Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2012

Προσχέδιο νόμου «Επείγουσες ρυθμίσεις των υπουργείων Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Οικονομικών, Δικαιοσύνης και Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που αφορούν την εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015» Προσχέδιο νόμου «Επείγουσες ρυθμίσεις των υπουργείων Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Οικονομικών, Δικαιοσύνης και Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που αφορούν την εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015»


Προσχέδιο νόμου
«Επείγουσες ρυθμίσεις των υπουργείων Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Οικονομικών, Δικαιοσύνης και Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που αφορούν την εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015»
Προσχέδιο νόμου «Επείγουσες ρυθμίσεις των υπουργείων Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Οικονομικών, Δικαιοσύνης και Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που αφορούν την εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015»

Αρθρο 2 Επείγουσες ρυθμίσεις για την είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών

1. α. Στο τέλος της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του Ν. 3888/2010 (Α' 175) οι λέξεις «τριακόσια (300) ευρώ» αντικαθίστανται με τις λέξεις «εκατό (100) ευρώ». β. Στο τέλος της περίπτωσης γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του Ν. 3888/2010 οι λέξεις «πεντακόσια (500) ευρώ» αντικαθίστανται με τις λέξεις «εκατό (100) ευρώ». γ. Στο τέλος της περίπτωσης δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του Ν. 3888/2010 οι λέξεις «πεντακόσια (500) ευρώ» αντικαθίστανται με τις λέξεις «εκατό (100) ευρώ». δ. Στο τέλος της περίπτωσης ε' της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του Ν. 3888/2010 οι λέξεις «χίλια (1.000) ευρώ» αντικαθίστανται με τις λέξεις «εκατό (100) ευρώ». ε. Στο τέλος της περίπτωσης στ' της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του Ν. 3888/2010 οι λέξεις «χίλια (1.000) ευρώ» αντικαθίστανται με τις λέξεις «εκατό (100) ευρώ».

2.    Η παράγραφος 5 του άρθρου 14 του Ν. 3888/2010 (Α' 175) καταργείται.

3.    α. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου του άρθρου 17 του Ν. 2648/1998 (Α' 238) οι λέξεις «εκατόν σαράντα έξι ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (146,74)» αντικαθίστανται με τις λέξεις «εκατό (100) ευρώ». β. Το τρίτο εδάφιο του άρθρου 17 του Ν. 2648/1998 (Α' 238) καταργείται. γ. Το τέταρτο εδάφιο του άρθρου 17 του Ν. 2648/1998 αντικαθίσταται ως εξής: «Ο προϊστάμενος της ΔΟΥ δύναται να χορηγεί σε οφειλέτες από καταλογισμό αποδοχών, συντάξεων και λοιπών βοηθημάτων που έχουν ληφθεί χωρίς δόλο αχρεωστήτως, διευκόλυνση τμηματικής καταβολής σε δόσεις μέχρι του τριπλασίου του αθροίσματος των συντελεστών των κριτηρίων του αιτούντος οφειλέτη, που δεν υπερβαίνουν όμως τις σαράντα οκτώ (48) μηνιαίες δόσεις κατά ανώτατο όριο και με τον περιορισμό του πρώτου εδαφίου του παρόντος άρθρου. Στην περίπτωση αυτή οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής υπολογίζονται μόνο μέχρι τον χρόνο έκδοσης της απόφασης».

4.    Η παράγραφος 8 του άρθρου 18 του Ν. 2648/1998, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 65 του Ν. 3842/2010, καταργείται.

5.    Στην παράγραφο 5 του άρθρου 18 του Ν. 4002/2011 (Α' 180), προστίθεται υποπαράγραφος ια' ως εξής: «ια) Με απόφαση του υπουργού Οικονομικών μπορούν να παρατείνονται οι προθεσμίες υπαγωγής στην παρούσα ρύθμιση και να καθορίζεται κάθε άλλο ειδικότερο θέμα εφαρμογής της. Η παρούσα διάταξη έχει αναδρομική ισχύ από 22 Αυγούστου 2011».

6.    α. Η περίπτωση α' του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 8 του άρθρου 26 του Ν. 1882/1990, όπως προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 28 του Ν. 3943/2011 (Α' 66) αντικαθίσταται ως εξής: «α) μετά από αίτημα της Διεύθυνσης Πολιτικής Εισπράξεων, της Επιχειρησιακής Μονάδας Είσπραξης της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικών Ελέγχων και Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, κάθε άλλης υπηρεσίας που θα καθοριστεί με απόφαση του υπουργού Οικονομικών, ή» β. Η περίπτωση α' του τέταρτου εδαφίου της παραγράφου 8 του άρθρου 26 του Ν. 1882/1990 (Α' 43), όπως προστέθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 28 του Ν. 3943/2011, αντικαθίσταται ως εξής: «α) από το προϊόν του τιμήματος εξοφλούνται πλήρως οι βεβαιωμένες κατά τον ΚΕΔΕ οφειλές, άλλως οι τυχόν εναπομένουσες οφειλές διασφαλίζονται από λοιπά περιουσιακά στοιχεία ή από εγγυήσεις τρίτων».

7.    Στο άρθρο 9 του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Ν.Δ. 356/1974, Α' 90), προστίθεται νέα παράγραφος ως εξής: «Πράξη εκτελέσεως, που επισπεύδεται για περισσότερα από ένα χρέη, δεν κηρύσσεται άκυρη στο σύνολό της, εφόσον έστω και ένα από τα χρέη αυτά οφείλεται νομίμως. Το αυτό ισχύει και στην περίπτωση που κρίθηκε ότι το χρέος ή τα χρέη οφείλονται νομίμως, αλλά για ποσό μικρότερο από εκείνο για το οποίο επισπεύδεται η εκτέλεση».

8.    Το άρθρο 62 του ΚΕΔΕ (Ν.Δ. 356/1974) αντικαθίσταται ως εξής:

«Αρθρο 62 Πτώχευση και ειδικές διαδικασίες εξυγίανσης - εκκαθάρισης
1. Η συζήτηση αίτησης για κήρυξη πτώχευσης είναι απαράδεκτη εάν, το αργότερο σε είκοσι (20) ημέρες από την κατάθεσή της στο δικαστήριο, δεν κοινοποιηθεί αντίγραφο αυτής στη ΔΟΥ εκείνου του οποίου ζητείται η πτώχευση καθώς και στη Διοίκηση του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Τα ανωτέρω εφαρμόζονται αναλόγως και για τις αιτήσεις περί ανοίγματος διαδικασίας εξυγίανσης, λήψης προληπτικών μέτρων και επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 99 και επόμενα του Πτωχευτικού Κώδικα. Στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου, η κοινοποίηση της αίτησης γίνεται στη ΔΟΥ του αιτούντος, στον υπουργό Οικονομικών και στη διοίκηση του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την κατάθεση της αίτησης και πάντως τουλάχιστον είκοσι (20) ημέρες πριν από την ημερομηνία της συζήτησης της αίτησης περί ανοίγματος διαδικασίας και επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης και δέκα (10) ημέρες πριν από την ημερομηνία συζήτησης της αίτησης προληπτικών μέτρων αντίστοιχα.

2. Ο γραμματέας του δικαστηρίου που εξέδωσε απόφαση πτώχευσης υποχρεούται να αποστείλει, επί αποδείξει, απόσπασμα αυτής στη ΔΟΥ του πτωχεύσαντος, στη Διεύθυνση Πολιτικής Εισπράξεων του υπουργείου Οικονομικών και στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ το αργότερο σε δεκαπέντε (15) ημέρες από τη δημοσίευσή της. Την υποχρέωση κοινοποίησης του προηγούμενου εδαφίου έχει ο γραμματέας του δικαστηρίου και για τις αποφάσεις περί ανοίγματος διαδικασίας εξυγίανσης ή συνδιαλλαγής, λήψης προληπτικών μέτρων και επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης ή συνδιαλλαγής κατά τις διατάξεις των άρθρων 99 και επόμενα του Πτωχευτικού Κώδικα.

3.    Ο προϊστάμενος της ΔΟΥ ή του Τελωνείου, μέχρι και την τελευταία διανομή, αποστέλλει στον γραμματέα των πτωχεύσεων αναγγελία των βεβαιωμένων απαιτήσεων του Δημοσίου. Σε περίπτωση πλειστηριασμού στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας μετά από επίσπευση τρίτου, η αναγγελία μπορεί να αποστέλλεται είτε στον γραμματέα των πτωχεύσεων είτε στον υπάλληλο του πλειστηριασμού.

4.    Ο σύνδικος της πτώχευσης, αν δεν αμφισβητεί τις αναγγελθείσες απαιτήσεις, τις αποδέχεται στα χρέη της πτώχευσης για να εξοφληθούν κατά την προνομιακή τους τάξη. Αν αμφισβητεί τις απαιτήσεις ή το προνόμιό τους, οφείλει να ασκήσει ανακοπή, η οποία εκδικάζεται σύμφωνα με τα άρθρα 218 και επόμενα του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.

5.    Οι διατάξεις του άρθρου 54 του παρόντος εφαρμόζονται και σε περίπτωση εκποίησης περιουσιακών στοιχείων πτωχού διά πλειστηριασμού με επίσπευση τρίτου δανειστή. Αντίγραφο του προγράμματος κοινοποιείται και στη ΔΟΥ ή το Τελωνείο που τυχόν έχει αναγγείλει απαιτήσεις στην πτώχευση. Σε περίπτωση εκποίησης κινητών της πτωχευτικής περιουσίας από τον σύνδικο, ο τελευταίος υποχρεούται να γνωστοποιήσει στη ΔΟΥ του πτωχεύσαντος καθώς και στη ΔΟΥ ή το Τελωνείο που τυχόν έχει αναγγείλει απαιτήσεις στην πτώχευση την ημερομηνία της εκποίησης, το είδος και την αξία των προς εκποίηση περιουσιακών στοιχείων δέκα (10) ημέρες τουλάχιστον πριν από την ημερομηνία έναρξης της εκποίησης. Σε περίπτωση εκποίησης ακινήτων της πτωχευτικής περιουσίας ή της επιχείρησης του πτωχού ως συνόλου, αντίγραφο της διακήρυξης περί διενέργειας δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού, κατά τις διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα, κοινοποιείται από τον σύνδικο στη ΔΟΥ του πτωχεύσαντος καθώς και στη ΔΟΥ ή το Τελωνείο που τυχόν έχει αναγγείλει απαιτήσεις στην πτώχευση, είκοσι (20) ημέρες τουλάχιστον πριν από την έναρξη του δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού και την τυχόν επανάληψή του.

6.    Το Δημόσιο μπορεί οποτεδήποτε να επισπεύδει εκτέλεση κατά της μεταπτωχευτικής περιουσίας προς ικανοποίηση των απαιτήσεών του.

7.    Ο εκκαθαριστής κάθε μορφής επιχείρησης και ο εκκαθαριστής κληρονομίας υποχρεούται εντός μηνός από την ανάληψη των καθηκόντων του να κοινοποιεί πρόσκληση για αναγγελία απαιτήσεων του Δημοσίου προς τον υπουργό Οικονομικών και τον διοικητή του ΙΚΑ- ΕΤΑΜ». 9.α. Ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο, καθώς και υπέρ τρίτων, βεβαιωμένες στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (ΔΟΥ) ή στα Τελωνεία του Κράτους, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ), ρυθμίζονται και καταβάλλονται ως ακολούθως: αα) Εφάπαξ, με απαλλαγή κατά ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%) από τις κατά ΚΕΔΕ προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής. ββ) Σε δύο (2) έως δώδεκα (12) μηνιαίες δόσεις, με απαλλαγή κατά ποσοστό ενενήντα τοις εκατό (90%) από τις κατά ΚΕΔΕ προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής. γγ) Σε δεκατρείς (13) έως είκοσι τέσσερις (24) μηνιαίες δόσεις, με απαλλαγή κατά ποσοστό εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) από τις κατά ΚΕΔΕ προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής. δδ) Σε είκοσι πέντε (25) έως τριάντα έξι (36) μηνιαίες δόσεις, με απαλλαγή κατά ποσοστό εξήντα τοις εκατό (60%) από τις κατά ΚΕΔΕ προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής. εε) Σε τριάντα επτά (37) έως σαράντα οκτώ (48) μηνιαίες δόσεις, με απαλλαγή κατά ποσοστό 45 τοις εκατό (45%) από τις κατά ΚΕΔΕ προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής. στστ) Σε σαράντα εννέα (49) έως εξήντα (60) μηνιαίες δόσεις, με απαλλαγή κατά ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) από τις κατά ΚΕΔΕ προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής. β. Η αίτηση του οφειλέτη για την υπαγωγή στη ρύθμιση πρέπει να κατατεθεί μέχρι και την 31η Ιανουαρίου 2012 στην αρμόδια ΔΟΥ ή Τελωνείο, όπου είναι βεβαιωμένες οι οφειλές. γ. Η εφάπαξ εξόφληση ή η καταβολή της πρώτης δόσης γίνεται την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση. Οι επόμενες δόσεις καταβάλλονται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επόμενων μηνών, χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη ειδοποίηση του οφειλέτη.
. Το συνολικό ποσό κάθε δόσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο των εκατό (100) ευρώ. ε. αα) Στην παρούσα ρύθμιση υπάγονται όλες οι ανωτέρω οφειλές που είναι βεβαιωμένες και ληξιπρόθεσμες μέχρι την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση, με τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής που τις επιβαρύνουν μέχρι την ημερομηνία αυτή, χωρίς δικαίωμα του οφειλέτη να ζητήσει την εξαίρεση μέρους αυτών. ββ) Στην ίδια ρύθμιση υπάγονται, μόνο αν ζητηθεί από τον οφειλέτη: i)    οι οφειλές που τελούν σε αναστολή είσπραξης, ii)    οι οφειλές που έχουν υπαχθεί σε διευκόλυνση τμηματικής καταβολής κατά τις διατάξεις των άρθρων 13-21 του Ν. 2648/1998 (Α' 238), καθώς και οι οφειλές που έχουν υπαχθεί σε άλλη ρύθμιση, των οποίων οι όροι τηρούνται κατά την υποβολή του αιτήματος. στ. Κατά τη διάρκεια της ρύθμισης και εφόσον τηρούνται με συνέπεια οι όροι αυτής: αα) Χορηγείται στους υπόχρεους αποδεικτικό ενημερότητας μηνιαίας διάρκειας, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 26 του Ν. 1882/1990 (Α' 43), όπως ισχύει. ββ) Αναστέλλεται η ποινική δίωξη σε βάρος των υπευθύνων κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 (Α' 43), όπως ισχύει σήμερα και αναβάλλεται η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε ή εφόσον άρχισε η εκτέλεσή της διακόπτεται. γγ) Αναστέλλεται η συνέχιση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών ή ακινήτων με την προϋπόθεση ότι η εκτέλεση αφορά μόνο χρέη που ρυθμίζονται με τις διατάξεις αυτού του άρθρου. Η αναστολή αυτή δεν ισχύει για κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί στα χέρια τρίτων ή έχουν εκδοθεί οι σχετικές παραγγελίες, τα αποδιδόμενα όμως ποσά από αυτές λαμβάνονται υπόψη για την κάλυψη δόσης ή δόσεων της ρύθμισης, εφόσον δεν συμψηφίζονται με άλλες οφειλές που δεν έχουν ρυθμιστεί. Αν ο οφειλέτης απολέσει το ευεργέτημα της ρύθμισης, τα μέτρα που έχουν ανασταλεί συνεχίζονται. δδ) Οι διατάξεις του άρθρου 20 του Ν. 2648/1998 (Α' 238),
όπως ισχύουν, πλην της παραγράφου 2 εφαρμόζονται και για τα χρέη που υπάγονται στη ρύθμιση της παρούσας παραγράφου. εε) Η παραγραφή των χρεών, για τα οποία υποβάλλεται σχετική αίτηση υπαγωγής τους στη ρύθμιση της παρούσας παραγράφου, αναστέλλεται από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης αυτής και για ολόκληρο το χρονικό διάστημα που αφορά η ρύθμιση, ανεξαρτήτως καταβολής οποιουδήποτε ποσού και δεν συμπληρώνεται πριν παρέλθει ένα (1) έτος από τη λήξη της τελευταίας δόσης αυτής. ζ. αα) Πρόσωπα που ευθύνονται μαζί με τον πρωτοφειλέτη για την καταβολή μέρους οφειλής δικαιούνται να ρυθμίσουν μόνο το μέρος αυτό της οφειλής με τις παρούσες διατάξεις. ββ) Οι οφειλές που θα υπαχθούν στη ρύθμιση δεν επιβαρύνονται περαιτέρω με προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής μέχρι την εξόφλησή τους. γγ) Η καθυστέρηση πληρωμής μιας δόσης επιβαρύνεται κατά μήνα με 1% προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής. δδ) Στην περίπτωση εξόφλησης του συνόλου της υπαχθείσας σε ρύθμιση οφειλής, κατόπιν χορήγησης αποδεικτικού ενημερότητας με παρακράτησή της, ο οφειλέτης θα τύχει απαλλαγής κατά ποσοστό επί του εναπομείναντος ποσού των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής ίσο με αυτό που αντιστοιχεί στον αριθμό των μηνιαίων δόσεων που τελικά διαμορφώνεται. εε) Η μη καταβολή τριών (3) συνεχών μηνιαίων δόσεων της ρύθμισης καθώς και η μη καταβολή της προτελευταίας ή της τελευταίας δόσης της ρύθμισης, εφόσον παρέλθει αντίστοιχο χρονικό διάστημα έχει ως συνέπεια για το υπόλοιπο της οφειλής: α) την απώλεια των ευεργετημάτων της ρύθμισης, β) την καταβολή του υπολοίπου της οφειλής, σύμφωνα με τα στοιχεία της βεβαίωσης και γ) την επιδίωξη της είσπραξής του με όλα τα προβλεπόμενα από την ισχύουσα νομοθεσία μέτρα. η. Με απόφαση του υπουργού Οικονομικών μπορούν να ρυθμίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις υπαγωγής στην παρούσα ρύθμιση και μετά την 31η Ιανουαρίου 2012, καθώς και κάθε ειδικότερο θέμα εφαρμογής της.

10.    Στο τέλος του άρθρου 54 του Ν.Δ. 356/1974 (ΚΕΔΕ) προστίθεται τρίτο εδάφιο ως εξής: «Αντίγραφο της περιλήψεως κατασχετήριας εκθέσεως ή του προγράμματος πλειστηριασμού δεν κοινοποιείται στον υπουργό Οικονομικών».


11.    Οι παραβάσεις των περιπτώσεων ιγ', ιδ' και ιε' της παραγράφου 8 του άρθρου 5 του Ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α'), που διαπράχθηκαν μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2010, για τις οποίες δεν έχουν εκδοθεί οι σχετικές αποφάσεις επιβολής προστίμου ή έχουν εκδοθεί οι αποφάσεις αυτές αλλά δεν έχουν περαιωθεί οριστικά με διοικητική επίλυση της διαφοράς μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, ανεξάρτητα από τον χρόνο διαπίστωσής τους, θεωρούνται ως γενικές παραβάσεις και επιβάλλεται ένα (1) ενιαίο πρόστιμο, ανά διαχειριστική περίοδο, με βάση την κατηγορία βιβλίων που τηρούνταν κατά την πρώτη ημέρα της διαχειριστικής περιόδου στην οποία ανάγονται αυτές, με συντελεστή βαρύτητας, κατά περίπτωση, ως εξής: α) Για τη μη υποβολή στοιχείων, για τις συναλλαγές πετρελαίου της παραγράφου 7 του άρθρου 20 του ΚΒΣ (Π.Δ. 186/1992), σε τρία (3). β) Για την εκπρόθεσμη υποβολή στοιχείων, για τις συναλλαγές πετρελαίου της παραγράφου 7 του άρθρου 20 του ΚΒΣ, καθώς και την ανακριβή υποβολή αυτών ως προς την ποσότητα, σε δύο (2). γ) Για τη μη υποβολή ή την εκπρόθεσμη υποβολή των αντιτύπων των φορολογικών παραστατικών, για τις συναλλαγές πετρελαίου της παραγράφου 7 του άρθρου 20 του ΚΒΣ, ανεξάρτητα αν η παράλειψη αυτή αφορά ένα ή περισσότερα από αυτά, σε ένα (1). Τα ως άνω ισχύουν με την προϋπόθεση ότι το ποσό του προστίμου που προβλέπεται από τις διατάξεις αυτές δεν είναι μεγαλύτερο από αυτό που θα προέκυπτε με βάση τις προϊσχύουσες διατάξεις.

12.    Τα προβλεπόμενα στην προηγούμενη παράγραφο εφαρμόζονται και για τις παραβάσεις για τις οποίες έχει ασκηθεί προσφυγή επί της οποίας δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση έως την έναρξη της ισχύος του παρόντος, εφόσον προβλέπουν επιεικέστερη μεταχείριση. Στις ως άνω περιπτώσεις, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν με αίτησή τους, που υποβάλλεται στον αρμόδιο προϊστάμενο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας, εντός εξήντα (60) ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος, να ζητήσουν τη διοικητική επίλυση της διαφοράς με βάση τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, ακολουθούμενης της διαδικασίας του Ν.Δ/τος 4600/1966 (ΦΕΚ 242 Α').

13.    Κατά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος, ποσά προστίμων που έχουν καταβληθεί δεν επιστρέφονται».

14.    Στην παράγραφο 3 του άρθρου 12 του Ν. 2882/2001 (Α' 17) προστίθεται πέμπτο εδάφιο ως εξής: «Η Επιτροπή του άρθρου 15 του Ν. 2882/2001 είναι αρμόδια για τον καθορισμό του ποσού της επιστρεπτέας αποζημίωσης ύστερα από αίτηση του αρμόδιου από τον σκοπό της απαλλοτρίωσης φορέα».

15.    Το Δημόσιο και ο ευρύτερος δημόσιος τομέας καθώς και τα ασφαλιστικά ταμεία και οργανισμοί δύνανται να αναθέτουν στις εταιρείες του Ν. 3758/2009 ή σε κοινοπραξίες αυτών την ενημέρωση των οφειλετών τους για τις οφειλές τους και για τα τυχόν προγράμματα ρυθμίσεων ή αποπληρωμής των οφειλών αυτών.

Αρθρο 3
Ρυθμίσεις θεμάτων αρμοδιότητας της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών θεμάτων του υπουργείου Οικονομικών

1.    Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 54 του Ν. 2238/1994 και το τρίτο εδάφιο της περίπτωσης δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 55 του Ν. 2238/1994 καταργούνται. Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου έχουν εφαρμογή για διανεμόμενα μερίσματα ή κέρδη οικονομικού έτους 2011 (διαχειριστικής περιόδου 2010) και μετά.

2.    Στο άρθρο 109 του Ν. 3852/2010 (ΦΕΚ Α' 87) προστίθεται παράγραφος 8, που έχει ως εξής: «8. Η ζημία που υφίσταται κατά τη συγχώνευση κοινωφελών επιχειρήσεων των ΟΤΑ ή Δημοτικών Επιχειρήσεων Υδρευσης και Αποχέτευσης (ΔΕΥΑ) σε νέα κοινωφελή επιχείρηση ή ΔΕΥΑ μεταφέρεται στον ισολογισμό έναρξης της νέας επιχείρησης. Το μέρος της ζημίας αυτής, για το οποίο υπήρχε δικαίωμα μεταφοράς από τα συγχωνευόμενα νομικά πρόσωπα στα επόμενα έτη με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του ΚΦΕ, μεταφέρεται για συμψηφισμό με βάση τις διατάξεις του ίδιου ως άνω άρθρου».

3.    Στο άρθρο 6 του Ν. 1665/1986 (ΦΕΚ 194 Α') προστίθεται νέα παράγραφος 12 ως εξής: «12. Σε εισφορά ακινήτων κατά τη συγχώνευση των εκμισθωτριών εταιρειών χρηματοδοτικής μίσθωσης, η απαλλαγή από τον φόρο μεταβίβασης ακινήτων που προβλέπεται στο άρθρο 3 του ΝΔ 1297/1972 (ΦΕΚ 217 Α'), εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα εισφερόμενα ακίνητα είναι εκμισθωμένα σε τρίτο με σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης κατά τον χρόνο της συγχώνευσης».

4.    Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 54 του Ν. 2238/1994 και το τρίτο εδάφιο της περίπτωσης δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 55 του Ν. 2238/1994 καταργούνται. Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου έχουν εφαρμογή για διανεμόμενα μερίσματα ή κέρδη οικονομικού έτους 2011 (διαχειριστικής περιόδου 2010) και μετά.

5.    Επιβάλλεται φόρος με συντελεστή δύο τοις χιλίοις (2%ο) στον δανεισμό μετοχών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών που πραγματοποιείται εξωχρηματιστηριακά, μη υπαγόμενης της σχετικής σύμβασης και κάθε συναφούς πράξης σε τέλος χαρτοσήμου. Ο φόρος αυτός υπολογίζεται επί της αξίας των μετοχών που δανείζονται και βαρύνει τον δανειστή, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ενώσεις προσώπων ή ομάδες περιουσίας, χωρίς να εξετάζεται η ιθαγένεια και ο τόπος που διαμένουν ή κατοικούν ή έχουν την έδρα τους και ανεξάρτητα αν έχουν απαλλαγή από οποιονδήποτε φόρο ή τέλος από διατάξεις άλλων νόμων. Για την απόδοση του φόρου αυτού έχουν εφαρμογή τα οριζόμενα από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του Ν. 2579/1998 (ΦΕΚ 31 Α').

6.    Η περίπτωση γ' της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του Ν. 1078/1980 (ΦΕΚ 238 Α'), όπως είχε τροποποιηθεί με την παράγραφο 1 του άρθρου 21 του Ν. 3842/2010 (ΦΕΚ 58 Α'), αντικαθίσταται ως εξής: «γ) οι πολίτες των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου,».

7.    Το Δημόσιο, οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης, δημοτικές κοινωφελείς επιχειρήσεις ή αμιγείς δημοτικές επιχειρήσεις που υπόκεινται στον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα ΦΠΑ (Ν. 2859/2000 - ΦΕΚ 248 Α') και εφόσον αποδεδειγμένα δεν επέβαλλαν ΦΠΑ κατά την είσπραξη των αμοιβών τους από τους αντισυμβαλλόμενους, δεν υποχρεούνται να αποδώσουν τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας που αναλογεί στις υπηρεσίες που παρασχέθηκαν μέχρι 31.12.2011. Πράξεις επιβολής Φόρου Προστιθέμενης Αξίας ή προστίμων που αφορούν τις παραπάνω υπηρεσίες και έχουν εκδοθεί για την ανωτέρω χρονική περίοδο, εφόσον δεν έχουν καταστεί με οποιονδήποτε τρόπο οριστικές μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, παύουν να ισχύουν. Ποσά που έχουν βεβαιωθεί βάσει πράξεων, που σύμφωνα με τα ανωτέρω παύουν να ισχύουν, διαγράφονται. Ποσά που καταβλήθηκαν για την αιτία αυτή δεν επιστρέφονται ούτε συμψηφίζονται.

8.    Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του Ν. 2579/1998 και της παραγράφου 2 του άρθρου 27 του Ν. 2703/1999 (ΦΕΚ 72 Α') εξακολουθούν να εφαρμόζονται για μετοχές εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών ή σε αλλοδαπό χρηματιστήριο ή σε άλλο διεθνώς αναγνωρισμένο χρηματιστηριακό θεσμό, κατά περίπτωση, οι οποίες αποκτώνται μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2012. Για τις πιο πάνω μετοχές που αποκτώνται από 1η Ιανουαρίου 2013 και μετά έχουν εφαρμογή αποκλειστικά οι διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 38 του Ν. 2238/1994.

9.    Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 38 του Ν. 2238/1994 εξακολουθούν να εφαρμόζονται για μετοχές εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών ή σε αλλοδαπό χρηματιστήριο οι οποίες έχουν αποκτηθεί μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2012.

10.    Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 22 του Ν. 3965/2011 (Α' 113) αντικαθίσταται ως εξής: «Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται για συγχωνεύσεις που ολοκληρώνονται ή για ισολογισμούς μετασχηματισμού που συντάσσονται μέχρι 30.6.2012 κατά περίπτωση».

11.    Στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 του Ν. 3943/2011 (Α' 66) προστίθενται περιπτώσεις ιστ' και ιζ', ως εξής: «ιστ) τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ή τον νόμιμο αναπληρωτή του ιζ) τον πρόεδρο της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών ή τον νόμιμο αναπληρωτή του».

12. Στην περίπτωση α' της παραγράφου 2 του άρθρου 73 του Ν. 2960/2001 (Α' 265), μετά το εδάφιο «Τα πρόσωπα αυτά, για τη λειτουργία των κεντρικών συστημάτων ή άλλων μέσων θέρμανσης, θα χρησιμοποιούν πετρέλαιο εσωτερικής καύσης (Diesel) κίνησης», προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής: «Τα ως άνω νομικά πρόσωπα με επαγγελματική εγκατάσταση σε κοινό κτίριο με άλλα πρόσωπα, παραλαμβάνουν αρχικά πετρέλαιο εσωτερικής καύσης (diesel) και φωτιστικό πετρέλαιο για χρήση ως καύσιμα θέρμανσης, κατά την ως άνω οριζόμενη χρονική περίοδο, με συντελεστή ΕΦΚ που ορίζεται σε εξήντα (60) ευρώ ανά χιλιόλιτρο και στη συνέχεια καταβάλλουν τη διαφορά του συντελεστή ΕΦΚ που αναλογεί στις περιπτώσεις ζ' και ια' της παραγράφου 1, του παρόντος άρθρου και του ως άνω οριζόμενου χαμηλού συντελεστή, του ΦΠΑ που αναλογεί σε αυτήν και των λοιπών επιβαρύνσεων. Η καταβολή των συμπληρωματικών φορολογικών επιβαρύνσεων πραγματοποιείται μέχρι και την 20ή Ιανουαρίου για τις καταναλωθείσες ποσότητες καυσίμων θέρμανσης της περιόδου από 15 Οκτωβρίου μέχρι 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους και μέχρι και την 20ή Μαΐου, για τις ποσότητες της περιόδου από 1 Ιανουαρίου μέχρι 30 Απριλίου του ίδιου έτους».

13.    Οι διατάξεις του άρθρου 1 του Ν.Δ. 1297/1972 (Α' 217) αντικαθίστανται ως εξής: «Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται επί συγχωνεύσεως ή μετατροπής επιχειρήσεων, οποιασδήποτε μορφής, σε ανώνυμη εταιρεία ή προς τον σκοπό ίδρυσης ανώνυμης εταιρείας, καθώς και επί συγχωνεύσεως ή μετατροπής επιχειρήσεων, οποιασδήποτε μορφής, εφόσον σε αυτές δεν περιλαμβάνεται ανώνυμη εταιρεία, σε εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ή προς τον σκοπό ίδρυσης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης».

14.    Το άρθρο 12 του Ν.Δ. 1297/1972 παύει να ισχύει για συγχωνεύσεις ή μετατροπές επιχειρήσεων που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του νομοθετήματος αυτού από τη δημοσίευση του παρόντος και μετά. Επίσης, παύει να ισχύει η παράγραφος 11 του άρθρου 7 του Ν. 2386/1996 (Α' 43) για μετασχηματισμούς επιχειρήσεων που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 έως και 5 του Ν. 2166/1993 (Α' 137). Το προηγούμενο εδάφιο καταλαμβάνει μετασχηματισμούς για την πραγματοποίηση των οποίων συντάσσονται ισολογισμοί μετασχηματισμού από τη δημοσίευση του παρόντος και μετά.

15.    Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του Ν. 2166/1993 προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής: «Ειδικά για τη ζημία παρελθουσών χρήσεων της απορροφώσας ανώνυμης εταιρείας ή εταιρείας περιορισμένης ευθύνης εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του ΚΦΕ».

16.    Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για απορροφήσεις για την πραγματοποίηση των οποίων συντάσσονται ισολογισμοί μετασχηματισμού από τη δημοσίευση του παρόντος και μετά.

17.    Στο άρθρο 67Α  προστίθεται παράγραφος ως εξής: «... Ο έλεγχος στην επαγγελματική εγκατάσταση του φορολογουμένου ή από το γραφείο χρησιμοποιώντας ήδη διαπιστωμένες παραβάσεις, στοιχεία, πληροφορίες από την υπηρεσία και τρίτους όπως και στατιστικά δεδομένα πωλήσεων - εκροών από την ελεγχόμενη σε συνδυασμό με παρεμφερή που διαθέτει από ομοειδείς επιχειρήσεις εφαρμόζοντας:
α) την αρχή των αναλογιών,
β) την ανάλυση ρευστότητας του φορολογουμένου,
γ) την καθαρή θέση του φορολογουμένου,
δ) τη σχέση της τιμής πώλησης στον συνολικό όγκο κύκλου εργασιών, και
ε) το ύψος των τραπεζικών καταθέσεων και τις δαπάνες σε μετρητά, μπορεί να προσδιορίσει τα ακαθάριστα έσοδα, τις εκροές του επιτηδευματία, τα φορολογητέα κέρδη και τον οφειλόμενο Φόρο Προστιθέμενης Αξίας βάσει των γενικά παραδεκτών αρχών και τεχνικών της Ελεγκτικής. Με υπουργική απόφαση καθορίζονται αναλυτικά τα δεδομένα και οι πιο πάνω αναφερόμενες τεχνικές με τις οποίες προσδιορίζονται με έμμεσο τρόπο τα ακαθάριστα έσοδα, οι εκροές, τα φορολογητέα κέρδη και ο οφειλόμενος ΦΠΑ του ελεγχόμενου επιτηδευματία. Εφόσον το αποτέλεσμα του ελέγχου έχει εξαχθεί βάσει των πιο πάνω μεθόδων, ο Προϊστάμενος της ελεγκτικής μονάδας πριν την έκδοση της πράξης υπολογισμού του φόρου, οφείλει να καλέσει τον υπόχρεο σε ακρόαση ο οποίος μπορεί να επικαλεστεί οποιοδήποτε στοιχείο προκειμένου να προβεί σε ανταπόδειξη».

18. Ο τίτλος και οι παράγραφοι 1, 4, 6 και 8 του άρθρου 70Α του ΚΦΕ τροποποιούνται ως εξής:
α) Στον τίτλο του άρθρου 70Α του ΚΦΕ μετά τη λέξη «Ελέγχων» τίθενται οι λέξεις «και Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων».
β) Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 αντικαθίσταται ως εξής: «1. Συνιστάται στη Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων και Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων του υπουργείου Οικονομικών πενταμελής Επιτροπή αποτελούμενη από δύο πρώην ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς ή πρώην λειτουργούς του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, εκ των οποίων ο ένας ως πρόεδρος, έναν υπάλληλο της Κεντρικής Υπηρεσίας του υπουργείου Οικονομικών, προϊστάμενο οργανικής μονάδας επιπέδου Διεύθυνσης, έναν υπάλληλο του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος, προϊστάμενο οργανικής μονάδας επιπέδου Διεύθυνσης και έναν εκπρόσωπο του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ)».
γ) Στο τέλος της παραγράφου 4 προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής: «Η Επιτροπή επιλαμβάνεται της διοικητικής επίλυσης των διαφορών των καταλογιστικών πράξεων που αφορούν τον ίδιο έλεγχο, εφόσον η διαφορά σε μία τουλάχιστον από αυτές καθιστά την επιτροπή αρμόδια ή αποκλειστικά αρμόδια για τη διοικητική επίλυση αυτής».
δ) Στο τέλος του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 6 πριν την τελεία τίθενται οι λέξεις «πριν από τη συζήτηση αυτής στο υφιστάμενο όργανο».
ε) Η παράγραφος 8 αντικαθίσταται ως εξής: «8. Γραμματειακή υποστήριξη στην ΕΔΕΦΔ παρέχεται από τη Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων και Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων του υπουργείου Οικονομικών. Με πράξη του προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικών Ελέγχων και Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων ως εισηγητές ενώπιον της επιτροπής μπορούν να ορίζονται προϊστάμενοι οργανικής μονάδας επιπέδου τμήματος της Κεντρικής Υπηρεσίας του υπουργείου Οικονομικών. Επίσης, ως εισηγητές μπορούν να ορίζονται κατά τα ανωτέρω και επόπτες ελέγχου ή προϊστάμενοι οργανικής μονάδας επιπέδου τμήματος ή προϊστάμενοι Ειδικών Συνεργείων Ελέγχου του άρθρου 39 του Ν. 1914/1990 (ΦΕΚ 178 Α'), όπως ισχύει, για τις υποθέσεις της ΔΟΥ Μεγάλων Επιχειρήσεων, των Ελεγκτικών Κέντρων και των Ειδικών Συνεργείων Ελέγχου του άρθρου 39 του Ν. 1914/1990, για τις λοιπές δε υποθέσεις και επόπτες ελέγχου ή προϊστάμενοι οργανικής μονάδας επιπέδου τμήματος των ΔΟΥ του Νομού Αττικής».

19.    Αιτήσεις προς την ΕΔΕΦΔ που έχουν υποβληθεί πριν από την ημερομηνία έναρξης υποβολής αιτήσεων προς αυτή, διαβιβάζονται στην επιτροπή, μέσω της αρμόδιας φορολογικής αρχής, εφόσον η επιτροπή είναι αρμόδια ή αποκλειστικά αρμόδια για να επιληφθεί της διοικητικής επίλυσης των διαφορών. Αν έχει υποβληθεί προγενεστέρως άλλη αίτηση διοικητικής επίλυσης της διαφοράς σε άλλο υφιστάμενο όργανο, η αίτηση προς την ΕΔΕΦΔ διαβιβάζεται σε αυτήν, εφόσον ο φορολογούμενος παραιτηθεί από την προγενέστερη αίτηση, πριν από τη συζήτηση αυτής στο υφιστάμενο όργανο. Υποβληθείσες αιτήσεις διοικητικής επίλυσης των διαφορών σε άλλα υφιστάμενα όργανα οι οποίες εκκρεμούν σε αυτά κατά την 27.10.2011, διαβιβάζονται στην επιτροπή, εφόσον αυτή είναι αποκλειστικά αρμόδια για τη διοικητική επίλυση των διαφορών. Εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου αιτήσεις διοικητικής επίλυσης των διαφορών σε άλλα υφιστάμενα όργανα διαβιβάζονται στην ΕΔΕΦΔ, εφόσον από τον ίδιο φορολογικό έλεγχο εκκρεμεί, κατά την ημερομηνία αυτή, ενώπιον της επιτροπής αίτηση του φορολογούμενου για διοικητική επίλυση διαφοράς.

20.    Στην παράγραφο 5 του άρθρου 55 του Ν. 4002/2011 (Α' 180) προστίθενται υποπαράγραφοι β' και γ' και οι υφιστάμενες β', γ' και δ' αναριθμούνται σε δ', ε' και στ' ως εξής: «β) Με αποφάσεις του υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, είναι δυνατόν να καταργούνται περιφερειακές οργανικές μονάδες του υπουργείου Οικονομικών οποιουδήποτε επιπέδου και οι αρμοδιότητές τους να μεταφέρονται και να ασκούνται από άλλη περιφερειακή οργανική μονάδα της περιφερειακής ενότητας της έδρας του οικείου νομού ή άλλης περιφερειακής ενότητας του ίδιου νομού ή της οικείας ή άλλης περιφέρειας, εξαιρουμένων των οργανικών μονάδων των νομών Αττικής και Θεσσαλονίκης, όπου με όμοιες αποφάσεις είναι δυνατόν να ορίζονται περισσότερες της μιας οργανικές μονάδες, στις οποίες μεταφέρονται και ασκούνται οι παραπάνω αρμοδιότητες. γ) Με αποφάσεις του υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να καθορίζεται ή να ανακαθορίζεται η εσωτερική διάρθρωση των υπηρεσιών του υπουργείου Οικονομικών και να συστήνονται ή να καταργούνται με τις ίδιες αποφάσεις οργανικές μονάδες επιπέδου τμήματος ή υποδιεύθυνσης».

21.    Στην παράγραφο 14 του άρθρου 55 του Ν. 4002/2011, πριν από τη λέξη «αναστέλλεται» τίθενται οι λέξεις «καταργείται ή».

22.    Η παράγραφος 9 του άρθρου 147 του Ν. 2960/2001 αντικαθίσταται ως εξής: «9. α) Σε περίπτωση μη καταχώρησης ή εκπρόθεσμης καταχώρησης ή ανακριβούς καταχώρησης των συναλλαγών πετρελαίου θέρμανσης στο Πληροφοριακό Σύστημα Παρακολούθησης Πετρελαίου Θέρμανσης, εντός της κατά το άρθρο 73 παράγραφος 2 περίπτωση α' του παρόντος νόμου περιόδου, επιφυλασσομένων των περί λαθρεμπορίας διατάξεων, επιβάλλονται τα ακόλουθα πρόστιμα: Α) Σε περίπτωση εκπρόθεσμης καταχώρησης, εάν το φορολογικό παραστατικό της συναλλαγής αφορά σε ποσότητα: αα) μέχρι 3.000 λίτρων επιβάλλεται πρόστιμο 200 ευρώ ββ) από 3.000 έως 10.000 λίτρων επιβάλλεται πρόστιμο 400 ευρώ γγ) από 10.000 έως 30.000 λίτρων επιβάλλεται πρόστιμο 700 ευρώ δδ) άνω των 30.000 λίτρων επιβάλλεται πρόστιμο 2.000 ευρώ. Τα πρόστιμα αυτά δεν επιβάλλονται στην περίπτωση που τα αρμόδια τελωνειακά όργανα κρίνουν με αιτιολογημένη απόφασή τους ότι οι αντίστοιχες παραβάσεις οφείλονται σε αντικειμενική δυσλειτουργία του ανωτέρω συστήματος και υπό την προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος αποστείλει με τηλεομοιοτυπία τα στοιχεία της καταχώρησης στο αρμόδιο τελωνειακό όργανο εντός της νόμιμης προθεσμίας καταχώρησης. Β) Σε περίπτωση μη καταχώρησης ή ανακριβούς καταχώρησης, εάν το φορολογικό παραστατικό της συναλλαγής αφορά σε ποσότητα: αα) μέχρι 3.000 λίτρων επιβάλλεται πρόστιμο 400 ευρώ ββ) από 3.000 έως 10.000 λίτρων επιβάλλεται πρόστιμο 1.000 ευρώ γγ) από 10.000 έως 30.000 λίτρων επιβάλλεται πρόστιμο 1.600 ευρώ δδ) άνω των 30.000 λίτρων επιβάλλεται πρόστιμο 3.000 ευρώ. Δεν αποτελεί ανακριβή καταχώρηση κατά τα ανωτέρω, ανακριβής δήλωση η οποία εισήχθη διορθωμένη στο ως άνω σύστημα από μέλος ΔΙΠΕΘΕ, εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 5 παράγραφος 1 του Ν. 3899/2010 προθεσμίας. Σε περίπτωση που μέλος ΔΙΠΕΘΕ επαναλάβει, εντός της ίδιας περιόδου χρήσης, τις ως άνω παραβάσεις, ανεξαρτήτως της αναγραφόμενης στο παραστατικό ποσότητας, από δύο έως και πέντε φορές τα ως άνω πρόστιμα διπλασιάζονται, και από πέντε και πάνω, τα ως άνω πρόστιμα τριπλασιάζονται. Σε περίπτωση που εντός της ίδιας περιόδου χρήσης πετρελαίου θέρμανσης μέλος ΔΙΠΕΘΕ υποπέσει σε μία ή περισσότερες εκ των ως άνω παραβάσεων οι οποίες αναλογούν στο 5% του συνόλου των φορολογικών παραστατικών που έχει υποβάλει στο σύστημα για την ίδια περίοδο, διαγράφεται από το μητρώο ΔΙΠΕΘΕ. Β) Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται και επί εκπρόθεσμης καταχώρησης, ανακριβούς καταχώρησης και μη καταχώρησης φορολογικών παραστατικών συναλλαγής πετρελαίου θέρμανσης στο Πληροφοριακό Σύστημα Παρακολούθησης Πετρελαίου Θέρμανσης, οι οποίες τελέστηκαν από 1.1.2011 μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, ως ακολούθως: α) Για τις περιπτώσεις που δεν έχει εκδοθεί καταλογιστική πράξη, εφόσον ο ενδιαφερόμενος υποβάλει αίτηση για υπαγωγή του στις παρούσες διατάξεις εντός δύο μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. β) Για τις περιπτώσεις που έχει εκδοθεί καταλογιστική πράξη και κατά αυτής έχει ασκηθεί προσφυγή επί της οποίας δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον ο ενδιαφερόμενος υποβάλει αίτηση για υπαγωγή του στις παρούσες διατάξεις και παραιτηθεί όλων των ενδίκων μέσων, εντός δύο μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. γ) Για τις περιπτώσεις που έχει εκδοθεί καταλογιστική πράξη και η προθεσμία προσφυγής παρήλθε άπρακτη, εφόσον ο ενδιαφερόμενος υποβάλει αίτηση για υπαγωγή του στις παρούσες διατάξεις εντός δύο μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. Σε περίπτωση κατά την οποία τα πρόστιμα που αντιστοιχούν στις παραβάσεις της παρούσας παραγράφου καταβληθούν σε αποκλειστική προθεσμία δύο μηνών από την έκδοση της οικίας καταλογιστικής πράξης, το ποσό του προστίμου περιορίζεται στο 80% του συνολικά επιβληθέντος».

23.    Στην παράγραφο 1 του άρθρου 6 της Δ. 247/88 ΑΥΟ (Β' 195) που κυρώθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 11 του Ν. 1839/1989 (Α' 90) προστίθεται κατηγορία ι), ως εξής: «ι) Αλλοδαποί υπήκοοι που έχουν τη συνήθη κατοικία τους στο εξωτερικό και έρχονται στην Ελλάδα για εκτέλεση υπηρεσίας καθορισμένης διάρκειας, ως μέλη προσωπικού ξένων Ενοπλων Δυνάμεων οι οποίες σταθμεύουν προσωρινά στην Ελλάδα, στο πλαίσιο Διεθνών Συμφωνιών και οι οποίοι δεν καλύπτονται για τη χορήγηση απαλλαγών από το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο. Η διάρκεια παραμονής των ειδών στο καθεστώς προσωρινής εισαγωγής, ορίζεται ίση με το απαιτούμενο χρονικό διάστημα παραμονής του προσώπου, με αποκλειστικό σκοπό την εκπλήρωση της αποστολής του».

24.    Οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 6 της Δ. 247/88 ΑΥΟ (Β' 195) που κυρώθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 11 του ν. 1839/89 (Α' 90), αντικαθίστανται ως εξής: «2. Με την επιφύλαξη των όσων ορίζονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 8, κάθε κατηγορία προσώπων που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο, μπορεί να εισάγει προσωρινά τα παρακάτω από τα είδη που αναφέρονται στο άρθρο 1: α) οι κατηγορίες α', β', γ', δ', στ' και ι', ιδιωτικής χρήσης επιβατικό όχημα και είδη ατομικής χρήσης, β) οι κατηγορίες ζ', η' και θ', μόνο ιδιωτικής χρήσης επιβατικό όχημα, γ) η κατηγορία ε', μόνο ιδιωτικής χρήσης επιβατικό αυτοκίνητο, το οποίο δεν μπορούν να αντικαταστήσουν παρά μόνο σε περίπτωση κλοπής ή ολικής καταστροφής αυτού. 3. Για τα επιβατικά οχήματα που εισάγονται και κυκλοφορούν με το καθεστώς της προσωρινής εισαγωγής, από τα πρόσωπα των κατηγοριών α', β', γ', δ', ε' και ι' της παραγράφου 1 της παρούσας απόφασης, οφείλονται από την εισαγωγή τα προβλεπόμενα από τις κείμενες διατάξεις τέλη κυκλοφορίας, εκτός από τα οχήματα των προσώπων της κατηγορίας α', τα οποία έχουν τη συνήθη κατοικία σε χώρα - μέλος της ΕΟΚ και εισάγουν επιβατικό όχημα που φέρει πινακίδες κυκλοφορίας κανονικής σειράς της χώρας - μέλους, που έχει εκδώσει την άδεια κυκλοφορίας».

25.    Η περίπτωση β' της παραγράφου 3 του άρθρου 8 της Δ. 247/88 ΑΥΟ (Β' 195) που κυρώθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 11 του ν. 1839/89 (Α' 90), αντικαθίσταται ως εξής: «β. Προκειμένου για μεταφορικά μέσα ιδιωτικής χρήσης που παραλαμβάνουν τα πρόσωπα που ορίζονται στις διατάξεις των στοιχείων γ', δ', ε', θ' και ι' του άρθρου 6 ή προκειμένου για επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης που παραλαμβάνουν τα πρόσωπα που ορίζονται στο άρθρο 18 της παρούσας απόφασης, επιτρέπεται η οδήγησή τους από τον ή τη σύζυγο και τα παιδιά του δικαιούχου προσώπου, χωρίς την έγκριση της Τελωνειακής αρχής και ανεξάρτητα αν τα πρόσωπα αυτά θεμελιώνουν δικαίωμα προσωρινής εισαγωγής.».

26.    Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 13 της Δ. 247/88 ΑΥΟ (Β' 195), που κυρώθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 11 του ν. 1839/89 (Α' 90), αντικαθίσταται ως εξής: «4. Με την επιφύλαξη της ειδικής αρμοδιότητας που έχει δοθεί στη Διεύθυνση Παρακολούθησης και Ελέγχου Αυτοκινήτων (ΔΙΠΕΑ) και στο Α' Τελωνείο Θεσσαλονίκης για τις περιοχές της αρμοδιότητάς τους, αρμόδιες αρχές για την παράδοση, μεταφορικών μέσων και ειδών ατομικής χρήσης με το καθεστώς της παρούσας απόφασης, στα πρόσωπα των κατηγοριών α', β', γ', δ', ε' και ι' της παραγράφου 1 του άρθρου 6 αυτής, ή με το καθεστώς των διατάξεων που αναφέρονται στο άρθρο 18 αυτής είναι οι Διευθύνσεις Τελωνείων και τα Τελωνεία Α' Τάξης». 27. Η παράγραφος 1 του άρθρου 14 της Δ. 247/88 ΑΥΟ (Β' 195) που κυρώθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 11 του ν. 1839/89 (Α' 90), αντικαθίσταται ως εξής: «1. Η προβλεπόμενη κατά περίπτωση διάρκεια παραμονής των μεταφορικών μέσων και ειδών ατομικής χρήσης που έχουν παραληφθεί με βάση τις διατάξεις των στοιχείων β', γ', δ' και ι' της παραγράφου 1 του άρθρου 6 της παρούσας απόφασης ή με βάση τις διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 18 αυτής, μπορεί να παρατείνεται από την αρμόδια τελωνειακή αρχή, για τρεις μήνες κατ' ανώτατο όριο, εφόσον το δικαιούχο πρόσωπο εξακολουθεί να παραμένει προσωρινά στη χώρα».


Αρθρο 4 Επέκταση φορολογικού πιστοποιητικού

1.    Οι νόμιμοι ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία που είναι εγγεγραμμένοι στο δημόσιο μητρώο του Ν. 3693/2008 (ΦΕΚ Α' 174), υποχρεούνται στη χορήγηση του φορολογικού πιστοποιητικού που αναφέρεται στην παρ. 5 του άρθρου 82 του ΚΦΕ, για όλες τις εταιρίες ή άλλου είδους νομικά πρόσωπα, στα οποία ασκούν τακτικό οικονομικό έλεγχο, εκτός των ΝΠΔΔ.

2.    Οι Ανώνυμες Εταιρίες και οι Εταιρίες Περιορισμένης Ευθύνης που δεν ελέγχονται από νόμιμους ελεγκτές και ελεγκτικά γραφεία, υποχρεούνται να ελέγχονται από Φοροτέχνες - Ελεγκτές Ειδικών Προσόντων (ΦΕΕΠ) που εργάζονται σε Φοροελεγκτικές Εταιρίες, οι οποίοι χορηγούν ειδική Εκθεση Φορολογικών Ευρημάτων (ΕΦΕ).

3.    Κάθε Φοροελεγκτική Εταιρία πρέπει να έχει τουλάχιστον πέντε εταίρους Φοροτέχνες - Ελεγκτές Ειδικών Προσόντων και να είναι εγγεγραμμένη στο Ινστιτούτο Φοροελεγκτικών Εταιριών, το οποίο είναι ΝΠΙΔ, με μέλη τις Φοροελεγκτικές Εταιρίες και σκοπό τη συγκροτημένη λειτουργία αυτών των εταιριών και τη διαρκή παροχή τεχνικής βοήθειας στους ελέγχους.

4.    Η Εποπτεία των Φοροελεγκτικών Εταιριών και των Φοροτεχνών - Ελεγκτών Ειδικών Προσόντων, ασκείται από την Επιτροπή Εποπτείας Φοροελεγκτικών Εταιριών (ΕΕΦΕ), η οποία αποτελεί ανεξάρτητη υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών και η στελέχωσή της είναι απολύτως ανεξάρτητη από τους φορείς και τα πρόσωπα που εποπτεύει.

5.    Η ΕΕΦΕ ορίζεται από τον Υπουργό Οικονομικών με τριετή θητεία και αποτελείται από το Γενικό Διευθυντή Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομικών, έναν εκπρόσωπο της Ενωσης των Εμπορικών Επιμελητηρίων, έναν καθηγητή Ελεγκτικής ή Λογιστικής ΑΕΙ και δύο πρόσωπα εγνωσμένου κύρους και εμπειρίας στον τομέα της φορολογίας.

6.    Η ΕΕΦΕ τηρεί Μητρώο των Φοροελεγκτικών Εταιριών και των Φοροτεχνών Ελεγκτών Ειδικών Προσόντων, εγγράφοντας ή διαγράφοντας εταιρίες και ελεγκτές με ειδικές διαδικασίες, καθορίζει μετά από εισήγηση της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικών Ελέγχων και Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων τα πρότυπα με τα οποία διενεργούνται οι έλεγχοι, τα πρότυπα δεοντολογίας στα οποία περιλαμβάνονται και οι ασυμβίβαστες δραστηριότητες, τα πρότυπα εσωτερικής οργάνωσης των εταιριών, τις υποχρεώσεις ασφάλισης έναντι κινδύνων αστικής ευθύνης, τα πρότυπα ποιοτικού ελέγχου και ασκεί τον ποιοτικό έλεγχο και την πειθαρχική εξουσία. Το κόστος λειτουργίας της καλύπτεται από εισφορές των φοροελεγκτικών εταιριών που καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.

7.    Οι Φοροτέχνες Ελεγκτές Ειδικών Προσόντων, πρέπει να είναι μέλη του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, να έχουν τουλάχιστον τριετή αποδειγμένη εργασιακή εμπειρία στους τομείς της λογιστικής της ελεγκτικής ή της παροχής φορολογικών υπηρεσιών, να έχουν παρακολουθήσει ειδικά σεμινάρια φορολογικής ελεγκτικής τουλάχιστον τρίμηνης διάρκειας, με προδιαγραφές που θα οριστούν από την ΕΕΦΕ και να επιτύχουν σε εξετάσεις που οργανώνει η ΕΕΦΕ.

8.    Ο τίτλος του Φοροτέχνη Ελεγκτή Ειδικών Προσόντων, που χορηγείται με την πιο πάνω διαδικασία, είναι προσωρινός. Οι Φοροτέχνες Ελεγκτές υποχρεούνται από την αρχική εγγραφή τους στο Μητρώο, για διάστημα δύο ετών να παρακολουθήσουν σεμινάρια τουλάχιστον 100 ωρών κάθε έτος και να υφίστανται γραπτές και προφορικές εξετάσεις που διενεργούνται από την ΕΕΦΕ κάθε έτος. Μετά την επιτυχή συμμετοχή τους στις εξετάσεις για δύο έτη, ο τίτλος τους καθίσταται οριστικός, ενώ οι υποχρεώσεις τους για διαρκή εκπαίδευση στο εξής, ορίζονται από τα Πρότυπα Ποιοτικού Ελέγχου.

9.    Η διαδικασία ανάληψης, εκτέλεσης και ολοκλήρωσης του ελέγχου των Φοροελεγκτικών Εταιριών, παρακολουθείται σε ειδικό πληροφοριακό σύστημα του Υπουργείου Οικονομικών, κατ' αναλογία του συστήματος παρακολούθησης των ελέγχων των νόμιμων ελεγκτών και ελεγκτικών γραφείων.

10.    Ο έλεγχος των Φοροελεγκτικών Εταιριών διενεργείται με βάση Πρόγραμμα Ελέγχου που εκπονεί η Γενική Διεύθυνση Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομικών το οποίο αναβαθμίζεται κάθε έτος.

11.    Οι αμοιβές των φοροελεγκτικών εταιριών καταβάλλονται από τις ελεγχόμενες εταιρίες, είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης με βάση τα δεδομένα της αγοράς, ανακοινώνονται στο Υπουργείο Οικονομικών και εκπίπτουν φορολογικά από τα έσοδα των ελεγχόμενων επιχειρήσεων.

12.    Οι ποινές των Φοροελεγκτικών Εταιριών και των Φοροτεχνών Ελεγκτών Ειδικών Προσόντων, είναι ανάλογες με αυτές των Νόμιμων Ελεγκτών και Ελεγκτικών Γραφείων που χορηγούν το Φορολογικό Πιστοποιητικό.

13.    Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ορίζονται οι ειδικότερες λεπτομέρειες λειτουργίας της ΕΕΦΕ, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων αυτού του άρθρου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: