Δευτέρα 8 Ιουλίου 2013

ΣτΕ 790/2013 Φορολογία ακίνητης περιουσίας νόμου 1249/1982. Δεν αρχίζει η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής, ούτε επιτρέπεται η ταμειακή βεβαίωση του κατά το άρθρο 12 του Ν. 2343/1995 καταλογισθέντος φόρου ακινήτου περιουσίας, η οποία αποτελεί το νόμιμο τίτλο εισπράξεως της οφειλής, εάν προηγουμένως δεν έχει κοινοποιηθεί εγκύρως στον υπόχρεο η καταλογιστική του φόρου ακίνητης περιουσίας πράξη του προϊσταμένου της οικείας Δ.Ο.Υ. (βλ. ΣΕ 2281/2000 ΣτΕ 933/2009 ad hoc ΣτΕ 2335/2010).

ΣτΕ 790/2013
Φορολογία ακίνητης περιουσίας νόμου 1249/1982. Δεν αρχίζει η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής, ούτε επιτρέπεται η ταμειακή βεβαίωση του κατά το άρθρο 12 του Ν. 2343/1995 καταλογισθέντος φόρου ακινήτου περιουσίας, η οποία αποτελεί το νόμιμο τίτλο εισπράξεως της οφειλής, εάν προηγουμένως δεν έχει κοινοποιηθεί εγκύρως στον υπόχρεο η καταλογιστική του φόρου ακίνητης περιουσίας πράξη του προϊσταμένου της οικείας Δ.Ο.Υ. (βλ. ΣΕ 2281/2000 ΣτΕ 933/2009 ad hoc ΣτΕ 2335/2010).


ΣτΕ 790/2013


ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Στ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 11 Απριλίου 2011, με την εξής σύνθεση: Θ. Παπαευαγγέλου, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Β. Ραφτοπούλου, Αντ. Χλαμπέα, Σύμβουλοι, Δ. Τομαράς, Θ. Ζιάμου, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Λ. Ρίκος.
Για να δικάσει την από 6 Ιουλίου 2001 αίτηση:
της ........ .. , κατοίκου εν ζωή, ........ Αττικής, οδός ...... . , αριθ. ., η οποία απεβίωσε και τη δίκη συνεχίζουν οι κληρονόμοι της .... , οι οποίοι παρέστησαν με το δικηγόρο ..............., που τον διόρισαν στο ακροατήριο.
κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Αντ. Αντωνίου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα επεδίωκε να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 2133/2000 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Αντ. Χλαμπέα.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των συνεχιζόντων τη δίκη κληρονόμων της αναιρεσείουσας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου
και αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα σκέφθηκε κατά το Νόμο


1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ. 702534/2001 ειδικό έντυπο παραβόλου), ζητείται, η αναίρεση της 2133/2000 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με την οποία έγινε δεκτή έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της υπ’ αριθμ. 220/1999 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς και στη συνέχεια απορρίφθηκε η ανακοπή της αναιρεσείουσας κατά του υπ’ αριθμ. 10/1996 χρηματικού καταλόγου και της υπ’ αριθμ. 1609/1996 ταμειακής βεβαιώσεως του Προϊσταμένου της Α’ ΔΟΥ ......... , με την οποία είχε βεβαιωθεί σε βάρος της το ποσό των 5.245.360 δρχ., ως φόρος ακίνητης περιουσίας για τα έτη 1986 - 1990.


2. Επειδή, μετά την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως απεβίωσε η αναιρεσείουσα στις 12/5/2006, όπως προκύπτει από το ευρισκόμενο στη δικογραφία αντίγραφο της οικείας ληξιαρχικής πράξεως θανάτου. Νομίμως δε, κατ’ άρθρο 31 παρ. 1 και 2 του π.δ. 18/1989 (Α’ 8) συνεχίζεται η δίκη από τον γιό της ........ ........ , που σύμφωνα με τα προσκομιζόμενα πιστοποιητικά, είναι μαζί με τον αδελφό του ...... ........ οι μόνοι πλησιέστεροι συγγενείς της, δυνάμει προφορικής δήλωσης στο ακροατήριο του υπογράφοντος το δικόγραφο δικηγόρου, τον οποίο ο αιτών διόρισε ως πληρεξούσιό του στο ακροατήριο.


3. Επειδή, στο άρθρο 12 του Ν. 2343/1995 (Α’ 211) ορίζονται τα εξής:
«Α. …Β. Περαίωση εκκρεμών υποθέσεων φόρου ακίνητης περιουσίας.
1….α) …..β) Υποθέσεις Φ.Α.Π. των ετών μέχρι και το 1990 που αφορούν ακίνητα που βρίσκονται σε περιοχές που ισχύει το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας τους κατά το έτος αυτό και εκκρεμούν ενώπιον των Δ.Ο.Υ. περαιώνονται οριστικά με βάση την αντικειμενική αξία που ισχύει την 1η Ιανουαρίου 1990 μειωμένη κατά ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) για κάθε προηγούμενο χρόνο….
3. Ο προϊστάμενος της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. υποχρεούται οίκοθεν να εφαρμόσει τις περιπτώσεις β’ και γ’ της παραγράφου 1 της ενότητας Β’ του άρθρου αυτού, εφόσον διαπιστώσει ότι οι υπόχρεοι σε φόρο ακίνητης περιουσίας υπέβαλαν δήλωση για ορισμένα χρόνια και παρέλειψαν να υποβάλουν για τα υπόλοιπα, ενώ είχαν υποχρέωση εκ του νόμου και τα ακίνητα αυτά βρίσκονται σε περιοχή που ισχύει το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας τους…».

Εξ άλλου, στην μεν παράγραφο 1 του άρθρου 22 του ν. 1249/1982 (Α’ 33) ορίζεται ότι, για τον υπολογισμό του φόρου ακίνητης περιουσίας «λαμβάνεται υπόψη η αξία που έχουν τα ακίνητα και τα εμπράγματα σ’ αυτό δικαιώματα κατά την 1η Ιανουαρίου του έτους που φορολογούνται, για τον προσδιορισμό της οποίας εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του Α.Ν. 1521/1950 ‘περί φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων’, όπως κάθε φορά ισχύουν»,
στην δε παράγραφο 2 του άρθρου 3 του Α.Ν. 1521/1950 (Α’ 245), ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 1587/1950 (Α’ 249), ορίζονται τα εξής:
«Δια τον προσδιορισμό της αξίας του ακινήτου ή του πραγματικού επί του ακινήτου δικαιώματος… λαμβάνονται υπ’ όψιν και συνεκτιμώνται τα στοιχεία μεταβιβάσεων παρομοίων περιουσιακών στοιχείων, τα οποία προκύπτουν εξ ετέρων συμβολαίων ή εξ εκτιμήσεως γενομένης δια την επιβολήν του φόρου κληρονομικών, δωρεών και προικών ή εξ άλλων εκτιμήσεων. Εν περιπτώσει καθ’ ην ελλείπουν τα στοιχεία ταύτα ή, κατά την κρίσιν του Οικονομικού Εφόρου, τα υπάρχοντα είναι ανεπαρκή ή απρόσφορα ενεργείται υπό τούτου προσδιορισμός της αξίας δια χρήσεως παντός άλλου μέσου». Τέλος η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 41 του Ν. 1249/1982, περί αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας ακινήτων, επεκτάθηκε και στη φορολογία ακίνητης περιουσίας το πρώτον με το άρθρο 15 παρ. 6 του Ν. 1882/1990 (Α’ 43), η ισχύς του οποίου, κατά την παρ. 7 αυτού, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18 του Ν. 1884/1990 (Α’ 81), άρχισε από 1.1.91.

4. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 73 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας (Ν. 4125/1960, Α’ 202) ορίζεται ότι: «Κατά των πράξεων των δημοσίων οργάνων, δι’ ων προσδιορίζονται φόροι, δασμοί, τέλη και συναφή δικαιώματα του Δημοσίου ή επιβάλλονται πρόστιμα ή άλλαι κυρώσεις δια παράβασιν των φορολογικών εν γένει νόμων, επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου» και στην παρ. 1 του άρθρου 77 του ιδίου νομοθετήματος ότι: «Η προθεσμία ασκήσεως της προσφυγής είναι είκοσι ημερών, αρχομένη από της επομένης της επιδόσεως της πράξεως…». Εξ άλλου, στο άρθρο 73 του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (Ν.Δ. 356/74, Α’ 90), ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«1. Η προ της ενάρξεως της εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου ασκείται:
α) κατά της εκδοθείσης ατομικής ειδοποιήσεως,
β) κατά του εκδοθέντος και μη εκτελεσθέντος εντάλματος προσωπικής κρατήσεως και
γ) κατά του νομίμου τίτλου, εκδικάζεται δε υπό των καθ’ ύλην αρμοδίων δικαστηρίων ..… Δια ταύτης επιτρέπεται η προβολή πάσης αντιρρήσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου ως και η αμφισβήτησις του κατ’ ουσίαν βασίμου της απαιτήσεως του Δημοσίου εφ’ όσον ο προσδιορισμός ταύτης δεν έχει ανατεθή εις δικαστήρια ή εις διοικητικάς επιτροπάς αποφαινομένας μετά δυνάμεως δεδικασμένου.
2. Η κατά της αρξαμένης εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου ασκείται … δια τους κάτωθι περιοριστικώς αναφερομένους λόγους:
α) Εάν η εκτέλεσις εχώρησε βάσει ακύρου τίτλου προς είσπραξιν.
β) Εάν το χρέος απεσβέσθη δια καταβολής ή συμψηφισμού κατά τας διατάξεις του άρθρου 83 του παρόντος Ν. Διατάγματος ή συνεπεία διαγραφής, αποδεικνυομένων εγγράφως.
γ) Εάν επιγενομένως απεσβέσθη άλλως το χρέος του οφειλέτου, της αποσβέσεως αποδεικνυομένης εγγράφως.
δ) Εάν το χρέος παρεγράφη.
ε) Εάν ο διωκόμενος ως διάδοχος του υποχρέου δεν είναι ο νόμω υπόχρεως. στ) Εάν ο διωκόμενος δεν υπόκειται εις προσωπικήν κράτησιν και ζ) Εάν κατά την εκτέλεσιν εχώρησαν παραλείψεις ή ακυρότητες, τηρουμένων των εν άρθρω 75 του παρόντος Ν. Διατάγματος οριζομένων. 3…».

5. Επειδή, κατά της πράξεως καταλογισμού φόρου ακίνητης περιουσίας, η οποία εκδίδεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 12 του Ν. 2343/1995 - διατάξεις που έχουν κριθεί αντίθετες προς το άρθρο 78 παρ. 2 του Συντάγματος, διότι με αυτές προσδίδεται αναδρομική ισχύς εκτεινομένη πέραν του προηγούμενου από την θέσπιση του νόμου οικονομικού έτους σε φορολογικό σύστημα, το οποίο, συγκρινόμενο με το προγενέστερο σύστημα του Ν. 1249/1982, είναι ενδεχόμενο να έχει ως συνέπεια την επαύξηση της φορολογητέας αξίας της ακίνητης περιουσίας, συνεπώς και του φόρου (βλ. ΣτΕ 2869/2003 Ολ.) - προβλέπεται από το άρθρο 73 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας η άσκηση προσφυγής ενώπιον του κατά τόπον αρμοδίου διοικητικού πρωτοδικείου, εντός προθεσμίας 20 ημερών, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 77 παρ. 1 του ιδίου κώδικα, αρχίζει από την επομένη της επιδόσεως της καταλογιστικής του φόρου πράξεως, η πρόβλεψη δε προσφυγής έχει ως συνέπεια ότι με την κατά το άρθρο 73 του Κ.Ε.Δ.Ε. ανακοπή, η οποία ασκείται κατά της ατομικής ειδοποιήσεως προς καταβολή του ταμειακώς βεβαιουμένου ακολούθως φόρου, δεν επιτρέπεται να προβληθούν λόγοι με τους οποίους αμφισβητείται το κατ’ ουσίαν βάσιμο της απαιτήσεως του Δημοσίου. Εν όψει των δικονομικών ρυθμίσεων των ανωτέρω διατάξεων, ερμηνευομένων σε συνδυασμό προς το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας, γίνεται δεκτό ότι δεν αρχίζει η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής, ούτε επιτρέπεται η ταμειακή βεβαίωση του κατά το άρθρο 12 του Ν. 2343/1995 καταλογισθέντος φόρου ακινήτου περιουσίας, η οποία αποτελεί το νόμιμο τίτλο εισπράξεως της οφειλής, εάν προηγουμένως δεν έχει κοινοποιηθεί εγκύρως στον υπόχρεο η καταλογιστική του φόρου ακίνητης περιουσίας πράξη του προϊσταμένου της οικείας Δ.Ο.Υ. (βλ. ΣΕ 2281/2000 ΣτΕ 933/2009 ad hoc ΣτΕ 2335/2010).

6. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, η αναιρεσείουσα υπέβαλε στην ΔΟΥ Α’ Καλλιθέας δηλώσεις φόρου ακίνητης περιουσίας για τα έτη 1986, 1987, 1988, 1989 & 1990 για ακίνητά της στην περιοχή Δήμου Καλλιθέας, δηλαδή σε περιοχή που ισχύει το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας των ακινήτων, με δηλωθείσα αξία το ποσό των 21.445.000 δρχ. για κάθε έτος, οι οποίες και εκκρεμούσαν. Ο Προϊστάμενος της ΔΟΥ, κατ’ εφαρμογή των προαναφερομένων διατάξεων του άρθρου 12 του ν. 2343/1995, προέβη σε περαίωση των δηλώσεων αυτών με οίκοθεν ενέργεια που ολοκληρώθηκε στις 31/10/1996. Ειδικότερα, συνέταξε, αντίστοιχα για κάθε έτος, τις με αριθμό 422/29-10-1996, 423/29-10-1996, 424/29-10-1996, 425/29-10-1996 και 426/29-10-1996 πρόχειρες πράξεις, με τις οποίες προσδιόρισε την αντικειμενική αξία με βάση τις ισχύουσες τιμές του έτους 1990, όπως αναλυτικά εμφαίνεται στα έντυπα των δηλώσεων, όπου έχουν γίνει οι αναλυτικοί υπολογισμοί, και υπολόγισε τελικώς τον συνολικό οφειλόμενο φόρο ακινήτου περιουσίας για τα ανωτέρω έτη στο ποσό των 5.245.360 δρχ. Στη συνέχεια, συντάχθηκε για το ποσό αυτό ο με αριθμό 10/30/31-10-1996 χρηματικός κατάλογος και επακολούθησε η ταμειακή βεβαίωση του ποσού αυτού με αριθμ. 1609/21-11-1996, η οποία γνωστοποιήθηκε τελικά στην αναιρεσείουσα με την αποστολή της 1257/29-11-1996 ατομικής ειδοποίησης της πιο πάνω Υπηρεσίας. Πρωτοδίκως έγινε δεκτή η ανακοπή της αναιρεσείουσας και ακυρώθηκε ο προαναφερόμενος χρηματικός κατάλογος και η ως άνω ταμειακή βεβαίωση. Εφεση του Δημοσίου κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως έγινε δεκτή με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση με την αιτιολογία ότι «δεν απαιτείτο στην προκειμένη περίπτωση η προηγούμενη σύνταξη και κοινοποίηση στην αναιρεσείουσα φύλλου υπολογισμού της αξίας των ακινήτων και εκκαθαριστικού σημειώματος υπολογισμού του φόρου».

7. Επειδή, η ανωτέρω κρίση του δικαστηρίου της ουσίας είναι, κατά τα προεκτεθέντα, μη νόμιμη, διότι τούτο, εφόσον διαπίστωσε ότι δεν είχαν συνταχθεί και κοινοποιηθεί στον αναιρεσείοντα το φύλλο υπολογισμού της αξίας των ακινήτων και το εκκαθαριστικό σημείωμα υποβολής του φόρου, ώφειλε να θεωρήσει μη νόμιμες τις προσβληθείσες με την ανακοπή πράξεις και να τις ακυρώσει. Για το λόγο τούτο, βασίμως προβαλλόμενο η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί και η υπόθεση να αναπεμφθεί στο δικάσαν δικαστήριο για νέα κρίση, ενώ παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του προβαλλομένου δευτέρου λόγου αναιρέσεως.

8. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή.


Δ ι ά τ α ύ τ α
Δέχεται την αίτηση.
Αναιρεί την 2133/2000 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση, σύμφωνα με το αιτιολογικό.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.
Επιβάλλει σε βάρος του Δημοσίου την δικαστική δαπάνη του συνεχίζοντος τη δίκη αναιρεσείοντος, η οποία ανέρχεται στο ποσό των εννιακοσίων είκοσι (920) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 18 Απριλίου 2011
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Ο Γραμματέας
Θ. Παπαευαγγέλου Λ. Ρίκος
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 25ης Φεβρουαρίου 2013.
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Ο Γραμματέας
Θ. Παπαευαγγέλου Δ. Λαγός

Δεν υπάρχουν σχόλια: