Παροχές με μεταχρονολογημένες επιταγές
«Επιταγή μόνιμων παροχών» συνολικού ύψους άνω των 6 δισ. ευρώ θα επιδιώξει να κόψει η κυβέρνηση ενόψει των εκλογών. Μόνο που θα είναι… μεταχρονολογημένη και θα μπορεί να έχει αντίκρισμα για τους πολίτες κυρίως στο διάστημα από το 2021 έως και το 2023. Για φέτος και για το 2020, το οικονομικό επιτελείο φαίνεται να έχει εξαντλήσει τα περιθώρια, καθώς έχει ήδη μοιράσει από τον περασμένο Δεκέμβριο όλο το διαθέσιμο «υπερπλεόνασμα». Το ενδεχόμενο ο φετινός προϋπολογισμός να πάει καλύτερα από ό,τι έχει προϋπολογιστεί είναι ανοικτό. Ωστόσο, αυτό δεν μπορεί να πιστοποιηθεί παρά μόνο μετά το καλοκαίρι όταν θα υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία. Ετσι, μένει να φανεί αν ο πρωθυπουργός θα ρισκάρει τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος ανακοινώνοντας νέες παροχές μετά το Πάσχα –και χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των θεσμών– ή αν θα κινηθεί εντός των περιθωρίων του προϋπολογισμού και του μεσοπρόθεσμου σχεδίου δημοσιονομικής στρατηγικής που θα κατατεθεί μέσα στον Μάιο. Πάντως, το οικονομικό επιτελείο δέχεται πιέσεις να βρει τον απαιτούμενο δημοσιονομικό χώρο, ώστε να ανακοινωθεί το συντομότερο δυνατό η μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση από το 24%, που είναι σήμερα, στο 13%, ένα μέτρο που απαιτεί τουλάχιστον 300 εκατ. ευρώ.
Ο φετινός προϋπολογισμός –στο βασικό του σενάριο– προβλέπει ότι θα παραχθεί υπερπλεόνασμα 1,443 δισ. ευρώ μέσα στο 2019 καθώς το πρωτογενές πλεόνασμα εκτιμάται ότι θα φτάσει στο 4,25% από περίπου 4% που υπολογίζεται ότι θα κλείσει το 2018 (σ.σ. τα τελικά στοιχεία για την περυσινή χρονιά ανακοινώνονται μέσα στην εβδομάδα). Από αυτό το υπερπλεόνασμα έχει ήδη «δεσμευτεί» το 1,245 δισ. ευρώ:
• 335 εκατ. ευρώ δόθηκαν για να μην προχωρήσει η περικοπή των συντάξεων.
• 260 εκατ. ευρώ απαιτούνται για την πρώτη φάση μείωσης του ΕΝΦΙΑ.
• Η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών κοστίζει 177 εκατ. ευρώ.
• 400 εκατ. ευρώ (τα οποία έχουν ήδη γίνει 450 εκατ. ευρώ) απαιτούνται για να επιδοτηθούν όσοι θα ενταχθούν στην πλατφόρμα των κόκκινων στεγαστικών δανείων, αλλά και για να δοθούν 300 εκατ. ευρώ για το επίδομα ενοικίου (ήδη παρατηρείται υπέρβαση στο κονδύλι για το επίδομα ενοικίου).
• Η επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών για νέους εργαζόμενους και οι προσλήψεις δασκάλων ειδικής αγωγής, μέτρα κόστους 73 εκατ. ευρώ. Μετά την αφαίρεση αυτών των ποσών, έχει προβλεφθεί ότι θα υπάρξει ένα μικρό υπερπλεόνασμα της τάξεως των 200 εκατ. ευρώ. Συγκριτικά με τον περασμένο Νοέμβριο, οπότε έγιναν οι σχετικές προβλέψεις, δεν έχει υπάρξει κάποια δραματική αλλαγή. Η μόνη ουσιαστική μεταβολή ήταν ότι το ΑΕΠ της περυσινής χρονιάς έκλεισε τελικώς στο +1,9% και όχι στο 2,1% όπως έγραφε ο προϋπολογισμός, με αποτέλεσμα να αμφισβητείται ήδη (κατ’ αρχήν από την Τράπεζα της Ελλάδος) το κατά πόσον μπορεί να υπάρξει φέτος ο προβλεπόμενος ρυθμός ανάπτυξης της τάξεως του 2,5%.
Στο οικονομικό επιτελείο γνωρίζουν ότι οι μήνες που έρχονται είναι εξαιρετικά δύσκολοι. Ο προϋπολογισμός του 2019 είναι οπισθοβαρής, κάτι που σημαίνει ότι ο κύριος όγκος των εσόδων πρέπει να εισπραχθεί μετά τον Ιούνιο, στην «καρδιά» της προεκλογικής περιόδου (εφόσον οι εκλογές γίνουν Οκτώβριο). Επίσης, υπάρχει ο αστάθμητος παράγοντας της πορείας της ευρωπαϊκής οικονομίας μετά τις ευρωεκλογές, αλλά και το μείζον θέμα των αναδρομικών διεκδικήσεων από συνταξιούχους και δημοσίους υπαλλήλους. Υπό αυτά τα δεδομένα, είναι απορίας άξιον το πώς θα μπορέσει η κυβέρνηση να υλοποιήσει άμεσα μια νέα παροχή ειδικά αν αυτή είναι μόνιμου χαρακτήρα. Η εικόνα για το 2020 δεν είναι καλύτερη. Το αναθεωρημένο μεσοπρόθεσμο σχέδιο δημοσιονομικής στρατηγικής θα προβλέπει «υπεραπόδοση», η οποία μπορεί να πλησιάζει και στα 2 δισ. ευρώ (σ.σ. στο περυσινό μεσοπρόθεσμο είχε εγγραφεί πρόβλεψη για 1,3 δισ. ευρώ, αλλά ήδη έχουν αλλάξει τα δεδομένα λόγω του μεγαλύτερου πρωτογενούς πλεονάσματος που συμφωνήθηκε για το 2019). Ωστόσο, ακόμη και αυτό το μεγάλο ποσό έχει ήδη «μοιραστεί»:
• Το 1,25 δισ. ευρώ απαιτείται για να συνεχιστούν και το 2020 οι παροχές που ενεργοποιήθηκαν ή ενεργοποιούνται φέτος.
• Από τα 750 εκατ. ευρώ που απομένουν, χρειάζονται πάνω από 200 εκατ. ευρώ για τις μειώσεις στους συντελεστές φορολόγησης των νομικών προσώπων αλλά και των διανεμόμενων κερδών.
• Απαιτούνται 300 εκατ. ευρώ για τη 2η φάση μείωσης του ΕΝΦΙΑ.
• Η διατήρηση του αφορολογήτου προϋποθέτει πόρους 2 δισ. ευρώ. Ακόμη και αν καταργηθούν οι ψηφισμένες ελαφρύνσεις για τη μεσαία τάξη (μείωση συντελεστή κλίμακας από το 22% στο 20% και μείωση εισφοράς αλληλεγγύης) χρειάζονται 400 εκατ. ευρώ για να μην υπάρξει κενό.
Η επιθυμία του πρωθυπουργού να ανακοινωθεί άμεσα η μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση –μέτρο που κατά κύριο λόγο θα βαρύνει το 2020– περιπλέκει ακόμη περισσότερο την εξίσωση του 2020, καθώς απαιτεί επιπλέον 300 εκατ. ευρώ.
Το υπερπλεόνασμα έχει προβλεφθεί ότι θα συνεχίσει να αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου. Για το 2021 μπορεί να προσεγγίσει τα 3 δισ. ευρώ, για το 2022 να φτάσει κοντά στα 4,5 δισ. ευρώ και για το 2023 να εκτιναχθεί πάνω από τα 5,5-6 δισ. ευρώ, δεδομένου ότι για το συγκεκριμένο έτος δεν υπάρχει δέσμευση για παραγωγή πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5%. Αυτό τον «πολυετή» δημοσιονομικό χώρο μπορεί να μοιράσει από τώρα η κυβέρνηση ανακοινώνοντας μέτρα όπως η μείωση του ΦΠΑ, του ειδικού φόρου κατανάλωσης στα καύσιμα ή στην εστίαση, ή ακόμη και του συντελεστή φορολόγησης των φυσικών προσώπων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου