Υψηλά ελλείμματα παρά τις περικοπές στο Ασφαλιστικό
Σε απόλυτα μεγέθη η συνταξιοδοτική δαπάνη παραμένει σχετικά υψηλή, ήτοι 30,2 δισ. ευρώ το 2017 και 30,13 δισ. το 2021, ενώ ως ποσοστό του ΑΕΠ φθίνει λόγω της εκτιμώμενης αύξησης του ΑΕΠ από 16,67% το 2017 στο 14,26% το 2021.
Σημαντικά υψηλό παραμένει για το μεσοπρόθεσμο διάστημα το έλλειμμα του ασφαλιστικού, παρά τις δραματικές περικοπές δαπανών, όπως αποκαλύπτεται από την αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας που παρατείνει το «πάγωμα» των συντάξεων έως το τέλος του 2022. Μάλιστα, η κυβέρνηση παραδέχεται ότι με την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς από το 2019 επιτυγχάνεται, στο πλαίσιο της διαγενεακής δικαιοσύνης, η σύγκλιση του ύψους της σύνταξης παλαιών και νέων συνταξιούχων πέριξ του 60% του μέσου μισθού.
Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει η έκθεση, από τα στοιχεία των φορέων ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ΟΑΕΕ και Δημόσιο προκύπτει ότι ο λόγος της μέσης σύνταξης γήρατος του έτους 2019 προς τον αντίστοιχο μέσο μισθό των ενεργών ασφαλισμένων των ανωτέρω φορέων ήταν στο 69%. Μετά την ψήφιση της περικοπής, ή ακόμη και κατάργησης της προσωπικής διαφοράς από τον Ιανουάριο του 2019, ο αντίστοιχος λόγος πέφτει στο 63%. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο μέσος συντελεστής αναπλήρωσης των νέων συντάξεων γήρατος με εφαρμογή των διατάξεων του νόμου Κατρούγκαλου (ν. 4387/2016) ισοδυναμεί με 61%, η κυβέρνηση παραδέχεται ότι ο νόμος του Μαΐου συμβάλλει «στη σύγκλιση του ύψους της σύνταξης παλαιών και νέων συνταξιούχων και, άρα, στη διαγενεακή αλληλεγγύη».
Σύμφωνα βέβαια με τις επικαιροποιημένες εκτιμήσεις του βασικού σεναρίου του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-2021 (ΜΠΔΣ), δεν συμβάλλει στην επίλυση του προβλήματος.
Συγκεκριμένα, το έλλειμμα των φορέων κύριας ασφάλισης για τα έτη 2017 και 2018 εκτιμάται σε 9,3% του ΑΕΠ και 8,56% αντιστοίχως, ενώ φθίνει σταδιακά τα επόμενα έτη έως το 2021.
Ωστόσο, όπως παραδέχεται το υπουργείο Εργασίας στην αιτιολογική έκθεση, μεσοπρόθεσμα, το εκτιμώμενο έλλειμμα του συνταξιοδοτικού συστήματος παραμένει υψηλό, με αρνητικές συνέπειες στα δημόσια οικονομικά και την αναδιάρθρωση του προϋπολογισμού κατά τρόπο που να ευνοεί την οικονομική ανάπτυξη. Σε απόλυτα μεγέθη η συνταξιοδοτική δαπάνη παραμένει σχετικά υψηλή, ήτοι 30,2 δισ. ευρώ το 2017 και 30,13 δισ. το 2021, ενώ ως ποσοστό του ΑΕΠ φθίνει λόγω της εκτιμώμενης αύξησης του ΑΕΠ από 16,67% το 2017 στο 14,26% το 2021.
Μάλιστα, εξαιτίας αυτού, το υπουργείο «δικαιολογεί» την ψήφιση του «παγώματος» των κύριων συντάξεων έως και το 2022, ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι που έχουν συμφωνηθεί στο πλαίσιο του μνημονίου και του μεσοπρόθεσμου προγράμματος, ενώ υποστηρίζει πως η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και η ρύθμιση του χρέους θα δρομολογήσουν «την επαναφορά της οικονομίας σε όρους κανονικότητας». Εντάσσει μάλιστα τις νέες περικοπές συνταξιοδοτικών δαπανών σε ένα ευρύτερο πλαίσιο απελευθέρωσης πόρων «για την ενίσχυση άλλων κοινωνικών δαπανών στις οποίες η Ελλάδα υστερεί σημαντικά έναντι άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης». Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (2015), το ποσοστό πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας, μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, ανέρχεται σε 21,4% και, ειδικότερα, σε 26,6%, 22,5% και 13,7% για ηλικίες 0-17, 18-64 και 65+ αντιστοίχως, ενώ, κατά τα έτη της οικονομικής κρίσης, μεγαλύτερη αύξηση σημειώθηκε στις δύο πρώτες ηλικιακές κατηγορίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου