με σχετικά σταθερές τιμές
πώλησης σε όλη την διάρκεια της φορολογικής περιόδου
2.
Την δυνατότητα του ελέγχου να προσδιορίσει την
τιμή πώλησης ανά μονάδα και τον αριθμό των μονάδων (προϊόντων ή υπηρεσιών) ή τον όγκο συναλλαγών με βάση το κόστος των αγαθών που
πωλούνται ή τις δαπάνες που διενεργούνται.
ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΛΛΗΛΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ
ΕΜΜΕΣΩΝ ΤΕΧΝΙΚΩΝ
Η
επιλογή της μεθόδου έμμεσων τεχνικών που θα εφαρμόσει η Φορολογική Διοίκηση πρέπει
να αιτιολογείται. Συγκεκριμένα στην παρ. 2 του άρθρου 32 του ΚΦΔ προβλέπεται
ότι «Η
Φορολογική Διοίκηση παραθέτει στο σημείωμα διαπιστώσεων της παρ. 1 του άρθρου
33 και την έκθεση ελέγχου της παρ. 2 του ίδιου άρθρου ειδική αιτιολογία
αναφορικά με τον λόγο εφαρμογής των μεθόδων έμμεσου προσδιορισμού της
φορολογητέας ύλης και την επιλογή της συγκεκριμένης κάθε φορά μεθόδου».
Περαιτέρω,
σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 32 του ΚΦΔ η Φορολογική Διοίκηση
δύναται να προβαίνει σε εκτιμώμενο, διορθωτικό ή ενδιάμεσο προσδιορισμό της
φορολογητέας ύλης και με την εφαρμογή μιας ή περισσοτέρων από έμμεσες
τεχνικές ελέγχου. Ως εκ τούτου, δεν αποκλείεται η χρήση τόσο της αρχής των
αναλογιών όσο και της σχέσης της τιμής πώλησης προς το συνολικό όγκο του κύκλου
εργασιών για τον προσδιορισμό των εσόδων φυσικού ή νομικού προσώπου ή νομικής
οντότητας που ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα και δραστηριοποιείται σε
διαφορετικούς κλάδους, εφαρμόζοντας την καταλληλότερη ανά κλάδο έμμεση μέθοδο. Σε
κάθε περίπτωση, η επιλογή της έμμεσης μεθόδου για τον προσδιορισμό της
φορολογητέας ύλης συναρτάται από τα δεδομένα της κάθε υπόθεσης καθώς και από τα
ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελεγχόμενης επιχείρησης.
ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΣΟΔΩΝ - ΕΚΡΟΩΝ - ΚΕΡΔΩΝ
ΜΕ ΤΙΣ ΕΜΜΕΣΕΣ ΤΕΧΙΚΕΣ
Τα έσοδα από
επιχειρηματική δραστηριότητα που προσδιορίζονται με βάση τις
προαναφερόμενες έμμεσες τεχνικές ελέγχου συνιστούν τα τελικά έσοδα από
επιχειρηματική δραστηριότητα, εφόσον είναι μεγαλύτερα από τα αντίστοιχα
δηλωθέντα και στην περίπτωση αυτή ως κέρδος από επιχειρηματική
δραστηριότητα για κάθε φορολογικό έτος θεωρείται το σύνολο των προσδιορισθέντων
με τις έμμεσες μεθόδους εσόδων από επιχειρηματική δραστηριότητα μετά την
αφαίρεση των επιχειρηματικών δαπανών, των αποσβέσεων και των προβλέψεων για
επισφαλείς απαιτήσεις.
Να
τονιστεί ότι στις περιπτώσεις που διενεργείται προσδιορισμός του εισοδήματος
από επιχειρηματική δραστηριότητα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 4172/2013 (ΚΦΕ) και το εισόδημα που
προκύπτει από τη χρήση κάθε διαθέσιμου στοιχείου ή των έμμεσων μεθόδων ελέγχου
υπερβαίνει το δηλωθέν, δηλαδή διαπιστώνεται αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη που
αποδίδεται στη μη έκδοση φορολογικών στοιχείων και δεν προκύπτει το πλήθος των
συναλλαγών και η αξία εκάστης συναλλαγής, για την οποία έπρεπε να εκδοθεί το
σχετικό φορολογικό στοιχείο, παρά μόνο η συνολική αποκρυβείσα αξία, δεν
επιβάλλεται το πρόστιμο της παρ. 6 του άρθρου 57 του ΚΦΔ και επιβάλλονται μόνο
τα πρόστιμα περί ανακριβούς υποβολής δήλωσης που προβλέπονται με τις διατάξεις
των άρθρων 53 παρ.6, 54 παρ.1 και 54 παρ.2 του ΚΦΔ.
Τα έσοδα από επιχειρηματική
δραστηριότητα, όπως αυτά προσδιορίζονται με βάση τις έμμεσες τεχνικές,
λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό των τυχόν οφειλόμενων λοιπών φόρων,
τελών και εισφορών, που προκύπτουν για τις λοιπές φορολογίες. Ο
προσδιορισμός διενεργείται σύμφωνα με τις ισχύουσες για κάθε φορολογία
διατάξεις.
Ειδικότερα για το φόρο προστιθέμενης
αξίας (Φ.Π.Α.), όταν τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα που
προσδιορίζονται με τη χρήση των ανωτέρω έμμεσων μεθόδων
αποδεδειγμένα αφορούν αγαθά και υπηρεσίες για τα οποία εφαρμόζεται
συγκεκριμένος συντελεστής Φ.Π.Α., τότε το ποσό της διαφοράς των εσόδων
προστίθεται στις φορολογητέες εκροές του συγκεκριμένου αυτού συντελεστή Φ.Π.Α.
Περαιτέρω,
εφόσον τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα που προσδιορίζονται με τη
χρήση των έμμεσων τεχνικών ελέγχου δεν
αφορούν αποδεδειγμένα αγαθά και υπηρεσίες για τα οποία εφαρμόζεται
συγκεκριμένος συντελεστής Φ.Π.Α., τότε η τυχόν διαφορά στις εκροές από τον
προσδιορισμό των εσόδων με βάση τις ως άνω έμμεσες τεχνικές επιμερίζεται σε
κάθε περίπτωση κατ' αναλογία της συμμετοχής των εφαρμοζόμενων συντελεστών
Φ.Π.Α. στις δηλούμενες φορολογητέες και απαλλασσόμενες χωρίς δικαίωμα έκπτωσης
εκροές. Για τον επιμερισμό αυτό δεν λαμβάνονται υπόψη οι απαλλασσόμενες με
δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών εκροές (εξαγωγές, ενδοκοινοτικές παραδόσεις
κ.λπ.), καθώς για τις πράξεις αυτές απαιτείται ύπαρξη συγκεκριμένων
δικαιολογητικών για την ορθή εφαρμογή της απαλλαγής. Όμως οι
απαλλασσόμενες με δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών εκροές, για τις οποίες
δεν απαιτείται η ύπαρξη συγκεκριμένων δικαιολογητικών για την ορθή εφαρμογή της
απαλλαγής (π.χ. σε περιπτώσεις επιχειρήσεων που μεσολαβούν στη διάθεση των
εφημερίδων και περιοδικών στο κοινό, καρτών τηλεπικοινωνίας και εισιτηρίων
μεταφοράς προσώπων των οποίων προβλέπεται η ακύρωση σε ειδικά μηχανήματα),
λαμβάνονται υπόψη στον επιμερισμό της τυχόν διαφοράς στις εκροές κατά τον
προσδιορισμό των εσόδων με τη χρήση έμμεσων μεθόδων. Επίσης δεν λαμβάνονται υπόψη και
τυχόν ποσά απαλλασσόμενα του Φ.Π.Α. για τα οποία υπάρχουν συγκεκριμένα
δικαιολογητικά που δεν μπορούν να αμφισβητηθούν όπως επιδοτήσεις, οικονομικές
ενισχύσεις, επιχορηγήσεις, συναλλαγματικές διαφορές, τόκοι κλπ.
ΘΟΔΩΡΗΣ Δ. ΚΑΒΟΥΚΗΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΜΕ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗ ΣΤΟ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ -
ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ
της εταιρίας PIM (τεύχος Αυγούστου Σεπτεμβρίου)






