Ως γνωστόν, η σύμβαση εκχώρησης απαίτησης, η οποία, κατά τις γενικές αρχές του κοινού δικαίου, είναι σύμβαση αναιτιώδης και ανεξάρτητη, ως εκ τούτου, από την αιτία της σχέσης, από την οποία απέρρευσε, υπόκειται, ως ιδία και αυτοτελής σύμβαση, σε αναλογικό τέλος χαρτοσήμου 3% ή 2%, κατά τις διακρίσεις των άρθρων 13 παρ. 1α ή 15 παρ. 1α του Κώδικα Χαρτοσήμου, αντίστοιχα, έστω και αν συνάπτεται σε εξόφληση άλλης σύμβασης, που είχε σημανθεί νόμιμα ή απαλλασσόταν από τα τέλη χαρτοσήμου, βάσει ειδικής διάταξης νόμου.

Το τέλος χαρτοσήμου υπολογίζεται στη χρηματική αξία της εκχωρούμενης απαίτησης, που διαλαμβάνεται στο έγγραφο, και όχι στο συνομολογούμενο προς εκχώρηση τίμημα (εάν αυτό είναι μικρότερο), καθόσον αντικείμενο της εκχώρησης είναι το εκχωρούμενο ποσό και όχι το καταβαλλόμενο τίμημα. Σε περίπτωση που η εκχωρούμενη απαίτηση είναι απροσδιόριστης αξίας (π.χ., εκχώρηση μισθωμάτων τα οποία συνίστανται σε ποσοστό επί της ασκούμενης στο μίσθιο επιχείρησης) το τέλος υπολογίζεται στο συμβατικό τίμημα και αν κατά την είσπραξη η εκχώρηση διαπιστωθεί ότι ήταν ανώτερη θα καταβληθεί επί της διαφοράς αναλογικό τέλος. Σε περίπτωση που δεν συνομολογείται τίμημα προς εκχώρηση του απροσδιόριστου δικαιώματος, το αναλογικό τέλος 3% ή 2%, κατά περίπτωση, θα καταβάλλεται κατά την εκάστοτε είσπραξη του εκχωρούμενου δικαιώματος.

πηγή: Στήλη «Φοροεκτιμήσεις» από το naftemporiki.gr