Υποβολή αρχικών ή συμπληρωματικών δηλώσεων με μειωμένες προσαυξήσεις - Τι αλλάζει στους φορολογικούς ελέγχους με το νέο πολυνομοσχέδιο
Τι αλλάζει στους φορολογικούς ελέγχους με το νέο πολυνομοσχέδιο
Άρθρο 39 παρ, 2: Με την προτεινόμενη διάταξη παρέχεται κίνητρο στους φορολογούμενους να υποβάλλουν αρχικές ή συμπληρωματικές δηλώσεις ενώ, ταυτόχρονα διασφαλίζονται τα συμφέροντα του Δημοσίου λόγω της άμεσης καταβολής των φόρων, προσαυξήσεων και προστίμων και εξαλείφεται το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από το τέλος των ελεγκτικών επαληθεύσεων και της σύνταξης της σχετικής έκθεσης ελέγχου μέχρι την επίλυση της διαφοράς της βεβαίωσης και είσπραξης του φόρου, απελευθερώνεται ανθρώπινο δυναμικό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε άλλες εκκρεμείς υποθέσεις.
Άρθρο 39 παρ. 3: Με την προτεινόμενη διάταξη παρέχεται η δυνατότητα στις ελεγκτικές υπηρεσίες της διενέργειας φορολογικού ελέγχου μόνο της τελευταίας ανέλεγκτης διαχειριστικής περιόδου και των δύο προηγούμενων αυτής, ώστε να ελέγχονται όλες οι χρήσεις υποθέσεων που παρουσιάζουν φορολογικό ενδιαφέρον, λόγω ουσιαστικών παραβάσεων και όχι υποθέσεις χωρίς ιδιαίτερο φορολογικό ενδιαφέρον.
Άρθρο 39 παρ. 4: Με την προτεινόμενη διάταξη προβλέπεται ότι ο έλεγχος της υπόθεσης διενεργείται από τον Προϊστάμενο της ελεγκτικής υπηρεσίας εφόσον έχει επιλεγεί για έλεγχο από τη Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων και Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων.
Άρθρο 39 παρ. 5: Με την προτεινόμενη διάταξη έχουμε διαχωρισμό των υπηρεσιών που διενεργούν τον έλεγχο από την υπηρεσία που επιλέγει τις προς έλεγχο υποθέσεις.
Άρθρο 39 παρ. 6: Με την προτεινόμενη διάταξη η επιλογή προς έλεγχο των υποθέσεων των οποίων επίκειται ο χρόνος παραγραφής, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, γίνεται με τη χρησιμοποίηση μεθόδων ανάλυσης κινδύνου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 80 του ν. 3842/2010 (Α' 58) καθώς και κριτήρια που σχετίζονται με τη δυνατότητα είσπραξης των ποσών που θα βεβαιωθούν. Με το τρόπο αυτό ο έλεγχος εστιάζεται στις υποθέσεις που παρουσιάζουν φορολογικό ενδιαφέρον και συγχρόνως αυξημένη προσδοκόμενη εισπραξιμότητα απαραίτητη για τα δημοσιονομικά δεδομένα της χώρας, τη χρονική αυτή περίοδο. Άρθρο 39 παρ. 7: Παρέχεται η δυνατότητα παράτασης παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για δύο επί πλέον έτη εφόσον έχει εκδοθεί εντολή ελέγχου εντός του χρόνου που ορίζεται από τις οικείες διατάξεις. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται η δυνατότητα του Δημοσίου να κοινοποιεί φύλλα ελέγχου ή πράξεις επιβολής του φόρου και λοιπές καταλογιστικές πράξεις με σχετική χρονική άνεση με αποτέλεσμα την αύξηση της βεβαίωσης και είσπραξης των εσόδων και τη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου, την ιδιαίτερη, για τα δημοσιονομικά δεδομένα της χώρας, χρονική αυτή περίοδο.
Άρθρο 39 παρ. 8: Με την προτεινόμενη τροποποίηση επιλέγονται τόσο οι υποθέσεις όσο και τα έτη που θα ελεγχθούν και επί πλέον καθορίζονται οι κατηγορίες υπόχρεων για τις οποίες προβλέπεται κατά προτεραιότητα ο φορολογικός έλεγχος.
Η αιτιολογική έκθεση:
----
Άρθρο 39 Ρυθμίσεις για τους φορολογικούς ελέγχους
Με την παρ. 1 γίνεται εναρμόνιση των διατάξεων 66 και 67 του Κ.Φ.Ε.
Με την παρ. 2 παρέχεται κίνητρο στους φορολογούμενους πριν την έκδοση των πράξεων επιβολής του φόρου και λοιπών καταλογιστικών πράξεων να υποβάλλουν αρχικές ή συμπληρωματικές δηλώσεις έχοντας λάβει γνώση των αποτελεσμάτων του ελέγχου καταβάλλοντος μειωμένες προσαυξήσεις και πρόστιμα σε σχέση με τις ισχύουσες διατάξεις. Ταυτόχρονα διασφαλίζονται τα συμφέροντα του Δημοσίου λόγω της άμεσης καταβολής των φόρων, προσαυξήσεων και προστίμων και εξαλείφεται το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από το τέλος των ελεγκτικών επαληθεύσεων και της σύνταξης της σχετικής έκθεσης ελέγχου μέχρι την επίλυση της διαφοράς της βεβαίωσης και είσπραξης του φόρου (έκδοση φύλλων ελέγχου, κοινοποίηση, διοικητική επίλυση της διαφοράς, προσφυγή, δικαστικός συμβιβασμός) και απελευθερώνεται ανθρώπινο δυναμικό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε άλλες εκκρεμείς υποθέσεις με αποτέλεσμα την αύξηση της βεβαίωσης και είσπραξης των εσόδων και τη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου, την ιδιαίτερη, για τα δημοσιονομικά δεδομένα της χώρας, χρονική αυτή περίοδο.
Με την παρ. 3 προβλέπεται ότι ο έλεγχος της υπόθεσης διενεργείται από τον Προϊστάμενο της ελεγκτικής υπηρεσίας εφόσον έχει επιλεγεί για έλεγχο από τη Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων και Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων.
Με την παρ. 4 έχουμε διαχωρισμό των υπηρεσιών που διενεργούν τον έλεγχο από την υπηρεσία που επιλέγει τις προς έλεγχο υποθέσεις.
Με την παρ. 5 η επιλογή προς έλεγχο των υποθέσεων των οποίων επίκειται ο χρόνος παραγραφής, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, γίνεται με τη χρησιμοποίηση μεθόδων ανάλυσης κινδύνου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 80 του ν. 3842/2010 (ΦΕΚ58Α') καθώς και κριτήρια που σχετίζονται με τη δυνατότητα είσπραξης των ποσών που θα βεβαιωθούν. Με το τρόπο αυτό ο έλεγχος εστιάζεται στις υποθέσεις που παρουσιάζουν φορολογικό ενδιαφέρον και συγχρόνως αυξημένη προσδοκώμενη εισπραξιμότητα απαραίτητη για τα δημοσιονομικά δεδομένα της χώρας, τη χρονική αυτή περίοδο.
Με την παρ 6 παρέχεται η δυνατότητα παράτασης παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για δύο επί πλέον έτη εφόσον έχει εκδοθεί εντολή ελέγχου εντός του χρόνου που ορίζεται από τις οικείες διατάξεις.
Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται η δυνατότητα του Δημοσίου να κοινοποιεί φύλλα ελέγχου ή πράξεις επιβολής του φόρου και λοιπές καταλογιστικές πράξεις με σχετική χρονική άνεση με αποτέλεσμα την αύξηση της βεβαίωσης και είσπραξης των εσόδων και τη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου, την ιδιαίτερη, για τα δημοσιονομικά δεδομένα της χώρας, χρονική αυτή περίοδο.
Με την προτεινόμενη διάταξη προβλέπεται ότι ο έλεγχος της υπόθεσης διενεργείται από τον Προϊστάμενο της ελεγκτικής υπηρεσίας εφόσον έχει επιλεγεί για έλεγχο από τη Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων και Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων.
Με την παρ. 8 θεωρούνται ως συμπληρωματικά στοιχεία της παραγράφου 2 του άρθρου 68 του ν. 2238/1994 και στοιχεία που θα περιέλθουν στις Δ.Ο.Υ σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 9 του άρθρου 26 του ν. 3728/2008.
---
Το σχέδιο νόμου:
Αρθρο 39
Ρυθμίσεις για τους φορολογικούς ελέγχους 80
1. Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης β' της παραγράφου 2 του άρθρου 67 του Κ.Φ.Ε. ν.2238/1994, Α' 151) αντικαθίσταται ως εξής:
«Όταν από τον προσωρινό έλεγχο διαπιστωθεί ότι τα φορολογικά στοιχεία δεν έχουν καταχωρηθεί ή έχουν καταχωρηθεί ανακριβώς στα τηρούμενα βιβλία, τότε η υπόθεση καθίσταται υποχρεωτικά ελεγκτέα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 80 του ν.3842/2010 (Α' 58).»
2. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 9 του άρθρου 66 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Στην περίπτωση αυτήν οι προβλεπόμενες κατά φορολογικό αντικείμενο προσαυξήσεις ή πρόστιμα μειώνονται στο 1/5 για υποθέσεις οικονομικού έτους 2008 και παλαιότερα».
3. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 67 Α του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο έλεγχος αυτός διενεργείται από τον Προϊστάμενο της ελεγκτικής υπηρεσίας για ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα θέματα και φορολογικά αντικείμενα και διενεργείται στην ελεγκτική υπηρεσία με βάση:
α) τα στοιχεία του φακέλου,
β) τα δελτία πληροφοριών,
γ) τις εκθέσεις ελέγχου του Σ.Δ.Ο.Ε. και άλλων υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών,
δ) τα βιβλία και στοιχεία που θα κληθεί να προσκομίσει ο φορολογούμενος, ε) τα στοιχεία και τις πληροφορίες των προσώπων που ορίζονται στο άρθρο 17 του ν.3842/2010 και
στ) τα στοιχεία που προκύπτουν από τη μηχανογραφική επεξεργασία δεδομένων της Γ.Γ.Π.Σ., εφόσον επιλεγούν προς έλεγχο από τη Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων και Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων.»
4. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 67Α του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται και προστίθεται νέο εδάφιο που έχει ως εξής:
«5. Η επιλογή υποθέσεων που θα ελεγχθούν γίνεται από τη Γενική Δ/νση Φορολογικών Ελέγχων και Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3842/2010 (Α' 58). Ο προϊστάμενος της ελεγκτικής υπηρεσίας υποχρεούται να προτείνει στην Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων και Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων υποθέσεις για επιλογή με βάση επιβαρυντικά στοιχεία που έχει στην διάθεσή του».
5. Από τις ανέλεγκτες υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος και λοιπών φορολογικών αντικειμένων των οποίων επίκειται ο χρόνος παραγραφής, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, ελέγχονται οι υποθέσεις που παρουσιάζουν φορολογικό ενδιαφέρον. Η επιλογή προς έλεγχο των ως άνω υποθέσεων γίνεται με τη χρησιμοποίηση μεθόδων ανάλυσης κινδύνου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 80 του ν. 3842/2010 (Α' 58) καθώς και κριτήρια που σχετίζονται με τη δυνατότητα είσπραξης των ποσών που θα βεβαιωθούν.
Με αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων ορίζονται τα εν γένει στοιχεία και κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό των προς έλεγχο υποθέσεων, τα μόρια που αντιστοιχούν, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Με όμοιες αποφάσεις μπορεί να ορίζεται δείγμα σε ποσοστό μέχρι 20% των υπαγομένων σε έλεγχο υποθέσεων χωρίς τη χρησιμοποίηση μεθόδων ανάλυσης κινδύνου, με βάση εν γένει επιβαρυντικά στοιχεία που βρίσκονται στις ελεγκτικές υπηρεσίες.
6. Από τις ανέλεγκτες υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος και λοιπών φορολογικών αντικειμένων των οποίων επίκειται ο χρόνος παραγραφής σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις για τις οποίες έχει εκδοθεί εντολή ελέγχου μέχρι το χρόνο παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για κοινοποίηση φύλλων ελέγχου ή πράξεων επιβολής του φόρου και λοιπών καταλογιστικών πράξεων παρατείνεται το δικαίωμα αυτό για δύο ακόμα έτη πέραν του χρόνου που ορίζεται από τις οικείες κατά περίπτωση διατάξεις.
Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου ισχύουν για υποθέσεις για τις οποίες η προθεσμία παραγραφής λήγει από 31.12.2013 και μετά.
7. Το άρθρο 80 του ν.3842/2010 (Α' 58) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Η επιλογή των υποθέσεων καθώς και των ετών που θα ελεγχθούν γίνεται με τη χρησιμοποίηση μεθόδων ανάλυσης κινδύνου, οι οποίες βασίζονται: α) Σε ποιοτικά χαρακτηριστικά, όπως τη νομική μορφή, την κατηγορία των τηρουμένων βιβλίων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (π.δ.186/1992, Α' 84) και του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών (ν.4093/2012, Α' 222), τον κλάδο ή τομέα δραστηριότητας, ανάλογα με την επικινδυνότητα και παραβατικότητα αυτού, την ύπαρξη παραβάσεων και παραλείψεων των διατάξεων της φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας, ανάλογα με το είδος, τη βαρύτητα και τη συχνότητα εμφάνισής τους, την ύπαρξη στοιχείων από διασταυρώσεις του πληροφοριακού συστήματος ή από ελέγχους σε τρίτους υπόχρεους ή από τρίτες πηγές για απόκρυψη φορολογητέας ύλης ή διάπραξη φορολογικών αδικημάτων και την εν γένει φορολογική εικόνα και συμπεριφορά των υπόχρεων.
β) Σε οικονομικά δεδομένα, όπως ακαθάριστα έσοδα, δαπάνες, καθαρά κέρδη ή ζημιές, συντελεστές μικτού και καθαρού κέρδους, δεδομένα από δηλώσεις άμεσης και έμμεσης φορολογίας, καθώς και διαθέσιμα στοιχεία από βάσεις δεδομένων, στατιστική ανάλυση, εφαρμογή τεχνικών εξόρυξης δεδομένων και άλλες πηγές πληροφοριών.
γ) Σε χωροταξικά και χρονικά δεδομένα, όπως τόπος παραγωγής και διακίνησης, εποχιακές δραστηριότητες και τοπικές ιδιαιτερότητες. Με αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων ορίζονται οι παραβάσεις ή παραλείψεις, τα στοιχεία και γενικά τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό των προς έλεγχο δηλώσεων, τα μόρια που αντιστοιχούν, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών.
Με όμοιες αποφάσεις μπορεί να ορίζεται και τυχαίο δείγμα υπαγόμενων σε έλεγχο δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος, χωρίς τη χρησιμοποίηση μεθόδων ανάλυσης κινδύνου.
2.0ι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου ισχύουν ανάλογα και για τις λοιπές φορολογίες.
3. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του ν.2166/1993 (Α' 137), του άρθρου 9 του Κεφαλαίου Β' του μέρους Α' του ν.2324/1995 (Α' 146), του άρθρου 2 του ν.2733/1999 (Α' 155) και του άρθρου 20 του ν.3371/2005 που προβλέπουν τον κατά προτεραιότητα φορολογικό έλεγχο κατηγοριών υπόχρεων εξακολουθούν να ισχύουν.
4. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων ισχύουν από το χρόνο έκδοσης των οικείων αποφάσεων του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων και κατά τα τυχόν ειδικότερα οριζόμενα από αυτές.
5. Η επιλογή των προς έλεγχο υποθέσεων και ετών γίνονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ανεξάρτητα από το προβλεπόμενο στις διατάξεις των άρθρων 66 έως 67 Α του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν.2238/1994, Α' 151) και του άρθρου 48 του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ν.2859/2000, Α' 248).»
8. Μετά την περίπτωση γ' της παραγράφου 2 του άρθρου 68 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται περίπτωση δ ως εξής:
«ή δ) περιέλθουν στις φορολογικές αρχές στοιχεία κατ' εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 9 του άρθρου 26 του ν.3728/2008 (Α'258). ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου