Εβδομαδιαία επισκόπηση νομολογίας ΣτΕ
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΣτΕ
Πλειάδα σημαντικών αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας δημοσιεύθηκαν την εβδομάδα που τελείωσε στον Κόμβο.
► Η σημαντικότερη εξ αυτών είναι η με αριθμό ΣτΕ 1091/2017 (επταμελούς συνθέσεως λόγω σπουδαιότητας) η οποία διευκρίνισε πως :
(α) δεν εμποδίζεται η φορολογική αρχή, έχοντας διενεργήσει στο παρελθόν έλεγχο στα βιβλία και στοιχεία του επιτηδευματία για ορισμένη χρήση (και έχοντας ακόμη εκδώσει και πράξη επιβολής προστίμου για παραβάσεις που διαπιστώθηκαν κατά τη χρήση αυτή), να επανέλθει και ανεξάρτητα από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής στις προβλεπόμενες φορολογίες, να διενεργήσει επαναληπτικό έλεγχο των βιβλίων και στοιχείων για την ίδια χρήση και, ακολούθως, να εκδώσει (και άλλη) πράξη επιβολής προστίμου για άλλες παραβάσεις που τυχόν διαπιστώνονται κατά τον έλεγχο αυτό, ενεργώντας μέσα στα χρονικά πλαίσια της πενταετούς παραγραφής του δικαιώματος της (πρβλ. ΣτΕ 5133/1995 7μ., ΣτΕ 6142/1996, ΣτΕ 4264/2001 -ΣτΕ 5/2001, ΣτΕ 3969/2012).
(β) η διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 9 του ν. 2523/1997, θεσπίζοντας ανάλογη εφαρμογή των περί παραγραφής διατάξεων που ισχύουν στη φορολογία εισοδήματος και επί επιβολής προστίμων για παραβάσεις του Κ.Β.Σ., έχει την έννοια, κατά το μέρος που παραπέμπει στις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις περί παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου προς ενέργεια συμπληρωματικής εγγραφής στη φορολογία εισοδήματος, ότι δύναται η φορολογική αρχή να εκδώσει πράξη επιβολής προστίμου για παραβάσεις του Κ.Β.Σ., που διαπιστώνονται από συμπληρωματικά στοιχεία που περιήλθαν σε γνώση της μετά την πάροδο πενταετίας από το τέλος της διαχειριστικής περιόδου που έπεται εκείνης, στην οποία αφορά η παράβαση, ανεξαρτήτως αν πραγματοποιήθηκε σχετική εγγραφή, αρχική ή συμπληρωματική, στη φορολογία εισοδήματος ή αν η εγγραφή αυτή οριστικοποιήθηκε ή όχι, αρκεί η πράξη επιβολής προστίμου να εκδοθεί και κοινοποιηθεί εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 84 παρ. 4 του Κ.Φ.Ε. δεκαετούς προθεσμίας από το τέλος της ανωτέρω διαχειριστικής περιόδου (ΣτΕ 1623/2016).
Το λογικό θα ήταν να βάλουμε μία τελεία και να αναδείξουμε την επόμενη σε σειρά σπουδαιότητας απόφαση. Δεν θα το κάνουμε όμως καθώς η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν είναι άλλη από την με αριθμό 24/2013 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Χανίων, πρώτη από τις πολλές (πρωτόδικες) που ακολούθησαν και ασχολήθηκαν αφενός με το θέμα της παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου προς διενέργεια αρχικής φορολογικής εγγραφής (εν προκειμένω επιβολής προστίμου του Κ.Β.Σ.), κι αφετέρου με τους δικονομικά αποδεκτούς τρόπους απόδειξης της ύπαρξης φοροδιαφυγής ικανής να θεμελιώσει καταλογισμό.
Αντικείμενο απόδειξης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ήταν η άσκηση ή η μη – άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος εκ μέρους του ήδη αναιρεσιβλήτου, όπως δηλαδή απαιτείται από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 39 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Το Συμβούλιο της Επικρατείας για ακόμα μία φορά περιέλαβε στο σκεπτικό του σχόλιο δεικτικό (συγκεκριμένα αναφέρει επί λέξει « …η προσφορά των ιατρών γενικώς καλύπτει ύψιστη ανάγκη του ανθρώπου, δεν τους απαλλάσσει από την εκπλήρωση των νόμιμων υποχρεώσεών τους, στις οποίες περιλαμβάνεται η καταβολή φόρων για τις αμοιβές που εισπράττουν…»).
Μας υπενθύμισε ταυτόχρονα πως δεν αρκεί η απλή αναφορά των αποδεικτικών στοιχείων που ελήφθησαν υπόψη αλλά απαιτείται και μνεία των πραγματικών περιστατικών που έγιναν αποδεκτά, κατόπιν λογικής επεξεργασίας καθώς και υπαγωγή, βάσει σκέψεων που παρουσιάζουν λογική και νομική αρτιότητα, των ως άνω πραγματικών περιστατικών στη μείζονα πρόταση της δικαστικής απόφασης. Αν για οποιοδήποτε λόγο το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε σχηματίσει πλήρη και βέβαιη δικανική πεποίθηση ως προς τη συνδρομή της ιδιότητας του επιτηδευματία στο πρόσωπο του φορολογουμένου, σε βάρος του οποίου επιβλήθηκε πρόστιμο Κ.Β.Σ είχε τη διακριτική ευχέρεια (και όχι την υποχρέωση όπως λανθασμένα υποστηρίζει το Ελληνικό Δημόσιο) να διατάξει συμπλήρωση των αποδείξεων.
►Η δεύτερη σημαντική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι η ΣτΕ 1215/2017, η οποία αφουγκραζόμενη τις γενικότερες κοινωνικές και ηθικές αντιλήψεις της εποχής θεωρεί επιτέλους επιτρεπτή την υποβολή χωριστών - αυτοτελών φορολογικών δηλώσεων συζύγων στην περίπτωση που ο ένας σύζυγος θεωρείται φορολογικά κάτοικος εξωτερικού και ο άλλος όχι, ακόμα και στην περίπτωση που ο πρώτος, συγκυριακά – για ορισμένο φορολογικό έτος – υποχρεωθεί σε υποβολή δήλωσης φόρου εισοδήματος για εισόδημά του που προκύπτει στην Ελλάδα.
Έτσι λοιπόν, ο ή η σύζυγος που διαμένει στην Ελλάδα έχει δικαίωμα αυτοτελούς υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, και δη ηλεκτρονικής, χωρίς αυτό να προϋποθέτει ή να συνεπάγεται την μεταβολή της σχέσης (οικογενειακής κατάστασης) στο μητρώο της αρμόδιας Δ.ΟΥ. Το υπάρχον σύστημα θα πρέπει να προσαρμοσθεί στις ανάγκες της φορολογικής νομοθεσίας, τονίζει εμφατικά το ΣτΕ. Συνεχίζει δε, ορίζοντας ρητή προθεσμία εντός της οποίας το σύστημα θα πρέπει να εναρμονισθεί με το εν λόγω διατακτικό.
►Στην με αριθμό ΣτΕ 1024/2017 απόφασή του, το Συμβούλιο της Επικρατείας ερμηνεύει τις διατάξεις που αφορούν την παραγραφή της αξίωσης επιστροφής, ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, του επιπλέον (προ)καταβληθέτος φόρου εισοδήματος. Έτσι λοιπόν, όταν το ποσό του ήδη προκαταβληθέντος για τα εισοδήματα αυτά φόρου είναι μεγαλύτερο του ποσού του φόρου που αναλογεί βάσει της υποβαλλομένης δηλώσεως, γεννάται, από της υποβολής της δηλώσεως αυτής, αξίωση προς επιστροφή του επιπλέον προκαταβληθέντος φόρου ως αχρεωστήτου.
Η αξίωση αυτή υπόκειται σε τριετή παραγραφή, η οποία αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε, η αξίωση, ήτοι από το τέλος του οικονομικού έτους κατά το οποίο υπεβλήθη η ρηθείσα δήλωση φόρου εισοδήματος. Κατά την πάγια νομολογία του ΣτΕ η συμπλήρωση της εν λόγω τριετίας συνεπάγεται, μόνη αυτή, την παραγραφή της ως άνω αξιώσεως, χωρίς να απαιτείται προς τούτο πράξη της φορολογικής αρχής ή απόφαση δικαστηρίου, με την οποία να αναγνωρίζεται ως ειλικρινής η δήλωση, η οποία απετέλεσε τη βάση της αξιώσεως ούτε αναβιώνει η αξίωση αυτή με την έκδοση τέτοιας πράξεως ή δικαστικής αποφάσεως ή με την έκδοση πράξεως βάσει της οποίας στο εισόδημα του οικείου έτους-αναλογεί φόρος μεγαλύτερος του προκαταβληθέντος και άρα, νομίμως, και κατά την πράξη, καταβληθέντος φόρου. Όταν όμως, μετά από έλεγχο της ως άνω δηλώσεως (που απετέλεσε τη βάση της αξιώσεως επιστροφής), η φορολογική αρχή εκδώσει πράξη βεβαίωσης, με την οποία, ναι μεν, ανατρεπομένης της δηλώσεως, μεταβάλλεται, αυξανόμενη η δηλωθείσα φορολογητέα ύλη, πλην όμως και ο βάσει της εν λόγω πράξεως οφειλόμενος φόρος εξακολουθεί να είναι μικρότερος του προκαταβληθέντος, τότε για την προκύπτουσα διαφορά γεννάται νέα αξίωση επιστροφής, στηριζόμενη πλέον όχι στην ανατραπείσα δήλωση, αλλά στην καινούργια νομική και πραγματική βάση, την οποία συνιστούν οι διαπιστώσεις του ελέγχου και η ισχύς της βεβαιωτικής πράξεως ως νέου νομίμου τίτλου, σε αντικατάσταση της ανατραπείσας δηλώσεως.
Στην αυτή απόφαση το ΣτΕ μας υπενθύμισε τον τρόπο υπολογισμού της τοκοφορίας της εν λόγω επιστροφής.
Υπενθυμίζουμε πως :
Α)στην με αριθμό ΣτΕ 424/2017 απόφασή του το ΣτΕ αναφέρθηκε εκτενώς στην επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων βάσει των διατάξεων των άρθρων 61 παρ. 4 και 84 παρ. 1 και 7 (πριν από την αντικατάσταση της παρ. 7 με την παράγραφο 15 του άρθρου 8 του ν. 3842/2010) του ΚΦΕ (ν. 2238/1994)
Β) η εν λόγω διαδικασία σήμερα περιγράφεται αναλυτικά στο άρθρο 70 του Ν 4172/2013 (μπορείτε να διαβάσετε σχετική αρθρογραφία στον κόμβο εδώ )
► Κλείνοντας, αναφέρουμε πως η με αριθμό ΣτΕ 42/2017 απόφαση παρέπεμψε στην επταμελή σύνθεση του ΣτΕ και πιο συγκεκριμένα στη δικάσιμο της 3ης Μαΐου 2017 το ζήτημα της έκτασης της υποχρέωσης της φορολογικής αρχής να καλεί τον επιτηδευματία να ασκήσει το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμά της προηγούμενης ακρόασης στην περίπτωση διαδικασιών που κινούνται παράλληλα (καταλογισμός για έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων και απόρριψη βιβλίων ) ιδίως μετά την έκδοση των υπ' αριθμ. ΣτΕ 2370/2007 -ΣτΕ 1/2007 αποφάσεων της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Επιμέλεια : Νένα Π. Διονυσοπούλου , Δικηγόρος
https://www.taxheaven.gr
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΣτΕ
Πλειάδα σημαντικών αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας δημοσιεύθηκαν την εβδομάδα που τελείωσε στον Κόμβο.
► Η σημαντικότερη εξ αυτών είναι η με αριθμό ΣτΕ 1091/2017 (επταμελούς συνθέσεως λόγω σπουδαιότητας) η οποία διευκρίνισε πως :
(α) δεν εμποδίζεται η φορολογική αρχή, έχοντας διενεργήσει στο παρελθόν έλεγχο στα βιβλία και στοιχεία του επιτηδευματία για ορισμένη χρήση (και έχοντας ακόμη εκδώσει και πράξη επιβολής προστίμου για παραβάσεις που διαπιστώθηκαν κατά τη χρήση αυτή), να επανέλθει και ανεξάρτητα από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής στις προβλεπόμενες φορολογίες, να διενεργήσει επαναληπτικό έλεγχο των βιβλίων και στοιχείων για την ίδια χρήση και, ακολούθως, να εκδώσει (και άλλη) πράξη επιβολής προστίμου για άλλες παραβάσεις που τυχόν διαπιστώνονται κατά τον έλεγχο αυτό, ενεργώντας μέσα στα χρονικά πλαίσια της πενταετούς παραγραφής του δικαιώματος της (πρβλ. ΣτΕ 5133/1995 7μ., ΣτΕ 6142/1996, ΣτΕ 4264/2001 -ΣτΕ 5/2001, ΣτΕ 3969/2012).
(β) η διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 9 του ν. 2523/1997, θεσπίζοντας ανάλογη εφαρμογή των περί παραγραφής διατάξεων που ισχύουν στη φορολογία εισοδήματος και επί επιβολής προστίμων για παραβάσεις του Κ.Β.Σ., έχει την έννοια, κατά το μέρος που παραπέμπει στις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις περί παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου προς ενέργεια συμπληρωματικής εγγραφής στη φορολογία εισοδήματος, ότι δύναται η φορολογική αρχή να εκδώσει πράξη επιβολής προστίμου για παραβάσεις του Κ.Β.Σ., που διαπιστώνονται από συμπληρωματικά στοιχεία που περιήλθαν σε γνώση της μετά την πάροδο πενταετίας από το τέλος της διαχειριστικής περιόδου που έπεται εκείνης, στην οποία αφορά η παράβαση, ανεξαρτήτως αν πραγματοποιήθηκε σχετική εγγραφή, αρχική ή συμπληρωματική, στη φορολογία εισοδήματος ή αν η εγγραφή αυτή οριστικοποιήθηκε ή όχι, αρκεί η πράξη επιβολής προστίμου να εκδοθεί και κοινοποιηθεί εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 84 παρ. 4 του Κ.Φ.Ε. δεκαετούς προθεσμίας από το τέλος της ανωτέρω διαχειριστικής περιόδου (ΣτΕ 1623/2016).
Το λογικό θα ήταν να βάλουμε μία τελεία και να αναδείξουμε την επόμενη σε σειρά σπουδαιότητας απόφαση. Δεν θα το κάνουμε όμως καθώς η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν είναι άλλη από την με αριθμό 24/2013 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Χανίων, πρώτη από τις πολλές (πρωτόδικες) που ακολούθησαν και ασχολήθηκαν αφενός με το θέμα της παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου προς διενέργεια αρχικής φορολογικής εγγραφής (εν προκειμένω επιβολής προστίμου του Κ.Β.Σ.), κι αφετέρου με τους δικονομικά αποδεκτούς τρόπους απόδειξης της ύπαρξης φοροδιαφυγής ικανής να θεμελιώσει καταλογισμό.
Αντικείμενο απόδειξης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ήταν η άσκηση ή η μη – άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος εκ μέρους του ήδη αναιρεσιβλήτου, όπως δηλαδή απαιτείται από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 39 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Το Συμβούλιο της Επικρατείας για ακόμα μία φορά περιέλαβε στο σκεπτικό του σχόλιο δεικτικό (συγκεκριμένα αναφέρει επί λέξει « …η προσφορά των ιατρών γενικώς καλύπτει ύψιστη ανάγκη του ανθρώπου, δεν τους απαλλάσσει από την εκπλήρωση των νόμιμων υποχρεώσεών τους, στις οποίες περιλαμβάνεται η καταβολή φόρων για τις αμοιβές που εισπράττουν…»).
Μας υπενθύμισε ταυτόχρονα πως δεν αρκεί η απλή αναφορά των αποδεικτικών στοιχείων που ελήφθησαν υπόψη αλλά απαιτείται και μνεία των πραγματικών περιστατικών που έγιναν αποδεκτά, κατόπιν λογικής επεξεργασίας καθώς και υπαγωγή, βάσει σκέψεων που παρουσιάζουν λογική και νομική αρτιότητα, των ως άνω πραγματικών περιστατικών στη μείζονα πρόταση της δικαστικής απόφασης. Αν για οποιοδήποτε λόγο το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε σχηματίσει πλήρη και βέβαιη δικανική πεποίθηση ως προς τη συνδρομή της ιδιότητας του επιτηδευματία στο πρόσωπο του φορολογουμένου, σε βάρος του οποίου επιβλήθηκε πρόστιμο Κ.Β.Σ είχε τη διακριτική ευχέρεια (και όχι την υποχρέωση όπως λανθασμένα υποστηρίζει το Ελληνικό Δημόσιο) να διατάξει συμπλήρωση των αποδείξεων.
►Η δεύτερη σημαντική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι η ΣτΕ 1215/2017, η οποία αφουγκραζόμενη τις γενικότερες κοινωνικές και ηθικές αντιλήψεις της εποχής θεωρεί επιτέλους επιτρεπτή την υποβολή χωριστών - αυτοτελών φορολογικών δηλώσεων συζύγων στην περίπτωση που ο ένας σύζυγος θεωρείται φορολογικά κάτοικος εξωτερικού και ο άλλος όχι, ακόμα και στην περίπτωση που ο πρώτος, συγκυριακά – για ορισμένο φορολογικό έτος – υποχρεωθεί σε υποβολή δήλωσης φόρου εισοδήματος για εισόδημά του που προκύπτει στην Ελλάδα.
Έτσι λοιπόν, ο ή η σύζυγος που διαμένει στην Ελλάδα έχει δικαίωμα αυτοτελούς υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, και δη ηλεκτρονικής, χωρίς αυτό να προϋποθέτει ή να συνεπάγεται την μεταβολή της σχέσης (οικογενειακής κατάστασης) στο μητρώο της αρμόδιας Δ.ΟΥ. Το υπάρχον σύστημα θα πρέπει να προσαρμοσθεί στις ανάγκες της φορολογικής νομοθεσίας, τονίζει εμφατικά το ΣτΕ. Συνεχίζει δε, ορίζοντας ρητή προθεσμία εντός της οποίας το σύστημα θα πρέπει να εναρμονισθεί με το εν λόγω διατακτικό.
►Στην με αριθμό ΣτΕ 1024/2017 απόφασή του, το Συμβούλιο της Επικρατείας ερμηνεύει τις διατάξεις που αφορούν την παραγραφή της αξίωσης επιστροφής, ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, του επιπλέον (προ)καταβληθέτος φόρου εισοδήματος. Έτσι λοιπόν, όταν το ποσό του ήδη προκαταβληθέντος για τα εισοδήματα αυτά φόρου είναι μεγαλύτερο του ποσού του φόρου που αναλογεί βάσει της υποβαλλομένης δηλώσεως, γεννάται, από της υποβολής της δηλώσεως αυτής, αξίωση προς επιστροφή του επιπλέον προκαταβληθέντος φόρου ως αχρεωστήτου.
Η αξίωση αυτή υπόκειται σε τριετή παραγραφή, η οποία αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε, η αξίωση, ήτοι από το τέλος του οικονομικού έτους κατά το οποίο υπεβλήθη η ρηθείσα δήλωση φόρου εισοδήματος. Κατά την πάγια νομολογία του ΣτΕ η συμπλήρωση της εν λόγω τριετίας συνεπάγεται, μόνη αυτή, την παραγραφή της ως άνω αξιώσεως, χωρίς να απαιτείται προς τούτο πράξη της φορολογικής αρχής ή απόφαση δικαστηρίου, με την οποία να αναγνωρίζεται ως ειλικρινής η δήλωση, η οποία απετέλεσε τη βάση της αξιώσεως ούτε αναβιώνει η αξίωση αυτή με την έκδοση τέτοιας πράξεως ή δικαστικής αποφάσεως ή με την έκδοση πράξεως βάσει της οποίας στο εισόδημα του οικείου έτους-αναλογεί φόρος μεγαλύτερος του προκαταβληθέντος και άρα, νομίμως, και κατά την πράξη, καταβληθέντος φόρου. Όταν όμως, μετά από έλεγχο της ως άνω δηλώσεως (που απετέλεσε τη βάση της αξιώσεως επιστροφής), η φορολογική αρχή εκδώσει πράξη βεβαίωσης, με την οποία, ναι μεν, ανατρεπομένης της δηλώσεως, μεταβάλλεται, αυξανόμενη η δηλωθείσα φορολογητέα ύλη, πλην όμως και ο βάσει της εν λόγω πράξεως οφειλόμενος φόρος εξακολουθεί να είναι μικρότερος του προκαταβληθέντος, τότε για την προκύπτουσα διαφορά γεννάται νέα αξίωση επιστροφής, στηριζόμενη πλέον όχι στην ανατραπείσα δήλωση, αλλά στην καινούργια νομική και πραγματική βάση, την οποία συνιστούν οι διαπιστώσεις του ελέγχου και η ισχύς της βεβαιωτικής πράξεως ως νέου νομίμου τίτλου, σε αντικατάσταση της ανατραπείσας δηλώσεως.
Στην αυτή απόφαση το ΣτΕ μας υπενθύμισε τον τρόπο υπολογισμού της τοκοφορίας της εν λόγω επιστροφής.
Υπενθυμίζουμε πως :
Α)στην με αριθμό ΣτΕ 424/2017 απόφασή του το ΣτΕ αναφέρθηκε εκτενώς στην επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων βάσει των διατάξεων των άρθρων 61 παρ. 4 και 84 παρ. 1 και 7 (πριν από την αντικατάσταση της παρ. 7 με την παράγραφο 15 του άρθρου 8 του ν. 3842/2010) του ΚΦΕ (ν. 2238/1994)
Β) η εν λόγω διαδικασία σήμερα περιγράφεται αναλυτικά στο άρθρο 70 του Ν 4172/2013 (μπορείτε να διαβάσετε σχετική αρθρογραφία στον κόμβο εδώ )
► Κλείνοντας, αναφέρουμε πως η με αριθμό ΣτΕ 42/2017 απόφαση παρέπεμψε στην επταμελή σύνθεση του ΣτΕ και πιο συγκεκριμένα στη δικάσιμο της 3ης Μαΐου 2017 το ζήτημα της έκτασης της υποχρέωσης της φορολογικής αρχής να καλεί τον επιτηδευματία να ασκήσει το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμά της προηγούμενης ακρόασης στην περίπτωση διαδικασιών που κινούνται παράλληλα (καταλογισμός για έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων και απόρριψη βιβλίων ) ιδίως μετά την έκδοση των υπ' αριθμ. ΣτΕ 2370/2007 -ΣτΕ 1/2007 αποφάσεων της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Επιμέλεια : Νένα Π. Διονυσοπούλου , Δικηγόρος
https://www.taxheaven.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου