Περίπου χίλιες ενδικοφανείς προσφυγές κατατέθηκαν στην ΔΕΔ για τον ΕΝΦΙΑ 2016. Γιατί απορρίφθηκε σχεδόν το σύνολο αυτών
Επιμέλεια
επιστημονική Ομάδα κόμβου
Λίγες ημέρες έμειναν έως την ανάρτηση των πράξεων διοικητικού προσδιορισμού του φόρου ΕΝΦΙΑ 2017. Σύμφωνα με το άρθρο 63 του ΚΦΔ (ν.4174/2013), ο υπόχρεος, εφόσον αμφισβητεί την πράξη προσδιορισμού του ΕΝΦΙΑ (εκκαθαριστικό), οφείλει να υποβάλει ενδικοφανή προσφυγή με αίτημα την επανεξέταση της πράξης στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας . Η αίτηση όπως είναι γνωστό πρέπει να υποβάλλεται από τον υπόχρεο εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της πράξης σε αυτόν ή από τη συντέλεση της παράλειψης.
Την διαδικασία αυτή ακολούθησαν πέρυσι (σύμφωνα με τα στοιχεία της ΔΕΔ), σχεδόν χίλιοι φορολογούμενοι, οι οποίοι κατέθεσαν στην ΔΕΔ ενδικοφανείς προσφυγές για τον ΕΝΦΙΑ του 2016, με την πλειοψηφία αυτών (σχεδόν το 80%) να έχει κατατεθεί στην υποδιεύθυνση ΔΕΔ Αθηνών.
Δυστυχώς η συντριπτική πλειοψηφία αυτών δεν έγινε αποδεκτή από την ΔΕΔ για πολλούς και διαφόρους λόγους, μερικούς από τους οποίους μπορείτε να δείτε στην συνέχεια.
Αξιοσημείωτο είναι ότι στις περισσότερες ενδικοφανείς προσφυγές οι αιτιάσεις των φορολογούμενων ήταν πανομοιότυπες, με αποτέλεσμα η Δ.Ε.Δ. να επαναλαμβάνει μονότονα τις ίδιες απαντήσεις, και να απορρίπτει φυσικά το σύνολο αυτών.
Σε όλες σχεδόν τις προσφυγές ένας από το λόγους που οι φορολογούμενοι επικαλέστηκαν για την ακύρωση της πράξης, ήταν ότι ο ΕΝΦΙΑ είναι αντισυνταγματικός ή ότι, "Εισάγεται άνιση μεταχείριση στα φορολογικά βάρη με την χορήγηση απαλλαγής από την καταβολή του ΕΝ.Φ.Ι.Α. για μη λατρευτικούς χώρους όπως ακριβώς ισχύει και για τους λατρευτικούς χώρους αυτών, κατά παράβαση των άρθρων 4§§1,5 και 78§4 του Συντάγματος, των άρθρων 9 και 11 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ."
Η απάντηση της ΔΕΔ -όπως ήταν φυσιολογικό- ήταν η ίδια, ασχέτως των επιχειρημάτων περί αντισυνταγματικότητας που επικαλέσθηκαν οι φορολογούμενοι. : "Επειδή, σε κάθε περίπτωση, ο έλεγχος της συνταγματικότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87 παρ. 2 και 93 παρ. 4 του Συντάγματος, ανήκει στη δικαιοδοσία των Δικαστηρίων και δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα των οργάνων της Διοίκησης, τα οποία οφείλουν να εφαρμόζουν το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο."
Άλλοι λόγοι που επικαλέστηκαν οι φορολογούμενοι στις Ενδικοφανείς Προσφυγές τους και οι σχετικές απαντήσεις της Διεύθυνσης Επίλυσης διαφορών.
Μεταξύ αυτών αναφέρονται και οι παραλλαγές πανομοιότυπων αιτιάσεων όπως καταγράφηκαν στις ενδικοφανείς προσφυγές.
► Φορολογούμενος : Οικονομικά αδυναμία και έλλειψη φοροδοτικής ικανότητας.
-Απάντηση της ΔΕΔ : Επειδή όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση του Ν. 4223/2013, ο νομοθέτης με την επιβολή του ΕΝΦΙΑ επί της περιουσίας, απέβλεψε, επιτρεπτός κατά το άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος, στην φοροδοτική ικανότητα που απορρέει από αυτή καθεαυτή την κατοχή της ακίνητης περιουσίας, ως φορολογητέας ύλης διαφορετικής από το εισόδημα, δοθέντος ότι, κατά την συνταγματική αυτή διάταξη, αντικείμενο φορολογικής επιβαρύνσεως μπορούν να αποτελέσουν όχι μόνον το εισόδημα, αλλά, αυτοτελώς, και η περιουσία, οι δαπάνες ή οι συναλλαγές (ΣτΕ 1972/2012, ΣτΕ 3343/2013).
Ως εκ τούτου, η ύπαρξη προσόδου από το ακίνητο δεν αποτελεί προϋπόθεση ή κριτήριο υπαγωγής στον ΕΝ.Φ.Ι.Α. ούτε, άλλωστε, η μη συνεκτίμηση, κατά την επιβολή του επιδίκου φόρου, της υπάρξεως (ή μη) εισοδήματος από το βαρυνόμενο ακίνητο συνιστά, μόνη αυτή, παράβαση της συνταγματικής αρχής της ίσης, αναλόγως της φοροδοτικής ικανότητας εκάστου, επιβαρύνσεως ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι τα ακίνητα της δεν της επιφέρουν εισόδημα και επομένως πρέπει να απαλλάσσονται της επιβολής του ΕΝΦΙΑ είναι αβάσιμος βάση των προαναφερόμενων διατάξεων.
► Φορολογούμενος : Υπάρχει πλήρης αναντιστοιχία μεταξύ της αντικειμενικής και της εμπορικής αξίας του ακινήτου.
-Απάντηση της ΔΕΔ : Επειδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, για τον προσδιορισμό του ΕΝΦΙΑ η Διοίκηση υποχρεούται, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 4223/2013, μεταξύ άλλων και σε εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 41 του ν. 1249/1982 περί αντικειμενικού τρόπου προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας των ακινήτων, καθώς και των εν ισχύ αποφάσεων του Υπουργού Οικονομικών περί αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών.
►Φορολογούμενος : Ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. είναι αντισυνταγματικός αφού οι διατάξεις του είναι μη συμβατές με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
-Απάντηση της ΔΕΔ : Η κρίση περί συμμόρφωσης των διατάξεων του νόμου 4223/2013 με την ευρωπαϊκή έννομη τάξη δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Διοίκησης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεσμεύεται από τις κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα ισχύουσες διατάξεις νόμων.
► Φορολογούμενος : Ο προσδιορισμός της φορολογητέας αξίας των εντός αντικειμενικού προσδιορισμού ακινήτων του δεν είναι νόμιμος, αφού η Διοίκηση εξέδωσε την ΠΟΛ.1009/18.1.2016 κατόπιν των ΣτΕ 4003/2014 και ΣτΕ 4446/2015 αποφάσεων της Ολομέλειας ΣτΕ . Η αναπροσαρμογή όμως που έγινε δεν είναι η προσήκουσα.
-Απάντηση της ΔΕΔ : Με την ΠΟΛ.1009/18.1.2016 Απόφαση του Υπουργείου Οικονομικών αναπροσαρμόστηκαν οι τιμές του αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων που βρίσκονται σε περιοχές εντός σχεδίου όλης της χώρας. Εξάλλου, οι κανονιστικές αποφάσεις της Διοίκησης προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του ΣτΕ.
► Φορολογούμενος : Παραβίαση των συνταγματικά κατοχυρωμένων αρχών της ίσης μεταχείρισης στα φορολογικά βάρη, της αναλογικής ισότητας, της αναλογικότητας και της κοινωνικής αλληλεγγύης.
-Απάντηση της ΔΕΔ : Επειδή ο νομοθέτης με τη θέσπιση του ΕΝΦΙΑ, απέβλεψε, επιτρεπτώς κατά το άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος, στην φοροδοτική ικανότητα που απορρέει από αυτή καθεαυτή την κατοχή της ακίνητης περιουσίας, ως φορολογητέας ύλης (πηγής πλούτου) διαφορετικής από το εισόδημα, δεδομένου ότι, κατά την συνταγματική αυτή διάταξη, αντικείμενο φορολογικής επιβαρύνσεως μπορούν να αποτελέσουν όχι μόνον το εισόδημα, αλλά, αυτοτελώς, και η περιουσία, οι δαπάνες ή οι συναλλαγές (ΣτΕ 1972/2012, ΣτΕ 3343/2013).
Επειδή, σε κάθε περίπτωση, ο έλεγχος της συνταγματικότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87 παρ. 2 και 93 παρ. 4 του Συντάγματος, ανήκει στη δικαιοδοσία των Δικαστηρίων και δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα των οργάνων της Διοίκησης, τα οποία οφείλουν να εφαρμόζουν το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο.
► Φορολογούμενος : Εισάγεται άνιση μεταχείριση στα φορολογικά βάρη με την χορήγηση απαλλαγής από την καταβολή του ΕΝ.Φ.Ι.Α. για μη λατρευτικούς χώρους όπως ακριβώς ισχύει και για τους λατρευτικούς χώρους αυτών, κατά παράβαση των άρθρων 4§§1,5 και 78§4 του Συντάγματος, των άρθρων 9 και 11 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
-Απάντηση της ΔΕΔ : Επειδή, με το άρθρο 3 του ν.4223/2013 προβλέπεται η χορήγηση απαλλαγών από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α. και η Διοίκηση, δεσμευόμενη από την αρχή της νομιμότητας, υποχρεούται στην εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων.
► Φορολογούμενος : Ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. επιβάλλεται χωρίς να εξετάζει το συνολικό εισόδημα του ιδιοκτήτη, αλλά ούτε και το παραγόμενο από την ιδιοκτησία αυτή εισόδημα. Επικαλείται οικονομική αδυναμία και αιτείται απαλλαγή λόγω έλλειψης φοροδοτικής ικανότητας αφού έχει δαπανήσει το ετήσιο εισόδημά του για εξόφληση των τρεχουσών δαπανών στοιχειώδους βιοπορισμού.
-Απάντηση της ΔΕΔ : Επειδή ο νομοθέτης με τη θέσπιση του ΕΝΦΙΑ, απέβλεψε, επιτρεπτώς κατά το άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος, στην φοροδοτική ικανότητα που απορρέει από αυτή καθεαυτή την κατοχή της ακίνητης περιουσίας, ως φορολογητέας ύλης (πηγής πλούτου) διαφορετικής από το εισόδημα, δεδομένου ότι, κατά την συνταγματική αυτή διάταξη, αντικείμενο φορολογικής επιβαρύνσεως μπορούν να αποτελέσουν όχι μόνον το εισόδημα, αλλά, αυτοτελώς, και η περιουσία, οι δαπάνες ή οι συναλλαγές (ΣτΕ 1972/2012, ΣτΕ 3343/2013).
Ως εκ τούτου, η ύπαρξη προσόδου από το ακίνητο δεν αποτελεί προϋπόθεση ή κριτήριο υπαγωγής στον ΕΝ.Φ.Ι.Α. ούτε, άλλωστε, η μη συνεκτίμηση, κατά την επιβολή του επιδίκου φόρου, της υπάρξεως (ή μη) εισοδήματος από το βαρυνόμενο ακίνητο συνιστά, μόνη αυτή,
► Φορολογούμενος : Αντισυνταγματικότητα και αναντιστοιχία αντικειμενικής και εμπορικής αξίας του ακινήτου. Σε περίπτωση που κάποιος από τους διοικούμενους δεν μπορέσει να ανταπεξέλθει και να αποπληρώσει τον εν λόγω φόρο, το Ελληνικό Δημόσιο στρέφεται εναντίον του και οδηγεί σε πλειστηριασμό το ακίνητό του, ο οποίος διενεργείται με βάση την εμπορική αξία του ακινήτου που είναι κατά πολύ μικρότερη της αντικειμενικής του. Η ως άνω περιγραφόμενη τακτική αποβαίνει εν τέλει σε βάρος του διοικούμενου παραβιάζοντας τα συνταγματικά του δικαιώματα, όπως το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος.
-Απάντηση της ΔΕΔ : Επειδή, σε κάθε περίπτωση, ο έλεγχος της συνταγματικότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87 παρ. 2 και 93 παρ. 4 του Συντάγματος, ανήκει στη δικαιοδοσία των Δικαστηρίων και δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα των οργάνων της Διοίκησης, τα οποία οφείλουν να εφαρμόζουν το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο.
► Φορολογούμενη : Αμφισβήτηση ύψους αντικειμενικών αξιών. Η αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών που έγινε δεν είναι η προσήκουσα.
-Απάντηση της ΔΕΔ : Επειδή, σύμφωνα με τα ανωτέρω οριζόμενα επεβλήθη φόρος ιδιοκτητών ακινήτων 2016 στα ακίνητα επί των οποίων η προσφεύγουσα είχε εμπράγματο ή ενοχικό δικαίωμα την 1η Ιανουαρίου του 2016. Για τον υπολογισμό του φόρου λήφθηκαν υπόψη τα προσδιοριστικά της αξίας των ακινήτων στοιχεία με βάση το άρθρο 4 του ν.4223/2013 και οι ισχύουσες αντικειμενικές αξίες ως βάση υπολογισμού στις εντός σχεδίου περιοχές της Ελλάδος, σύμφωνα με την ΠΟΛ.1009/18.1.2016 , κατόπιν νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως που παρέσχε ο ν. 1249/1982.
Επειδή, σύμφωνα με την ανωτέρω ΠΟΛ.1009/18.1.2016 , αναπροσαρμόστηκαν οι τιμές που είχαν καθοριστεί με τις με αρ. πρωτ. 1020564/487ΟΟΤΥ/Δ'/27-2-2007 ΠΟΛ 1034, 1175023/3752/ΟΟΤΥ/Δ'/28-12-2000 ΠΟΛ 1200 και ΠΟΛ.1093/29.4.2013 αποφάσεις, κατόπιν εισηγήσεως των αρμοδίων επιτροπών του άρθρου 41 του ν. 1249/1982 που συγκροτήθηκαν με τις αριθμ.: 2/74979/0004, 2/74978/0004, 2/74977/0004, 2/74975/0004 αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών. Έτσι, με τον τρόπο αυτό, αναπροσαρμόστηκαν και οι αξίες των ακινήτων επί των οποίων η προσφεύγουσα είχε εμπράγματο ή ενοχικό δικαίωμα την 1-1-2016 και ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις και οδηγίες.
► Φορολογούμενος : Άκυρη η προσβαλλόμενη πράξη λόγω μη αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων και προς επίρρωση των ισχυρισμών της επικαλείται την με αριθμ. ΣτΕ 4003/2014 απόφαση του ΣτΕ.
► Επίσης άλλος Φορολογούμενος : Ο προσδιορισμός της φορολογητέας αξίας των εντός αντικειμενικού προσδιορισμού ακινήτων του δεν είναι νόμιμος, αφού σύμφωνα με το άρθρο 41 ν.1249/1982 (στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 4 ν.4223/2013) οι φορολογητέες αξίες των ακινήτων αναπροσαρμόζονται το βραδύτερο ανά διετία με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών προκειμένου να συμβαδίζουν προς τις αγοραίες. Επομένως, η πάροδος απράκτου της διετίας χωρίς αναπροσαρμογή των τιμών συνιστά παράνομη παράλειψη έκδοσης κανονιστικής πράξης εκ μέρους της διοίκησης (υπ' αρ. ΣτΕ 4003/2014 και ΣτΕ 4446/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του ΣτΕ). Η αναπροσαρμογή που έγινε με την ΠΟΛ.1009/18.1.2016 δεν είναι η προσήκουσα.
-Απάντηση της ΔΕΔ : Σύμφωνα με το άρθρο 63 του ΚΦΔ (ν.4174/2013), ο υπόχρεος, εφόσον αμφισβητεί το εκκαθαριστικό του ΕΝΦΙΑ, οφείλει να υποβάλει ενδικοφανή προσφυγή με αίτημα την επανεξέταση της πράξης στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας από την Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της Φορολογικής Διοίκησης. Η αίτηση υποβάλλεται στη φορολογική αρχή που εξέδωσε την πράξη ή παρέλειψε την έκδοσή της και πρέπει να αναφέρει τους λόγους και τα έγγραφα στα οποία ο υπόχρεος βασίζει το αίτημά του. Η αίτηση πρέπει να υποβάλλεται από τον υπόχρεο εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της πράξης σε αυτόν ή από τη συντέλεση της παράλειψης.
Επειδή, σύμφωνα με το σκεπτικό της ΣτΕ 4446/2015 Απόφασης ΣτΕ «Ακυρώνεται η παράλειψη της Διοίκησης να προβεί στην επιβαλλόμενη από το άρθρο 41 παρ. 1 του ν. 1249/1982 έκδοση απόφασης αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων της Χώρας - Το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις συνθήκες της υπόθεσης και σταθμίζοντας τα συμφέροντα των διαδίκων, ιδίως δε την ύπαρξη έντονου δημόσιου συμφέροντος, συνισταμένου στην, κατά το δυνατόν, αποφυγή αιφνίδιας διακύμανσης των φορολογικών εσόδων του Κράτους υπό τις παρούσες δυσμενείς δημοσιονομικές συνθήκες, κρίνει η ότι ακύρωση της ανωτέρω παράλειψης πρέπει, κατ' εφαρμογή της παρ. 3β του άρθρου 50 του π.δ. 18/1989, να μην αναδράμει στο χρόνο συντέλεσής της, αλλά στις 21.5.2015, ημερομηνία λήξης της προθεσμίας εντός της οποίας η Διοίκηση όφειλε να εκδώσει την σχετική πράξη της».
Επειδή, σύμφωνα με την «Π0Λ.1009/18.1.2016 Αναπροσαρμογή τιμών του συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των με οποιαδήποτε αιτία μεταβιβαζομένων ακινήτων, που βρίσκονται σε περιοχές εντός σχεδίου όλης της Χώρας», «1. Οι αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ΠΟΛ.1040/1.3.2011 (ΦΕΚ 434/Β'/2011) και ΠΟΛ.1156/28.6.2013 (ΦΕΚ 1627/ Β'/2013), οι οποίες εκδόθηκαν κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 41 του Ν. 1249/1982, καταργούνται. 2. Αναπροσαρμόζουμε τις τιμές οι οποίες είχαν καθοριστεί με τις με αριθ. πρωτ. 1020564/487/00ΤΥ/Δ'/27.2.2007 ΠΟΛ.1034/27.2.2007 (ΦΕΚ 269/Β'/28.2.2007), 1175023/3752/00ΤΥ/Δ'/ 28.12.2010 ΠΟΛ.1200/28.12.2010 (ΦΕΚ 2038/Β'/29-12-2010) και Π0Λ.1093/29.4.2013 (ΦΕΚ 1068/Β'/29-4-2013) αποφάσεις, όπως αυτές ισχύουν σήμερα, για τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας των εντός σχεδίου πόλης ή ορίων οικισμού ακινήτων που μεταβιβάζονται με επαχθή αιτία ή αιτία θανάτου, δωρεά, γονική παροχή και περιλαμβάνονται στα αντίστοιχα βιβλία τιμών που τις συνοδεύουν, ως ακολούθως: ....5. Η απόφαση αυτή θα ισχύσει από 21/5/2015.».
► Φορολογούμενος : Καταστρατήγηση του άρθρου 20 § 2 του Συντάγματος που προβλέπει το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης, εφόσον δεν κλήθηκε να δώσει τυχόν εξηγήσεις ή να διατυπώσει τυχών αντιρρήσεις για τον τρόπο που προσδιορίστηκε η αξία των ακινήτων της. Για τον λόγο αυτό προσκομίζει με την παρούσα: α) την από 09/2016 εκτίμηση του πολιτικού μηχανικού και
-Απάντηση της ΔΕΔ : Επειδή, κατά πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, η κατά τις διατάξεις των άρ. 20 του Συντάγματος και 6 Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας προηγούμενη ακρόαση του ενδιαφερομένου δεν επιβάλλεται όταν το σε βάρος του διοικητικό μέτρο δεν συνδέεται κατά νόμο με υποκειμενική του συμπεριφορά αλλά λαμβάνεται βάσει αντικειμενικών δεδομένων (βλ. ενδεικτικά ΟλΣτΕ 1685/2013, ΣτΕ 1505/2010, ΣτΕ 4254/2009, ΣτΕ 2968/2007, ΔΕφΠειρ 4498/2010 δημοσιευθείσες στην τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Τέτοια περίπτωση συνιστά και η παρούσα, καθώς ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. υπολογίστηκε και επιβλήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4223/2013 και των στοιχείων ακινήτων που η ίδια είχε εισαγάγει στις δηλώσεις στοιχείων ακινήτων προηγούμενων ετών, δίχως οι σχετικές ενέργειες της φορολογικής αρχής, οι οποίες εκτελέστηκαν κατά δέσμια εξουσία, να συσχετίζονται με τη συμπεριφορά του φορολογουμένου. Επειδή, οι διατάξεις του ν. 4223/2013 δίνουν τη δυνατότητα διόρθωσης σφαλμάτων με την υποβολή τροποποιητικής δήλωσης Ε9 από την προσφεύγουσα.
► Φορολογούμενος : Παραβίαση της αρχής απαγόρευσης διπλής φορολόγησης, που απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 4§5 και 78§1 του Συντάγματος, καθώς της καταλογίστηκε φόρος μια φορά επί της φορολογητέας αξίας ενός εκάστου των ακινήτων της (κύριος φόρος ύψους 3.479,46€) και μια φορά επί της συνολικής αξίας τους ( συμπληρωματικός φόρος ύψους 10.750,07€).
-Απάντηση της ΔΕΔ : Επειδή, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 4223/2013, «Ο ΕΝΦΙΑ ισούται με το άθροισμα του κύριου φόρου επί του κάθε ακινήτου και του συμπληρωματικού φόρου επί της συνολικής αξίας των δικαιωμάτων επί των ακινήτων του υποκειμένου στο φόρο».
Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του ανωτέρω νόμου, ο συμπληρωματικός φόρος επιβαρύνει, ως προς τα φυσικά πρόσωπα, μόνο την ακίνητη περιουσία με αξία άνω των 200.000 ευρώ βάσει προοδευτικής κλίμακας, ήτοι με τη χρήση συντελεστών, αναλογικώς αυξανόμενων, ανάλογα με το ύψος της ακίνητης περιουσίας του υποκείμενου στον φόρο.
Επειδή, ο επιβαλλόμενος βάσει των διατάξεων των άρθρων 1 και 5 του ν. 4223/2013 συμπληρωματικός φόρος δεν αποτελεί ξεχωριστό, αυτοτελή φόρο αλλά τμήμα της συνολικής επιβάρυνσης του ΕΝΦΙΑ, ειδικότερα δε αποτελεί στοιχείο επαύξησης της σχετικής φορολογικής υποχρέωσης, με κριτήριο τη φοροδοτική ικανότητα του υποκείμενου στον φόρο, η οποία διαμορφώνεται από τη συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας. Συνεπώς, δεν υφίσταται θέμα επιβολής διπλής φορολόγησης.
► Φορολογούμενος : Προσβολή του δικαιώματος της ιδιοκτησίας που εγγυώνται ιδίως τα άρθρα 17§§1,2 του Συντάγματος, τα άρθρα 1 και 6§1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και το άρθρο 17 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών, καθώς στην προκειμένη περίπτωση, οι δαπάνες διαβίωσης της προσφεύγουσας υπερβαίνουν το πενιχρό εισόδημά της, μη εξασφαλίζοντας της, αξιοπρεπή διαβίωση ειδικά σε συνδυασμό με τα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει. Με αποτέλεσμα με την επιβολή φόρου ΕΝ.Φ.Ι.Α., να καλείται να εκποιήσει την ακίνητη περιουσίας της προκειμένου να εκπληρώσει τις φορολογικές της υποχρεώσεις, οδηγώντας την σε απώλεια του δικαιώματος της σε στέγαση.
-Απάντηση της ΔΕΔ : Επειδή, ο νομοθέτης με την επιβολή του ΕΝΦΙΑ επί της περιουσίας απέβλεψε επιτρεπτώς κατά το άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος, στην φοροδοτική ικανότητα που απορρέει από αυτή καθεαυτή την κατοχή της ακίνητης περιουσίας, ως φορολογητέας ύλης διαφορετικής από το εισόδημα, δοθέντος ότι, κατά την συνταγματική αυτή διάταξη, αντικείμενο φορολογικής επιβαρύνσεως μπορούν να αποτελέσουν όχι μόνον το εισόδημα, αλλά, αυτοτελώς, και η περιουσία, οι δαπάνες ή οι συναλλαγές (ΣτΕ 532/2015, ΣτΕ 3342/2013 - ΣτΕ 3349/2013, ΣτΕ 1972/2012).
Επειδή, όπως γίνεται παγίως δεκτό από τη νομολογία, επιτάσσοντας ο συνταγματικός νομοθέτης (άρθρα 4 παρ. 1 και 5 και 78 παρ. 1) να συνεισφέρουν οι πολίτες στα δημόσια βάρη αναλόγως της φοροδοτικής τους ικανότητας, παρέχει ταυτοχρόνως ευρεία ευχέρεια στον κοινό νομοθέτη να διαμορφώνει το εκάστοτε κατάλληλο φορολογικό σύστημα προς επιβολή και είσπραξη των φορολογικών επιβαρύνσεων, υπό την προϋπόθεση ότι οι σχετικές ρυθμίσεις γίνονται βάσει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων, καθώς και να φορολογεί ή να μη φορολογεί ορισμένη κατηγορία προσώπων, εκτιμώντας τις εκάστοτε κρατούσες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες (ΣτΕ 2975/2011, ΣτΕ 3028/2009, ΣτΕ 3485/2007 κ.α.).
► Φορολογούμενος : Να υπολογιστεί ο εν λόγω φόρος εκ της πραγματικής αξίας του ακινήτου που βρίσκεται στη θέση « » που ανέρχεται στα € χωρίς να υπολογιστεί συμπληρωματικός φόρος που είναι αντισυνταγματικός.
-Απάντηση της ΔΕΔ : Επειδή, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 4223/2013, «Ο ΕΝΦΙΑ ισούται με το άθροισμα του κύριου φόρου επί του κάθε ακινήτου και του συμπληρωματικού φόρου επί της συνολικής αξίας των δικαιωμάτων επί των ακινήτων του υποκειμένου στο φόρο».
Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του ανωτέρω νόμου, ο συμπληρωματικός φόρος επιβαρύνει, ως προς τα φυσικά πρόσωπα, μόνο την ακίνητη περιουσία με αξία άνω των 200.000 ευρώ βάσει προοδευτικής κλίμακας, ήτοι με τη χρήση συντελεστών, αναλογικώς αυξανόμενων, ανάλογα με το ύψος της ακίνητης περιουσίας του υποκείμενου στον φόρο.
Επειδή, ο επιβαλλόμενος βάσει των διατάξεων των άρθρων 1 και 5 του ν. 4223/2013 συμπληρωματικός φόρος δεν αποτελεί ξεχωριστό, αυτοτελή φόρο αλλά τμήμα της συνολικής επιβάρυνσης του ΕΝΦΙΑ, ειδικότερα δε αποτελεί στοιχείο επαύξησης της σχετικής φορολογικής υποχρέωσης, με κριτήριο τη φοροδοτική ικανότητα του υποκείμενου στον φόρο, η οποία διαμορφώνεται από τη συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας. Συνεπώς, δεν υφίσταται θέμα επιβολής διπλής φορολόγησης.
► Φορολογούμενος : Έλλειψη νόμιμης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης διότι δεν προκύπτει με σαφήνεια ο τρόπος υπολογισμού του φόρου.
-Απάντηση της ΔΕΔ : Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν.4223/2013, «1. Από το έτος 2014 και για κάθε επόμενο έτος επιβάλλεται Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) στα δικαιώματα της παραγράφου 2 του παρόντος, σε ακίνητα που βρίσκονται στην Ελλάδα και ανήκουν σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή κάθε είδους νομικές οντότητες την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους...».
Επειδή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 4223/2013, «1. Ο κύριος φόρος που αναλογεί στα δικαιώματα επί των κτισμάτων υπολογίζεται με βάση τη γεωγραφική θέση, την επιφάνεια, τη χρήση, την παλαιότητα, τον όροφο και τον αριθμό προσόψεων του κτίσματος.
Ειδικότερα: α) Η γεωγραφική θέση του κτίσματος προσδιορίζει την τιμή ζώνης, στην οποία υπάγεται αυτό, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 του ν. 1249/1982 (Α' 43) και των αποφάσεων του Υπουργού Οικονομικών που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότησή του. Ανάλογα με την τιμή ζώνης που ισχύει την 1 η Ιανουαρίου του έτους φορολογίας, γίνεται κατάταξη του κτίσματος σε αντίστοιχη φορολογική ζώνη (Φ.Ζ.).»
► Φορολογούμενος : Αμφισβήτηση αντικειμενικών αξιών λόγω απόκλισης από τις πραγματικές αγοραίες
-Απάντηση της ΔΕΔ : Επειδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, για τον προσδιορισμό του ΕΝΦΙΑ η Διοίκηση υποχρεούται, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 4223/2013, μεταξύ άλλων και σε εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 41 του ν. 1249/1982 περί αντικειμενικού τρόπου προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας των ακινήτων, καθώς και των εν ισχύ αποφάσεων του Υπουργού Οικονομικών περί αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών.
Ως εκ τούτου, με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 4223/2013 θεσπίζεται μία αυτοτελής, διακριτή μέθοδος προσδιορισμού του ΕΝΦΙΑ, η οποία διαφοροποιείται σαφώς από τη μέθοδο προσδιορισμού της αντικειμενικής αξίας των ακινήτων, και εφαρμόζεται αποκλειστικά για την επιβολή του ΕΝΦΙΑ. Εξάλλου, με τις διατάξεις των άρθρων 41 και 41Α του ν. 1249/1982 περί αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων ορίζεται ότι οι εν λόγω διατάξεις εφαρμόζονται για τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας των ακινήτων που μεταβιβάζονται με αντάλλαγμα, κληρονομιά ή δωρεά.
Σε κάθε περίπτωση, στο πλαίσιο άσκησης της φορολογικής εξουσίας, ο νομοθέτης είναι ελεύθερος να ορίσει τον τρόπο υπολογισμού του φόρου επί της ακίνητης περιουσίας και έχει τη διακριτική ευχέρεια να επιλέξει διαφορετικό τρόπο υπολογισμού του κύριου φόρου, κατ' απόκλιση του αντικειμενικού προσδιορισμού.
►Φορολογούμενος : Η εξέταση της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών με βάση εισοδηματικά κριτήρια, οφείλει να λαμβάνει υπόψη ότι τα εισοδήματα αυτά θα πρέπει όχι μόνο να επαρκούν για την καταβολή των φόρων, αλλά και ένα σημαντικό τμήμα αυτών να απομένει εις χείρας του φορολογούμενου, κατ' επιταγή και της συνταγματικώς κατοχυρωμένης αρχής της οικονομικής ελευθερίας (άρθρο 5 Συντάγματος).
-Απάντηση της ΔΕΔ : Επειδή όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση του ν. 4223/2013, ο νομοθέτης με την επιβολή του ΕΝΦΙΑ επί της περιουσίας, απέβλεψε, επιτρεπτώς κατά το άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος, στην φοροδοτική ικανότητα που απορρέει από αυτή καθεαυτή την κατοχή της ακίνητης περιουσίας, ως φορολογητέας ύλης διαφορετικής από το εισόδημα, δοθέντος ότι, κατά την συνταγματική αυτή διάταξη, αντικείμενο φορολογικής επιβαρύνσεως μπορούν να αποτελέσουν όχι μόνον το εισόδημα, αλλά, αυτοτελώς, και η περιουσία, οι δαπάνες ή οι συναλλαγές. Ως εκ τούτου, η ύπαρξη προσόδου από το ακίνητο δεν αποτελεί προϋπόθεση ή κριτήριο υπαγωγής στον ΕΝ.Φ.Ι.Α. ούτε, άλλωστε, η μη συνεκτίμηση, κατά την επιβολή του επιδίκου φόρου, της υπάρξεως (ή μη) εισοδήματος από το βαρυνόμενο ακίνητο συνιστά, μόνη αυτή, παράβαση της συνταγματικής αρχής της ίσης, αναλόγως της φοροδοτικής ικανότητας εκάστου, επιβαρύνσεως. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, ότι δηλαδή μόνο το εισόδημα μπορεί να αποτελέσει βάση φορολογίας και δείκτη προσδιορισμού της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών, δεν ευρίσκει έρεισμα στο άρθρο 78 του Συντάγματος ούτε, άλλωστε, ανταποκρίνεται στην αρχή της φορολογικής ισότητας η απαλλαγή από τη φορολογία κάθε απρόσοδης περιουσίας.
Επειδή σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος, «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους».
Η κατά τα ανωτέρω θεσπιζόμενη αρχή της φορολογικής ισότητας, όπως και η γενικότερη αρχή της ισότητας, επιβάλλει στον φορολογικό νομοθέτη την «ίση μεταχείριση» και ειδικότερα τη «δίκαιη» κατανομή των φορολογικών βαρών, απαγορεύοντας κάθε αυθαίρετη διάκριση, ευνοϊκή ή δυσμενή για ορισμένα άτομα ή κατηγορίες ατόμων. Συνεπώς, κατ' εφαρμογή της ανωτέρω αρχής, επιβάλλεται τόσο η όμοια φορολογική μεταχείριση ατόμων που βρίσκονται υπό τις ίδιες οικονομικές συνθήκες όσο και η διαφορετική φορολογική μεταχείριση εκείνων που βρίσκονται υπό διαφορετικές συνθήκες, εφόσον η μεταχείριση αυτή δεν είναι αυθαίρετη, αλλά στηρίζεται σε γενικά αντικειμενικά κριτήρια ανταποκρινόμενα στις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε κατηγορίας φορολογουμένων, ενόψει και των εκάστοτε κοινωνικοοικονομικών συνθηκών (βλ. ΣτΕ 532/2015, ΣτΕ 3342/2013 - ΣτΕ 5/2013, ΣτΕ 1685/2013, ΣτΕ 1972/2012, ΣτΕ 2116/2012, ΣτΕ 693/2011 κ.α.).
►Φορολογούμενος : Αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρου 4 παράγρ. 5 του Συντάγματος, της αρχής της φορολογικής ισότητας κατά τις οποίες υποχρεούται να συνεισφέρει στα δημόσια βάρη κατά τις οικονομικές δυνάμεις του.
-Απάντηση της ΔΕΔ : Επειδή η φορολόγηση της περιουσίας προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος ως αυτοτελές αντικείμενο φορολόγησης, ο δε νομοθέτης επιτρεπτώς έκρινε ότι οι ιδιοκτήτες ακινήτων πρέπει να συνεισφέρουν στα κοινά βάρη δια της επιβολής του εν λόγω φόρου, κατά τις ειδικότερες διακρίσεις του νόμου. Κατά συνέπεια, εν προκειμένω δεν συντρέχει καμία παραβίαση της φορολογικής ισότητας, εφόσον τα κριτήρια που ορίζει ο νόμος είναι γενικά και αντικειμενικά και ανταποκρίνονται στις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε κατηγορίας φορολογουμένων, ήτοι στη συγκεκριμένη περίπτωση, των κατεχόντων ακίνητη περιουσία έναντι των μη κατεχόντων. Αντιθέτως, η όμοια φορολογική μεταχείριση των κατεχόντων με αυτούς που δεν κατέχουν ακίνητη περιουσία δεν θα ήταν επιτρεπτή σε κάθε περίπτωση, καθόσον, κατά πάγια νομολογία, δεν είναι συνταγματικώς ανεκτή, ως αντιβαίνουσα στην αρχή της ισότητας, η ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες (ΣτΕ 988/2014, ΣτΕ 1285/2012 - ΣτΕ 1286/2012, ΣτΕ 2396/2004 κ.α.).
► Φορολογούμενος : Παραβίαση συνταγματικών εγγυήσεων προστασίας της ιδιοκτησίας
-Απάντηση της ΔΕΔ : Επειδή σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 του Συντάγματος, «Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος».
Επίσης, στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (που κυρώθηκε μαζί με την Σύμβαση με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974, ΦΕΚ Α' 2560) ορίζεται ότι «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύ νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων».
Με τις ανωτέρω διατάξεις, με τις οποίες κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, αναγνωρίζεται παράλληλα η εξουσία των Κρατών προς επιβολή φόρων και θέσπιση μέτρων προς εξασφάλιση της καταβολής τους. Τα Κράτη διαθέτουν ευρύτατη εξουσία ως προς τον προσδιορισμό των φόρων και τους τρόπους εισπράξεώς τους κατ' εκτίμηση των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων τους, υπό την αναγκαία προϋπόθεση ότι οι σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις, εφόσον αποτελούν επέμβαση στην περιουσία του προσώπου, είναι πρόσφορες για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου δημόσιου σκοπού και συμβατές με την αρχή της αναλογικότητας (ΣτΕ 3173/2014).
Επειδή , στην προκειμένη περίπτωση, η επιβολή του επίδικου φόρου είναι συνταγματικώς ανεκτή και συμβατή με το δίκαιο της ΕΣΔΑ. Και τούτο διότι, ενόψει του δημόσιου σκοπού για τον οποίο θεσπίσθηκε ο ΕΝΦΙΑ, ήτοι τη δίκαιη ανακατανομή των φορολογικών βαρών μέσω της αναμόρφωσης της φορολόγησης των περιουσιών καθώς και τη διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας και την εξασφάλιση των δημοσίων εσόδων, ιδίως υπό τις παρούσες συνθήκες της πρωτοφανούς δημοσιονομικής κρίσης, και λαμβανομένων ιδίως υπόψη α) του γεγονότος ότι η επίδικη φορολογική επιβάρυνση προκύπτει βάσει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων, όπως η γεωγραφική θέση, η επιφάνεια, η χρήση και η παλαιότητα των κτισμάτων (άρθρο 4), β) των απαλλαγών από τον φόρο υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις (άρθρο 3) και των παρεχόμενων εκπτώσεων σε πρόσωπα με αποδεδειγμένη οικονομική αδυναμία πληρωμής, υπό τους όρους του νόμου (άρθρο 7), και γ) του ύψους του επίδικου φόρου σε σχέση με την αξία της βαρυνόμενης ακίνητης περιουσίας.
►Φορολογούμενος : Επικαλείται οικονομική αδυναμία και αιτείται απαλλαγή λόγω έλλειψης φοροδοτικής ικανότητας αφού βρίσκεται σε αναπηρία 80% και άνω λόγω του ότι πάσχει από σχιζοφρενική ψύχωση παρανοϊκού τύπου.
-Απάντηση της ΔΕΔ : Επειδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο προσφεύγων δεν πληροί σωρευτικά τις προϋποθέσεις για απαλλαγή σε ποσοστό 100% λόγω του ότι α) το συνολικό φορολογητέο οικογενειακό εισόδημα ανέρχεται μεν στο ποσό των 9.543,24€, β) το σύνολο της επιφάνειας των κτισμάτων είναι 70,80τ.μ πλην όμως έχει αναπηρία σε ποσοστό ογδόντα τοις εκατό (80%) και άνω σύμφωνα με την από 09905/2016/14743 απόφαση του ΚΕΠΑ με ημερομηνία ισχύος από 05/07/2016 έως 30/07/2018, ενώ ημερομηνία ισχύος για τον προσδιορισμό του ΕΝΦΙΑ 2016 είναι η 01/01/2016.
Εκτός από τις παραπάνω αιτιάσεις, σε αρκετές ενδικοφανείς προσφυγές οι φορολογούμενοι επικαλέστηκαν ότι δεν τους δόθηκε η προβλεπόμενη απαλλαγή των παραγράφων 1,2 του άρθρου 7 του ν.4223/2013. Σε όλες όμως αυτές τις περιπτώσεις, είτε δεν είχαν υποβάλλει τα απαραίτητα έγγραφα, που προβλέπει η ΠΟΛ.1212/24.9.2015 είτε δεν είχαν ακολουθήσει την προβλεπόμενη διαδικασία της ΠΟΛ.1163/23.7.2015, είτε δικαιούνταν την απαλλαγή μετά την 1.1.2016 και συνεπώς δεν έτυχαν ορθώς της ανάλογης μείωσης του ΕΝΦΙΑ.
https://www.taxheaven.gr
Επιμέλεια
επιστημονική Ομάδα κόμβου
Λίγες ημέρες έμειναν έως την ανάρτηση των πράξεων διοικητικού προσδιορισμού του φόρου ΕΝΦΙΑ 2017. Σύμφωνα με το άρθρο 63 του ΚΦΔ (ν.4174/2013), ο υπόχρεος, εφόσον αμφισβητεί την πράξη προσδιορισμού του ΕΝΦΙΑ (εκκαθαριστικό), οφείλει να υποβάλει ενδικοφανή προσφυγή με αίτημα την επανεξέταση της πράξης στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας . Η αίτηση όπως είναι γνωστό πρέπει να υποβάλλεται από τον υπόχρεο εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της πράξης σε αυτόν ή από τη συντέλεση της παράλειψης.
Την διαδικασία αυτή ακολούθησαν πέρυσι (σύμφωνα με τα στοιχεία της ΔΕΔ), σχεδόν χίλιοι φορολογούμενοι, οι οποίοι κατέθεσαν στην ΔΕΔ ενδικοφανείς προσφυγές για τον ΕΝΦΙΑ του 2016, με την πλειοψηφία αυτών (σχεδόν το 80%) να έχει κατατεθεί στην υποδιεύθυνση ΔΕΔ Αθηνών.
Δυστυχώς η συντριπτική πλειοψηφία αυτών δεν έγινε αποδεκτή από την ΔΕΔ για πολλούς και διαφόρους λόγους, μερικούς από τους οποίους μπορείτε να δείτε στην συνέχεια.
Αξιοσημείωτο είναι ότι στις περισσότερες ενδικοφανείς προσφυγές οι αιτιάσεις των φορολογούμενων ήταν πανομοιότυπες, με αποτέλεσμα η Δ.Ε.Δ. να επαναλαμβάνει μονότονα τις ίδιες απαντήσεις, και να απορρίπτει φυσικά το σύνολο αυτών.
Σε όλες σχεδόν τις προσφυγές ένας από το λόγους που οι φορολογούμενοι επικαλέστηκαν για την ακύρωση της πράξης, ήταν ότι ο ΕΝΦΙΑ είναι αντισυνταγματικός ή ότι, "Εισάγεται άνιση μεταχείριση στα φορολογικά βάρη με την χορήγηση απαλλαγής από την καταβολή του ΕΝ.Φ.Ι.Α. για μη λατρευτικούς χώρους όπως ακριβώς ισχύει και για τους λατρευτικούς χώρους αυτών, κατά παράβαση των άρθρων 4§§1,5 και 78§4 του Συντάγματος, των άρθρων 9 και 11 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ."
Η απάντηση της ΔΕΔ -όπως ήταν φυσιολογικό- ήταν η ίδια, ασχέτως των επιχειρημάτων περί αντισυνταγματικότητας που επικαλέσθηκαν οι φορολογούμενοι. : "Επειδή, σε κάθε περίπτωση, ο έλεγχος της συνταγματικότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87 παρ. 2 και 93 παρ. 4 του Συντάγματος, ανήκει στη δικαιοδοσία των Δικαστηρίων και δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα των οργάνων της Διοίκησης, τα οποία οφείλουν να εφαρμόζουν το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο."
Άλλοι λόγοι που επικαλέστηκαν οι φορολογούμενοι στις Ενδικοφανείς Προσφυγές τους και οι σχετικές απαντήσεις της Διεύθυνσης Επίλυσης διαφορών.
Μεταξύ αυτών αναφέρονται και οι παραλλαγές πανομοιότυπων αιτιάσεων όπως καταγράφηκαν στις ενδικοφανείς προσφυγές.
► Φορολογούμενος : Οικονομικά αδυναμία και έλλειψη φοροδοτικής ικανότητας.
-Απάντηση της ΔΕΔ : Επειδή όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση του Ν. 4223/2013, ο νομοθέτης με την επιβολή του ΕΝΦΙΑ επί της περιουσίας, απέβλεψε, επιτρεπτός κατά το άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος, στην φοροδοτική ικανότητα που απορρέει από αυτή καθεαυτή την κατοχή της ακίνητης περιουσίας, ως φορολογητέας ύλης διαφορετικής από το εισόδημα, δοθέντος ότι, κατά την συνταγματική αυτή διάταξη, αντικείμενο φορολογικής επιβαρύνσεως μπορούν να αποτελέσουν όχι μόνον το εισόδημα, αλλά, αυτοτελώς, και η περιουσία, οι δαπάνες ή οι συναλλαγές (ΣτΕ 1972/2012, ΣτΕ 3343/2013).
Ως εκ τούτου, η ύπαρξη προσόδου από το ακίνητο δεν αποτελεί προϋπόθεση ή κριτήριο υπαγωγής στον ΕΝ.Φ.Ι.Α. ούτε, άλλωστε, η μη συνεκτίμηση, κατά την επιβολή του επιδίκου φόρου, της υπάρξεως (ή μη) εισοδήματος από το βαρυνόμενο ακίνητο συνιστά, μόνη αυτή, παράβαση της συνταγματικής αρχής της ίσης, αναλόγως της φοροδοτικής ικανότητας εκάστου, επιβαρύνσεως ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι τα ακίνητα της δεν της επιφέρουν εισόδημα και επομένως πρέπει να απαλλάσσονται της επιβολής του ΕΝΦΙΑ είναι αβάσιμος βάση των προαναφερόμενων διατάξεων.
► Φορολογούμενος : Υπάρχει πλήρης αναντιστοιχία μεταξύ της αντικειμενικής και της εμπορικής αξίας του ακινήτου.
-Απάντηση της ΔΕΔ : Επειδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, για τον προσδιορισμό του ΕΝΦΙΑ η Διοίκηση υποχρεούται, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 4223/2013, μεταξύ άλλων και σε εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 41 του ν. 1249/1982 περί αντικειμενικού τρόπου προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας των ακινήτων, καθώς και των εν ισχύ αποφάσεων του Υπουργού Οικονομικών περί αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών.
►Φορολογούμενος : Ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. είναι αντισυνταγματικός αφού οι διατάξεις του είναι μη συμβατές με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
-Απάντηση της ΔΕΔ : Η κρίση περί συμμόρφωσης των διατάξεων του νόμου 4223/2013 με την ευρωπαϊκή έννομη τάξη δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Διοίκησης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεσμεύεται από τις κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα ισχύουσες διατάξεις νόμων.
► Φορολογούμενος : Ο προσδιορισμός της φορολογητέας αξίας των εντός αντικειμενικού προσδιορισμού ακινήτων του δεν είναι νόμιμος, αφού η Διοίκηση εξέδωσε την ΠΟΛ.1009/18.1.2016 κατόπιν των ΣτΕ 4003/2014 και ΣτΕ 4446/2015 αποφάσεων της Ολομέλειας ΣτΕ . Η αναπροσαρμογή όμως που έγινε δεν είναι η προσήκουσα.
-Απάντηση της ΔΕΔ : Με την ΠΟΛ.1009/18.1.2016 Απόφαση του Υπουργείου Οικονομικών αναπροσαρμόστηκαν οι τιμές του αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων που βρίσκονται σε περιοχές εντός σχεδίου όλης της χώρας. Εξάλλου, οι κανονιστικές αποφάσεις της Διοίκησης προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του ΣτΕ.
► Φορολογούμενος : Παραβίαση των συνταγματικά κατοχυρωμένων αρχών της ίσης μεταχείρισης στα φορολογικά βάρη, της αναλογικής ισότητας, της αναλογικότητας και της κοινωνικής αλληλεγγύης.
-Απάντηση της ΔΕΔ : Επειδή ο νομοθέτης με τη θέσπιση του ΕΝΦΙΑ, απέβλεψε, επιτρεπτώς κατά το άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος, στην φοροδοτική ικανότητα που απορρέει από αυτή καθεαυτή την κατοχή της ακίνητης περιουσίας, ως φορολογητέας ύλης (πηγής πλούτου) διαφορετικής από το εισόδημα, δεδομένου ότι, κατά την συνταγματική αυτή διάταξη, αντικείμενο φορολογικής επιβαρύνσεως μπορούν να αποτελέσουν όχι μόνον το εισόδημα, αλλά, αυτοτελώς, και η περιουσία, οι δαπάνες ή οι συναλλαγές (ΣτΕ 1972/2012, ΣτΕ 3343/2013).
Επειδή, σε κάθε περίπτωση, ο έλεγχος της συνταγματικότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87 παρ. 2 και 93 παρ. 4 του Συντάγματος, ανήκει στη δικαιοδοσία των Δικαστηρίων και δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα των οργάνων της Διοίκησης, τα οποία οφείλουν να εφαρμόζουν το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο.
► Φορολογούμενος : Εισάγεται άνιση μεταχείριση στα φορολογικά βάρη με την χορήγηση απαλλαγής από την καταβολή του ΕΝ.Φ.Ι.Α. για μη λατρευτικούς χώρους όπως ακριβώς ισχύει και για τους λατρευτικούς χώρους αυτών, κατά παράβαση των άρθρων 4§§1,5 και 78§4 του Συντάγματος, των άρθρων 9 και 11 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
-Απάντηση της ΔΕΔ : Επειδή, με το άρθρο 3 του ν.4223/2013 προβλέπεται η χορήγηση απαλλαγών από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α. και η Διοίκηση, δεσμευόμενη από την αρχή της νομιμότητας, υποχρεούται στην εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων.
► Φορολογούμενος : Ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. επιβάλλεται χωρίς να εξετάζει το συνολικό εισόδημα του ιδιοκτήτη, αλλά ούτε και το παραγόμενο από την ιδιοκτησία αυτή εισόδημα. Επικαλείται οικονομική αδυναμία και αιτείται απαλλαγή λόγω έλλειψης φοροδοτικής ικανότητας αφού έχει δαπανήσει το ετήσιο εισόδημά του για εξόφληση των τρεχουσών δαπανών στοιχειώδους βιοπορισμού.
-Απάντηση της ΔΕΔ : Επειδή ο νομοθέτης με τη θέσπιση του ΕΝΦΙΑ, απέβλεψε, επιτρεπτώς κατά το άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος, στην φοροδοτική ικανότητα που απορρέει από αυτή καθεαυτή την κατοχή της ακίνητης περιουσίας, ως φορολογητέας ύλης (πηγής πλούτου) διαφορετικής από το εισόδημα, δεδομένου ότι, κατά την συνταγματική αυτή διάταξη, αντικείμενο φορολογικής επιβαρύνσεως μπορούν να αποτελέσουν όχι μόνον το εισόδημα, αλλά, αυτοτελώς, και η περιουσία, οι δαπάνες ή οι συναλλαγές (ΣτΕ 1972/2012, ΣτΕ 3343/2013).
Ως εκ τούτου, η ύπαρξη προσόδου από το ακίνητο δεν αποτελεί προϋπόθεση ή κριτήριο υπαγωγής στον ΕΝ.Φ.Ι.Α. ούτε, άλλωστε, η μη συνεκτίμηση, κατά την επιβολή του επιδίκου φόρου, της υπάρξεως (ή μη) εισοδήματος από το βαρυνόμενο ακίνητο συνιστά, μόνη αυτή,
► Φορολογούμενος : Αντισυνταγματικότητα και αναντιστοιχία αντικειμενικής και εμπορικής αξίας του ακινήτου. Σε περίπτωση που κάποιος από τους διοικούμενους δεν μπορέσει να ανταπεξέλθει και να αποπληρώσει τον εν λόγω φόρο, το Ελληνικό Δημόσιο στρέφεται εναντίον του και οδηγεί σε πλειστηριασμό το ακίνητό του, ο οποίος διενεργείται με βάση την εμπορική αξία του ακινήτου που είναι κατά πολύ μικρότερη της αντικειμενικής του. Η ως άνω περιγραφόμενη τακτική αποβαίνει εν τέλει σε βάρος του διοικούμενου παραβιάζοντας τα συνταγματικά του δικαιώματα, όπως το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος.
-Απάντηση της ΔΕΔ : Επειδή, σε κάθε περίπτωση, ο έλεγχος της συνταγματικότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87 παρ. 2 και 93 παρ. 4 του Συντάγματος, ανήκει στη δικαιοδοσία των Δικαστηρίων και δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα των οργάνων της Διοίκησης, τα οποία οφείλουν να εφαρμόζουν το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο.
► Φορολογούμενη : Αμφισβήτηση ύψους αντικειμενικών αξιών. Η αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών που έγινε δεν είναι η προσήκουσα.
-Απάντηση της ΔΕΔ : Επειδή, σύμφωνα με τα ανωτέρω οριζόμενα επεβλήθη φόρος ιδιοκτητών ακινήτων 2016 στα ακίνητα επί των οποίων η προσφεύγουσα είχε εμπράγματο ή ενοχικό δικαίωμα την 1η Ιανουαρίου του 2016. Για τον υπολογισμό του φόρου λήφθηκαν υπόψη τα προσδιοριστικά της αξίας των ακινήτων στοιχεία με βάση το άρθρο 4 του ν.4223/2013 και οι ισχύουσες αντικειμενικές αξίες ως βάση υπολογισμού στις εντός σχεδίου περιοχές της Ελλάδος, σύμφωνα με την ΠΟΛ.1009/18.1.2016 , κατόπιν νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως που παρέσχε ο ν. 1249/1982.
Επειδή, σύμφωνα με την ανωτέρω ΠΟΛ.1009/18.1.2016 , αναπροσαρμόστηκαν οι τιμές που είχαν καθοριστεί με τις με αρ. πρωτ. 1020564/487ΟΟΤΥ/Δ'/27-2-2007 ΠΟΛ 1034, 1175023/3752/ΟΟΤΥ/Δ'/28-12-2000 ΠΟΛ 1200 και ΠΟΛ.1093/29.4.2013 αποφάσεις, κατόπιν εισηγήσεως των αρμοδίων επιτροπών του άρθρου 41 του ν. 1249/1982 που συγκροτήθηκαν με τις αριθμ.: 2/74979/0004, 2/74978/0004, 2/74977/0004, 2/74975/0004 αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών. Έτσι, με τον τρόπο αυτό, αναπροσαρμόστηκαν και οι αξίες των ακινήτων επί των οποίων η προσφεύγουσα είχε εμπράγματο ή ενοχικό δικαίωμα την 1-1-2016 και ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις και οδηγίες.
► Φορολογούμενος : Άκυρη η προσβαλλόμενη πράξη λόγω μη αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων και προς επίρρωση των ισχυρισμών της επικαλείται την με αριθμ. ΣτΕ 4003/2014 απόφαση του ΣτΕ.
► Επίσης άλλος Φορολογούμενος : Ο προσδιορισμός της φορολογητέας αξίας των εντός αντικειμενικού προσδιορισμού ακινήτων του δεν είναι νόμιμος, αφού σύμφωνα με το άρθρο 41 ν.1249/1982 (στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 4 ν.4223/2013) οι φορολογητέες αξίες των ακινήτων αναπροσαρμόζονται το βραδύτερο ανά διετία με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών προκειμένου να συμβαδίζουν προς τις αγοραίες. Επομένως, η πάροδος απράκτου της διετίας χωρίς αναπροσαρμογή των τιμών συνιστά παράνομη παράλειψη έκδοσης κανονιστικής πράξης εκ μέρους της διοίκησης (υπ' αρ. ΣτΕ 4003/2014 και ΣτΕ 4446/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του ΣτΕ). Η αναπροσαρμογή που έγινε με την ΠΟΛ.1009/18.1.2016 δεν είναι η προσήκουσα.
-Απάντηση της ΔΕΔ : Σύμφωνα με το άρθρο 63 του ΚΦΔ (ν.4174/2013), ο υπόχρεος, εφόσον αμφισβητεί το εκκαθαριστικό του ΕΝΦΙΑ, οφείλει να υποβάλει ενδικοφανή προσφυγή με αίτημα την επανεξέταση της πράξης στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας από την Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της Φορολογικής Διοίκησης. Η αίτηση υποβάλλεται στη φορολογική αρχή που εξέδωσε την πράξη ή παρέλειψε την έκδοσή της και πρέπει να αναφέρει τους λόγους και τα έγγραφα στα οποία ο υπόχρεος βασίζει το αίτημά του. Η αίτηση πρέπει να υποβάλλεται από τον υπόχρεο εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της πράξης σε αυτόν ή από τη συντέλεση της παράλειψης.
Επειδή, σύμφωνα με το σκεπτικό της ΣτΕ 4446/2015 Απόφασης ΣτΕ «Ακυρώνεται η παράλειψη της Διοίκησης να προβεί στην επιβαλλόμενη από το άρθρο 41 παρ. 1 του ν. 1249/1982 έκδοση απόφασης αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων της Χώρας - Το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις συνθήκες της υπόθεσης και σταθμίζοντας τα συμφέροντα των διαδίκων, ιδίως δε την ύπαρξη έντονου δημόσιου συμφέροντος, συνισταμένου στην, κατά το δυνατόν, αποφυγή αιφνίδιας διακύμανσης των φορολογικών εσόδων του Κράτους υπό τις παρούσες δυσμενείς δημοσιονομικές συνθήκες, κρίνει η ότι ακύρωση της ανωτέρω παράλειψης πρέπει, κατ' εφαρμογή της παρ. 3β του άρθρου 50 του π.δ. 18/1989, να μην αναδράμει στο χρόνο συντέλεσής της, αλλά στις 21.5.2015, ημερομηνία λήξης της προθεσμίας εντός της οποίας η Διοίκηση όφειλε να εκδώσει την σχετική πράξη της».
Επειδή, σύμφωνα με την «Π0Λ.1009/18.1.2016 Αναπροσαρμογή τιμών του συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των με οποιαδήποτε αιτία μεταβιβαζομένων ακινήτων, που βρίσκονται σε περιοχές εντός σχεδίου όλης της Χώρας», «1. Οι αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ΠΟΛ.1040/1.3.2011 (ΦΕΚ 434/Β'/2011) και ΠΟΛ.1156/28.6.2013 (ΦΕΚ 1627/ Β'/2013), οι οποίες εκδόθηκαν κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 41 του Ν. 1249/1982, καταργούνται. 2. Αναπροσαρμόζουμε τις τιμές οι οποίες είχαν καθοριστεί με τις με αριθ. πρωτ. 1020564/487/00ΤΥ/Δ'/27.2.2007 ΠΟΛ.1034/27.2.2007 (ΦΕΚ 269/Β'/28.2.2007), 1175023/3752/00ΤΥ/Δ'/ 28.12.2010 ΠΟΛ.1200/28.12.2010 (ΦΕΚ 2038/Β'/29-12-2010) και Π0Λ.1093/29.4.2013 (ΦΕΚ 1068/Β'/29-4-2013) αποφάσεις, όπως αυτές ισχύουν σήμερα, για τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας των εντός σχεδίου πόλης ή ορίων οικισμού ακινήτων που μεταβιβάζονται με επαχθή αιτία ή αιτία θανάτου, δωρεά, γονική παροχή και περιλαμβάνονται στα αντίστοιχα βιβλία τιμών που τις συνοδεύουν, ως ακολούθως: ....5. Η απόφαση αυτή θα ισχύσει από 21/5/2015.».
► Φορολογούμενος : Καταστρατήγηση του άρθρου 20 § 2 του Συντάγματος που προβλέπει το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης, εφόσον δεν κλήθηκε να δώσει τυχόν εξηγήσεις ή να διατυπώσει τυχών αντιρρήσεις για τον τρόπο που προσδιορίστηκε η αξία των ακινήτων της. Για τον λόγο αυτό προσκομίζει με την παρούσα: α) την από 09/2016 εκτίμηση του πολιτικού μηχανικού και
-Απάντηση της ΔΕΔ : Επειδή, κατά πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, η κατά τις διατάξεις των άρ. 20 του Συντάγματος και 6 Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας προηγούμενη ακρόαση του ενδιαφερομένου δεν επιβάλλεται όταν το σε βάρος του διοικητικό μέτρο δεν συνδέεται κατά νόμο με υποκειμενική του συμπεριφορά αλλά λαμβάνεται βάσει αντικειμενικών δεδομένων (βλ. ενδεικτικά ΟλΣτΕ 1685/2013, ΣτΕ 1505/2010, ΣτΕ 4254/2009, ΣτΕ 2968/2007, ΔΕφΠειρ 4498/2010 δημοσιευθείσες στην τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Τέτοια περίπτωση συνιστά και η παρούσα, καθώς ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. υπολογίστηκε και επιβλήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4223/2013 και των στοιχείων ακινήτων που η ίδια είχε εισαγάγει στις δηλώσεις στοιχείων ακινήτων προηγούμενων ετών, δίχως οι σχετικές ενέργειες της φορολογικής αρχής, οι οποίες εκτελέστηκαν κατά δέσμια εξουσία, να συσχετίζονται με τη συμπεριφορά του φορολογουμένου. Επειδή, οι διατάξεις του ν. 4223/2013 δίνουν τη δυνατότητα διόρθωσης σφαλμάτων με την υποβολή τροποποιητικής δήλωσης Ε9 από την προσφεύγουσα.
► Φορολογούμενος : Παραβίαση της αρχής απαγόρευσης διπλής φορολόγησης, που απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 4§5 και 78§1 του Συντάγματος, καθώς της καταλογίστηκε φόρος μια φορά επί της φορολογητέας αξίας ενός εκάστου των ακινήτων της (κύριος φόρος ύψους 3.479,46€) και μια φορά επί της συνολικής αξίας τους ( συμπληρωματικός φόρος ύψους 10.750,07€).
-Απάντηση της ΔΕΔ : Επειδή, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 4223/2013, «Ο ΕΝΦΙΑ ισούται με το άθροισμα του κύριου φόρου επί του κάθε ακινήτου και του συμπληρωματικού φόρου επί της συνολικής αξίας των δικαιωμάτων επί των ακινήτων του υποκειμένου στο φόρο».
Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του ανωτέρω νόμου, ο συμπληρωματικός φόρος επιβαρύνει, ως προς τα φυσικά πρόσωπα, μόνο την ακίνητη περιουσία με αξία άνω των 200.000 ευρώ βάσει προοδευτικής κλίμακας, ήτοι με τη χρήση συντελεστών, αναλογικώς αυξανόμενων, ανάλογα με το ύψος της ακίνητης περιουσίας του υποκείμενου στον φόρο.
Επειδή, ο επιβαλλόμενος βάσει των διατάξεων των άρθρων 1 και 5 του ν. 4223/2013 συμπληρωματικός φόρος δεν αποτελεί ξεχωριστό, αυτοτελή φόρο αλλά τμήμα της συνολικής επιβάρυνσης του ΕΝΦΙΑ, ειδικότερα δε αποτελεί στοιχείο επαύξησης της σχετικής φορολογικής υποχρέωσης, με κριτήριο τη φοροδοτική ικανότητα του υποκείμενου στον φόρο, η οποία διαμορφώνεται από τη συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας. Συνεπώς, δεν υφίσταται θέμα επιβολής διπλής φορολόγησης.
► Φορολογούμενος : Προσβολή του δικαιώματος της ιδιοκτησίας που εγγυώνται ιδίως τα άρθρα 17§§1,2 του Συντάγματος, τα άρθρα 1 και 6§1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και το άρθρο 17 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών, καθώς στην προκειμένη περίπτωση, οι δαπάνες διαβίωσης της προσφεύγουσας υπερβαίνουν το πενιχρό εισόδημά της, μη εξασφαλίζοντας της, αξιοπρεπή διαβίωση ειδικά σε συνδυασμό με τα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει. Με αποτέλεσμα με την επιβολή φόρου ΕΝ.Φ.Ι.Α., να καλείται να εκποιήσει την ακίνητη περιουσίας της προκειμένου να εκπληρώσει τις φορολογικές της υποχρεώσεις, οδηγώντας την σε απώλεια του δικαιώματος της σε στέγαση.
-Απάντηση της ΔΕΔ : Επειδή, ο νομοθέτης με την επιβολή του ΕΝΦΙΑ επί της περιουσίας απέβλεψε επιτρεπτώς κατά το άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος, στην φοροδοτική ικανότητα που απορρέει από αυτή καθεαυτή την κατοχή της ακίνητης περιουσίας, ως φορολογητέας ύλης διαφορετικής από το εισόδημα, δοθέντος ότι, κατά την συνταγματική αυτή διάταξη, αντικείμενο φορολογικής επιβαρύνσεως μπορούν να αποτελέσουν όχι μόνον το εισόδημα, αλλά, αυτοτελώς, και η περιουσία, οι δαπάνες ή οι συναλλαγές (ΣτΕ 532/2015, ΣτΕ 3342/2013 - ΣτΕ 3349/2013, ΣτΕ 1972/2012).
Επειδή, όπως γίνεται παγίως δεκτό από τη νομολογία, επιτάσσοντας ο συνταγματικός νομοθέτης (άρθρα 4 παρ. 1 και 5 και 78 παρ. 1) να συνεισφέρουν οι πολίτες στα δημόσια βάρη αναλόγως της φοροδοτικής τους ικανότητας, παρέχει ταυτοχρόνως ευρεία ευχέρεια στον κοινό νομοθέτη να διαμορφώνει το εκάστοτε κατάλληλο φορολογικό σύστημα προς επιβολή και είσπραξη των φορολογικών επιβαρύνσεων, υπό την προϋπόθεση ότι οι σχετικές ρυθμίσεις γίνονται βάσει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων, καθώς και να φορολογεί ή να μη φορολογεί ορισμένη κατηγορία προσώπων, εκτιμώντας τις εκάστοτε κρατούσες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες (ΣτΕ 2975/2011, ΣτΕ 3028/2009, ΣτΕ 3485/2007 κ.α.).
► Φορολογούμενος : Να υπολογιστεί ο εν λόγω φόρος εκ της πραγματικής αξίας του ακινήτου που βρίσκεται στη θέση « » που ανέρχεται στα € χωρίς να υπολογιστεί συμπληρωματικός φόρος που είναι αντισυνταγματικός.
-Απάντηση της ΔΕΔ : Επειδή, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 4223/2013, «Ο ΕΝΦΙΑ ισούται με το άθροισμα του κύριου φόρου επί του κάθε ακινήτου και του συμπληρωματικού φόρου επί της συνολικής αξίας των δικαιωμάτων επί των ακινήτων του υποκειμένου στο φόρο».
Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του ανωτέρω νόμου, ο συμπληρωματικός φόρος επιβαρύνει, ως προς τα φυσικά πρόσωπα, μόνο την ακίνητη περιουσία με αξία άνω των 200.000 ευρώ βάσει προοδευτικής κλίμακας, ήτοι με τη χρήση συντελεστών, αναλογικώς αυξανόμενων, ανάλογα με το ύψος της ακίνητης περιουσίας του υποκείμενου στον φόρο.
Επειδή, ο επιβαλλόμενος βάσει των διατάξεων των άρθρων 1 και 5 του ν. 4223/2013 συμπληρωματικός φόρος δεν αποτελεί ξεχωριστό, αυτοτελή φόρο αλλά τμήμα της συνολικής επιβάρυνσης του ΕΝΦΙΑ, ειδικότερα δε αποτελεί στοιχείο επαύξησης της σχετικής φορολογικής υποχρέωσης, με κριτήριο τη φοροδοτική ικανότητα του υποκείμενου στον φόρο, η οποία διαμορφώνεται από τη συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας. Συνεπώς, δεν υφίσταται θέμα επιβολής διπλής φορολόγησης.
► Φορολογούμενος : Έλλειψη νόμιμης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης διότι δεν προκύπτει με σαφήνεια ο τρόπος υπολογισμού του φόρου.
-Απάντηση της ΔΕΔ : Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν.4223/2013, «1. Από το έτος 2014 και για κάθε επόμενο έτος επιβάλλεται Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) στα δικαιώματα της παραγράφου 2 του παρόντος, σε ακίνητα που βρίσκονται στην Ελλάδα και ανήκουν σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή κάθε είδους νομικές οντότητες την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους...».
Επειδή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 4223/2013, «1. Ο κύριος φόρος που αναλογεί στα δικαιώματα επί των κτισμάτων υπολογίζεται με βάση τη γεωγραφική θέση, την επιφάνεια, τη χρήση, την παλαιότητα, τον όροφο και τον αριθμό προσόψεων του κτίσματος.
Ειδικότερα: α) Η γεωγραφική θέση του κτίσματος προσδιορίζει την τιμή ζώνης, στην οποία υπάγεται αυτό, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 του ν. 1249/1982 (Α' 43) και των αποφάσεων του Υπουργού Οικονομικών που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότησή του. Ανάλογα με την τιμή ζώνης που ισχύει την 1 η Ιανουαρίου του έτους φορολογίας, γίνεται κατάταξη του κτίσματος σε αντίστοιχη φορολογική ζώνη (Φ.Ζ.).»
► Φορολογούμενος : Αμφισβήτηση αντικειμενικών αξιών λόγω απόκλισης από τις πραγματικές αγοραίες
-Απάντηση της ΔΕΔ : Επειδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, για τον προσδιορισμό του ΕΝΦΙΑ η Διοίκηση υποχρεούται, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 4223/2013, μεταξύ άλλων και σε εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 41 του ν. 1249/1982 περί αντικειμενικού τρόπου προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας των ακινήτων, καθώς και των εν ισχύ αποφάσεων του Υπουργού Οικονομικών περί αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών.
Ως εκ τούτου, με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 4223/2013 θεσπίζεται μία αυτοτελής, διακριτή μέθοδος προσδιορισμού του ΕΝΦΙΑ, η οποία διαφοροποιείται σαφώς από τη μέθοδο προσδιορισμού της αντικειμενικής αξίας των ακινήτων, και εφαρμόζεται αποκλειστικά για την επιβολή του ΕΝΦΙΑ. Εξάλλου, με τις διατάξεις των άρθρων 41 και 41Α του ν. 1249/1982 περί αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων ορίζεται ότι οι εν λόγω διατάξεις εφαρμόζονται για τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας των ακινήτων που μεταβιβάζονται με αντάλλαγμα, κληρονομιά ή δωρεά.
Σε κάθε περίπτωση, στο πλαίσιο άσκησης της φορολογικής εξουσίας, ο νομοθέτης είναι ελεύθερος να ορίσει τον τρόπο υπολογισμού του φόρου επί της ακίνητης περιουσίας και έχει τη διακριτική ευχέρεια να επιλέξει διαφορετικό τρόπο υπολογισμού του κύριου φόρου, κατ' απόκλιση του αντικειμενικού προσδιορισμού.
►Φορολογούμενος : Η εξέταση της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών με βάση εισοδηματικά κριτήρια, οφείλει να λαμβάνει υπόψη ότι τα εισοδήματα αυτά θα πρέπει όχι μόνο να επαρκούν για την καταβολή των φόρων, αλλά και ένα σημαντικό τμήμα αυτών να απομένει εις χείρας του φορολογούμενου, κατ' επιταγή και της συνταγματικώς κατοχυρωμένης αρχής της οικονομικής ελευθερίας (άρθρο 5 Συντάγματος).
-Απάντηση της ΔΕΔ : Επειδή όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση του ν. 4223/2013, ο νομοθέτης με την επιβολή του ΕΝΦΙΑ επί της περιουσίας, απέβλεψε, επιτρεπτώς κατά το άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος, στην φοροδοτική ικανότητα που απορρέει από αυτή καθεαυτή την κατοχή της ακίνητης περιουσίας, ως φορολογητέας ύλης διαφορετικής από το εισόδημα, δοθέντος ότι, κατά την συνταγματική αυτή διάταξη, αντικείμενο φορολογικής επιβαρύνσεως μπορούν να αποτελέσουν όχι μόνον το εισόδημα, αλλά, αυτοτελώς, και η περιουσία, οι δαπάνες ή οι συναλλαγές. Ως εκ τούτου, η ύπαρξη προσόδου από το ακίνητο δεν αποτελεί προϋπόθεση ή κριτήριο υπαγωγής στον ΕΝ.Φ.Ι.Α. ούτε, άλλωστε, η μη συνεκτίμηση, κατά την επιβολή του επιδίκου φόρου, της υπάρξεως (ή μη) εισοδήματος από το βαρυνόμενο ακίνητο συνιστά, μόνη αυτή, παράβαση της συνταγματικής αρχής της ίσης, αναλόγως της φοροδοτικής ικανότητας εκάστου, επιβαρύνσεως. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, ότι δηλαδή μόνο το εισόδημα μπορεί να αποτελέσει βάση φορολογίας και δείκτη προσδιορισμού της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών, δεν ευρίσκει έρεισμα στο άρθρο 78 του Συντάγματος ούτε, άλλωστε, ανταποκρίνεται στην αρχή της φορολογικής ισότητας η απαλλαγή από τη φορολογία κάθε απρόσοδης περιουσίας.
Επειδή σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος, «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους».
Η κατά τα ανωτέρω θεσπιζόμενη αρχή της φορολογικής ισότητας, όπως και η γενικότερη αρχή της ισότητας, επιβάλλει στον φορολογικό νομοθέτη την «ίση μεταχείριση» και ειδικότερα τη «δίκαιη» κατανομή των φορολογικών βαρών, απαγορεύοντας κάθε αυθαίρετη διάκριση, ευνοϊκή ή δυσμενή για ορισμένα άτομα ή κατηγορίες ατόμων. Συνεπώς, κατ' εφαρμογή της ανωτέρω αρχής, επιβάλλεται τόσο η όμοια φορολογική μεταχείριση ατόμων που βρίσκονται υπό τις ίδιες οικονομικές συνθήκες όσο και η διαφορετική φορολογική μεταχείριση εκείνων που βρίσκονται υπό διαφορετικές συνθήκες, εφόσον η μεταχείριση αυτή δεν είναι αυθαίρετη, αλλά στηρίζεται σε γενικά αντικειμενικά κριτήρια ανταποκρινόμενα στις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε κατηγορίας φορολογουμένων, ενόψει και των εκάστοτε κοινωνικοοικονομικών συνθηκών (βλ. ΣτΕ 532/2015, ΣτΕ 3342/2013 - ΣτΕ 5/2013, ΣτΕ 1685/2013, ΣτΕ 1972/2012, ΣτΕ 2116/2012, ΣτΕ 693/2011 κ.α.).
►Φορολογούμενος : Αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρου 4 παράγρ. 5 του Συντάγματος, της αρχής της φορολογικής ισότητας κατά τις οποίες υποχρεούται να συνεισφέρει στα δημόσια βάρη κατά τις οικονομικές δυνάμεις του.
-Απάντηση της ΔΕΔ : Επειδή η φορολόγηση της περιουσίας προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος ως αυτοτελές αντικείμενο φορολόγησης, ο δε νομοθέτης επιτρεπτώς έκρινε ότι οι ιδιοκτήτες ακινήτων πρέπει να συνεισφέρουν στα κοινά βάρη δια της επιβολής του εν λόγω φόρου, κατά τις ειδικότερες διακρίσεις του νόμου. Κατά συνέπεια, εν προκειμένω δεν συντρέχει καμία παραβίαση της φορολογικής ισότητας, εφόσον τα κριτήρια που ορίζει ο νόμος είναι γενικά και αντικειμενικά και ανταποκρίνονται στις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε κατηγορίας φορολογουμένων, ήτοι στη συγκεκριμένη περίπτωση, των κατεχόντων ακίνητη περιουσία έναντι των μη κατεχόντων. Αντιθέτως, η όμοια φορολογική μεταχείριση των κατεχόντων με αυτούς που δεν κατέχουν ακίνητη περιουσία δεν θα ήταν επιτρεπτή σε κάθε περίπτωση, καθόσον, κατά πάγια νομολογία, δεν είναι συνταγματικώς ανεκτή, ως αντιβαίνουσα στην αρχή της ισότητας, η ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες (ΣτΕ 988/2014, ΣτΕ 1285/2012 - ΣτΕ 1286/2012, ΣτΕ 2396/2004 κ.α.).
► Φορολογούμενος : Παραβίαση συνταγματικών εγγυήσεων προστασίας της ιδιοκτησίας
-Απάντηση της ΔΕΔ : Επειδή σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 του Συντάγματος, «Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος».
Επίσης, στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (που κυρώθηκε μαζί με την Σύμβαση με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974, ΦΕΚ Α' 2560) ορίζεται ότι «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύ νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων».
Με τις ανωτέρω διατάξεις, με τις οποίες κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, αναγνωρίζεται παράλληλα η εξουσία των Κρατών προς επιβολή φόρων και θέσπιση μέτρων προς εξασφάλιση της καταβολής τους. Τα Κράτη διαθέτουν ευρύτατη εξουσία ως προς τον προσδιορισμό των φόρων και τους τρόπους εισπράξεώς τους κατ' εκτίμηση των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων τους, υπό την αναγκαία προϋπόθεση ότι οι σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις, εφόσον αποτελούν επέμβαση στην περιουσία του προσώπου, είναι πρόσφορες για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου δημόσιου σκοπού και συμβατές με την αρχή της αναλογικότητας (ΣτΕ 3173/2014).
Επειδή , στην προκειμένη περίπτωση, η επιβολή του επίδικου φόρου είναι συνταγματικώς ανεκτή και συμβατή με το δίκαιο της ΕΣΔΑ. Και τούτο διότι, ενόψει του δημόσιου σκοπού για τον οποίο θεσπίσθηκε ο ΕΝΦΙΑ, ήτοι τη δίκαιη ανακατανομή των φορολογικών βαρών μέσω της αναμόρφωσης της φορολόγησης των περιουσιών καθώς και τη διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας και την εξασφάλιση των δημοσίων εσόδων, ιδίως υπό τις παρούσες συνθήκες της πρωτοφανούς δημοσιονομικής κρίσης, και λαμβανομένων ιδίως υπόψη α) του γεγονότος ότι η επίδικη φορολογική επιβάρυνση προκύπτει βάσει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων, όπως η γεωγραφική θέση, η επιφάνεια, η χρήση και η παλαιότητα των κτισμάτων (άρθρο 4), β) των απαλλαγών από τον φόρο υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις (άρθρο 3) και των παρεχόμενων εκπτώσεων σε πρόσωπα με αποδεδειγμένη οικονομική αδυναμία πληρωμής, υπό τους όρους του νόμου (άρθρο 7), και γ) του ύψους του επίδικου φόρου σε σχέση με την αξία της βαρυνόμενης ακίνητης περιουσίας.
►Φορολογούμενος : Επικαλείται οικονομική αδυναμία και αιτείται απαλλαγή λόγω έλλειψης φοροδοτικής ικανότητας αφού βρίσκεται σε αναπηρία 80% και άνω λόγω του ότι πάσχει από σχιζοφρενική ψύχωση παρανοϊκού τύπου.
-Απάντηση της ΔΕΔ : Επειδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο προσφεύγων δεν πληροί σωρευτικά τις προϋποθέσεις για απαλλαγή σε ποσοστό 100% λόγω του ότι α) το συνολικό φορολογητέο οικογενειακό εισόδημα ανέρχεται μεν στο ποσό των 9.543,24€, β) το σύνολο της επιφάνειας των κτισμάτων είναι 70,80τ.μ πλην όμως έχει αναπηρία σε ποσοστό ογδόντα τοις εκατό (80%) και άνω σύμφωνα με την από 09905/2016/14743 απόφαση του ΚΕΠΑ με ημερομηνία ισχύος από 05/07/2016 έως 30/07/2018, ενώ ημερομηνία ισχύος για τον προσδιορισμό του ΕΝΦΙΑ 2016 είναι η 01/01/2016.
Εκτός από τις παραπάνω αιτιάσεις, σε αρκετές ενδικοφανείς προσφυγές οι φορολογούμενοι επικαλέστηκαν ότι δεν τους δόθηκε η προβλεπόμενη απαλλαγή των παραγράφων 1,2 του άρθρου 7 του ν.4223/2013. Σε όλες όμως αυτές τις περιπτώσεις, είτε δεν είχαν υποβάλλει τα απαραίτητα έγγραφα, που προβλέπει η ΠΟΛ.1212/24.9.2015 είτε δεν είχαν ακολουθήσει την προβλεπόμενη διαδικασία της ΠΟΛ.1163/23.7.2015, είτε δικαιούνταν την απαλλαγή μετά την 1.1.2016 και συνεπώς δεν έτυχαν ορθώς της ανάλογης μείωσης του ΕΝΦΙΑ.
https://www.taxheaven.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου