Οι διατάξεις για πλειστηριασμούς, απεργίες
ΒΟΥΛΗ - ΚΤΙΡΙΟ-ΠΡΟΑΥΛΙΟ
Ρυθμίσεις για τους πλειστηριασμούς, τις απεργίες, το επίδομα τέκνων, το κτηματολόγιο κ.ά. περιλαμβάνει το πολυνομοσχέδιο «Ρυθμίσεις για την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής και άλλες διατάξεις» που κατατέθηκε απόψε στη Βουλή, το κείμενο του οποίου έχει στη διάθεσή του το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Σε ό,τι αφορά τους πλειστηριασμούς οι ρυθμίσεις προβλέπουν μεταξύ άλλων (άρθρο 208) ότι από τις 21.2.2018 οι πλειστηριασμοί διεξάγονται αποκλειστικά και μόνο με ηλεκτρονικά μέσα, ανεξάρτητα από τον χρόνο επίδοσης της επιταγής και επιβολής της κατάσχεσης. Επίσης, για τους πλειστηριασμούς που έχει ήδη οριστεί να πραγματοποιηθούν με φυσικό τρόπο οποτεδήποτε μετά τις 21.2.2018 και έχει ήδη συντελεστεί η σχετική προδικασία του πλειστηριασμού, ο επισπεύδων είναι υποχρεωμένος να γνωστοποιήσει τη μεταβολή του τρόπου και του χρόνου διενέργειας τους με σχετική εντολή προς τον δικαστικό επιμελητή για την έκδοση νέου αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης.
Σε ό,τι αφορά τη διαδικασία, το ν/σ προβλέπει ότι: Οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί διενεργούνται μόνο εργάσιμη ημέρα Τετάρτη ή Πέμπτη ή Παρασκευή, από τις 10:00 π.μ. έως τις 14:00 ή από τις 14:00 έως τις 18:00. Σε περίπτωση υποβολής προσφοράς κατά το τελευταίο λεπτό του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, ήτοι από ώρα 13:59:00 έως 13:59:59 ή από ώρα 17:59:00 έως 17:59:59 δίδεται αυτόματη παράταση πέντε (5) λεπτών. Για κάθε προσφορά που υποβάλλεται κατά το τελευταίο λεπτό της παράτασης, δίδεται νέα αυτόματη παράταση πέντε (5) λεπτών, εφόσον υποβληθεί μεγαλύτερη προσφορά. Οι παρατάσεις μπορούν να συνεχισθούν για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο των δύο (2) ωρών από την ορισθείσα ώρα λήξης του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, οπότε ολοκληρώνεται η διαδικασία υποβολής προσφορών. Ηλεκτρονικός πλειστηριασμός δεν μπορεί να γίνει από 1η Αυγούστου έως 31 Αυγούστου, καθώς και την προηγούμενη και την επομένη εβδομάδα της ημέρας των εκλογών για την ανάδειξη βουλευτών, αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Οργάνων Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Εξάλλου με το άρθρο 176 προβλέπεται ότι : Απαιτήσεις οι οποίες προέκυψαν πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού και αφορούν μη καταβληθέντες μισθούς έως (6) μηνών από παροχή εξαρτημένης εργασίας και έως του ποσού το οποίο ισούται ανά μήνα οφειλόμενου μισθού και ανά εργαζόμενο με το νόμιμο κατώτατο μισθό υπαλλήλου άνω των είκοσι πέντε (25) ετών επί 275% ικανοποιούνται προνομιακά πριν από κάθε άλλη απαίτηση (υπερ-προνόμιο) και μετά την αφαίρεση των εξόδων της εκτέλεσης.
Για τους συμβολαιογράφους προβλέπεται ότι: «Εάν, για οποιονδήποτε λόγο, δεν είναι δυνατό να ορισθεί συμβολαιογράφος του τόπου εκτέλεσης, αρμόδιος για τη διανομή μπορεί να οριστεί και συμβολαιογράφος διορισμένος στην περιφέρεια του συμβολαιογραφικού συλλόγου του τόπου εκτέλεσης ή, αν και αυτό δεν είναι δυνατό, του συμβολαιογραφικού συλλόγου της πρωτεύουσας του κράτους». Επίσης: «Ο συμβολαιογράφος ασκεί τα καθήκοντά του σε όλη την περιφέρεια του ειρηνοδικείου στην οποία είναι διορισμένος, όπως κάθε φορά η περιφέρεια του ειρηνοδικείου ορίζεται, με την επιφύλαξη τυχόν ειδικότερων διατάξεων που διέπουν τη διενέργεια αναγκαστικού ή εκούσιου πλειστηριασμού, σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας».
Η διάταξη για τις απεργίες (άρθρο 211, Ποσοστό απαρτίας για συζήτηση και λήψη απόφασης κήρυξης απεργίας) προβλέπει ότι:
Μετά το τρίτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 1264/1982 (Α΄ 79) προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Ειδικά για τη συζήτηση και τη λήψη απόφασης κήρυξης απεργίας απαιτείται η παρουσία τουλάχιστον του ενός δευτέρου (1/2) των οικονομικά τακτοποιημένων μελών».
Σημειώνεται ότι, ουδεμία αλλαγή επέρχεται στα πρωτοβάθμια σωματεία ευρύτερης περιφέρειας (π.χ. Αττικής) ή πανελλαδικής εμβέλειας, καθώς και στις δευτεροβάθμιες και στην τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις. Σε αυτές τις περιπτώσεις, άλλωστε, η απόφαση για απεργία λαμβάνεται από το διοικητικό συμβούλιο, όπου δεν έχουν εφαρμογή οι ανωτέρω κανόνες απαρτίας.
Για το επίδομα παιδιού προβλέπεται ότι θα καταβάλλεται λαμβάνοντας υπόψη τον αριθμό των εξαρτώμενων τέκνων, το ισοδύναμο οικογενειακό εισόδημα και την κατηγορία ισοδύναμου οικογενειακού εισοδήματος.
Για τον καθορισμό των δικαιούχων οικογενειών προσδιορίζονται τρεις κατηγορίες ισοδύναμου οικογενειακού εισοδήματος, ως εξής: έως έξι χιλιάδες (6.000) ευρώ, από έξι χιλιάδες και ένα (6.001) ευρώ έως δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ, και από δέκα χιλιάδες και ένα (10.001) ευρώ έως δεκαπέντε χιλιάδες 15.000) ευρώ.
Το ποσό του επιδόματος, ανάλογα με τον αριθμό των εξαρτώμενων τέκνων και την κατηγορία ισοδύναμου οικογενειακού εισοδήματος, προσδιορίζεται ως εξής:
Για την πρώτη κατηγορία:
α) εβδομήντα (70) ευρώ ανά μήνα για το πρώτο εξαρτώμενο τέκνο,
β) επιπλέον εβδομήντα (70) ευρώ ανά μήνα για το δεύτερο εξαρτώμενο τέκνο,
γ) επιπλέον εκατόν σαράντα (140) ευρώ ανά μήνα για το τρίτο και κάθε εξαρτώμενο τέκνο πέραν του τρίτου.
Για τη δεύτερη κατηγορία:
α) σαράντα δύο (42) ευρώ ανά μήνα για το πρώτο εξαρτώμενο τέκνο,
β) επιπλέον σαράντα δύο (42) ευρώ ανά μήνα για το δεύτερο εξαρτώμενο τέκνο,
γ) επιπλέον ογδόντα τέσσερα (84) ευρώ ανά μήνα για το τρίτο και κάθε εξαρτώμενο τέκνο πέραν του τρίτου.
Για την τρίτη κατηγορία:
α) είκοσι οκτώ (28) ευρώ ανά μήνα για το πρώτο εξαρτώμενο τέκνο,
β) επιπλέον είκοσι οκτώ (28) ευρώ ανά μήνα για το δεύτερο εξαρτώμενο τέκνο,
γ) επιπλέον πενήντα έξι (56) ευρώ ανά μήνα για το τρίτο και κάθε εξαρτώμενο τέκνο πέραν του τρίτου.
Ορίζεται ακόμη ότι το επίδομα παιδιού απαλλάσσεται από κάθε φόρο, τέλος, εισφορά ή κράτηση υπέρ του Δημοσίου ή τρίτου, συμπεριλαμβανομένης και της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης
Στο πολυνομοσχέδιο περιλαμβάνονται ακόμη διατάξεις για το Κτηματολόγιο, το Χρηματιστήριο Ενέργειας, την ενίσχυση της εξωδικαστικής διαμεσολάβησης, για τον ΕΦΚΑ (απαγόρευση χορήγησης δανείων σε φορείς ιδιωτικού δικαίου), για τα τουριστικά λεωφορεία, την αδειοδότηση ιδιωτικών ραδιοφωνικών σταθμών επίγειας ψηφιακής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης κ.α.
Πηγή: ΑΠΕ - ΜΠΕ
Οι διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Οικονομικών
Αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της Βουλής το πολυνομοσχέδιο με τίτλο "Ρυθμίσεις για την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής και άλλες διατάξεις.".
Μεταξύ των διατάξεων του πολυνομοσχεδίου, περιλαμβάνονται και διατάξεις οι οποίες επιφέρουν αλλαγές στη φορολογική νομοθεσία.
Παρατίθενται ακολούθως για πρώτη ανάγνωση οι διατάξεις των άρθρων 353-356 με διατάξεις άμεσου φορολογικού ενδιαφέροντος.
Διαβάστε επίσης εδώ τις διατάξεις του πολυνομοσχεδίου για τη σύσταση διεύθυνσης ερευνών οικονομικού εγκλήματος καθώς και άλλες συναφείς διατάξεις.
Άρθρο 353
Τροποποιήσεις διατάξεων Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος - Φορολογικά κίνητρα
1. Μετά το άρθρο 71 του ν. 4172/2013 (Α' 167) προστίθεται ο τίτλος «ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ -ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΑ ΚΙΝΗΤΡΑ» και τίθενται άρθρα 71Α, 71Β και 71Γ, ως εξής:
«Αρθρο 71Α
Κίνητρα Ευρεσιτεχνίας
1. Τα κέρδη της επιχείρησης από την πώληση προϊόντων παραγωγής της, για την οποία παραγωγή χρησιμοποιήθηκε ευρεσιτεχνία διεθνώς αναγνωρισμένη στο όνομα της ίδιας επιχείρησης που αναπτύχθηκε από την ίδια, απαλλάσσονται από τον φόρο εισοδήματος για τρεις συνεχόμενες χρήσεις, αρχής γενομένης από τη χρήση μέσα στην οποία πραγματοποιήθηκαν για πρώτη φορά έσοδα από την πώληση των πιο πάνω προϊόντων. Η απαλλαγή χορηγείται και όταν τα προϊόντα παράγονται σε εγκαταστάσεις τρίτων. Επίσης, καταλαμβάνει και τα κέρδη που προέρχονται από παροχή υπηρεσιών, όταν αυτή αφορά σε εκμετάλλευση ευρεσιτεχνίας, επίσης διεθνώς αναγνωρισμένης.
2. Με απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και θρησκευμάτων εγκρίνεται η επιχείρηση που υπάγεται στις διατάξεις του άρθρου αυτού για το συγκεκριμένο προϊόν ή είδος υπηρεσίας, που παράγει ή παρέχει κατά περίπτωση, μετά από αίτηση που υποβάλλει στην αρμόδια υπηρεσία του πιο πάνω Υπουργείου.
3. Τα απαλλασσόμενα κέρδη εμφανίζονται σε ειδικό λογαριασμό αποθεματικού και υπολογίζονται με βάση τα καθαρά κέρδη που δηλώνονται με βάση την εμπρόθεσμη δήλωση φορολογίας εισοδήματος, προκύπτουν από τα τηρούμενα βιβλία και εμφανίζονται στον ισολογισμό και τα οποία προέρχονται από το σύνολο των δραστηριοτήτων της επιχείρησης, μετά την αφαίρεση των κερδών που απαλλάσσονται της φορολογίας εισοδήματος και των κερδών από συμμετοχή σε άλλες επιχειρήσεις, των κρατήσεων για το σχηματισμό τακτικού αποθεματικού και των κερδών της χρήσης που διανέμονται πραγματικά ή αναλαμβάνονται από τους εταίρους ή τον επιχειρηματία, καθώς και των αφορολόγητων εκπτώσεων επενδύσεων αναπτυξιακών νόμων. Προκειμένου για ανώνυμη εταιρεία και εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, το τακτικό αποθεματικό και τα διανεμόμενα κέρδη ανάγονται σε μικτό ποσό με την προσθήκη του αναλογούντος σε αυτά φόρου. Για τις επιχειρήσεις που τηρούν απλογραφικά βιβλία, το αποθεματικό σχηματίζεται από τα καθαρά κέρδη που δηλώνονται με την αρχική δήλωση, αφού αφαιρεθούν οι απολήψεις. Όταν η επιχείρηση πραγματοποιεί έσοδα που δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος, ως κέρδη που απαλλάσσονται της φορολογίας είναι το μέρος των πιο πάνω κερδών που αντιστοιχεί στα έσοδα από την πώληση των προϊόντων ή από την παροχή υπηρεσιών της παραγράφου 1.
4. Το ειδικό αποθεματικό που σχηματίζεται σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο υπόκειται σε φορολογία με τις γενικές διατάξεις του Κ.Φ.Ε., κατά το μέρος που διανέμεται, κεφαλαιοποιείται ή αναλαμβάνεται κάθε φορά.
5. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων καθορίζονται οι φορείς πιστοποίησης της ευρεσιτεχνίας, οι προϋποθέσεις, οι όροι, η διαδικασία και κάθε άλλο αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού.
6. Το άρθρο 71 του ν. 3842/2010 (Α' 58) καταργείται. Υπουργικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 71 του ν. 3842/2010 εξακολουθούν να ισχύουν έως την τυχόν έκδοση νέων αποφάσεων των παρ. 2 και 5 του παρόντος.
Αρθρο 71Β
Κεφαλαιοποίηση αφορολόγητων αποθεματικών εισηγμένων εταιρειών
1. Ανώνυμες εταιρείες, των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών, μπορούν να κεφαλαιοποιήσουν, ολικώς ή μερικώς, τα αφορολόγητα αποθεματικά διαφόρων αναπτυξιακών νόμων, με εξαίρεση τα αποθεματικά του άρθρου 18 του α.ν. 942/1949 (Α'96) και το αποθεματικά της παραγράφου 4 του άρθρου 10 του α.ν. 148/1967 (Α' 173).
2. Τα αποθεματικά που κεφαλαιοποιούνται φορολογούνται με συντελεστή πέντε τοις εκατό (5%), χωρίς καμιά άλλη επιβάρυνση. Ο φόρος που οφείλεται αποδίδεται στο Δημόσιο με δήλωση, η οποία πρέπει να υποβληθεί μέσα σ' ένα μήνα από την καταχώρηση στο ΓΕ.Μ.Η. της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου και καταβάλλεται σε τέσσερις (4) ίσες τριμηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη με την υποβολή της εμπρόθεσμης δήλωσης.
3. Ο φόρος αυτός βαρύνει την εταιρεία και δεν εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδά της κατά τον υπολογισμό των φορολογητέων κερδών ούτε συμψηφίζεται με το φόρο εισοδήματος που οφείλεται από την εταιρεία ή τους μετόχους.
4. Με την καταβολή του φόρου που οφείλεται σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, εξαντλείται κάθε φορολογική υποχρέωση από τον φόρο εισοδήματος της εταιρείας και των μετόχων της για τα αποθεματικά που κεφαλαιοποιήθηκαν.
5. Σε περίπτωση που πριν από την πάροδο δέκα (10) ετών από την κεφαλαιοποίηση των αποθεματικών διαλυθεί η ανώνυμη εταιρεία ή μειωθεί το μετοχικό της κεφάλαιο με σκοπό επιστροφής των αποθεματικών στους μετόχους, τα κεφαλαιοποιηθέντα αποθεματικά δε λογίζονται φορολογικώς ως μετοχικό κεφάλαιο που έχει καταβληθεί και φορολογούνται με τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για τη φορολογία εισοδήματος κατά τον χρόνο της διάλυσης της εταιρείας ή μείωσης του μετοχικού κεφαλαίου μετά την αφαίρεση του φόρου που καταβλήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.
Η διάταξη της παραγράφου αυτής δεν εφαρμόζεται αν η εταιρεία διαλυθεί με σκοπό τη συγχώνευσή της με άλλη επιχείρηση και ίδρυση νέας ανώνυμης εταιρείας ή σε περίπτωση εξαγοράς ή απορρόφησής της από άλλη ανώνυμη εταιρεία.
6. Ανώνυμες εταιρείες που έχουν σχηματίσει αποθεματικά, είτε από υπεραξία μετοχών που προέρχεται από απόσχιση κλάδου ή από συγχώνευση εταιρειών στις οποίες συμμετέχει, είτε από την αύξηση της αξίας των συμμετοχών της εταιρείας ή από διανομή μετοχών με βάση τις διατάξεις του άρθρου 1 του α.ν. 148/1967, του ν. 542/1977, του ν. 1249/1982 και του ν. 1839/1989 κατόπιν κεφαλαιοποιήσεως της υπεραξίας που προέκυψε από την αναπροσαρμογή πάγιων περιουσιακών στοιχείων θυγατρικής εταιρείας ή άλλης εταιρείας στην οποία συμμετέχουν, μπορούν να προβούν σε κεφαλαιοποίηση των αποθεματικών αυτών με σκοπό διανομής νέων μετοχών στους μετόχους τους. Η κεφαλαιοποίηση αυτή δεν υπόκειται σε φόρο εισοδήματος.
7. Οι διατάξεις της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου έχουν ανάλογη εφαρμογή και επί των κεφαλαιοποιούμενών αποθεματικών της προηγούμενης παραγράφου.
8. Οι διατάξεις του ν.4172/2013 εφαρμόζονται ανάλογα και στον φόρο που οφείλεται με βάση τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
9. Οι διατάξεις του παρόντος ισχύουν για αποθεματικά που κεφαλαιοποιούνται μέχρι και 31.12.2020. Ειδικά για αποθεματικά που κεφαλαιοποιούνται από 1.1.2019 μέχρι και 31.12.2019 ο συντελεστής της παραγράφου 2 ορίζεται σε δέκα τοις εκατό (10%) και για αποθεματικά που κεφαλαιοποιούνται από 1.1.2020 μέχρι και 31.12.2020 σε είκοσι τοις εκατό (20%).
10. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως και 9 του άρθρου 101 του ν.1892/1990 (Α' 101) καταργούνται.
Άρθρο 71Γ
Κεφαλαιοποίηση αφορολόγητων αποθεματικών μη εισηγμένων εταιρειών και ΕΠΕ
1. Οι ανώνυμες εταιρείες, των οποίων οι μετοχές δεν είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών, καθώς και οι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης, μπορούν να κεφαλαιοποιήσουν ολικά ή μερικά, τα αφορολόγητα αποθεματικά διαφόρων αναπτυξιακών νόμων, με εξαίρεση το αποθεματικά του άρθρου 18 του Α.Ν. 942/1949 (Α' 96) και το αποθεματικά της παραγράφου 4 του άρθρου 10 του Α.Ν. 148/1967, και με την προϋπόθεση ότι κατά τη διαχειριστική χρήση στην οποία συντελείται η κεφαλαιοποίηση θα αυξηθεί το μετοχικό ή εταιρικό τους κεφάλαιο κατά το ίδιο ποσό σε μετρητά από τους παλαιούς ή νέους μετόχους ή εταίρους. Στην περίπτωση αυτή εκδίδονται νέες μετοχές ή εταιρικά μερίδια, για τους δικαιούχους μετόχους ή εταίρους.
2. Τα αποθεματικά που κεφαλαιοποιούνται φορολογούνται με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%), χωρίς καμιά άλλη επιβάρυνση. Ο φόρος που οφείλεται αποδίδεται στο Δημόσιο με δήλωση, η οποία πρέπει να υποβληθεί σ' έναν μήνα από την καταχώρηση στο ΓΕ.Μ.Η. της αύξησης του μετοχικού/εταιρικού κεφαλαίου και καταβάλλεται σε τέσσερις (4) ίσες εξαμηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη με την υποβολή της εμπρόθεσμης δήλωσης. Ο φόρος αυτός δεν εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα της εταιρείας, κατά τον υπολογισμό των φορολογητέων κερδών, ούτε συμψηφίζεται με το φόρο εισοδήματος που οφείλεται από την εταιρεία ή τους μετόχους ή εταίρους της.
3. Με την καταβολή του φόρου που οφείλεται σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εξαντλείται κάθε φορολογική υποχρέωση από τον φόρο εισοδήματος της εταιρείας, των μετόχων ή εταίρων της για τα αποθεματικά που κεφαλαιοποιήθηκαν.
4. Σε περίπτωση που πριν από την πάροδο δέκα (10) ετών από την κεφαλαιοποίηση των αποθεματικών διαλυθεί η ανώνυμη εταιρεία ή μειωθεί το μετοχικό κεφάλαιό της με σκοπό επιστροφής των αποθεματικών στους μετόχους, τα κεφαλαιοποιηθέντα αποθεματικά δε λογίζονται φορολογικώς ως μετοχικό κεφάλαιο που έχει καταβληθεί και φορολογούνται με τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για τη φορολογία εισοδήματος κατά το χρόνο της διάλυσης ή μείωσης του μετοχικού κεφαλαίου μετά την αφαίρεση του φόρου που καταβλήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου. Η διάταξη της παραγράφου αυτής δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση διάλυσης της εταιρείας με σκοπό συγχώνευσής της με άλλη επιχείρηση και ίδρυση νέας ανώνυμης εταιρείας ή σε περίπτωση διάλυσης της εταιρείας με σκοπό συγχώνευσής της με άλλη επιχείρηση και ίδρυση νέας ανώνυμης εταιρείας ή σε περίπτωση εξαγοράς ή απορρόφησής της από άλλη ανώνυμη εταιρεία.
5. Προκειμένου για εταιρεία περιορισμένης ευθύνης στην περίπτωση κατά την οποία πριν από την πάροδο δέκα (10) ετών από την κεφαλαιοποίηση των αποθεματικών διαλυθεί η εταιρεία αυτή ή μειωθεί το εταιρικό της κεφάλαω με σκοπό την επιστροφή των αποθεματικών στους εταίρους, τα κεφαλαιοποιηθέντα αποθεματικά προστίθενται στα κέρδη της εταιρείας που πραγματοποιεί στο χρόνο της διάλυσης ή μείωσης του κεφαλαίου και φορολογούνται με τις διατάξεις φορολογίας εισοδήματος που ισχύουν κατά τον χρόνο διάλυσης της εταιρείας ή μείωσης του εταιρικού της κεφαλαίου μετά την αφαίρεση του φόρου που καταβλήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου. Η διάταξη της παραγράφου αυτής δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση διάλυσης της εταιρείας με σκοπό μετατροπής ή συγχώνευσής της με άλλη επιχείρηση για την ίδρυση ανώνυμης εταιρείας ή άλλης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης ή σε περίπτωση εξαγοράς ή απορρόφησης της από ανώνυμη εταιρεία.
6. Οι διατάξεις του ν. 4172/2013 εφαρμόζονται ανάλογα και στον φόρο που οφείλεται με βάση τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
7. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν για αποθεματικά που κεφαλαιοποιούνται μέχρι και
31.12.2020. Ειδικά για αποθεματικά που κεφαλαιοποιούνται από 1.1.2020 μέχρι και 31.12.2020 ο συντελεστής της παραγράφου 2 ορίζεται σε είκοσι τοις εκατό (20%).
8. Οι διατάξεις του άρθρου 13 του ν.1473/1984 (Α' 127) καταργούνται».
2. Πριν το άρθρο 72 του ίδιου νόμου τίθεται ο τίτλος «ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ - ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ».
Άρθρο 354
Τροποποιήσεις λοιπών διατάξεων φορολογικών κινήτρων
1. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του ν.3887/2010 (Α' 174) η φράση «, με την καταβολή φόρου που ανέρχεται σε 2% επί της αξίας του οχήματος» καταργείται.
2. Οι διατάξεις του άρθρου 25 του ν.2520/1997 (ΑΊ73) καταργούνται.
3.α. Οι διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 3 του ν. 2963/2001 (Α' 268) καταργούνται για μερίσματα που καταβάλλονται από την 1.1.2017 και μετά.
β. Η παράγραφος 9 του άρθρου 3 του ν. 2963/2001 αντικαθίσταται ως εξής:
«9. Οι διατάξεις της παραγράφου 7 εφαρμόζονται και σε ανώνυμες εταιρίες, που συνιστώνται από
μετόχους των Κ.Τ.Ε.Λ. που δεν μετατρέπονται σε Α.Ε.».
γ. Η παράγραφος 11 του άρθρου 3 του ν. 2963/2001 αντικαθίσταται ως εξής:
«11. Με την πλειοψηφία και εντός των προθεσμιών της παραγράφου 1, δύο ή περισσότερα Κ.Τ.Ε.Λ. δύνανται να συστήσουν μία ανώνυμη εταιρία σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου
2, εφαρμοζόμενων των διατάξεων της παραγράφου 7.».
4.Οι διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 3201/2003 (Α' 282) καταργούνται.
5.α. Η παράγραφος Α και η υποπαράγραφος 1 της παραγράφου Β του άρθρου 43 και οι παράγραφος Α, οι υποπαράγραφοι 1 και 3 της παραγράφου Β του άρθρου 44 του ν.4030/2011 (Α' 249) καταργούνται.
β. Η υποπαράγραφος 2 της παραγράφου Β του άρθρου 43 του ν. 4030/2011, αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Για μία πενταετία από τον φόρο εισοδήματος των επιχειρήσεων τριτογενούς τομέα (σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο Δ ) που εγκαθίστανται σε κτίρια στην περιοχή «Γεράνι», η οποία ορίζεται από τις οδούς Πειραιώς, Επικούρου, Ευρυπίδου, Αθηνάς του Ιστορικού Κέντρου της Αθήνας εκπίπτει ετησίως ποσό ίσο με το διπλάσιο του μισθώματος που καταβάλλεται για τη χρήση του ακινήτου.»
γ. Η υποπαράγραφος 2 της παραγράφου Β του άρθρου 44 του ν.4030/2011, αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Για μία πενταετία από το φόρο εισοδήματος των επιχειρήσεων τριτογενούς τομέα (σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο Δ') που εγκαθίστανται σε κτίρια εντός της περιοχής «Μεταξουργείο» το οποίο ορίζεται από τους οδικούς άξονες Κωνσταντινουπόλεως, Αχιλλέως, Αγίου Κωνσταντίνου, Πειραιώς, Ιερά Οδός του Ιστορικού Κέντρου της Αθήνας εκπίπτει ετησίως ποσό ίσο με το διπλάσιο του μισθώματος που καταβάλλεται για τη χρήση του ακινήτου.»
6. α. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 14 του ν. 2601/1998 (Α' 81) αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3 και 6 του ν. 1775/1988 «Εταιρείες παροχής επιχειρηματικού κεφαλαίου και άλλες διατάξεις» (Α' 101), όπως αυτές τροποποιήθηκαν kol συμπληρώθηκαν
μεταγενέστερα, που κωδικοποιήθηκαν με τα άρθρα 23ε, 23στ, 23ζ και 23ι που περιλαμβάνονται στο άρθρο 1 του π.δ. 456/1995, συνεχίζουν να ισχύουν.».
β. Οι διατάξεις των άρθρων 4 και 5 του ν. 1775/1988 Εταιρείες παροχής επιχειρηματικού κεφαλαίου και άλλες διατάξεις (Α' 101), όπως αυτές τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν μεταγενέστερα, που κωδικοποιήθηκαν με τα άρθρα 23ε έως και 23ί που περιλαμβάνονται στο άρθρο 1 του π.δ. 456/1995, καταργούνται.
Άρθρο 355
Τροποποίηση των άρθρων 10 και 11 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013, Α' 170)
1. Το άρθρο 10 του ν. 4174/2013 (ΑΊ70) αντικαθίσταται ως εξής:
«Αρθρο 10
Εγγραφή στο φορολογικό μητρώο
1α. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που πρόκειται να καταστεί υπόχρεο σε καταβολή ή παρακράτηση φόρου, σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία ή σε υποβολή οποιασδήποτε δήλωσης που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα υποβάλλει δήλωση εγγραφής στο φορολογικό μητρώο.
Στη δήλωση εγγραφής περιλαμβάνονται τα προσωπικά στοιχεία του φορολογούμενου, σε περίπτωση φυσικού προσώπου, καθώς και η επωνυμία, ο διακριτικός τίτλος και η έδρα, σε περίπτωση νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας.
Προκειμένου για νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες, η δήλωση εγγραφής υποβάλλεται εντός τριάντα (30) ημερών από τη νόμιμη σύσταση αυτών.
β. Κάθε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, ή νομική οντότητα, που πρόκειται να ασκήσει δραστηριότητες επιχειρηματικού περιεχομένου υποβάλλει δήλωση έναρξης στο φορολογικό μητρώο. Η δήλωση έναρξης υποβάλλεται πριν την πραγματοποίηση της πρώτης συναλλαγής στο πλαίσιο άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Εάν δεν έχει προηγηθεί δήλωση εγγραφής, αυτή γίνεται ταυτόχρονα με τη δήλωση έναρξης. Προκειμένου για νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες που πρόκειται να ασκήσουν δραστηριότητες επιχειρηματικού περιεχομένου, ως χρόνος έναρξης θεωρείται ο χρόνος της νόμιμης σύστασης αυτών. Η δήλωση έναρξης υποβάλλεται εντός τριάντα (30) ημερών από τη νόμιμη σύσταση.
Στη δήλωση έναρξης περιλαμβάνονται ο τόπος άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας, σε περίπτωση φυσικού προσώπου, τυχόν υποκαταστήματα, το αντικείμενο των εργασιών, το τηρούμενο λογιστικό σύστημα καθώς και το καθεστώς φόρου προστιθέμενης αξίας στο οποίο υπάγεται ο φορολογούμενος.
γ. Με απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων ορίζονται ο τρόπος, ο χρόνος, η διαδικασία υποβολής της δήλωσης εγγραφής και έναρξης στο φορολογικό μητρώο, καθώς και κάθε άλλο αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή των παραγράφων Ια και 1β του παρόντος. Με όμοια απόφαση μπορεί να ορίζονται άλλες κατηγορίες προσώπων για τις οποίες απαιτείται εγγραφή στο φορολογικό μητρώο καθώς και επιπλέον στοιχεία τα οποία πρέπει να δηλώνονται από τον φορολογούμενο με τη δήλωση εγγραφής και έναρξης, πέραν των αναφερόμενων στις παραγράφους Ια και 1β.
Με την εγγραφή η Φορολογική Διοίκηση αποδίδει μοναδικό Αριθμό Φορολογικού Μητρώου σε κάθε φορολογούμενο κατά τα οριζόμενα στο επόμενο άρθρο, δ. Η Φορολογική Διοίκηση δύναται να απαιτήσει εγγύηση από οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα υποβάλλει δήλωση εγγραφής στο φορολογικό μητρώο, εάν μέτοχος ή εταίρος του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας που υποβάλλει τη δήλωση υπήρξε κατά τα τελευταία πέντε (5), πριν από την υποβολή της, έτη, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, ή νόμιμος εκπρόσωπος άλλου νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας ή ήταν «συνδεδεμένο πρόσωπο» κατά το άρθρο 2 του Κ.Φ.Ε. με άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, που πτώχευσαν ή κατέστησαν αφερέγγυα και η πτώχευση ή αφερεγγυότητα είχε ως αποτέλεσμα τη μη είσπραξη ή διακινδύνευση είσπραξης από τη Φορολογική Διοίκηση ληξιπρόθεσμων φορολογικών οφειλών τουλάχιστον δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ.
ε. Η εγγύηση, σύμφωνα με την περίπτωση δ, απαιτείται μόνο μετά από αιτιολογημένη έκθεση της Φορολογικής Διοίκησης, από την οποία προκύπτει, ότι οι εργασίες του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας που υποβάλλει τη δήλωση εγγραφής θέτουν άμεσο κίνδυνο πρόκλησης ζημίας από τη μη είσπραξη μελλοντικών φόρων. Η Φορολογική Διοίκηση οφείλει, εντός «δεκατεσσάρων» «(14)» ημερών από την παραλαβή της δήλωσης, να κοινοποιεί στο νομικό πρόσωπο ή στη νομική οντότητα που υποβάλλει τη δήλωση, την απαίτηση για παροχή εγγύησης μαζί με τη σχετική έκθεση. Στην περίπτωση αυτή η εγγραφή στο φορολογικό μητρώο ολοκληρώνεται μόνο μετά την παροχή της αιτηθείσας εγγύησης. Με απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων ορίζονται το είδος, η διάρκεια, το ύφος της εγγύησης και το περιεχόμενο της έκθεσης.
2α. Ο φορολογούμενος, που είναι υποκείμενος στον φόρο προστιθέμενης αξίας, υποχρεούται να δηλώνει την πραγματοποίηση ενδοκοινοτικών αποκτήσεων αγαθών και την πραγματοποίηση απαλλασσόμενων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28 του Κώδικα ΦΠΑ (ν.2859/2000), ενδοκοινοτικών παραδόσεων αγαθών.
β. Ο φορολογούμενος, που είναι υποκείμενος στον φόρο προστιθέμενης αξίας, υποχρεούται να δηλώνει την έναρξη ή την παύση παροχής υπηρεσιών προς υποκείμενο στον φόρο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος - μέλος, για τις οποίες ο τόπος δεν είναι το εσωτερικό της χώρας, σύμφωνα με την περίπτωση α' της παραγράφου 2 του άρθρου 14 του Κώδικα ΦΠΑ (ν.2859/2000).
γ. Ο φορολογούμενος, που είναι υποκείμενος στον φόρο προστιθέμενης αξίας, ή το μη υποκείμενο στον φόρο προστιθέμενης αξίας νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που διαθέτει ΑΦΜ/ΦΠΑ στο εσωτερικό της χώρας, υποχρεούται να δηλώνει την έναρξη ή παύση λήψης υπηρεσιών από υποκείμενο στον φόρο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος -μέλος, για τις οποίες ο τόπος φορολόγησης είναι το εσωτερικό της χώρας, σύμφωνα με την περίπτωση α' της παραγράφου 2 του άρθρου 14 του Κώδικα ΦΠΑ (ν.2859/2000) και ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος στην καταβολή του φόρου.
δ. Η δήλωση για την πραγματοποίηση ενδοκοινοτικών συναλλαγών υποβάλλεται πριν την πραγματοποίηση της πρώτης ενδοκοινοτικής συναλλαγής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περίπτωση β της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.
3α. Ο φορολογούμενος, φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, υποχρεούται να ενημερώνει τη Φορολογική Διοίκηση για μεταβολές στα στοιχεία εγγραφής ή έναρξής του με την υποβολή δήλωσης μεταβολών στο φορολογικό μητρώο. Η δήλωση αυτή υποβάλλεται εντός τριάντα (30) ημερών από την πραγματοποίηση της μεταβολής.
Ειδικά ο φορολογούμενος, που είναι υποκείμενος στον φόρο προστιθέμενης αξίας, για τη μεταβολή καθεστώτος ΦΠΑ στο οποίο υπάγεται, υποβάλλει δήλωση μετάταξης εντός της ίδιας ανωτέρω προθεσμίας, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά από τις διατάξεις του Κώδικα ΦΠΑ (ν.2859/2000).
Η υποχρέωση ενημέρωσης για μεταβολές στα στοιχεία φορολογούμενου φυσικού προσώπου, που δεν αφορούν την επιχειρηματική δραστηριότητά του, δεν υπόκειται σε προθεσμία.
Ο φορολογούμενος δεν μπορεί να επικαλείται έναντι της Φορολογικής Διοίκησης τις μεταβολές των στοιχείων του μέχρι τον χρόνο ενημέρωσής της.
β. Ο φορολογούμενος που είναι υποκείμενος στον φόρο προστιθέμενης αξίας και πρόκειται να πραγματοποιήσει ενδοκοινοτικές συναλλαγές, υποβάλλει δήλωση μεταβολών στο φορολογικό μητρώο για τη διενέργεια ενδοκοινοτικών συναλλαγών. Ειδικά για τους φορολογούμενους των οποίων ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου έχει ανασταλεί, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4α του άρθρου 11 του Κώδικα, η δήλωση μεταβολών για τη διενέργεια ενδοκοινοτικών συναλλαγών υποβάλλεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περίπτωση β' της παραγράφου 4 του άρθρου 11.
4. Ο φορολογούμενος που ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα υποχρεούται να ενημερώνει τη Φορολογική Διοίκηση για την οριστική παύση των εργασιών του με την υποβολή στο φορολογικό μητρώο δήλωσης διακοπής εργασιών.
Η δήλωση αυτή υποβάλλεται για τα φυσικά πρόσωπα εντός τριάντα (30) ημερών από την οριστική παύση των εργασιών τους και για τα νομικά πρόσωπα και τις νομικές οντότητες εντός τριάντα (30) ημερών από τη λύση τους ή από τη λήξη των εργασιών της εκκαθάρισης ή από την ανακοίνωση διαγραφής τους από το Γ.Ε.ΜΗ., κατά περίπτωση.
Σε περίπτωση κληρονομικής διαδοχής επιχείρησης ως συνόλου, η δήλωση διακοπής εργασιών υποβάλλεται από τους κληρονόμους, μέσα σε τριάντα (30) ημέρες, από την ενεργό ανάμειξή τους στην κληρονομούμενη επιχείρηση και όχι πέραν των τριάντα (30) ημερών από την λήξη της προθεσμίας αποποίησης, που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 1847 του Αστικού Κώδικα, σε κάθε άλλη περίπτωση.
5. Σε περίπτωση που ο φορολογούμενος παραλείψει τις δηλωτικές του υποχρεώσεις, δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής και παρακράτησης των φόρων και από τις λοιπές φορολογικές υποχρεώσεις.
6. Με απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων:
α) καθορίζεται ο τρόπος, ο χρόνος ενημέρωσης και κάθε άλλο αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου και β) δύναται να χορηγείται διαφορετική προθεσμία για την υποβολή των δηλώσεων του παρόντος άρθρου ή να παρατείνεται η προθεσμία υποβολής αυτών, σε περιπτώσεις ανωτέρας βίας που επηρεάζουν τη Φορολογική Διοίκηση ή σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών ή άλλων αντίστοιχων εξαιρετικών και δυσμενών συμβάντων που επηρεάζουν φορολογούμενους. Η απόφαση παράτασης υπογράφεται το αργότερο μέχρι τη λήξη της προβλεπόμενης προθεσμίας και ισχύει από τον χρόνο υπογραφής της.».
2. Το άρθρο 11 του ν. 4174/2013 (ΑΊ70) αντικαθίσταται ως εξής:
«Αρθρο 11
Αριθμός φορολογικού μητρώου
1. Η Φορολογική Διοίκηση αποδίδει μοναδικό Αριθμό Φορολογικού Μητρώου (Α.φ.Μ.) σε κάθε φορολογούμενο.
2. Ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου, ο οποίος δύναται να επεκτείνεται κατά ένα πρόθεμα, χρησιμοποιείται σε όλες τις φορολογίες στις οποίες εφαρμόζεται ο Κώδικας και σε όσες άλλες περιπτώσεις προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία.
3. Η Φορολογική Διοίκηση δύναται και χωρίς την υποβολή δήλωσης εγγραφής να αποδίδει Αριθμό Φορολογικού Μητρώου σε φορολογούμενο ή σε πρόσωπο που δεν τυγχάνει φορολογούμενος, εφόσον έχει στη διάθεσή της, σε περίπτωση φυσικού προσώπου, τα προσωπικά στοιχεία του και σε περίπτωση νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας, την επωνυμία και την έδρα,
i) προκειμένου να βεβαιώσει ή και να εισπράξει απαιτήσεις κατά αυτού,
ii) προκειμένου να πραγματοποιήσει επιστροφές αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών σε μη εγκαταστημένους υποκείμενους στο φόρο στα πλαίσια της διαχείρισης του συστήματος M.O.S.S.,
iii) εφόσον τούτο απαιτείται από άλλες διατάξεις νόμου. Ειδικότερα, η Φορολογική Διοίκηση αποδίδει Αριθμό Φορολογικού Μητρώου σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, προκειμένου να πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε οικονομική συναλλαγή με τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης και τα πιστωτικά ιδρύματα και τα ιδρύματα πληρωμών της ημεδαπής.
Με απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων μπορεί να καθορίζονται και άλλες περιπτώσεις απόδοσης Αριθμού Φορολογικού Μητρώου σε πρόσωπα που δεν τυγχάνουν φορολογούμενοι, εξαιρέσεις σε περιπτώσεις συναλλαγών με πιστωτικά ιδρύματα και ιδρύματα πληρωμών, καθώς και με φορείς της Γενικής Κυβέρνησης και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
4α. Η Φορολογική Διοίκηση δύναται να αναστέλλει τη χρήση Αριθμού Φορολογικού Μητρώου ή να προβαίνει σε απενεργοποίηση αυτού, εάν υφίστανται αντικειμενικά στοιχεία τα οποία υποδηλώνουν ότι ο φορολογούμενος έχει παύσει να ασκεί οικονομική δραστηριότητα ή ότι διαπράττει φοροδιαφυγή ή ότι έχει δηλώσει ψευδή ή ανακριβή στοιχεία για την απόκτηση του. Ο φορολογούμενος έχει σε κάθε περίπτωση το δικαίωμα να αποδείξει ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου, β. Για τα φυσικά πρόσωπα, που προβαίνουν σε νέα έναρξη εργασιών ως υποκείμενα στον φόρο προστιθέμενης αξίας, και ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου τους είχε ανασταλεί, κατά την άσκηση προηγούμενης δραστηριότητας επιχειρηματικού περιεχομένου, σε εφαρμογή των οριζομένων στην περίπτωση α της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, και υποβάλλουν δήλωση μεταβολών για τη διενέργεια ενδοκοινοτικών συναλλαγών σύμφωνα με το άρθρο 10 του Κώδικα, απαιτείται η κατάθεση εγγύησης. Το ύψος της εγγύησης προσδιορίζεται λαμβάνοντας υπόψη το ύψος της φοροδιαφυγής, τον λόγο της αναστολής, και την τυχόν υποτροπή, με ελάχιστο ποσό εγγύησης τα δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ΕΥΡΩ.
Η εν λόγω εγγύηση καταπίπτει αυτοδικαίως σε περίπτωση νέας αναστολής χρήσης του Αριθμού Φορολογικού Μητρώου.
Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και στην περίπτωση που νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, που υπόκειται στον φόρο προστιθέμενης αξίας, υποβάλλει δήλωση μεταβολών για τη διενέργεια ενδοκοινοτικών συναλλαγών στο φορολογικό μητρώο, σύμφωνα με το άρθρο 10 του Κώδικα, και μέτοχος ή εταίρος ή μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας, που υποβάλλει τη δήλωση,
ϊ) υπήρξε κατά τα τελευταία πέντε (5), πριν από την υποβολή της δήλωσης, έτη, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, ή νόμιμος εκπρόσωπος άλλου νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας ή ήταν «συνδεδεμένο πρόσωπο» κατά το άρθρο 2 του Κ.φ.Ε. με άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, του οποίου ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου είχε ανασταλεί, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περίπτωση α' της παραγράφου 4, ή
ii) άσκησε κατά τα τελευταία πέντε (5), πριν την υποβολή της δήλωσης, έτη, ως φυσικό πρόσωπο, δραστηριότητα επιχειρηματικού περιεχομένου και ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου του είχε ανασταλεί, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περίπτωση α της παραγράφου 4,
iii) άσκησε κατά τα τελευταία πέντε (5) πριν την υποβολή της, έτη, ως νομικό πρόσωπο, δραστηριότητα επιχειρηματικού περιεχομένου και ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου του είχε ανασταλεί, σύμφωνα με την ανωτέρω περίπτωση α της παραγράφου 4.
5. Ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου φυσικού προσώπου που ασκεί δραστηριότητα επιχειρηματικού περιεχομένου δεν καταργείται με την οριστική παύση των εργασιών του.
6. Ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων δεν καταργείται στο φορολογικό μητρώο με την αλλαγή της νομικής μορφής τους. Ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου φορολογούμενου φυσικού προσώπου που απεβίωσε, νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας που λύθηκε ή ολοκλήρωσε τις εργασίες της εκκαθάρισης ή διαγράφηκε από το Γ.Ε.ΜΗ, κατά περίπτωση, χρησιμοποιείται για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων των προσώπων αυτών στη Φορολογική Διοίκηση κατά την κείμενη νομοθεσία καθώς και για την επιβολή και βεβαίωση οποιουδήποτε φόρου, τέλους, εισφοράς ή κυρώσεων και για την είσπραξη αυτών.
7. Ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου της υπό ίδρυση επιχείρησης παραμένει ο ίδιος για την επιχείρηση και μετά το πέρας των εργασιών της ίδρυσης.
8. Στους υποκείμενους στον Φ.Π.Α. που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου χορηγείται με την υποβολή δήλωσης εγγραφής και έναρξης. Ο αριθμός αυτός δεν μεταβάλλεται σε περίπτωση ορισμού, αλλαγής ή παύσης φορολογικού αντιπροσώπου.
9. Η Φορολογική Διοίκηση χρησιμοποιεί τον Αριθμό Φορολογικού Μητρώου σε κάθε μορφή επικοινωνίας με τον φορολογούμενο σχετικά με τις φορολογικές υποχρεώσεις του.
10. Ο Διοικητής της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων με απόφαση του ορίζει: α) το περιεχόμενο και τον τρόπο χορήγησης του Αριθμού Φορολογικού Μητρώου,
β) τις περιπτώσεις αναφοράς του Αριθμού Φορολογικού Μητρώου στις δηλώσεις, ή τα άλλα έγγραφα που προβλέπονται κατά την εφαρμογή του Κώδικα,
γ) τις περιπτώσεις γνωστοποίησης του Αριθμού Φορολογικού Μητρώου για σκοπούς πληροφόρησης κατά την εκπλήρωση φορολογικών υποχρεώσεων,
δ) περιπτώσεις αναστολής ή απενεργοποίησης Αριθμού Φορολογικού Μητρώου, τις συνέπειες της αναστολής και της απενεργοποίησης,
ε) το είδος, το ύψος, τη διάρκεια και τη διαδικασία κατάθεσης της εγγύησης της περίπτωσης β' της παραγράφου 4 καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων της περίπτωσης αυτής,
στ) τη διαδικασία και όλες τις αναγκαίες λεπτομέρειες για την εκκαθάριση του φορολογικού μητρώου και
ζ) κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.».
Αρθρο 356
Τροποποίηση του άρθρου 36 του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ν.2859/2000, Α' 248)
1α. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 36 του ν. 2859/2000 (Α'248) αντικαθίσταται ως εξής: «Ο υποκείμενος στο φόρο υποχρεούται να υποβάλλει τις δηλώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 10 του ν. 4174/2013 (Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας, Α Ί 7 0).».
β. Οι περιπτώσεις α), β), γ), δ), ε), καθώς και τα επόμενα αυτών εδάφια της παραγράφου 1 του άρθρου 36 του ν. 2859/2000 καταργούνται.
2α. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 36 του ν. 2859/2000 (Α'248) αντικαθίσταται ως εξής: «Για κάθε υποκείμενο στον φόρο χρησιμοποιείται ο μοναδικός αριθμός φορολογικού μητρώου (Α.Φ.Μ./ΦΠΑ), ο οποίος χορηγείται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον ν.4174/2013 (Κ.φ.Δ.).».
β. Οι περιπτώσεις α), β), γ), καθώς και τα επόμενα αυτών εδάφια της παραγράφου 2 του άρθρου 36 του ν. 2859/2000 καταργούνται.
3. Η παράγραφος 3 του άρθρου 36 του ν. 2859/2000 καταργείται.
4α. Η περίπτωση α) της παραγράφου 6 του άρθρου 36 του ν. 2859/2000αντικαθίσταται ως εξής: «α) να υποβάλλουν τις δηλώσεις που προβλέπονται από την παράγραφο 1 και να λαμβάνουν ΑΦΜ σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 11 του ΚΦΔ (ν. 4174/2013),»
β. Η περίπτωση β) της παραγράφου 6 του άρθρου 36 του ν. 2859/2000αντικαθίσταται ως εξής: «β)να υποβάλλουν δήλωση μεταβολών, με την οποία γνωστοποιούν τη διενέργεια φορολογητέων ενδοκοινοτικών αποκτήσεων αγαθών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ΚΦΔ (ν. 4174/2013). Η δήλωση αυτή υποβάλλεται κατά το χρόνο που διαπιστώνεται η συνδρομή των προϋποθέσεων για τη φορολόγηση, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 11,».
Οι διατάξεις για τη Διεύθυνση Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος
Αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της Βουλής το πολυνομοσχέδιο με τίτλο "Ρυθμίσεις για την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής και άλλες διατάξεις.".
Μεταξύ των διατάξεων του πολυνομοσχεδίου, περιλαμβάνονται και διατάξεις σχετικά με τη σύσταση της Διεύθυνσης Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος.
Διαβάστε επίσης εδώ άλλες διατάξεις του πολυνομοσχεδίου αρμοδιότητας του Υπουργείου Οικονομικών με άμεσο φορολογικό ενδιαφέρον.
Παρατίθενται ακολούθως για πρώτη ανάγνωση οι διατάξεις των άρθρων αυτών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ'
ΣΥΣΤΑΣΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
ΥΠΟΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
Σύσταση Διεύθυνσης Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος
Άρθρο 381
Σύσταση Διεύθυνσης Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος
1. Στο Υπουργείο Οικονομικών συστήνεται νέα Υπηρεσία, επιπέδου Διεύθυνσης με τίτλο «Διεύθυνση Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος», υπαγόμενη απευθείας στον Υπουργό Οικονομικών.
2. Ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος (άρθρο 17Α ν. 2523/1997, Α 179), έχει την καθοδήγηση και το συντονισμό λειτουργίας της Υπηρεσίας.
3. Η κατά τόπο αρμοδιότητα της Υπηρεσίας εκτείνεται σε όλη την Επικράτεια.
4. Όπου στο παρόν Κεφάλαιο γίνεται αναφορά σε «Υπηρεσία», νοείται η «Διεύθυνση Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος».
Άρθρο 382
Αποστολή και Αρμοδιότητες
1. Αποστολή της Υπηρεσίας είναι αποκλειστικά η διενέργεια ερευνών, προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης για την εξακρίβωση τέλεσης μείζονος ποινικής απαξίας φορολογικών εγκλημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 66 επ. του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Κ.Φ.Δ., ν. 4174/93, Α'170) και οποιωνδήποτε άλλων απολύτως συναφών οικονομικών εγκλημάτων, που βλάπτουν σοβαρά τα συμφέροντα του ελληνικού δημοσίου και της ευρωπαϊκής ένωσης, κατόπιν παραγγελίας του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του αναπληρωτή του ή των εισαγγελικών λειτουργών που τον επικουρούν, υπό την εποπτεία του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος.
2. Η Υπηρεσία είναι αρμόδια για:
α) την διενέργεια ερευνών, προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης για την εξακρίβωση τέλεσης φορολογικών εγκλημάτων και οποιωνδήποτε άλλων συναφών οικονομικών εγκλημάτων, σύμφωνα με την κατά την παρ. 1 αποστολή της, αποκλειστικά κατόπιν παραγγελίας του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του αναπληρωτή του ή των εισαγγελικών λειτουργών που τον επικουρούν,
β) τη σύνταξη πορισματικών εκθέσεων σε εκτέλεση των εισαγγελικών παραγγελιών που της απευθύνονται,
γ) τη διοικητική υποστήριξη και μέριμνα και την εξασφάλιση των υλικών και μέσων, που απαιτούνται για την εύρυθμη λειτουργία της σε συνεργασία με τις αρμόδιες υπηρεσίες, και
δ) τη συλλογή, τήρηση και διαρκή ενημέρωση του αρχείου της σχετικά με την εθνική, ευρωπαϊκή και διεθνή νομοθεσία που αφορά στην αποκάλυψη και δίωξη φορολογικών και οποιωνδήποτε άλλων συναφών οικονομικών εγκλημάτων καθώς και τήρηση αρχείου διοικητικής και ποινικής νομολογίας για τα θέματα αυτά.
3. Το προσωπικό της Υπηρεσίας κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του έχει την ιδιότητα των ειδικών ανακριτικών υπαλλήλων και κατόπιν παραγγελίας του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του αναπληρωτή του ή των εισαγγελικών λειτουργών που τον επικουρούν:
α) προβαίνει στη διενέργεια ανακριτικών πράξεων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις ισχύουσες κάθε φορά ειδικές διατάξεις και τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, για τα αδικήματα που προβλέπονται από τη σχετική νομοθεσία και εμπίπτουν στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος,
β) λαμβάνει γνώση και διενεργεί έρευνες επί φορολογικών δεδομένων, ήτοι φορολογικών δηλώσεων, φορολογικών στοιχείων και κάθε άλλου υποχρεωτικού και προαιρετικού βιβλίου και στοιχείου που ορίζεται από τη φορολογική νομοθεσία. Η πρόσβαση στα συγκεκριμένα δεδομένα περιορίζεται σε αυτά που είναι απαραίτητα για την εκτέλεση των εισαγγελικών παραγγελιών που αναφέρονται στην παρ. 1. Ο έλεγχος των βιβλίων και στοιχείων γίνεται στα γραφεία της Υπηρεσίας ή στην επαγγελματική εγκατάσταση του ελεγχόμενου.
γ) καλεί εγγράφως τον ελεγχόμενο ή άλλο πρόσωπο να δώσει πληροφορίες για τη διευκόλυνση της έρευνας, καθώς και να παρέχει αντίγραφα μέρους των βιβλίων και στοιχείων ή οποιουδήποτε συναφούς εγγράφου, συμπεριλαμβανομένων πελατολογίων και καταλόγων προμηθευτών και αντίγραφα των ηλεκτρονικών αρχείων, εφόσον αυτά εκδίδονται μηχανογραφικά.
δ) ενεργεί κάθε αναγκαία εξέταση ή έρευνα στην επαγγελματική εγκατάσταση του ελεγχόμενου, στον τόπο παροχής των υπηρεσιών, καθώς και στα μεταφορικά μέσα.
ε) ενεργεί έρευνες εγγράφων και λοιπών στοιχείων που δεν ευρίσκονται στο χώρο της επαγγελματικής απασχόλησης του ελεγχόμενου τηρώντας τα οριζόμενα στις διατάξεις του ΚΠΔ.
στ) λαμβάνει αντίγραφα των βιβλίων και στοιχείων, καθώς και λοιπών εγγράφων, για τα οποία ο ελεγχόμενος δηλώνει ότι αντιπροσωπεύουν ακριβή αντίγραφα. Οι διενεργούντες την έρευνα δύνανται να απαιτούν από τον ελεγχόμενο ή τον εκπρόσωπο του να παρίσταται στον τόπο, όπου διενεργείται ο έλεγχος, και να απαντά σε ερωτήματα που του τίθενται, ώστε να διευκολύνεται η διενέργεια της έρευνας. Σε περίπτωση κατά την οποία τα βιβλία και στοιχεία τηρούνται σε ηλεκτρονική μορφή, η υπηρεσία έχει δικαίωμα πρόσβασης σε οποιαδήποτε φυλασσόμενα αρχεία, καθώς και στα λογιστικά προγράμματα και τις πληροφορίες που έχουν καταχωριστεί σε αυτά ενώ δικαιούται να λαμβάνει τα ηλεκτρονικά αρχεία σε αναγνώσιμη ηλεκτρονική ή έντυπη μορφή.
ζ) κατάσχει βιβλία και στοιχεία που τηρούνται ή διαφυλάσσονται σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία, οποιαδήποτε άλλα ανεπίσημα βιβλία, έγγραφα, αρχεία, στοιχεία, ηλεκτρονικά μέσα αποθήκευσης και μεταφοράς δεδομένων προκειμένου να διασφαλιστεί η αποδεικτική αξία αυτών.
4. Οι ελεγκτές της Υπηρεσίας, στο πλαίσιο εκτέλεσης παραγγελιών των εισαγγελικών λειτουργών του παρόντος άρθρου, έχουν πρόσβαση στα πληροφοριακά συστήματα που διαχειρίζεται η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), γνωστοποιώντας στην τελευταία την πρόσβαση αυτή, σύμφωνα με τους κανόνες ίχνηλασιμότητας και πρόσβασης στα συστήματα της Α.Α.Δ.Ε., και λαμβάνουν οποιαδήποτε πληροφορία ή στοιχείο που αφορά ή είναι χρήσιμο για τη συγκεκριμένη υπόθεση που ερευνούν. Η πρόσβαση αφορά σε πληροφορίες ή στοιχεία προσδιορισμένων φυσικών και νομικών προσώπων και κάθε είδους νομικών οντοτήτων με εντοπισμένο αριθμό φορολογικού μητρώου. Η προαναφερθείσα πρόσβαση των ελεγκτών της Υπηρεσίας δεν υπόκειται σε περιορισμούς διατάξεων περί φορολογικού απορρήτου, υποχρεούνται, όμως, αυτοί στην τήρηση των διατάξεων περί εχεμύθειας του άρθρου 26 του Υπαλληλικού Κώδικα.
5. Οι ελεγκτές της Υπηρεσίας έχουν πρόσβαση στο «Σύστημα Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών» σύμφωνα με τα άρθρα 62 και 63 του ν. 4170/2013 (Α' 163) και στα λοιπά πληροφοριακά συστήματα και τις βάσεις δεδομένων που διαχειρίζονται άλλες δημόσιες υπηρεσίες σύμφωνα με τις προδιαγραφές ασφαλείας του κάθε συστήματος, μη υποκείμενοι σε περιορισμούς διατάξεων περί τραπεζικού και επαγγελματικού απορρήτου και απορρήτου των στοιχείων, υποχρεούνται, όμως, αυτοί στην τήρηση των διατάξεων περί εχεμύθειας του άρθρου 26 του Υπαλληλικού Κώδικα.
6. Οι αρμοδιότητες της Υπηρεσίας ασκούνται παράλληλα και ανεξάρτητα από λοιπές υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών. Το προσωπικό αυτής τελεί σε διαρκή ετοιμότητα για την ταχεία επέμβασή του, όταν παρίσταται ανάγκη, και θεωρείται ότι βρίσκεται σε διατεταγμένη υπηρεσία σε κάθε τόπο και χρόνο, κάθε φορά που καθίσταται αναγκαία η παρέμβασή του, πάντοτε, όμως, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, και τις εντολές των προϊσταμένων του και του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος.
7. Η Υπηρεσία συνεργάζεται και ανταλλάσσει πληροφορίες και στοιχεία, που έχουν σχέση με το αντικείμενο της αποστολής της, με άλλες αρχές, υπηρεσίες και φορείς του εσωτερικού και του εξωτερικού και δύναται να συμμετέχει σε θεσμοθετημένα διϋπηρεσιακά όργανα. Με την επιφύλαξη και τους όρους του παρόντος νόμου, οι αστυνομικές, λιμενικές, στρατιωτικές και λοιπές αρχές και υπηρεσίες, υποχρεούνται, όταν τους ζητηθεί, να συνδράμουν άμεσα και αποτελεσματικά τους υπαλλήλους της Υπηρεσίας καθώς επίσης και να χορηγούν κάθε σχετική πληροφορία ή στοιχείο. Η ανταλλαγή πληροφοριών με υπηρεσίες και φορείς του εξωτερικού αφορά μόνο στην ποινική διερεύνηση των υποθέσεων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Υπηρεσίας και δεν σχετίζεται καθ' οιονδήποτε τρόπο με την αμοιβαία διοικητική συνδρομή του άρθρου 29 του Κ.Φ.Δ.
8. Η Υπηρεσία μπορεί να ζητεί από τις αρμόδιες διοικητικές υπηρεσίες και τους εμπλεκόμενους φορείς στατιστικά στοιχεία, καθώς και άλλα στοιχεία και πληροφορίες σχετικά με υποθέσεις αρμοδιότητάς της.
9. Η Υπηρεσία μπορεί να ζητεί από τις αρμόδιες δικαστικές και εισαγγελικές αρχές στατιστικά στοιχεία, καθώς και πληροφορίες για τη δικονομική πορεία των υποθέσεων αρμοδιότηχάς της και να λαμβάνει αντίγραφα βουλευμάτων, δικαστικών αποφάσεων και άλλων πράξεων των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών.
10. Με την επιφύλαξη των ειδικότερων ρυθμίσεων της παρ. 4, η πρόσβαση της Υπηρεσίας σε πληροφορίες και στοιχεία, όπου αναφέρεται στα άρθρα του παρόντος νόμου, επιτρέπεται στο πλαίσιο της εκτέλεσης παραγγελιών του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του αναπληρωτή του ή των εισαγγελικών λειτουργών που τον επικουρούν. Η πρόσβαση αυτή διενεργείται σύμφωνα με τις διατυπώσεις του πρώτου εδάφιου της παρ. 8 του άρθρου 17Α του ν. 2523/1997 και σε κάθε περίπτωση σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες ιχνηλασιμότητας.
11. Μέχρι την τριακοστή πρώτη Μαρτίου κάθε έτους, η Υπηρεσία υποβάλλει έκθεση πεπραγμένων της κατά το προηγούμενο έτος στον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος και στους Υπουργούς Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών. Στην έκθεση αναφέρονται ο αριθμός ερευνών και η διαδικαστική πορεία τους. Η έκθεση αναρτάται στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Οικονομικών στο διαδίκτυο το αργότερο μία (1) εβδομάδα μετά την υποβολή της, όπου και παραμένει αναρτημένη για πέντε (5) έτη.
Άρθρο 383
Βασική διάρθρωση
1. Η Διεύθυνση διαρθρώνεται στην Υποδιεύθυνση Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος και σε δύο αυτοτελή Τμήματα.
2. Η Υποδιεύθυνση Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος έχει ως προϊστάμενο Υποδιευθυντή και απαρτίζεται από τέσσερα (4) Τμήματα (Α',Β', Γ', Δ') Ερευνών.
3. Τα αυτοτελή Τμήματα υπάγονται απευθείας στον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης και είναι τα εξής:
α) Τμήμα Διοικητικής και Οικονομικής Υποστήριξης και
β) Τμήμα Νομικής Υποστήριξης.
Άρθρο 384
Στελέχωση
1. Για τη στελέχωση της Διεύθυνσης συνιστώνται 135 θέσεις ελεγκτών. Για τη διοικητική υποστήριξή της, επιτρέπεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών η κατανομή δεκαπέντε οργανικών θέσεων από τις προβλεπόμενες στα άρθρα 86 και 87 του π.δ. 142/2017 (Α' 181).
2. Η πλήρωση των οργανικών θέσεων διοικητικού προσωπικού της Διεύθυνσης διενεργείται:
α) με μετακίνηση υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών,
β) με μετάταξη ή απόσπαση δημοσίων υπαλλήλων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ενιαίου Συστήματος Κινητικότητας (ν. 4440/2016, Α’224 ),
γ) με διορισμό σύμφωνα με το ν. 2190/1994 (Α'28,) όπως ισχύει.
3. Οι θέσεις ελεγκτών καλύπτονται, κατά παρέκκλιση των διατάξεων για το Ενιαίο Σύστημα Κινητικότητας, με αποσπάσεις μονίμου προσωπικού και προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικού που υπηρετεί σε φορείς του δημόσιου ή ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός ορίζεται από τις διατάξεις του ν. 1256/1982 (Α'65), όπως ισχύει, συμπεριλαμβανομένων ένστολων, καθώς και ειδικού επιστημονικού προσωπικού, που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες του προανακριτικού έργου. I~ta τη διενέργεια των ανωτέρω αποσπάσεων εκδίδεται πρόσκληση του αρμόδιου Υπουργού, ύστερα από εισήγηση του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, με την οποία καθορίζονται ο αριθμός των θέσεων που θα καλυφθούν, τα απαιτούμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα των υποψηφίων για την κάλυψη των θέσεων αυτών, καθώς και ο χρόνος και ο τρόπος υποβολής αίτησης των ενδιαφερομένων, η διαδικασία αξιολόγησης των αιτήσεών τους και κάθε άλλο σχετικό θέμα.
4. Η απόσπαση των ελεγκτών, σύμφωνα με την παρ. 3, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που αναφέρονται στην περ. α' της παρ. 11 του παρόντος άρθρου, διενεργείται με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του οικείου Υπουργού ή του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., κατόπιν ειδικής πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος, ύστερα από εισήγηση του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, χωρίς να απαιτείται γνώμη των οικείων υπηρεσιακών συμβουλίων, με επιφύλαξη όσων ορίζονται στο άρθρο 25 του Ν. 4389/2016 (Α'94). Υπάλληλοι της Α.Α.Δ.Ε., οι οποίοι έχουν υπηρετήσει έως και την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος, στα αυτοτελή Τμήματα Α' έως Δ' του ΚΕΦΟΜΕΠ, καθώς και οι υπάλληλοι που μεταφέρθηκαν από το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων τυγχάνουν αυξημένης μοριοδότησης κατά τη διαδικασία της πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος της παρούσας παραγράφου.
5. Η διάρκεια της απόσπασης των ελεγκτών ορίζεται διετής με δυνατότητα ανανέωσης για ένα έτος, σύμφωνα με τη διαδικασία της παραγράφου 4 .
6. Ο χρόνος της απόσπασης λογίζεται, για κάθε συνέπεια, ως χρόνος συνεχούς και πραγματικής υπηρεσίας στην οργανική θέση του υπαλλήλου.
7. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του οικείου Υπουργού ή του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε.; ύστερα από αιτιολογημένη εισήγηση του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, είναι δυνατόν να διακοπεί η απόσπαση υπαλλήλου και πριν από τη λήξη της, για σοβαρό λόγο αναγόμενο στην πλημμελή άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων ή μετά από αίτηση του υπαλλήλου, αφού συνεκτιμηθούν οι υπηρεσιακές ανάγκες.
8. Για την επιλογή, τοποθέτηση και λήξη της θητείας των προϊσταμένων της Διεύθυνσης και των Τμημάτων της, εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 4369/2016(Α'33). Οι Προϊστάμενοι της Διεύθυνσης και των Τμημάτων αυτής προέρχονται από τους ελεγκτές και το διοικητικό προσωπικό που υπηρετεί στη Διεύθυνση.
9. Η γραμματειακή και διοικητική υποστήριξη του έργου του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, του αναπληρωτή του και των εισαγγελέων που τον επικουρούν εξακολουθεί να παρέχεται από το υφιστάμενο αυτοτελές Τμήμα Γραμματείας το οποίο λειτουργεί σύμφωνα με την παρ. 9α του άρθρου 17Α του ν. 2523/1997.
10. α) Οι υπάλληλοι που υπηρετούν στην Υπηρεσία διατηρούν κατά το διάστημα που εργάζονται σε αυτή όλες τις τυχόν επιπλέον του μισθού τακτικές αποδοχές και τα κάθε φύσης επιδόματα και απολαβές των λοιπών υπαλλήλων της αυτής κατηγορίας, βαθμού και μισθολογικού κλιμακίου, του κλάδου στον οποίο ανήκουν, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
β) Οι υπάλληλοι που αποσπώνται στην Υπηρεσία για το χρονικό διάστημα που υπηρετούν σε αυτή διατηρούν το σύνολο των απολαβών της οργανικής τους θέσης.
γ) Για την αποτελεσματική άσκηση των καθηκόντων των ελεγκτών της Υπηρεσίας είναι δυνατόν να καταβάλλεται σε αυτούς επίδομα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 17 ν. 4354/2015 (Α' 176).
11. α) Ειδικά και προς διασφάλιση της άμεσης λειτουργίας της Υπηρεσίας και προς ολοκλήρωση των εκκρεμών ελέγχων, αποσπώνται με την διαδικασία της παρ. 4 του παρόντος άρθρου και τοποθετούνται σε αυτή κατ' ανώτατο όριο εξήντα (60) υπάλληλοι της Α.Α.Δ.Ε.
β) α) Ειδικά και προς διασφάλιση της άμεσης λειτουργίας της Υπηρεσίας και προς ολοκλήρωση των εκκρεμών ελέγχων, αποσπώνται με την διαδικασία της παρ. 4 του παρόντος άρθρου και τοποθετούνται σε αυτή κατ' ανώτατο όριο εξήντα (60) υπάλληλοι της Α.Α.Δ.Ε.
β) Μόνο για την αρχική λειτουργία της Διεύθυνσης μέχρι πέντε (5) θέσεις διοικητικού προσωπικού της παρ. 1 του παρόντος άρθρου μπορούν να καλύπτονται με μονοετείς αποσπάσεις μόνιμου προσωπικού και προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, που υπηρετεί στο Δημόσιο ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός ορίζεται από το ν. 1256/1982 όπως ισχύει, εξαιρούμενης της Α.Α.Δ.Ε., χωρίς δυνατότητα ανανέωσης. Οι αποσπάσεις αυτές θα πραγματοποιηθούν κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του ενιαίου συστήματος κινητικότητας (ν. 4440/2016), με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του αρμόδιου Υπουργού, ύστερα από σχετική ανακοίνωση -πρόσκληση που θα εκδοθεί από το Υπουργείο Οικονομικών.
Αρθρο 385
Δαπάνες
1. Οι απαιτούμενες πιστώσεις για τη λειτουργία του Υπηρεσίας εγγράφονται κάθε έτος σε ειδικό φορέα του προϋπολογισμού του Υπουργείου Οικονομικών.
2. Η δαπάνη μισθοδοσίας των υπαλλήλων που αποσπώνται στην Υπηρεσία βαρύνει το φορέα υποδοχής, σε κάθε δε περίπτωση οι αποδοχές των υπαλλήλων που αποσπώνται δεν υπολείπονται του συνόλου των αποδοχών και των λοιπών πρόσθετων αμοιβών που τους καταβάλλονταν από τον φορέα προέλευσης, με τις προϋποθέσεις χορήγησής τους. Ο φορέας υποδοχής βαρύνεται επιπλέον με τις δαπάνες οποιοσδήποτε τυχόν επιπλέον αμοιβής των υπαλλήλων της Υπηρεσίας.
Άρθρο 386
Ειδικές ρυθμίσεις για την άσκηση των καθηκόντων του προσωπικού της Υπηρεσίας
1. Οι ελεγκτές και το λοιπό προσωπικό της Υπηρεσίας δεν εξετάζονται, δεν διώκονται και δεν ενάγονται για γνώμη που διατύπωσαν ή θέση που έλαβαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Εξαιρούνται των ανωτέρω η περίπτωση δόλου, η παραβίαση του απορρήτου των πληροφοριών και στοιχείων που περιήλθαν σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και η παράβαση του καθήκοντος εχεμύθειας, στο οποίο υποχρεούνται οι υπηρετούντες στην Υπηρεσία και μετά την αποχώρησή τους από αυτό. Οι ελεγκτές, εφόσον εξετάζονται ή διώκονται ενώπιον ποινικών δικαστηρίων για αποδιδόμενες σε αυτούς πράξεις ή παραλείψεις στις οποίες προέβησαν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους ή ενάγονται ενώπιον πολιτικών δικαστηρίων για την ίδια αιτία, μπορούν να παρίστανται και να εκπροσωπούνται ενώπιον των ποινικών ή πολιτικών δικαστηρίων από μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατόπιν αιτήματος του Υπουργού Οικονομικών προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, το οποίο γίνεται υποχρεωτικά δεκτό.
2. Οι ελεγκτές τηρούν το απόρρητο των πληροφοριών και στοιχείων που περιήλθαν σε γνώση τους, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η υποχρέωση τήρησης του απορρήτου και του καθήκοντος εχεμύθειας αφορά το σύνολο του προσωπικού που υπηρετεί στην Υπηρεσία.
3. Παραβιάσεις του απορρήτου ή του καθήκοντος εχεμύθειας, συνιστούν σοβαρό λόγο για την ανάκληση της απόσπασης του ελεγκτή.
Άρθρο 387
Διαδικασία σε περιπτώσεις ερευνών για την διακρίβωση τέλεσης εγκλημάτων φοροδιαφυγής
1. Ο Εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος ή ο αναπληρωτής του ή οι εισαγγελικοί λειτουργοί που τον συνεπικουρούν, παραγγέλλουν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 382 τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης στους ελεγκτές της Υπηρεσίας για τη διερεύνηση τέλεσης αδικημάτων ποινικά κολάσιμης φοροδιαφυγής και οποιωνδήποτε άλλων απολύτως συναφών οικονομικών εγκλημάτων στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της.
2. Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης, μετά την παραγγελία του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, εκδίδει εντολές για τη διενέργεια ερευνών αρμοδιότητας της Υπηρεσίας.
3. Οι ελεγκτές της Υπηρεσίας, διενεργούν έρευνα για την διαπίστωση τέλεσης εγκλημάτων φοροδιαφυγής και λοιπών οικονομικών εγκλημάτων. Τα πρόσωπα στα οποία αποδίδεται η τέλεση αξιόποινης πράξης, κατά τη διάρκεια των ερευνών, έχουν όλα τα δικαιώματα που προβλέπονται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
4. Μετά την ολοκλήρωση της έρευνας, και μόνο εφόσον προκύπτουν ενδείξεις ποινικά κολάσιμης, σύμφωνα με τα άρθρα 66 και επόμενα του ΚΦΔ, φοροδιαφυγής, οι ελεγκτές της Υπηρεσίας συντάσσουν πορισματική έκθεση, η οποία γνωστοποιείται προς τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος και ακολούθως διαβιβάζεται στην Α.Α.Δ.Ε. μαζί με τον φάκελο της υπόθεσης. Η πορισματική έκθεση πρέπει να είναι επαρκώς στοιχειοθετημένη και αιτιολογημένη και να έχει συγκεκριμένο μορφότυπο, πληρώντας τα ελάχιστα αντικειμενικά κριτήρια ελέγχου που εφαρμόζει η Α.Α.Δ.Ε.
5. Σε περιπτώσεις που από την προανάκριση ή την προκαταρκτική εξέταση προκόψουν ενδείξεις τέλεσης και άλλων εγκλημάτων, τα οποία δεν σχετίζονται άμεσα με αυτά των άρθρων 66 επ. του ΚΦΔ, η σχηματισθείσα δικογραφία δύναται να χωρίζεται ως προς αυτά kol ακολουθείται η διαδικασία της παρ. 6 του άρθρου 17Α του ν. 2523/1997.
6. Για τις ως άνω υποθέσεις που διαβιβάζονται στην Α.Α.Δ.Ε. ακολουθείται η διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 28Α του ΚΦΔ, που προστίθεται με το άρθρο 390 του παρόντος.
7. Κατά την έκδοση της οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου, η Α.Α.Δ.Ε. δύναται είτε να αφίσταται από την πορισματική έκθεση της Υπηρεσίας, είτε να μην εκδίδει την οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου, κατόπιν ειδικής και επαρκούς αιτιολογίας, ιδίως, α) σε περίπτωση που στην πορισματική έκθεση της Υπηρεσίας δεν έχουν ληφθεί υπόψη ή έχουν εφαρμοσθεί εσφαλμένα ερμηνευτικές εγκύκλιοι της Α.Α.Δ.Ε. επί των φορολογικών και τελωνειακών διατάξεων, ή η νομολογία των δικαστηρίων ή οι αποφάσεις της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, β) σε περίπτωση προσκόμισης νέων στοιχείων, γ) σε περίπτωση μη τήρησης του μορφότυπου της πορισματικής έκθεσης της Α.Α.Δ.Ε., όπως ισχύει ή δύναται να εξειδικεύεται.
8. Σε περίπτωση που ο φορολογούμενος προσκομίσει νέα στοιχεία στην αρμόδια ελεγκτική υπηρεσία της Α.Α.Δ.Ε. εντός της προθεσμίας των είκοσι (20) ημερών της παρ. 2 του άρθρου 28Α του Κ.Φ.Δ., η τελευταία δύναται να τα διαβιβάζει στην Υπηρεσία προς αξιολόγηση, ακολουθώντας τη διαδικασία που ορίζεται στην παρ. 4 του άρθρου 28Α του Κ.Φ.Δ., όπως ισχύει κάθε φορά.
9. Σε περίπτωση μη επαρκούς στοιχειοθέτησης ή μη τήρησης του μορφότυπου της πορισματικής έκθεσης η Α.Α.Δ.Ε. δύναται να αναπέμψει στην Υπηρεσία αιτιολογημένα τον φάκελο της υποθέσεως για περαιτέρω έρευνα από αυτήν. Ο χρόνος που απαιτείται για την εν λόγω διαδικασία δεν προσμετράται στην προθεσμία του ενός (1) μηνός κατά τα αναφερόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 28Α του Κ.Φ.Δ., για την κοινοποίηση του προσωρινού διορθωτικού προσδιορισμού φόρου.
10. Στις περιπτώσεις που μετά την έρευνα που διενεργείται από τους ελεγκτές της Υπηρεσίας δεν προκύπτουν ενδείξεις για την τέλεση αδικήματος ποινικά κολάσιμης φοροδιαφυγής ή οποιουδήποτε άλλου αδικήματος, η υπόθεση αρχειοθετείται από τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος και πιθανολογούμενες παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας γνωστοποιούνται στην Α.Α.Δ.Ε. σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο άρθρο 64 του ν. 4472/2017 (Α' 74) διαδικασία.
Άρθρο 388
Συντονισμός της Διεύθυνσης Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος και της Α.Α.Δ.Ε.
1. Η Διεύθυνση Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος στο πλαίσιο εισαγγελικής παραγγελίας και η Α.Α.Δ.Ε. διατηρούν αυτοτελώς το δικαίωμα ποινικής έρευνας και φορολογικού ελέγχου, αντιστοίχως.
2. Η Α.Α.Δ.Ε. εξακολουθεί να δέχεται καταγγελίες και διατηρεί την αρμοδιότητα φορολογικού ελέγχου των προσώπων για τα οποία διεξάγεται έρευνα από τη Διεύθυνση Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος.
3. Προγενέστερες ή εν εξελίξει έρευνες της Α.Α.Δ.Ε. ή της Διεύθυνσης Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος σε σχέση με τα κατά περίπτωση ελεγχόμενα πρόσωπα εκάστου φορέα συνεκτιμώνται κατά την έναρξη ελέγχου.
4. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. συστήνεται διϋπηρεσιακό συντονιστικό όργανο καταπολέμησης φορολογικού εγκλήματος που συγκροτείται από α) Εισαγγελικό Λειτουργό, που επικουρεί τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος και ορίζεται με πράξη του, ως Πρόεδρο, με τον αναπληρωτή του, β) δύο (2) εκπροσώπους της Α.Α.Δ.Ε., που ορίζονται με πράξη του Διοικητή, ως μέλη, με τους αναπληρωτές τους, γ) δύο (2) εκπροσώπους της Διεύθυνσης Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος του Υπουργείου Οικονομικών, που ορίζονται με πράξη του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης, ως μέλη, με τους αναπληρωτές τους, δ) έναν (1) εκπρόσωπο του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος, που ορίζεται με πράξη του Ειδικού Γραμματέα Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος, με τον Αναπληρωτή του, ε) έναν (1) εκπρόσωπο της Διεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας, που ορίζεται με πράξη του Διευθυντή της, με τον αναπληρωτή του, και στ) έναν (1) εκπρόσωπο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, που ορίζεται με πράξη του Προέδρου της, με τον αναπληρωτή του. Με την ίδια απόφαση ρυθμίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για τη λειτουργία του οργάνου.
5. Αντικείμενο εργασιών του διϋπηρεσιακού συντονιστικού οργάνου είναι:
α) η αποφυγή επικαλύψεων του έργου της Υπηρεσίας με το ελεγκτικό έργο της Α.Α.Δ.Ε.,
β) η υποβολή προτάσεων προς τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος για την προτεραιοποίηση των δράσεων της Υπηρεσίας,
γ) η παρακολούθηση της πορείας των υποθέσεων που αφορούν σε μείζονος ποινικής απαξίας φορολογικά εγκλήματα και οποιαδήποτε άλλα συναφή οικονομικά εγκλήματα που βλάπτουν σοβαρά τα συμφέροντα του ελληνικού δημοσίου και την Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδίως δε η παρακολούθηση της έγκαιρης διαβίβασης των πορισματικών εκθέσεων στην Α.Α.Δ.Ε., και της σύνταξης των σχετικών μηνυτήριων αναφορών, και
δ) η αμοιβαία ανταλλαγή πληροφοριών, στο μέτρο που αυτή επιτρέπεται με βάση το άρθρο 2 του παρόντος νόμου.
6. Ο Πρόεδρος του συντονιστικού οργάνου δύναται, για την διευκόλυνση του έργου του, να δέχεται εισηγήσεις προς εξέταση και να προσκαλεί στις συνεδριάσεις εκπροσώπους από άλλα ελεγκτικά σώματα ή αρχές.
7. Το συντονιστικό όργανο, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, δεν επεμβαίνει στις διαδικασίες επιλογής υποθέσεων προς έλεγχο της Α.Α.Δ.Ε. και λειτουργεί υπό την εποπτεία του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος.
ΥΠΟΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'
Συναφείς και μεταβατικές διατάξεις
Άρθρο 389
Μεταβατικές ρυθμίσεις
Οι εισαγγελικές παραγγελίες, εντολές ανακριτικών και προανακριτικών πράξεων, περιλαμβανομένων των αιτημάτων και εντολών διενέργειας φορολογικών ελέγχων που έχουν προκύφει από εντολή οιασδήποτε εισαγγελικής και δικαστικής αρχής, οι οποίες εκκρεμούν στην Α.Α.Δ.Ε. (ΚΕΜΕΕΠ, ΚΕΦΟΜΕΠ, Δ.Ο.Υ., ΥΕΕΔΕ, ΔΙΠΑΕΕ, Κεντρικές Υπηρεσίες), κατά τον χρόνο έναρξης λειτουργίας της Υπηρεσίας, επιστρέφονται από την Α.Α.Δ.Ε. στις κατά περίπτωση αρμόδιες εισαγγελικές και δικαστικές Αρχές που έχουν εκδώσει τις σχετικές παραγγελίες, εντολές και αιτήματα μέχρι την 28.02.2018. Κατ' εξαίρεση του προηγούμενου εδαφίου η Α.Α.Δ.Ε. διατηρεί κατ' ανώτατο όριο εκκρεμείς εντολές ελέγχου 1.300 Α.Φ.Μ. για τις χρήσεις που έχουν προτεραιοποιηθεί, των οποίων ο έλεγχος βρίσκεται σε τελικό στάδιο την 28.02.2018 ή που είναι προτεραιοποιημένες για έλεγχο από την Α.Α.Δ.Ε. κατά την ίδια ημερομηνία. Ως τελικό στάδιο ελέγχου νοείται α) η έκδοση προσωρινού διορθωτικού προσδιορισμού φόρου ή β) η έκδοση αιτήματος παροχής πληροφοριών του άρθρου 14 του Κ.φ.Δ.
Άρθρο 390
θέσπιση άρθρου 28Α του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας
Μετά το άρθρο 28 του ν.4174/2013 προστίθεται άρθρο 28Α, ως ακολούθως:
«ΑΡΘΡΟ 28Α
1. Για τις υποθέσεις που διαβιβάζονται στη Φορολογική Διοίκηση από την Διεύθυνση Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος (εφεξής «Υπηρεσία»), διενεργείται έλεγχος κατ' απόλυτη προτεραιότητα, κατά παρέκκλιση δε των διατάξεων του άρθρου 28, η Φορολογική Διοίκηση προβαίνει σε προσωρινό και οριστικό προσδιορισμό φόρου ως ακολούθως: Εντός μηνός από τη διαβίβαση της πορισματικής έκθεσης της Υπηρεσίας, των σχετικών εγγράφων και των προσκομισθέντων από τον ελεγχόμενο στοιχείων, η Φορολογική Διοίκηση κοινοποιεί εγγράφως στο φορολογούμενο αντίγραφο αυτής, σημείωμα διαπιστώσεων με τα αποτελέσματα της έρευνας και τον προσωρινό διορθωτικό προσδιορισμό φόρου, βάσει της πορισματικής έκθεσης της Υπηρεσίας.
2. Ο φορολογούμενος δύναται να λαμβάνει αντίγραφα των εγγράφων στα οποία βασίζεται ο διορθωτικός προσδιορισμός φόρου και να διατυπώσει εγγράφως τις απόψεις του σχετικά με τον προσωρινό διορθωτικό προσδιορισμό φόρου εντός είκοσι (20) ημερών από την κοινοποίηση της έγγραφης γνωστοποίησης.
3 Η Φορολογική Διοίκηση εκδίδει την οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου, εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία παραλαβής των απόψεων του φορολογούμενου ή, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος δεν υποβάλει τις απόψεις του, στην εκπνοή της προθεσμίας που ορίζεται στο προηγούμενο εδάφιο. Το εν λόγω διάστημα δύναται να παρατείνεταί αιτιολογημένα για ένα (1) επιπλέον μήνα ανάλογα με την πολυπλοκότητα της υπόθεσης, κατόπιν έγγραφης ενημέρωσης προς την Υπηρεσία.
4. Σε περίπτωση που εντός της προθεσμίας των είκοσι (20) ημερών του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 3, ο φορολογούμενος προσκομίσει νέα στοιχεία στην αρμόδια ελεγκτική υπηρεσία της Α.Α.Δ.Ε., η τελευταία δύναται να τα διαβιβάζει στην Υπηρεσία προς αξιολόγηση. Η Υπηρεσία υποχρεούται να αποστείλει στην αρμόδια ελεγκτική υπηρεσία της Α.Α.Δ.Ε. εγγράφως τις απόψεις της επί των νέων αυτών στοιχείων σε προθεσμία ενός μήνα από την ημερομηνία λήψης του φακέλου. Εφόσον ο φορολογούμενος προσκομίσει εμπρόθεσμα νέα στοιχεία στην αρμόδια ελεγκτική υπηρεσία της Α.Α.Δ.Ε., ο χρόνος που απαιτείται για την ολοκλήρωση της διαδικασίας που προβλέπεται στα δύο προηγούμενα εδάφια δεν προσμετράται στην αναφερόμενη στο τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 3 προθεσμία των τριών (3) μηνών για την έκδοση της οριστικής πράξης προσδιορισμού φόρου, η οποία σε καμία περίπτωση δεν υπερβαίνει συνολικά τους τέσσερεις ή, κατόπιν αιτιολογημένης παράτασης, τους πέντε μήνες από τη λήψη των νέων αυτών στοιχείων από την Α.Α.Δ.Ε.
5. Η οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου εκδίδεται με βάση έκθεση ελέγχου την οποία συντάσσει η φορολογική Διοίκηση και περιλαμβάνει εμπεριστατωμένα και αιτιολογημένα τα γεγονότα, τα στοιχεία και τις διατάξεις που έλαβε υπόψη της για τον προσδιορισμό του φόρου. Η οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου μαζί με την έκθεση ελέγχου κοινοποιούνται στο φορολογούμενο.
6. Οι διαδικασίες εφαρμογής του παρόντος άρθρου καθορίζονται με απόφαση του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε.
Άρθρο 391
Τροποποίηση της παρ. 5 του άρθρου 17Α του ν. 2523/1997
Το τελευταίο εδάφιο της περ. β' της παρ. 5 του άρθρου 17Α του ν.2523/1997, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου ισχύουν από την 01.03.2018».
Άρθρο 392
Εξουσιοδοτικές διατάξεις
1. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από εισήγηση του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορούν να συνιστώνται, να συγχωνεύονται ή να καταργούνται Περιφερειακά Γραφεία της Υπηρεσίας. Στην ίδια απόφαση δύναται να καθορίζεται η κατά τόπο αρμοδιότητα κάθε Περιφερειακού Γραφείου καί να ορίζεται ο χρόνος έναρξης λειτουργίας αυτών.
2. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ύστερα από εισήγηση του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δύναται να ανακαθορίζεται η κατά τόπο και καθ' ύλη αρμοδιότητα των οργανικών μονάδων της Υπηρεσίας.
3. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ύστερα από εισήγηση του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος δύναται α) να εξειδικεύονται περαιτέρω οι αρμοδιότητες της Υπηρεσίας, β) να (ανα)κατανέμονται μεταξύ των Τμημάτων και Γραφείων, γ) να (ανα)κατανέμονται οι οργανικές θέσεις προσωπικού στα Τμήματα και στα Γραφεία, και δ) να συνιστώνται, να συγχωνεύονται ή να καταργούνται Τμήματα ή Γραφεία της Υπηρεσίας.
4. Τα δικαιώματα και τα καθήκοντα του παραπάνω προσωπικού, καθώς και τα λοιπά θέματα λειτουργίας της Υπηρεσίας, εξειδικεύονται με εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας που καταρτίζεται με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του
Υπουργού Δικαιοσύνης αρμόδιου για θέματα διαφθοράς κατόπιν εισηγήσεως του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος.
5. Με απόφαση του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. καθορίζεται ή δύναται να εξειδικεύεται ο μορφότυπος της πορισματικής έκθεσης της Υπηρεσίας για τους σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος. Μέχρι την έκδοση της σχετικής απόφασης, ακολουθείται ο μορφότυπος που εφαρμόζεται από τις υπηρεσίες της Α.Α.Δ.Ε.
6. Με κοινή απόφαση του, του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της ΑΑΔΕ καθορίζεται ο τρόπος, η διαδικασία και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για τη μεταφορά των υποθέσεων του άρθρου 389 του παρόντος.
Άρθρο 393
Τροποποίηση του άρθρου 1 του ν. 3213/2003
Η περίπτωση λ' της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 (Α' 309) αντικαθίσταται ως εξής:
«λ. Τα μέλη όλων των Σωμάτων Επιθεώρησης και Ελέγχου του Δημοσίου, οι προϊστάμενοι οργανικών μονάδων οποιοσδήποτε Υπηρεσίας Επιθεώρησης, Εσωτερικού Ελέγχου ή Εσωτερικών Υποθέσεων του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α. α' και β' βαθμού, το προσωπικό της Υπηρεσίας Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος, καθώς και οι υπάλληλοι των μονάδων αυτών που ασκούν οποιαδήποτε ελεγκτικά καθήκοντα.»
Άρθρο 394
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς του Κεφαλαίου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου