Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

ΑΠ 285/2012 Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της φοροδιαφυγής, απαιτείται, αντικειμενικώς η έκδοση από το δράστη πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή η αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων (και μάλιστα ανεξαρτήτως αν τα τελευταία είναι και πλαστά, αφού ο νόμος δεν θεωρεί ως εικονικά μόνο τα γνήσια), υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω, και με την έννοια της αμφιβολίας, της πλαστότητας ή της εικονικότητας των φορολογικών στοιχείων και, επί αποδοχής της εικονικότητας αυτών, τη θέληση ή αποδοχή του δράστη να προβεί στην έκδοση των πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή να αποδεχθεί εικονικά φορολογικά στοιχεία.


ΑΠ 285/2012
Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της φοροδιαφυγής, απαιτείται, αντικειμενικώς η έκδοση από το δράστη πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή η αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων (και μάλιστα ανεξαρτήτως αν τα τελευταία είναι και πλαστά, αφού ο νόμος δεν θεωρεί ως εικονικά μόνο τα γνήσια), υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω, και με την έννοια της αμφιβολίας, της πλαστότητας ή της εικονικότητας των φορολογικών στοιχείων και, επί αποδοχής της εικονικότητας αυτών, τη θέληση ή αποδοχή του δράστη να προβεί στην έκδοση των πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή να αποδεχθεί εικονικά φορολογικά στοιχεία. Σκοπός του δράστη για την απόκρυψη φορολογητέας ύλης δεν απαιτείται πλέον, ως πρόσθετο στοιχείο για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος, σε αντίθεση προς το άρθρο 31 παρ. 1 περ. η` του ν. 1591/1986., που απαιτούσε για την υποκειμενική θεμελίωση του, πλην του βασικού δόλου, αναφορικά με τα στοιχεία της αντικειμενικής του υποστάσεως, και σκοπό του δράστη να αποκρύψει τη φορολογητέα ύλη.
ΑΠ  285/2012

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ειρήνη Κιουρκτσόγλου- Πετρουλάκη- Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Ιανουαρίου 2012, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ρούσσου- Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Κ. Π. του Ν., κατοίκου . , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Μαλεβίτη περί αναιρέσεως της 349/2012 αποφάσεως Τριμελούς Πλημ/κείου Δράμας.

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Δράμας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Απριλίου 2011 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 594/2011.

Αφού άκουσε

Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 19 παρ.1 εδ. α του ν. 2523/1997 "διοικητικές - ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία άλλες διατάξεις", υπό την ισχύ του οποίου φέρεται τελεσθείσα η εν προκειμένω φοροδιαφυγή, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση του με το άρθρο 40 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, "όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών".
Κατά δε την παρ. 4 του ίδιου άρθρου, "εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολο της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματος του ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία.
Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό πρόσωπο για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγματικού υπευθύνου που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερης της πραγματικής θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας".
Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του ανωτέρω εγκλήματος της φοροδιαφυγής, απαιτείται, αντικειμενικώς η έκδοση από το δράστη πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή η αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων (και μάλιστα ανεξαρτήτως αν τα τελευταία είναι και πλαστά, αφού ο νόμος δεν θεωρεί ως εικονικά μόνο τα γνήσια), υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω, και με την έννοια της αμφιβολίας, της πλαστότητας ή της εικονικότητας των φορολογικών στοιχείων και, επί αποδοχής της εικονικότητας αυτών, τη θέληση ή αποδοχή του δράστη να προβεί στην έκδοση των πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή να αποδεχθεί εικονικά φορολογικά στοιχεία. Σκοπός του δράστη για την απόκρυψη φορολογητέας ύλης δεν απαιτείται πλέον, ως πρόσθετο στοιχείο για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος, σε αντίθεση προς το άρθρο 31 παρ. 1 περ. η` του ν. 1591/1986., που απαιτούσε για την υποκειμενική θεμελίωση του, πλην του βασικού δόλου, αναφορικά με τα στοιχεία της αντικειμενικής του υποστάσεως, και σκοπό του δράστη να αποκρύψει τη φορολογητέα ύλη.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 21 παρ. 10 του ίδιου ως άνω Ν. 2523/1997 "η παραγραφή των αδικημάτων του παρόντος νόμου αράζει από την τελεσιδικία της αποφάσεως επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή, σε περίπτωση μη ασκήσεως προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκηση της". Η τελευταία αυτή διάταξη για το χρόνο ενάρξεως της παραγραφής, εφόσον δεν κάνει διάκριση, κατελάμβανε και τα εγκλήματα του ως άνω άρθρου 19, μολονότι η ποινική δίωξη γι` αυτά ασκείτο άμεσα, με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά, (σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 2 εδ. 3 του Ν. 2523/1997, όπως το εν λόγω εδάφιο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 3 του Ν. 2753/1999)και δεν είχε ως προϋπόθεση, την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου επί της ασκηθείσης προσφυγής και επί μη ασκήσεως προσφυγής, την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής με την πάροδο της προς τούτο νόμιμης προθεσμίας, όπως επί των εγκλημάτων των άρθρων 17 και 18 του ίδιου νόμου. Από το γεγονός ότι στην περί παραγραφής ως άνω διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 τίθεται ως αφετηρία της παραγραφής η τελεσιδικία της αποφάσεως επί της ασκηθείσης προσφυγής κ.λ.π, δεν προκύπτει ότι για το έγκλημα του άρθρου 19, για το οποίο τίθεται διαφορετική προϋπόθεση για την άσκηση ποινικής διώξεως, ο νόμος άφησε ηθελημένα αρρύθμιστο το θέμα της παραγραφής του εγκλήματος αυτού, ώστε να ισχύσουν επ` αυτού οι διατάξεις του γενικού μέρους του ποινικού κώδικα των άρθρων 17, 111 και 112 κατά τις οποίες η παραγραφή επί πλημμελημάτων είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα τελέσεως τους, δηλαδή από την ημέρα που ο δράστης ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει. Εξάλλου με το άρθρο 2 παρ. 8 του Ν. 2954/2001 προστέθηκε στην ως άνω παρ. 10 του άρθρου 21 του Ν. 2523/1997 δεύτερο εδάφιο, συμφωνά με το οποίο "στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπιστώσεως του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεωρήσεως του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου από τον προϊστάμενο της αρχής που ενήργησε τον έλεγχο". Η τελευταία αυτή ρύθμιση, είναι ευμενέστερη για το δράστη της αξιόποινης πράξεως του άρθρου 19, από εκείνη που, κατά τα ανωτέρω, ίσχυε προηγουμένως, σύμφωνα με την οποία η παραγραφή άρχιζε από την τελεσιδικία της αποφάσεως επί της προσφυγής που ασκήθηκε και επί μη ασκήσεως προσφυγής από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, αφού καθορίζει προγενέστερο χρόνο ενάρξεως αυτής και επομένως εφαρμόζεται κατά το άρθρο 2 παρ. 1 Π.Κ. και για τα εγκλήματα που τελέσθηκαν πριν από την ισχύ του, την 2-11-2001. Περαιτέρω η παραγραφή της πράξεως, η οποία είναι, όπως αναφέρθηκε, θεσμός ουσιαστικού ποινικού δικαίου και η χρονική διάρκεια της οποίας ορίζεται για τα πλημμελήματα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 111 του Π.Κ., πενταετής, αρχίζει κατά τη διάταξη του άρθρου 112 του ίδιου Κώδικα, από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, εκτός αν ορίζεται άλλως (όπως στα προαναφερθέντα εγκλήματα του άρθρου 19, του ν. 2523/1997). Επίσης, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο, στην περίπτωση δε που το διατακτικό διακρίνεται από πληρότητα και δεν έχει κενά η ταύτισή του με το αιτιολογικό δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας, ενώ σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τί προέκυψε χωριστά από καθένα, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Τέλος κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε` Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 349/2011 απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Δράμας που την εξέδωσε σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε στο αιτιολογικό του, σχετικά με την κατηγορία, και μετά από ανάπτυξη του νομικού μέρους της υπόθεσης, ότι από τα αναφερόμενα κατ` είδος αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν τα εξής: " Ο κατηγορούμενος ως νόμιμος εκπρόσωπος της επιχείρησης με την επωνυμία "...... ..... ...... ...... .............., που εδρεύει στο 11° χιλιόμετρο Δράμας-Καβάλας, κατ` εξακολούθηση αποδέχθηκε τριάντα εικονικά φορολογικά στοιχεία (τιμολόγια- δελτία αποστολής) εκδόσεως της επιχείρησης με την επωνυμία Ο. Ε.-εμπόριο σιδηρικών, τα οποία αναλύονται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας ως προς το χρόνο έκδοσης και την αξία καθενός εξ αυτών. Τα ως άνω φορολογικά στοιχεία συνολικής αξίας 198.608.667 δραχμών καταχώρησε στα λογιστικά βιβλία της εκπροσωπούμενης από αυτόν εταιρίας, καίτοι γνώριζε ότι αφορούσαν ανύπαρκτες συναλλαγές, καθόσον δεν εκδόθηκαν επί πωλήσεων εμπορευμάτων από την εταιρία Ο. Ε. προς την επιχείρηση που εκπροσωπούσε ο κατηγορούμενος, αφού αυτές (πωλήσεις) ουδέποτε συνήφθησαν. Κατά τον έλεγχο που διενεργήθηκε από τους αρμοδίους υπαλλήλους του ΣΔΟΕ, που συνέταξαν την υπ` αρ. 475/19-10- 2007 έκθεση ελέγχου, η οποία θεωρήθηκε από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων στις 8-11-2007, όλες οι συναλλαγές ήσαν ανύπαρκτες και εικονικές. Ειδικότερα, αποδείχθηκε από την προαναφερομένη έκθεση που αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, αλλά και από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας Ε. Α. και Κ. Φ., υπαλλήλων του ΣΔΟΕ και συντακτών της έκθεσης ελέγχου, ότι τα φορολογικά στοιχεία που αποδέχθηκε ο κατηγορούμενος (με την προαναφερθείσα ιδιότητα του) της εταιρίας Ο. Ε. δεν αφορούσαν συναλλαγές μεταξύ εκδότριας και λήπτριας εταιρίας, αφού δεν υπήρχε συνεργασία ή σχέση μεταξύ τους, ότι η εκδότρια των τιμολογίων εταιρία ουδέποτε πραγματοποίησε αγορές εμπορευμάτων τα οποία στη συνέχεια θα μπορούσε να μεταπωλήσει, ουδέποτε υπέβαλε συγκεντρωτικές καταστάσεις τιμολογίων πελατών και προμηθευτών, δηλώσεις εισοδήματος και ΦΠΑ και ότι ο χώρος που εμφανιζόταν ως έδρα της ήταν εγκαταλελειμμένος και κλειστός .

Συνεπώς, ο κατηγορούμενος ως νόμιμος εκπρόσωπος της επιχείρησης με την επωνυμία................. είναι αποδέκτης των κατωτέρω αναφερομένων φορολογικών στοιχείων τα οποία είναι εικονικά, γιατί αφορούσαν ανύπαρκτες συναλλαγές στο σύνολο τους ποσού 198.608.667 δραχμών, με τον τρόπο δε αυτό απέκρυψε φορολογητέα ύλη, αφού διαφοροποίησε επί το έλαττον τις φορολογικές υποχρεώσεις της εταιρίας που εκπροσωπούσε και επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων που τέλεσε κατ` εξακολούθηση." Με βάση τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο της ουσίας, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο, της πράξεως της κατ` εξακολούθηση αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, όπως αυτά εξειδικεύονται στο αιτιολογικό και το διατακτικό της αποφάσεως και, αφού του αναγνώρισε την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 α ΠΚ, του επέβαλε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Ειδικότερα τον κήρυξε ένοχο του ότι: "Στο 11°χιλιόμετρο Δράμας-Καβάλας, την 19-6-2001, την 20-6-2001, την 25-6-2001, 27-6-2001, την 5-7-2001, την 9-7-2001, την 11- 7-2001, την 12-7- 2001, την 16-7-2001, την 17-7-2001, την 18-7-2001, την 19-7-2001, την 6-8- 2001, την 8-8- 2001, την 10-8-2001, την 11-8-2001, την 13-8-2001, την 17-8-2001, την 20-8- 2001, την 6-10- 2001, την 25-11-2001, την 27-11-2001, την 28-11-2001, την 1-12-2001, ως υπεύθυνος και νόμιμος εκπρόσωπος της επιχείρησης με την επωνυμία "....... ........ με έδρα το 11° χιλιόμετρο Δράμας-Καβάλας, με περισσότερες πράξεις τους που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου αδικήματος, αποδέχθηκε εικονικά φορολογικά στοιχεία από την επιχείρηση Ο. Ε.-εμπόριο σιδηρικών οικοδομικών εργαλείων με έδρα τον ... , οδός ..., αρ. , χρήσεως έτους 2001, ήτοι με στοιχεία για συναλλαγή ανύπαρκτης στο σύνολο της ή για μέρος αυτής, ενώ η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερέβη το ποσό του 1.000.000 δραχμών καθ` έτος.

Ειδικότερα ο κατηγορούμενος στον ως άνω αναφερόμενο τόπο και χρόνο, αποδέχθηκε τα ακόλουθα αναφερόμενα τριάντα (30) τιμολόγια από την επιχείρηση Ο. Ε.-εμπόριο σιδηρικών οικοδομικών εργαλείων, συνολικού ποσού 198.608.667 δραχμών, ήτοι:

1. Ν. 730 με ημερομηνία 19-06-01 Τιμολόγιο-Δελτίο Αποστολής αξίας 6.262.750 Δρχ. πλέον Φ.Π.Α. 1.127.295 Δρχ.

2. Ν. 733 με ημερομηνία 20-06-01 Τιμολόγιο - Δελτίο Αποστολής αξίας 4.543.500 Δρχ. πλέον Φ.Π.Α. 817.830Δρχ.

3. Ν. 736 με ημερομηνία 25-06-01 Τιμολόγιο - Δελτίο Αποστολής αξίας 3.783.600 Δρχ. πλέον Φ.Π.Α. 681.043Δρχ.

4. Ν. 739 με ημερομηνία 27-06-01 Τιμολόγιο - Δελτίο Αποστολής αξίας 12.593.000 Δρχ. πλέον Φ.Π.Α. 2.266.740Δρχ.

5. Ν. 744 με ημερομηνία 05-07-01 Τιμολόγιο - Δελτίο Αποστολής αξίας 13.416.500 Δρχ. πλέον Φ.Π.Α. 2.414.970Δρχ.

6. Ν. 229 με ημερομηνία 9-07-01 Τιμολόγιο Πώλησης αξίας 14.603.000 Δρχ. πλέον Φ.Π.Α. 2.628.540 Δρχ.

7. Ν. 230 με ημερομηνία 09-07-01 Τιμολόγιο Πώλησης αξίας 708.000 Δρχ. πλέον Φ.Π.Α. 127.440 Δρχ.

8. Ν. 746 με ημερομηνία 11-07-01 Τιμολόγιο - Δελτίο Αποστολής αξίας 3.410.000 Δρχ. πλέον Φ.Π.Α. 613.800 Δρχ 9. Ν. 750 με ημερομηνία 12-07-01 Τιμολόγιο - Δελτίο Αποστολής αξίας 4.340.000 Δρχ. πλέον Φ.Π.Α. 781.200Δρχ.

10. Ν. 752 με ημερομηνία 12-07-01 Τιμολόγιο - Δελτίο Αποστολής αξίας 162.882.Δρχ. πλέον Φ.Π.Α. 29.319 Δρχ.

11. Ν. 754 με ημερομηνία 16-07-01 Τιμολόγιο - Δελτίο Αποστολής αξίας 4.044.000 Δρχ. πλέον Φ.Π.Α. 727.920 Δρχ.

12. Ν. 756 με ημερομηνία 16-07-01 Τιμολόγιο - Δελτίο Αποστολής αξίας 4.012.000 Δρχ. πλέον Φ.Π.Α. 722.160 Δρχ.

13. Ν. 758 με ημερομηνία 17-07-01 Τιμολόγιο - Δελτίο Αποστολής αξίας 4.956.000 Δρχ. πλέον Φ.Π.Α. 892.080Δρχ.

14. Ν. 23 σειρά Β με ημερομηνία 18-07-01 Τιμολόγιο - Δελτίο Αποστολής αξίας 3.352.000 Δρχ. πλέον Φ.Π.Α. 603.360 Δρχ.

15. Ν.761 με ημερομηνία 18-07-01 Τιμολόγιο Δελτίο Αποστολής αξίας 4.130.000 Δρχ. πλέον Φ.Π.Α. 743.400 Δρχ.

16. Ν.764 με ημερομηνία 18-07-01 Τιμολόγιο - Δελτίο Αποστολής αξίας 4.010.000 Δρχ. πλέον Φ.Π.Α. 721.800 Δρχ.

17. Ν. 765 με ημερομηνία 19-07-01 Τιμολόγιο - Δελτίο-Αποστολής αξίας 296.475.Δρχ. πλέον Φ.Π.Α. 53.366 Δρχ.

18. Ν. 795 με ημερομηνία 06-08-01 Τιμολόγιο - Δελτίο Αποστολής αξίας 2.832.000 Δρχ. πλέον Φ.Π.Α. 509.760 Δρχ.

19. Ν. 797 με ημερομηνία 08-08-01 Τιμολόγιο - Δελτίο Αποστολής αξίας 21.344.000 Δρχ. πλέον Φ.Π.Α. 3.841.920 Δρχ.

20. Ν.799 με ημερομηνία 10-08-01 Τιμολόγιο - Δελτίο Αποστολής αξίας 2.640.000 Δρχ. πλέον Φ.Π.Α. 475.200 Δρχ.

21. Ν.800 με ημερομηνία 11-08-01 Τιμολόγιο - Δελτίο Αποστολής αξίας 2.451.600 Δρχ. πλέον Φ.Π.Α. 441.288 Δρχ.

22. Ν.801 με ημερομηνία 13-08-01 Τιμολόγιο - Δελτίο Αποστολής αξίας 3.068.000 Δρχ. πλέον Φ.Π.Α. 552.240 Δρχ.

23. Ν.803 με ημερομηνία 17-08-01 Τιμολόγιο - Δελτίο Αποστολής αξίας 3.304.000 Δρχ. πλέον Φ.Π.Α. 594.720 Δρχ.

24. Ν.805 με ημερομηνία 20-08-01 Τιμολόγιο - Δελτίο Αποστολής αξίας 16.720.000 Δρχ. πλέον Φ.Π.Α. 3.009.600 Δρχ.

25. Ν.902 σειρά Α με ημερομηνία 10-09-01 Τιμολόγιο Δελτίο Αποστολής αξίας 12.414 Δρχ. πλέον Φ.Π.Α. 2.235 Δρχ.

26. Ν.849 με ημερομηνία 06-10-01 Τιμολόγιο - Δελτίο Αποστολής αξίας 10.528.800 Δρχ. πλέον Φ.Π.Α. 1,895.184 Δρχ.

27. Ν,886 με ημερομηνία 25-11-01 Τιμολόγιο - Δελτίο Αποστολής αξίας 15.839.600 Δρχ. πλέον Φ.Π.Α. 2.851.128 Δρχ.

28. Ν.887 με ημερομηνία 27-11-01 Τιμολόγιο - Δελτίο Αποστολής αξίας 3,272.736 Δρχ. πλέον Φ.Π.Α. 589.092 Δρχ.

29. Ν.888 με ημερομηνία 28-11-01 Τιμολόγιο - Δελτίο Αποστολής αξίας 3.059.810 Δρχ. πλέον Φ.Π.Α. 550.766 Δρχ.

30. Ν.899 με ημερομηνία 01-12-01 Τιμολόγιο - Δελτίο Αποστολής αξίας 24.912.000 Δρχ. πλέον Φ.Π.Α. 4.484.160 Δρχ. Τα οποία ως διαπιστώθηκε κατόπιν γενομένου- νομότυπου ελέγχου ότι ήταν εικονικά η συνολική δε αξία των ανωτέρω εκδοθέντων εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό του 1.000.000 δρχ καθ` έτος, ήτοι ανέρχεται στο ποσό των 198.608.667 δραχμών" .

Με αυτά που δέχθηκε το δίκασαν Τριμελές Πλημ/κείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ` αυτήν, κατά την παραδεκτή ως άνω αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από ,τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ 1, 98 ΠΚ και 19 παρ. 1, 4 και 21 Ν. 2523/1997, τις οποίες διατάξεις, κατά την προεκτεθείσα έννοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, το Δικαστήριο δέχθηκε αιτιολογημένα συνδρομή όλων των ανωτέρω υποκειμενικών και αντικειμενικών στοιχείων της πράξεως για την οποία κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, με την ιδιότητα του, ως νομίμου εκπροσώπου της επιχείρησης (Τεχνική Εταιρεία) με την επωνυμία .............................. Δεν χρειαζόταν δε, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να αναφέρει το Δικαστήριο του τρόπο διορισμού του αναιρεσείοντος ως νομίμου εκπροσώπου της προαναφερθείσας ομόρρυθμης εταιρείας ούτε ότι με την πράξη αυτή ο δράστης κατηγορούμενος σκόπευε να αποκρύψει φορολογητέα ύλη αφού, κατά τα ανωτέρω, δεν απαιτείται πλέον, όπως προηγουμένως, για την στοιχειοθέτηση των πράξεων του άρθρου 19 Ν. 2523/1997 σκοπός του δράστη για απόκρυψη φορολογητέας ύλης η επίτευξη οποιουδήποτε φορολογικού οφέλους.

Συνακόλουθα, εκ περισσού περιέλαβε το Δικαστήριο στο σκεπτικό, τον ανωτέρω σκοπό, του αναιρεσείοντος προς αποδοχή των εικονικών τιμολογίων ήτοι, της απόκρυψης φορολογητέας ύλης. Ως προς τις αιτιάσεις του αναιρεσείοντος: α) ότι δεν προσδιορίζεται επακριβώς ο χρόνος τέλεσης κάθε μερικότερης πράξης του κατ` εξακολούθηση εγκλήματος της αξιόποινης πράξης για την οποία καταδικάστηκε, με αποτέλεσμα να δημιουργείται αμφιβολία τόσο για την εφαρμογή του ευμενέστερου ποινικού νόμου όσο και για το αν οι μερικότερες πράξεις έχουν υποπέσει σε παραγραφή και β) ότι υπάρχει ασάφεια ως προς τον ακριβή χρόνο τέλεσης της πράξης, γιατί ενώ ως χρόνος αποδοχής των εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ` εξακολούθηση, φέρεται το διάστημα από 19-6-2001 έως 1-12-2001 ο χρόνος τέλεσης των ως άνω πράξεων τοποθετείται πολύ αργότερα, ήτοι την 8-11-2007. Οι παραπάνω αιτιάσεις του αναιρεσείοντα είναι απορριπτέες ως αβάσιμες για τους παρακάτω λόγους. Από το διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης που προαναφέρθηκε, το οποίο συμπληρώνει το σκεπτικό που επίσης προαναφέρθηκε, προκύπτει ότι, επακριβώς προσδιορίζεται ο χρόνος τέλεσης κάθε μερικότερης πράξης που είναι ο χρόνος αποδοχής κάθε φορολογικού στοιχείου (τιμολογίου-δελτίου αποστολής), ήτοι επακριβείς ημερομηνίες του διαστήματος από 19-6-2001 έως 1-12-2001, οι οποίες αναλυτικά παρατίθενται στο διατακτικό. Από την αναλυτική παράθεση του χρόνου τέλεσης κάθε μερικότερης πράξης προκύπτει ότι εφαρμογή ως προς την παραγραφή έχουν οι διατάξεις του επιεικέστερου, σύμφωνα με όσα στη νομική σκέψη αναλύθηκαν, νόμου, άρθρο 2 παρ, 8 του Ν. 2954/2001, η ισχύς του οποίου άρχισε από 2-11-2001, σύμφωνα με τον οποίο, κατά τα προεκτεθέντα, αφετηρία της πενταετούς παραγραφής των αξιόποινων πράξεων της κατ` εξακολούθηση αποδοχής εικονικών τιμολογίων, αποτελεί η ημερομηνία θεώρησης του πορίσματος φορολογικού ελέγχου, η οποία κατά της παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης είναι η 8-11-2007), όταν θεωρήθηκε από τον προϊστάμενο της υπηρεσίας ειδικών ελέγχων η από 19-10-2007 έκθεση του πορίσματος φορολογικού ελέγχου και όχι ο χρόνος εκδόσεως των εικονικών τιμολογίων όπως υποστηρίζει ο αναιρεσείων, αφού στο παραπάνω αδίκημα , άλλος είναι ο χρόνος τέλεσης της πράξης ( 19-6-2001 έως 1-12-2001) και άλλος ο χρόνος έναρξης της παραγραφής ( 8-11-2007), κατά τα προεκτεθέντα. Επομένως δεν υπάρχει ασάφεια στην προσβαλλομένη απόφαση, ως προς το χρόνο τέλεσης της πράξης και ως προς το χρόνο έναρξης της παραγραφής, όπως αβάσιμα διατείνεται ο αναιρεσείων, με αφετηρία δε την ως άνω ημερομηνία, 8-11-2007, και μέχρι την συζήτηση της υπόθεσης στο πρωτόδικο δικαστήριο 21-9-2009, καθώς και στο εκδόν την προσβαλλομένη απόφαση, 9-3-2011, δεν είχε παρέλθει πενταετία για την κατά το άρθρο 111 ΠΚ παραγραφή των ανωτέρω πράξεων.

Συνεπώς ο από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ` και Ε` 1ος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου (κατ` εκτίμηση του αναιρετηρίου), τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 358, 364 παρ.2 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από, το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α` ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 περίπτωση δ` του ίδιου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι, παραβιάζεται η άσκηση του: κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα, δικαιώματος του κατηγορουμένου, να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά, τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητα του, σε τρόπο που μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενο του και ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητα του, να έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από τα άρθρο 358 ΚΠΔ, πιο πάνω δικαιώματα του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον συντελείται η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενο του, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Εφόσον δε τα έγγραφα αυτά προσκομίσθηκαν από τον ίδιο τον κατηγορούμενο, δεν, τίθεται, ως προς αυτόν, ζήτημα προσδιορισμού ταυτότητας, προκειμένου να ασκήσει τα πιο πάνω δικαιώματα του, δεδομένου ότι αυτός, ως επικαλούμενος και προσκομίζων αυτά, γνωρίζει το περιεχόμενο τους και μπορεί, έτσι, να προβαίνει, κατ άρθρο 358 ΚΠΔ, σε δηλώσεις και εξηγήσεις, αναφορικά με τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία. Εξάλλου δεν δημιουργείται καμία αμφιβολία, ως προς την ταυτότητα των εγγράφων, όταν από τα πρακτικά της δίκης δεν προκύπτει ότι αναγνώστηκαν άλλα έγγραφα με τον συγκεκριμένο προσδιορισμό.

Στην προκειμένη περίπτωση., όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, που την εξέδωσε, στήριξε την περί. ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση του, εκτός, από άλλες αποδείξεις και σε όλα τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, προσδιοριζόμενα ως εξής: "τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης. καθώς και τα έγγραφα που αναφέρονται στο τέλος του κατηγορητηρίου ήτοι: το με αρ. πρωτ.174/2008 έγγραφο Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων, Εκθεση ελέγχου, Υπηρεσιακό σημείωμα ελέγχου (ΥΣΕ), έκθεση κατάσχεσης βιβλίων-στοιχείων, δέκα αποδείξεις είσπραξης έκδοσης Ο. Ε., δέκα αποδείξεις είσπραξης έκδοσης .......... ...... , τριάντα δελτία αποστολής-τιμολόγια, Πίνακας με προσωρινό αναλυτικό καθολικό από 1-1-2001 έως 31-12-2001 καθώς επίσης τα έγγραφα που προσκόμισε ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου ήτοι η με αρ.147/2010 απόφαση του Εφετείου Πειραιά, το με αρ. πρωτ. 5464/2010 πιστοποιητικό του Αρείου Πάγου, το με αρ. 147/2010 έγγραφο του Εφετείου Πειραιά".

Με την πιο πάνω αναφορά των εγγράφων αυτών, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητα τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού τους, άλλωστε τα τρία τελευταία, διότι τα είχε προσκομίσει ο ίδιος ο συνήγορος του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντα ο οποίος τον εκπροσωπούσε και, επομένως, γνώριζε την ταυτότητα και το περιεχόμενο τους, άλλωστε όπως βεβαιώνεται στα πρακτικά, όλα ανεξαιρέτως αναγνώσθηκαν. Με την γενόμενη δε ανάγνωση του κειμένου τους, χωρίς να προκύπτει από τα πρακτικά ότι προβλήθηκε αντίρρηση από τον συνήγορο του αναιρεσείοντα, έγινε γνωστό και σε όλους τους παράγοντες της δίκης το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών, επομένως και στον συνήγορο του αναιρεσείοντα, οπότε αυτός είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενο καθενός από τα έγγραφα αυτά, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης. Aλλωστε από την επισκόπηση των πρακτικών προκύπτει ότι δεν αναγνώστηκαν άλλα έγγραφα με τον συγκεκριμένο προσδιορισμό, ούτε ότι υποβλήθηκε αίτημα προς ανάγνωση κάποιου άλλου εγγράφου, το οποίο δεν έγινε δεκτό. Το Τριμελές, συνεπώς Πλημμελειοδικείο, ορθώς έλαβε υπόψη του τα ως άνω έγγραφα και οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντα ότι παραβιάστηκαν τα υπερασπιστικά του δικαιώματα, διότι το Δικαστήριο της ουσίας, προς στήριξη της περί ενοχής του, κρίσης του, έλαβε υπόψη του τα πιο πάνω έγγραφα , χωρίς να προσδιορίζεται η ταυτότητα τους και κατά τα αναφερόμενα στην αίτηση του, είναι αβάσιμες. Κατ` ακολουθία, ο 2ος , από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α` ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως της αίτησης του παραπάνω αναιρεσείοντος, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της κατά το άρθρο 171 παρ.1 Δ` ΚΠΔ απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

Κατόπιν αυτών πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολο της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 19-4-2011 υπ` αριθμό πρωτ. 2/2011 αίτηση του Κ. Π. του Ν., περί αναιρέσεως της υπ` αριθ. 349/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Δράμας.

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 7 Φεβρουαρίου 2012.

Και

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 9 Φεβρουαρίου 2012.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: