Προβληματισμοί για την διαδοχική ασφάλιση
Επισημάνσεις
16 Δεκέμβριος 2020Taxheaven.gr
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΘ. ΜΠΟΥΡΛΟΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ – τ. ΕΚΔΟΤΗΣ
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΙΚΑ
Η δημοσίευση το τελευταίο χρονικό διάστημα οδηγιών τόσο από το Υπουργείο Εργασίας όσο και από τον ΕΦΚΑ με τις οποίες ρυθμίζονται διάφορα θέματα που αφορούν την διαδοχική και παράλληλη ασφάλιση μετά την δημιουργία του ΕΦΚΑ, με τρόπο που σε αρκετά σημεία διαφέρει από αυτόν που ρυθμίζονταν στο παρελθόν, έχει δημιουργήσει σύγχυση και ανασφάλεια σε σχέση με την συνδυαστική αλλά και την μη συνδυαστική λειτουργία των δύο αυτών θεσμών σε αρκετές συνταξιοδοτικές περιπτώσεις.
Θεωρώ ότι ακόμη δεν είναι ευκρινές το πως το ασφαλιστικό μας σύστημα θέλει να αντιμετωπίσει τις συνταξιοδοτικές περιπτώσεις αυτές, στα πλαίσια της νέας αντίληψης που εισάγει ένας ενιαίος φορέας ασφάλισης.
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να αναλύσουμε κάποιες από τις πτυχές των θεμάτων που είναι προφανές ότι προβληματίζουν.
Δύο είναι τα βασικά ζητούμενα όταν εφαρμόζουμε τον θεσμό της διαδοχικής ασφάλισης.
Πρώτον, με ποιου ενταχθέντα στον ΕΦΚΑ φορέα τις προϋποθέσεις θα κριθεί το συνταξιοδοτικό δικαίωμα κάποιου ασφαλισμένου ή διαφορετικά, ποιος φορέας έχει την αρμοδιότητα απονομής της σύνταξης και δεύτερον πως θα υπολογισθεί το ποσό της σύνταξης.
Στο ασφαλιστικό μας σύστημα και με δεδομένο ότι για τους πρωτασφαλισμένους πριν την 1-1-1993 έχουμε ανά ενταχθέντα φορέα ακόμη διαφορετικά όρια ηλικίας και γενικά διαφορετικές προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, ο προσδιορισμός του αρμόδιου φορέα συνταξιοδότησης διαδραματίζει σημαντικότατο ρόλο. Αντίθετα για τους πρωτοασφαλισμένους μετά την 1-1-1993 η αξία και σημασία του προσδιορισμού του αρμόδιου φορέα είναι περιορισμένη.
Στο Πόρισμα της Επιτροπής Διαδοχικής Ασφάλισης 2008, όταν είχα την τιμή να είμαι πρόεδρος είχαν επισημανθεί τα εξής:
«Η διατήρηση ή η μη απώλεια ασφαλιστικών δικαιωμάτων στη περίπτωση που ο ασφαλισμένος αναγκάζεται ή επιλέγει να μεταβάλει ασφαλιστικό φορέα, θεωρούμε ότι πρέπει να βρει ένα πεδίο σταθερής ισορροπίας με την αποφυγή δημιουργίας ευκαιριών προφανούς και εύκολης καταστρατήγησης του συστήματος. Το ρυθμιστικό πλαίσιο αναμφίβολα πρέπει να έχει μια προσαρμοστική ελαστικότητα ώστε να καλύπτει το ευρύτερο δυνατό πεδίο περιπτώσεων συνταξιοδότησης χωρίς όμως να παρέχει ευκαιρίες λήψης παροχών που χωρίς την Διαδοχική Ασφάλιση δεν θα υπήρχαν».
Θεωρώ ότι ο τιθέμενος κανόνας, δηλαδή της διατήρησης και της μη απώλειας δικαιωμάτων, χωρίς όμως την δημιουργία ευκαιριών συνταξιοδότησης που δεν θα υπήρχαν χωρίς την εφαρμογή των ρυθμίσεων της διαδοχικής ασφάλισης, θέτει τους όρους και το πλαίσιο εντός του οποίου οφείλει να κινείται και να ισορροπεί ο θεσμός, όσον αφορά το θέμα των κριτηρίων προσδιορισμού του αρμόδιου για την απονομή της σύνταξης, φορέα.
Άποψή μου, όσον αφορά το θέμα αυτό, είναι, ότι το άρθρο 26 του ν. 4670/2020, που αντικατέστησε το άρθρο 19 ν. 4387/2016 ανταποκρίνεται εν πολλοίς στις προϋποθέσεις που θέτει ο κανόνας στον οποίο αναφερθήκαμε. Υπάρχει όμως μια παράγραφος και συγκεκριμένα η παρ. 3 της σχετικής διάταξης η οποία δημιουργεί ανεπίτρεπτα, από κοινωνικοασφαλιστική άποψη, κωλύμματα στην συνταξιοδότηση καταλύοντας σε πολλές περιπτώσεις την έννοια και την δυνατότητα αξιοποίησης του αυτοτελούς δικαιώματος συνταξιοδότησης. Αυτό οδηγεί στην ουσία, σε αύξηση ηλικιακών ορίων αρκετούς ασφαλισμένους. (Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα 1 της εγκυκλίου 50/2020 του ΕΦΚΑ). Αναφέρομαι στην ρύθμιση που ορίζει ότι «Ο ασφαλισμένος δύναται να επιλέξει τον συνυπολογισμό του χρόνου διαδοχικής ασφάλισης στους ενταχθέντες στον ΕΦΚΑ φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς, υπό την προϋπόθεση ότι μετά την ένταξή τους στον ΕΦΚΑ, δεν συνεχίζει να ασφαλίζεται για δραστηριότητα ή απασχόληση που υπάγεται στην ασφάλιση του αντίστοιχου φορέα, τομέα, κλάδου και λογαριασμού που δεν επιθυμεί την προσμέτρηση του χρόνου».
Η συγκεκριμένη ρύθμιση, δέσμια της φιλοσοφίας του ενιαίου χρόνου ασφάλισης, μετά την δημιουργία του ΕΦΚΑ, καταλήγει σε ανεπίτρεπτη αλλοίωση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων δημιουργώντας υποχρεωτικότητες ασύμβατες με βασικές αρχές του δικαίου των κοινωνικών ασφαλίσεων. Η συγκεκριμένη ρύθμιση υπήρχε και στο άρθρο 19 ν. 4387/2016, όμως με τις οδηγίες που είχαν δοθεί, που εκινούντο ενδεχομένως στα όρια του περιεχομένου της διάταξης, περιορίζονταν οι δυσμενείς στην συνταξιοδότηση, επιπτώσεις, δεδομένου ότι γινόταν αποδεκτή η δυνατότητα χορήγησης σύνταξης όταν υπήρχε αυτοτελές δικαίωμα. Με τις νέες όμως οδηγίες οι επιπτώσεις είναι σημαντικές και θεωρώ πως το θέμα πρέπει να επανεξετασθεί, όχι στην λογική του τι ορίζει η διάταξη, αλλά αν πρέπει να υπάρχει τέτοια διάταξη. Άποψή μου δε είναι ότι η διάταξη αυτή πρέπει να καταργηθεί. Ο ενιαίος χρόνος ΕΦΚΑ μετά την 1-1-2019, δεν εμποδίζει στο να εξετάζεται η αρμοδιότητα σχηματικά με βάση τους ενταχθέντες επιμέρους φορείς, ιδίως όσο δεν υπάρχει ενιαίος Κανονισμός Παροχών, κάτι που μπορεί να λειτουργήσει και στον τομέα του χρόνου που επιθυμεί ο συνταξιούχος να μην συνυπολογισθεί στην συνταξιοδότησή του. Σε κάθε δε περίπτωση το ζητούμενο πρέπει να είναι πως θα αποκατασταθεί μια δίκαια, και εύρρυθμη λειτουργία του θεσμού της διαδοχικής ασφάλισης, ακόμη και αν αυτό απαιτεί αλλαγές στο ρυθμιστικό πλαίσιο. Αυτό θα ήταν η ριζική λύση στο πρόβλημα που δημιουργείται με την εφαρμογή της συγκεκριμένης ρύθμισης. Σε κάθε πάντως περίπτωση ακόμη και αν διατηρηθεί η σχετική παράγραφος, θα πρέπει περιπτώσεις που είναι σε εκκρεμότητα να κριθούν με τις οδηγίες που ίσχυαν, εφ΄ όσον οι αιτήσεις συνταξιοδότησης υποβλήθηκαν με βάση τις προηγούμενες οδηγίες και πάντως πριν την δημοσιοποίηση των νέων οδηγιών.
Όσον αφορά το δεύτερο ζητούμενο, δηλαδή τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης, το νέο σύστημα, τόσο του ν. 4387/2016 όσο και του ν. 4670/2020, σε γενικές γραμμές είναι ευνοϊκότερο, σε σχέση με το προϊσχύον, βεβαίως υπάρχουν και περιπτώσεις που αδικούνται. Αυτό όμως δεν οφείλεται στη διάταξη της διαδοχικής ασφάλισης, αλλά στις διατάξεις υπολογισμού της ανταποδοτικής σύνταξης. Ο τομέας στον οποίο πρέπει να χωρήσει επανεξέταση είναι ο τρόπος αντιμετώπισης του παράλληλου χρόνου ασφάλισης, για τα χρονικά διαστήματα ασφάλισης πριν την 1-1-2017, όπου με τις νέες οδηγίες σε αρκετές περιπτώσεις τίθενται περιορισμοί στην αξιοποίηση. Η προσαύξηση σύνταξης λόγω του παράλληλου χρόνου ασφάλισης ήταν μια από τις θετικές αλλαγές του ν. 4387/2016, η οποία επανελήφθη και στον ν. 4670/2020 και μάλιστα με ευνοϊκότερο τρόπο, στην λογική της μέγιστης δυνατής αξιοποίησης, με την καλύτερη δυνατή ανταποδοτικότητα, του χρόνου ασφάλισης που έχει ο συνταξιούχος. Η κεντρική λογική του ν. 4670/2020 είναι η επιβράβευση ή η βελτιωμένη ανταπόδοση όσων έχουν εκτεταμένο ασφαλιστικό βίο και καταβολή υψηλών ασφαλιστικών εισφορών.
Η λογική αυτή απαιτεί κατά την άποψή μου από τον εφαρμοστή των κανόνων, την εξεύρεση των βέλτιστων λύσεων, ώστε ο συνταξιούχος κατά την επαλήθευση του ασφαλιστικού κινδύνου, αξιοποιώντας τους χρόνους για τους οποίους έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές, να καταλήξει στο καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Αυτή είναι η κοινωνικοασφαλιστικά ορθή αντιμετώπιση, η οποία θα ισχυροποιήσει και την αξιοπιστία του συστήματος, καθιστώντας το ελκυστικό και δημιουργώντας ασφαλές και σταθερό κίνητρο ασφάλισης. Το ζητούμενο επ΄ ουδενί δεν πρέπει και δεν μπορεί να είναι μόνο ο κατά περίπτωση περιορισμός της απονεμόμενης σύνταξης με γνώμονα τον συνολικό περιορισμό της συνταξιοδοτικής δαπάνης. Ασφαλώς το ζητούμενο πρέπει να είναι η δίκαια ανταπόδοση στην οποία θα καταλήγουμε εφαρμόζοντας κανόνες που αποβλέπουν στην επιβράβευση αυτών που κατέβαλαν και καταβάλλουν υψηλότερες ασφαλιστικές εισφορές είτε με μια είτε με παράλληλη ασφάλιση.
Είναι αρκετά τα θέματα που ακόμη αποτελούν «γκρίζες ζώνες» στην αντιμετώπιση των συνταξιοδοτικών περιπτώσεων. Θα αναφερθώ σε ένα ακόμη ολοκληρώνοντας τις σκέψεις που παραθέτω. Θεωρώ ότι ακόμη το σύστημα δεν έχει καταλήξει στο πότε μπορεί να υπάρχει και πως και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να θεμελιωθεί συνταξιοδοτικό δικαίωμα για λήψη δεύτερης (ανταποδοτικής) σύνταξης. Οι ρυθμίσεις του ν. 4387/2016 απέχουν από αυτές του ν. 4670/2020 αποκαλύπτοντας μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση στο θέμα.
Θεωρώ ότι χωρίς την πλήρη αποσαφήνιση και βελτίωση αυτών των θεμάτων που θέτουμε και όχι μόνο, θα υπάρχουν προβλήματα στην προσπάθεια περιορισμού των εκκρεμών συνταξιοδοτήσεων αλλά και της οργάνωσης και εφαρμογής της ψηφιακής σύνταξης.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΘ. ΜΠΟΥΡΛΟΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ – τ. ΕΚΔΟΤΗΣ
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΙΚΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου