Yπόθεση C-17/17
Προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη – Οδηγία 2008/94/ΕΚ – Άρθρο 8 – Συμπληρωματικά συνταξιοδοτικά συστήματα – Προστασία των δικαιωμάτων σε παροχές γήρατος – Εγγυημένο επίπεδο ελάχιστης προστασίας
https://www.taxheaven.gr
Προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη – Οδηγία 2008/94/ΕΚ – Άρθρο 8 – Συμπληρωματικά συνταξιοδοτικά συστήματα – Προστασία των δικαιωμάτων σε παροχές γήρατος – Εγγυημένο επίπεδο ελάχιστης προστασίας
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 6ης Σεπτεμβρίου 2018 «Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη – Οδηγία 2008/94/ΕΚ – Άρθρο 8 – Συμπληρωματικά συνταξιοδοτικά συστήματα – Προστασία των δικαιωμάτων σε παροχές γήρατος – Εγγυημένο επίπεδο ελάχιστης προστασίας»
Στην υπόθεση C-17/17,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) [εφετείο (Αγγλία και Ουαλία) (πολιτικό τμήμα), Ηνωμένο Βασίλειο] με απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 16 Ιανουαρίου 2017, στο πλαίσιο της δίκης
Grenville Hampshire
κατά
The Board of the Pension Protection Fund,
παρισταμένου του:
Secretary of State for Work and Pensions,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),
συγκείμενο από τους T. von Danwitz, πρόεδρο τμήματος, C. Vajda, E. Juhász (εισηγητή), K. Jürimäe και Κ. Λυκούργο, δικαστές,
γενική εισαγγελέας: J. Kokott
γραμματέας: L. Hewlett, κύρια διοικητική υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 8ης Μαρτίου 2018,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– ο G. Hampshire, εκπροσωπούμενος από τους I. Walker, solicitor, J. Bourke, barrister, και G. Facenna, QC,
– το The Board of the Pension Protection Fund, εκπροσωπούμενο από την A. Banister, solicitor, και τον J. Hilliard, QC,
– η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον S. Brandon, καθώς και από τις R. Fadoju και C. Crane, επικουρούμενους από τον J. Coppel, QC,
– η Ιρλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Browne, J. Quaney, E. Creedon, καθώς και από τον A. Joyce, επικουρούμενους από την Ú. Tighe, BL,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. Kellerbauer και M. Wilderspin,
αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 26ης Απριλίου 2018,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 8 της οδηγίας 2008/94/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη (ΕΕ 2008, L 283, σ. 36).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Grenville Hampshire και του The Board of the Pension Protection Fund (διοικητικού συμβουλίου του Ταμείου προστασίας συντάξεων, στο εξής: διοικητικό συμβούλιο του PPF), όσον αφορά τον υπολογισμό των δικαιωμάτων του σε παροχές γήρατος.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Η αιτιολογική σκέψη 3 της οδηγίας 2008/94 έχει ως εξής:
«Είναι αναγκαία η θέσπιση διατάξεων για την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, ιδίως για τη διασφάλιση της πληρωμής των ανεξόφλητων απαιτήσεών τους και για την εξασφάλιση της κατ’ ελάχιστον προστασίας, λαμβανομένης υπόψη της αναγκαιότητας ισόρροπης οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης στην [Ευρωπαϊκή Ένωση]. Προς τούτο, τα κράτη μέλη πρέπει να συστήσουν οργανισμό που θα εγγυάται στους οικείους μισθωτούς την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεών τους.»
4 Κατά το άρθρο της 1, παράγραφος 1, η οδηγία εφαρμόζεται στις απαιτήσεις μισθωτών από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας κατά εργοδοτών σε κατάσταση αφερεγγυότητας, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.
5 Κατά το άρθρο 8 της ίδιας οδηγίας:
«Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη θέσπιση των αναγκαίων μέτρων για την προστασία των συμφερόντων των μισθωτών και των προσώπων που έχουν ήδη αποχωρήσει από την επιχείρηση ή από την εγκατάσταση του εργοδότη την ημέρα επελεύσεως της αφερεγγυότητάς του, σε ό,τι αφορά τα κεκτημένα δικαιώματά τους ή τα δικαιώματα προσδοκίας για παροχές γήρατος συμπεριλαμβανόμενων και των παροχών επιζώντων, στο πλαίσιο των υφισταμένων συστημάτων επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής επικουρικής προνοίας, εκτός των εθνικών συστημάτων υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης.»
6 Το άρθρο 12, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2008/94 προβλέπει ότι η οδηγία αυτή δεν θίγει την ευχέρεια των κρατών μελών να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα που αποσκοπούν στην αποτροπή καταχρήσεων.
Το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου
7 Όσον αφορά την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε παροχές γήρατος, η οδηγία 2008/94 μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου κυρίως με τον Pensions Act 2004 (νόμο περί συντάξεων του 2004, στο εξής: νόμος του 2004).
8 Με τον νόμο αυτόν ιδρύθηκε Ταμείο προστασίας συντάξεων, το «Pension Protection Fund» (στο εξής: PPF), του οποίου τη διαχείριση έχει το διοικητικό συμβούλιο του PPF. Σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, το PPF αναλαμβάνει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την ευθύνη για τις απαιτήσεις των μισθωτών από συμπληρωματικό επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα. Για τη χρηματοδότηση της αποστολής αυτής, το PPF εισπράττει εισφορές από όλα τα εγκεκριμένα συμπληρωματικά επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα.
9 Όταν ο εργοδότης που συμμετέχει σε επιλέξιμο συνταξιοδοτικό σύστημα καθορισμένων παροχών καθίσταται αφερέγγυος, το διοικητικό συμβούλιο του PPF αναλαμβάνει την ευθύνη του συστήματος αυτού, βάσει του νόμου του 2004, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις.
10 Στις προϋποθέσεις αυτές συγκαταλέγεται και η προϋπόθεση του άρθρου 127, παράγραφος 2, στοιχείο a, του νόμου του 2004, κατά την οποία «η αξία των στοιχείων του ενεργητικού του συστήματος επαγγελματικής ασφαλίσεως κατά τον κρίσιμο χρόνο πρέπει να είναι μικρότερη από το ύψος στο οποίο ανέρχονται κατά τον ίδιο χρόνο οι προστατευόμενες υποχρεώσεις».
11 Οι προστατευόμενες υποχρεώσεις, οι οποίες ορίζονται στο άρθρο 131 του νόμου του 2004, δεν καλύπτουν το σύνολο των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων όλων των μισθωτών που υπάγονται σε συμπληρωματικό επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα, αλλά μόνον το κόστος της εγγυήσεως των παροχών που αντιστοιχούν στην αποζημίωση που θα ήταν καταβλητέα σύμφωνα με τις διατάξεις περί συνταξιοδοτικής αποζημιώσεως εάν το διοικητικό συμβούλιο του PPF αναλάμβανε την ευθύνη του συνταξιοδοτικού συστήματος (στο εξής: αποζημίωση του PPF).
12 Ο νόμος του 2004, ειδικότερα το άρθρο του 162, δεν προβλέπει μείωση των δικαιωμάτων των μισθωτών οι οποίοι, κατά την ημερομηνία της επελεύσεως της αφερεγγυότητας του εργοδότη τους, είχαν ήδη συμπληρώσει το προβλεπόμενο από το συνταξιοδοτικό τους σύστημα γενικό όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως. Αντιθέτως, οι μισθωτοί οι οποίοι δεν είχαν ακόμη συμπληρώσει το προβλεπόμενο από το συνταξιοδοτικό τους σύστημα γενικό όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως κατά την ημερομηνία της επελεύσεως της αφερεγγυότητας δικαιούνται να λάβουν μόνον το 90 % της αξίας των κεκτημένων δικαιωμάτων τους. Επιπλέον, το δικαίωμά τους υπόκειται σε ανώτατο όριο, σύμφωνα με το σημείο 26 του προσαρτήματος 7 του νόμου του 2004.
13 Το ανώτατο όριο αποζημιώσεως που ισχύει για τους εργαζομένους ορισμένης ηλικιακής κατηγορίας καθορίζεται από το PPF. Το διοικητικό συμβούλιο του PPF δημοσιεύει αναλογιστικούς συντελεστές οι οποίοι μειώνουν το ανώτατο όριο για ασφαλισμένους που εισπράττουν την αποζημίωσή τους σε ηλικία μικρότερη των 65 ετών. Δυνάμει του σημείου 26, παράγραφος 7, του προσαρτήματος 7 του νόμου του 2004, το ανώτατο ποσό της αποζημιώσεως δεν είναι το ανώτατο όριο καθεαυτό, αλλά αντιστοιχεί στο 90 % του ποσού του ανωτάτου ορίου.
14 Το σημείο 28 του προσαρτήματος 7 του νόμου του 2004 προβλέπει, περαιτέρω, ότι τα ανώτατα όρια αναπροσαρμόζονται βάσει του πληθωρισμού, χωρίς ωστόσο η αναπροσαρμογή να υπερβαίνει το 2,5 % ετησίως. Δεν προβλέπεται ωστόσο αναπροσαρμογή του ανώτατου ορίου κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως αυτής για τις αποζημιώσεις που εισπράττονται λόγω περιόδου απασχολήσεως προγενέστερης της 6ης Απριλίου 1997.
15 Σε περίπτωση αφερεγγυότητας που εμπίπτει στον νόμο του 2004, αρχίζει μια περίοδος εκτιμήσεως, βάσει του άρθρου 132 του νόμου αυτού, κατά την οποία εξετάζεται το επίπεδο χρηματοδότησης του συστήματος αυτού, προκειμένου να καθοριστεί εάν το PPF πρέπει να αναλάβει ή όχι την ευθύνη του συγκεκριμένου συστήματος, κατά το άρθρο 127, παράγραφος 2 (στο εξής: περίοδος εκτιμήσεως). Κατά την εν λόγω περίοδο εκτιμήσεως, το άρθρο 138 του νόμου του 2004 απαιτεί οι καταβλητέες προς τους ασφαλισμένους παροχές να μειωθούν στο ύψος της αποζημιώσεως που θα καταβαλλόταν αν το PPF ήταν υποχρεωμένο να αναλάβει το σύστημα.
16 Κατά τα άρθρα 143 και 144 του νόμου του 2004, η αποτίμηση των προστατευόμενων υποχρεώσεων και των στοιχείων του ενεργητικού του συστήματος, η οποία πραγματοποιείται κατά την περίοδο εκτιμήσεως, καθίσταται, εάν εγκριθεί από το διοικητικό συμβούλιο του PPF και εφόσον δεν προσβληθεί, δεσμευτική και η αποτίμηση αυτή είναι καθοριστική για να εκτιμηθεί αν πληρούται η προϋπόθεση που προβλέπεται στο άρθρο 127, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του εν λόγω νόμου για τη μεταβίβαση της ευθύνης στο PPF.
17 Δυνάμει του άρθρου 154 του νόμου του 2004, αν διαπιστωθεί ότι τα περιουσιακά στοιχεία του συστήματος επαρκούν ώστε να καλυφθεί το ποσό στο οποίο ανέρχονται οι προστατευόμενες υποχρεώσεις κατά την ημερομηνία επελεύσεως της αφερεγγυότητας, το σύστημα παραμένει εκτός PPF και εκκαθαρίζεται από τους εμπιστευματοδόχους του. Στην περίπτωση αυτή, το συμπληρωματικό συνταξιοδοτικό σύστημα υποχρεούται να καταβάλει στους εργαζομένους, από τα εναπομένοντα περιουσιακά στοιχεία, παροχές γήρατος ίσης αξίας με την αποζημίωση από το PPF. Δυνάμει του άρθρου 154, παράγραφος 7, του νόμου του 2004, το συμπληρωματικό επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα υπόκειται, στο πλαίσιο αυτό, στις οδηγίες του PPF.
18 Στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι τα περιουσιακά στοιχεία δεν επαρκούν για να εκπληρωθούν οι προστατευόμενες υποχρεώσεις, το διοικητικό συμβούλιο του PPF αναλαμβάνει την ευθύνη του συστήματος. Συναφώς, το άρθρο 161, παράγραφος 2, του νόμου του 2004 ορίζει:
«Όταν το διοικητικό συμβούλιο [του PPF] αναλαμβάνει την ευθύνη του συστήματος, τούτο συνεπάγεται ότι
(a) η περιουσία, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του συστήματος μεταβιβάζονται στο διοικητικό συμβούλιο [του PPF], χωρίς άλλη εγγύηση, από τη στιγμή που οι εμπιστευματοδόχοι ή οι διαχειριστές λαμβάνουν την κοινοποίηση της μεταβιβάσεως,
(β) οι εμπιστευματοδόχοι ή οι διαχειριστές του συστήματος απαλλάσσονται από την υποχρέωσή τους για την καταβολή συντάξεων από τον χρόνο εκείνο και έπειτα,
(γ) εφεξής, το διοικητικό συμβούλιο [του PPF] αναλαμβάνει την ευθύνη να διασφαλίσει ότι οι αποζημιώσεις καταβάλλονται (και καταβάλλονταν) σύμφωνα με τις σχετικές ρυθμίσεις και, ως εκ τούτου, από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, το σύστημα αντιμετωπίζεται σαν να εκκαθαρίσθηκε αμέσως μετά το χρονικό αυτό σημείο.»
19 Σύμφωνα με την Pension Protection Fund (Pension Compensation Cap) Order 2006 [διάταξη του 2006 του Ταμείου προστασίας συντάξεων (ανώτατο όριο συνταξιοδοτικής αποζημιώσεως)], από 1ης Απριλίου 2006, το ανώτατο όριο για πρόσωπα ηλικίας 65 ετών ανερχόταν σε 28 944,45 λίρες στερλίνες (GBP).
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
20 Ο G. Hampshire απασχολήθηκε στην Turner & Newall plc (στο εξής: T&N) την περίοδο από το 1971 έως το 1998. Κατά τη διάρκεια όλης αυτής της περιόδου, ήταν ασφαλισμένος στο συνταξιοδοτικό σύστημα της T&N (στο εξής: σύστημα της T&N).
21 Μετά την απόλυσή του, το 1998, κατόπιν της εξαγοράς της T&N από τη Federal‑Mogul Corporation of America, ο G. Hampshire συνταξιοδοτήθηκε πρόωρα σε ηλικία 51 ετών, ενώ το γενικό όριο συνταξιοδοτήσεως των μισθωτών που ήταν ασφαλισμένοι στο σύστημα της T&N ήταν τα 62 έτη. Ο G. Hampshire ενημερώθηκε από τους εμπιστευματοδόχους του συνταξιοδοτικού συστήματος της T&N ότι η ετήσια σύνταξή του ανερχόταν στο ποσό των 48 781,80 GBP ετησίως, προ φόρων, με ετήσια αύξηση 3 % κατ’ ελάχιστον.
22 Δεδομένου ότι η Federal-Mogul Corporation of America ζήτησε προστασία από την αφερεγγυότητα το 2001 στις ΗΠΑ, το PPF κίνησε, στις 10 Ιουλίου 2006, στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη διαδικασία εκτιμήσεως των προστατευόμενων υποχρεώσεων και των περιουσιακών στοιχείων του συστήματος της T&N. Κατά την ημερομηνία εκείνη, ο G. Hampshire ήταν 58 ετών.
23 Κατά το πέρας της εν λόγω εκτιμήσεως, το διοικητικό συμβούλιο του PPF ενέκρινε, στις 19 Σεπτεμβρίου 2011, την αποτίμηση σύμφωνα με την οποία, στις 10 Ιουλίου 2006, τα περιουσιακά στοιχεία του συστήματος της T&N υπερέβαιναν τις προστατευόμενες υποχρεώσεις, οπότε υπήρχαν επαρκείς πόροι για την εξασφάλιση της καταβολής παροχών γήρατος αξίας ίσης με την αποζημίωση από το PPF (στο εξής: απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2011). Επομένως, το διοικητικό συμβούλιο του PPF δεν ανέλαβε την ευθύνη του συστήματος αυτού.
24 Το ακαθάριστο ποσό της σύνταξης του G. Hampshire καθορίστηκε, μετά από αναπροσαρμογή για το εφάπαξ ποσό των 89 965 GBP το οποίο αυτός έλαβε κατόπιν της συνταξιοδότησής του το 1998, στο ποσό των 19 819 GBP ετησίως, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του γεγονότος ότι δεν είχε ακόμη συμπληρώσει, την 10η Ιουλίου 2006, το γενικό όριο της ηλικίας συνταξιοδότησης του συστήματος της T&N και ότι, επομένως, ο κανόνας του ανωτάτου ορίου που προβλέπεται στο σημείο 26 του προσαρτήματος 7 του νόμου του 2004 είχε εφαρμογή στην περίπτωσή του.
25 Συνεπώς, ο G. Hampshire υπέστη μείωση της τάξεως του 67 % περίπου σε σχέση με τα ανερχόμενα στο ποσό των 60 240 GBP ετησίως δικαιώματα τα οποία θα είχε θεμελιώσει αν ο εργοδότης του δεν είχε καταστεί αφερέγγυος.
26 Περαιτέρω, δεδομένου ότι η εργασία του παρασχέθηκε κατ’ ουσίαν πριν από τις 6 Απριλίου 1997, ο G. Hampshire απώλεσε τα περισσότερα από τα δικαιώματά του για ετήσια αύξηση της σύνταξής του. Ο G. Hampshire λαμβάνει, κατά τους υπολογισμούς του, το 25 % περίπου των συνταξιοδοτικών παροχών που θα δικαιούνταν να λάβει λόγω της εργασίας του στην T&N.
27 Ο G. Hampshire, όπως και 15 ακόμη πρώην εργαζόμενοι της T&N οι οποίοι πλήττονται από παρεμφερείς μειώσεις, προσέφυγε στον Pension Protection Fund Ombudsman (Διαμεσολαβητή του Ταμείου προστασίας συντάξεων, Ηνωμένο Βασίλειο) αμφισβητώντας την αποτίμηση του συστήματος της T&N, όπως εγκρίθηκε από το διοικητικό συμβούλιο του PPF με την απόφασή του της 19ης Σεπτεμβρίου 2011.
28 Κατόπιν της απορρίψεως της καταγγελίας του αυτής στις 19 Φεβρουαρίου 2014, ο G. Hampshire άσκησε προσφυγή ενώπιον του High Court of Justice (England & Wales), (Chancery Division) [ανώτερου δικαστηρίου (Αγγλία και Ουαλία), τμήμα εμπορικών και λοιπών ιδιωτικών διαφορών, Ηνωμένο Βασίλειο].
29 Με απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 2014, το εν λόγω δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του G. Hampshire. Ο G. Hampshire άσκησε έφεση ενώπιον του Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) [εφετείου (Αγγλία και Ουαλία) (πολιτικό τμήμα), Ηνωμένο Βασίλειο].
30 Ο G. Hampshire προέβαλε, κατ’ ουσίαν, ότι οι διατάξεις του νόμου του 2004 επί των οποίων στηριζόταν η απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2011 δεν συνάδουν με το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, δεδομένου ότι οι διατάξεις αυτές είχαν ως συνέπεια ορισμένοι μισθωτοί να λαμβάνουν λιγότερο από το 50 % της αξίας των κεκτημένων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τους.
31 Το PPF προέβαλε ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 8 της οδηγίας αυτής, τα συστήματα προστασίας πρέπει απλώς να εξασφαλίζουν, στο σύνολο των μισθωτών που υπάγονται σε συμπληρωματικό επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα, αποζημίωση ανερχόμενη τουλάχιστον στο 50 % της αξίας των κεκτημένων δικαιωμάτων τους κατά μέσο όρο. Αντιθέτως, δεν απαιτείται να εισπράττει κάθε μισθωτός ατομικά αποζημίωση ίση τουλάχιστον με το 50 % της αξίας των κεκτημένων δικαιωμάτων του.
32 Υπό τις συνθήκες αυτές το Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) [εφετείο (Αγγλία και Ουαλία) (πολιτικό τμήμα)] αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Επιβάλλει το άρθρο 8 της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ [του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη (ΕΕ 1980, L 283, σ. 23)] (το οποίο, πλέον, έχει αντικατασταθεί από το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94/ΕΚ) στα κράτη μέλη να εξασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, κάθε μεμονωμένος μισθωτός δικαιούται να λάβει τουλάχιστον το 50 % των κεκτημένων δικαιωμάτων του για παροχές γήρατος (με μοναδική εξαίρεση τις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται κατάχρηση, επί των οποίων εφαρμόζεται το άρθρο 10, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας);
2) Επικουρικώς, υπό την επιφύλαξη της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών της προκειμένης υποθέσεως από τα εθνικά δικαστήρια, αρκεί, για τους σκοπούς του άρθρου 8 της οδηγίας [80/987], το οικείο κράτος μέλος να έχει προβλέψει σύστημα ασφαλίσεως βάσει του οποίου οι μισθωτοί λαμβάνουν, κατά κανόνα, ποσοστό μεγαλύτερο του 50 % των κεκτημένων δικαιωμάτων τους για παροχές γήρατος, αλλά ορισμένοι μεμονωμένοι μισθωτοί λαμβάνουν ποσοστό μικρότερο από το 50 % λόγω:
α) της επιβολής ανώτατου οικονομικού ορίου ως προς το ύψος της καταβλητέας αποζημιώσεως (ιδίως για μισθωτούς οι οποίοι δεν είχαν συμπληρώσει την προβλεπόμενη από το σύστημα επαγγελματικής ασφαλίσεώς τους κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως κατά τον χρόνο επελεύσεως της αφερεγγυότητας του εργοδότη τους)· και/ή
β) ρυθμίσεων, βάσει των οποίων περιορίζονται είτε οι ετήσιες αυξήσεις της καταβλητέας στους μισθωτούς αποζημιώσεως είτε η ετήσια αναπροσαρμογή των δικαιωμάτων που απέκτησαν αυτοί πριν συνταξιοδοτηθούν;
3) Έχει το άρθρο 8 της οδηγίας [80/987] άμεση εφαρμογή στις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως;»
Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως
33 Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζει ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη λόγω της υποθετικής φύσεως των υποβληθέντων ερωτημάτων. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν οι υποχρεώσεις του συστήματος της T&N αποτιμώνταν χωρίς να ληφθεί υπόψη το ανώτατο όριο που προβλέπει η εθνική ρύθμιση, τα περιουσιακά στοιχεία του συστήματος αυτού θα υπερέβαιναν τις προστατευόμενες υποχρεώσεις και, ως εκ τούτου, το PPF δεν θα μπορούσε να αναλάβει την ευθύνη του εν λόγω συστήματος το οποίο θα παρέμενε υπό τη διαχείριση των εμπιστευματοδόχων του. Επομένως, ελλείψει οριζόντιας άμεσης εφαρμογής του άρθρου 8 της οδηγίας 2008/94, ο μόνος τρόπος κατά τον οποίο ο G. Hampshire θα μπορούσε να διεκδικήσει τα δικαιώματά του είναι να αξιώσει αποζημίωση από το κράτος, πράγμα που δεν αποτελεί αντικείμενο της προσφυγής της κύριας δίκης.
34 Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων την οποία προβλέπει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Επομένως, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται καταρχήν να αποφανθεί (απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2018, F. Hoffmann-La Roche κ.λπ., C‑179/16, EU:C:2018:25, σκέψη 44 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
35 Επομένως, για τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα που υποβάλλει το εθνικό δικαστήριο, εντός του πραγματικού και νομικού πλαισίου που προσδιορίζει με δική του ευθύνη και του οποίου την ακρίβεια δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο, ισχύει τεκμήριο λυσιτέλειας. Το Δικαστήριο μπορεί να απορρίψει την αίτηση που του έχει υποβάλει το εθνικό δικαστήριο μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης που ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2018, F. Hoffmann-La Roche κ.λπ., C-179/16, EU:C:2018:25, σκέψη 45 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
36 Όμως, εν προκειμένω, δεν προκύπτει προδήλως ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης την οποία ζητεί το αιτούν δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης. Συγκεκριμένα, τα εν λόγω ερωτήματα, τα οποία αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 8 της οδηγίας 2008/94, εντάσσονται στο πλαίσιο διαφοράς που αφορά το ζήτημα αν οι κανόνες του νόμου του 2004 που διέπουν τον υπολογισμό των προστατευόμενων υποχρεώσεων συμβιβάζονται προς τις επιταγές της διατάξεως αυτής. Εφόσον η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως από το Δικαστήριο ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα νέα αποτίμηση των προστατευόμενων από το PPF υποχρεώσεων και, επομένως, των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του G. Hampshire, τα εν λόγω προδικαστικά ερωτήματα συνδέονται επαρκώς με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης.
37 Περαιτέρω, το ερώτημα αν το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 παράγει άμεσο αποτέλεσμα σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη είναι επίσης λυσιτελές, δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο, για την επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί, ενδέχεται να κληθεί να αποφασίσει αν ο G. Hampshire μπορεί ή όχι να επικαλεστεί το εν λόγω άρθρο 8 κατά του διοικητικού συμβουλίου του PPF.
38 Υπό τις συνθήκες αυτές, τα προδικαστικά ερωτήματα είναι παραδεκτά.
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου και του δευτέρου ερωτήματος
39 Με το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 έχει την έννοια ότι κάθε μεμονωμένος μισθωτός πρέπει να λαμβάνει αποζημίωση που αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 50 % της αξίας των δικαιωμάτων που θεμελίωσε στο πλαίσιο συμπληρωματικού επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη του ή αν αρκεί το ότι η αποζημίωση αυτή είναι εγγυημένη για τη μεγάλη πλειονότητα των μισθωτών, αλλά, βάσει ορισμένων ορίων που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο, ορισμένοι από τους μισθωτούς αυτούς λαμβάνουν αποζημίωση μικρότερη από το 50 % της αξίας των κεκτημένων δικαιωμάτων τους.
40 Κατά το γράμμα του άρθρου 8 της οδηγίας 2008/94, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη θέσπιση των αναγκαίων μέτρων για την προστασία των συμφερόντων των μισθωτών και των προσώπων που έχουν ήδη αποχωρήσει από την επιχείρηση ή από την εγκατάσταση του εργοδότη την ημέρα επελεύσεως της αφερεγγυότητάς του, σε ό,τι αφορά τα κεκτημένα δικαιώματά τους ή τα δικαιώματα προσδοκίας για παροχές γήρατος, συμπεριλαμβανομένων και των παροχών επιζώντων, στο πλαίσιο των υφισταμένων συστημάτων επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής επικουρικής προνοίας, εκτός των εθνικών συστημάτων υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης.
41 Συναφώς, τα κράτη μέλη διαθέτουν, βεβαίως, ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά τον καθορισμό τόσο του μηχανισμού όσο και του επιπέδου της προστασίας αυτής, διακριτική ευχέρεια η οποία αποκλείει την υποχρέωση πλήρους εγγυήσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 25ης Ιανουαρίου 2007, Robins κ.λπ., C-278/05, EU:C:2007:56, σκέψεις 36 και 42 έως 45, της 25ης Απριλίου 2013, Hogan κ.λπ., C-398/11, EU:C:2013:272, σκέψη 42, καθώς και της 24ης Νοεμβρίου 2016, Webb-Sämann, C-454/15, EU:C:2016:891, σκέψη 34).
42 Επομένως, το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να μειώνουν, επιδιώκοντας την επίτευξη θεμιτών οικονομικών και κοινωνικών στόχων, και ιδίως τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, τα κεκτημένα δικαιώματα των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη τους.
43 Ωστόσο, όσον αφορά το άρθρο 8 της οδηγίας 80/987, νυν άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι διατάξεις εσωτερικού δικαίου οι οποίες μπορεί να έχουν ως συνέπεια, σε ορισμένες περιπτώσεις, την περιορισμένη διασφάλιση των παροχών, ήτοι κατά λιγότερο από το ήμισυ των κεκτημένων δικαιωμάτων, δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι ανταποκρίνονται στον ορισμό της έννοιας «προστασία», όπως χρησιμοποιείται στη διάταξη αυτή (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2007, Robins κ.λπ., C-278/05, EU:C:2007:56, σκέψη 57).
44 Πρέπει να διευκρινιστεί ότι αντικείμενο της διαφοράς στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση εκείνη ήταν, μεταξύ άλλων, τα δικαιώματα σε παροχές δύο πρώην μισθωτών οι οποίοι είχαν λάβει μόνον το 20 % και το 49 %, αντιστοίχως, των παροχών γήρατος που μπορούσαν να αξιώσουν (απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2007, Robins κ.λπ., C-278/05, EU:C:2007:56, σκέψη 54).
45 Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την ερμηνεία αυτή με την απόφαση της 25ης Απριλίου 2013, Hogan κ.λπ. (C-398/11, EU:C:2013:272), η οποία εκδόθηκε επί υποθέσεως που είχε ως αντικείμενο τα δικαιώματα σε παροχές γήρατος που θεμελίωσαν ατομικά δέκα πρώην μισθωτοί, προσδιοριζόμενοι ονομαστικά στην απόφαση, οι οποίοι ήταν όλοι ασφαλισμένοι σε ένα από τα συμπληρωματικά συνταξιοδοτικά συστήματα καθορισμένων παροχών που είχε συστήσει ο εργοδότης τους. Το Δικαστήριο, αφού παρέπεμψε στη σκέψη 57 της αποφάσεως της 25ης Ιανουαρίου 2007, Robins κ.λπ. (C-278/05, EU:C:2007:56), έκρινε ότι η ορθή μεταφορά του άρθρου 8 της οδηγίας 2008/94 στην εσωτερική έννομη τάξη προϋποθέτει ότι ο εργαζόμενος θα είναι σε θέση να λάβει, σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη του, τουλάχιστον το ήμισυ της αξίας των παροχών γήρατος για τις οποίες έχει θεμελιώσει δικαίωμα καταβάλλοντας εισφορές στο πλαίσιο συμπληρωματικού επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 25ης Απριλίου 2013, Hogan κ.λπ., C-398/11, EU:C:2013:272, σκέψεις 43 και 51).
46 Όπως προκύπτει από την εν λόγω νομολογία, η οποία επιβεβαιώθηκε προσφάτως με την απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2016, Webb-Sämann (C-454/15, EU:C:2016:891, σκέψη 35), το επίπεδο προστασίας που προβλέπει το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 συνιστά την ελάχιστη ατομική εγγύηση για κάθε μεμονωμένο μισθωτό.
47 Συγκεκριμένα, ο σκοπός της οδηγίας αυτής, η οποία αποβλέπει στο να εξασφαλίζει σε κάθε μισθωτό μια ελάχιστη κοινοτική προστασία σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, θα διακυβευόταν σοβαρά αν, χωρίς να υφίσταται οποιαδήποτε κατάχρηση δικαιώματος εκ μέρους του εργαζομένου, κατά την έννοια του άρθρου 12 της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη μέλη μπορούσαν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το άρθρο 8 της ίδιας οδηγίας χωρίς να παρέχουν σε κάθε μεμονωμένο εργαζόμενο μια τέτοια ελάχιστη προστασία.
48 Κατά συνέπεια, αντίθετα προς όσα υποστήριξε η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου στην παρούσα διαδικασία, η ερμηνεία που έδωσε το Δικαστήριο όσον αφορά το επίπεδο και τη φύση της προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 και τους κατ’ ιδίαν δικαιούχους της προστασίας αυτής δεν περιορίζεται στις συγκεκριμένες περιπτώσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 25ης Ιανουαρίου 2007, Robins κ.λπ. (C-278/05, EU:C:2007:56), της 25ης Απριλίου 2013, Hogan κ.λπ. (C-398/11, EU:C:2013:272), καθώς και της 24ης Νοεμβρίου 2016, Webb-Sämann (C-454/15, EU:C:2016:891), αλλά έχει γενική εφαρμογή.
49 Επομένως, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η εφαρμογή της ερμηνείας αυτής περιορίζεται σε ορισμένους αφερέγγυους εργοδότες συγκεκριμένων τομέων ή σε ορισμένους μισθωτούς ενός συγκεκριμένου οικονομικού και κοινωνικού πλαισίου.
50 Ως εκ τούτου, το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να εξασφαλίζουν σε κάθε μισθωτό, χωρίς εξαίρεση, αποζημίωση που αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 50 % της αξίας των δικαιωμάτων τα οποία έχει θεμελιώσει στο πλαίσιο συμπληρωματικού επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη του, χωρίς εντούτοις να αποκλείει ότι, υπό άλλες συνθήκες, οι ζημίες που έχει υποστεί ο μισθωτός αυτός θα μπορούσαν επίσης, έστω και εάν το ποσοστό τους είναι χαμηλότερο, να θεωρηθούν ως προδήλως δυσανάλογες υπό το πρίσμα της υποχρεώσεως προστασίας των συμφερόντων των μισθωτών που προβλέπει η εν λόγω διάταξη (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2016, Webb-Sämann, C‑454/15, EU:C:2016:891, σκέψη 35).
51 Εξάλλου, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν η γενική εισαγγελέας με τα σημεία 48 έως 53 των προτάσεών της, προκειμένου να εξασφαλιστεί η πλήρης αποτελεσματικότητα της ελάχιστης προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη τους την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94, το οποίο επιτάσσει η προστασία αυτή να καλύπτει όλη τη διάρκεια της συνταξιοδότησης, η αποζημίωση που αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 50 % της αξίας των κεκτημένων δικαιωμάτων τους πρέπει να υπολογίζεται λαμβανομένης υπόψη της προβλεπόμενης εξέλιξης των συνταξιοδοτικών παροχών καθ’ όλη τη διάρκεια της συντάξεως, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να μειωθεί, με την πάροδο του χρόνου, το εγγυημένο ποσό σε ποσοστό κατώτερο του 50 % της αρχικής αξίας που θεμελιώθηκε για ένα συντάξιμο έτος.
52 Κατόπιν των ανωτέρω, στο πρώτο και το δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 έχει την έννοια ότι κάθε μεμονωμένος μισθωτός πρέπει, σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη του, να λαμβάνει παροχές γήρατος που αντιστοιχούν τουλάχιστον στο 50 % της αξίας των δικαιωμάτων τα οποία έχει θεμελιώσει στο πλαίσιο συμπληρωματικού επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος.
Επί του τρίτου ερωτήματος
53 Με το τρίτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά εάν το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 έχει άμεσο αποτέλεσμα.
54 Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι διοικούμενοι μπορούν να επικαλούνται απαλλαγμένες αιρέσεων και αρκούντως σαφείς διατάξεις των οδηγιών έναντι του κράτους μέλους και του συνόλου των οργάνων της δημόσιας διοίκησης, καθώς και έναντι οργανισμών ή φορέων που υπόκεινται στην εποπτεία ή τον έλεγχο του κράτους ή που έχουν εξαιρετικές εξουσίες σε σχέση με εκείνες που απορρέουν από τους εφαρμοστέους στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών κανόνες (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2017, Farrell, C-413/15, EU:C:2017:745, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
55 Μπορούν επίσης να εξομοιώνονται με το κράτος οργανισμοί ή φορείς στους οποίους έχει ανατεθεί, από δημόσια αρχή, η εκτέλεση αποστολής δημοσίου συμφέροντος και, για τον λόγο αυτό, έχουν εξοπλιστεί με εξαιρετικές εξουσίες (απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2017, Farrell, C-413/15, EU:C:2017:745, σκέψη 34).
56 Εν προκειμένω, πρέπει συνεπώς να εξεταστεί αν το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 είναι απαλλαγμένο αιρέσεων και αρκούντως σαφές. Η εξέταση αυτή πρέπει να αφορά τρία στοιχεία, δηλαδή τον προσδιορισμό των δικαιούχων της προστασίας που προβλέπει η εν λόγω διάταξη, το περιεχόμενο της προστασίας αυτής και τον προσδιορισμό αυτού που οφείλει να παράσχει την προστασία (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 1991, Francovich κ.λπ., C‑6/90 και C-9/90, EU:C:1991:428, σκέψη 12).
57 Όσον αφορά τους δικαιούχους της προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94, από το γράμμα του άρθρου αυτού προκύπτει σαφώς ότι η οδηγία αποβλέπει στην προστασία των μισθωτών που πλήττονται από την αφερεγγυότητα του εργοδότη τους. Επομένως, το εν λόγω άρθρο πληροί, ως προς τον προσδιορισμό των δικαιούχων της εγγυήσεως, τις προϋποθέσεις σαφήνειας και απουσίας αιρέσεων που απαιτούνται για την άμεση εφαρμογή μιας διατάξεως οδηγίας.
58 Όσον αφορά το περιεχόμενο της προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94, υπενθυμίζεται ότι, με την απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2007, Robins κ.λπ. (C-278/05, EU:C:2007:56), το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το εν λόγω άρθρο 8 προϋποθέτει ότι ο εργαζόμενος θα λάβει, σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη του, τουλάχιστον το ήμισυ της αξίας των παροχών γήρατος για τις οποίες έχει θεμελιώσει δικαίωμα καταβάλλοντας εισφορές στο πλαίσιο συμπληρωματικού επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος (απόφαση της 25ης Απριλίου 2013, Hogan κ.λπ., C-398/11, EU:C:2013:272, σκέψη 51).
59 Η ερμηνεία αυτή της εν λόγω διατάξεως διασαφηνίζει και διευκρινίζει τη σημασία και το περιεχόμενό της, όπως πρέπει ή θα έπρεπε να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται από τότε που τέθηκε σε ισχύ (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 19ης Απριλίου 2016, DI, C-441/14, EU:C:2016:278, σκέψη 40, καθώς και της 22ας Νοεμβρίου 2017, Cussens κ.λπ., C-251/16, EU:C:2017:881, σκέψη 41).
60 Επομένως, το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 περιέχει σαφή και συγκεκριμένη υποχρέωση την οποία υπέχουν τα κράτη μέλη και η οποία αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες. Πρέπει να προστεθεί ότι η υποχρέωση αυτή δεν υπόκειται σε καμία ειδική προϋπόθεση.
61 Όσον αφορά τον προσδιορισμό εκείνου που οφείλει να παράσχει την προστασία την οποία προβλέπει το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94, υπενθυμίζεται ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως ως προς τον μηχανισμό που πρέπει να θεσπισθεί και, ως εκ τούτου, μπορούν να προβλέπουν, μεταξύ άλλων, χρηματοδότηση από τις δημόσιες αρχές, υποχρέωση ασφαλίσεως βαρύνουσα τους εργοδότες ή σύσταση οργανισμού εγγυήσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2007, Robins κ.λπ., C-278/05, EU:C:2007:56, σκέψεις 36 και 37).
62 Ωστόσο, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας με το σημείο 79 των προτάσεών της, εφόσον το κράτος μέλος έχει κάνει πλήρως χρήση του εν λόγω περιθωρίου εκτιμήσεως, δεν μπορεί πλέον να εμποδίσει τον ιδιώτη να επικαλεστεί την ελάχιστη προστασία που δικαιούται δυνάμει του άρθρου 8 της οδηγίας 2008/94.
63 Συναφώς, όπως προκύπτει από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, ο εθνικός νομοθέτης αποφάσισε, με την έκδοση του νόμου του 2004, ότι, όταν ένας εργοδότης που συμμετέχει σε επιλέξιμο συνταξιοδοτικό σύστημα καθορισμένων παροχών καταστεί αφερέγγυος, πρέπει να εξεταστεί το επίπεδο χρηματοδότησης του εν λόγω συστήματος, ειδικότερα δε να αποτιμηθούν οι προστατευόμενες υποχρεώσεις και τα στοιχεία του ενεργητικού του συστήματος αυτού. Κατά τον ως άνω νόμο, εφόσον από την εν λόγω αποτίμηση, μετά την έγκρισή της από το διοικητικό συμβούλιο του PPF, καταδεικνύεται ότι τα στοιχεία του ενεργητικού του συστήματος επαρκούν για να καταβληθεί το κόστος των προστατευόμενων υποχρεώσεων, το συγκεκριμένο σύστημα, μολονότι υπόκειται στις οδηγίες του διοικητικού συμβουλίου του PPF, παραμένει υπό τη διαχείριση των εμπιστευματοδόχων του. Αντιθέτως, στην περίπτωση που τα περιουσιακά στοιχεία του συστήματος είναι ανεπαρκή, ο νόμος του 2004 προβλέπει ότι το διοικητικό συμβούλιο του PPF αναλαμβάνει την ευθύνη του συστήματος αυτού, όπερ συνεπάγεται ότι οι εμπιστευματοδόχοι του συστήματος απαλλάσσονται από τις υποχρεώσεις τους όσον αφορά τις συντάξεις και ότι το διοικητικό συμβούλιο του PPF είναι υποχρεωμένο να εξασφαλίσει την καταβολή των αποζημιώσεων.
64 Επομένως, ο νόμος του 2004 ορίζει σαφώς ποιος είναι αρμόδιος για την αποτίμηση των προστατευόμενων υποχρεώσεων και των περιουσιακών στοιχείων των συμπληρωματικών επαγγελματικών συνταξιοδοτικών συστημάτων, καθώς και ποιος φέρει την ευθύνη για τη διασφάλιση της ελάχιστης προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94.
65 Συνεπώς, στο PPF εναπόκειται να εκπληρώσει, στο Ηνωμένο Βασίλειο, την υποχρέωση που υπέχουν τα κράτη μέλη να προστατεύουν τα συμφέροντα των μισθωτών όσον αφορά τα δικαιώματά τους σε παροχές γήρατος που έχουν θεμελιώσει στο πλαίσιο συμπληρωματικού επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος.
66 Όσον αφορά το ζήτημα αν το PPF είναι φορέας που ανήκει στο κράτος ή μπορεί να εξομοιωθεί με αυτό, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 54 και 55 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να τονιστεί ότι το PPF είναι επιφορτισμένο με αποστολή δημοσίου συμφέροντος και διαθέτει εξαιρετικές εξουσίες για την εκπλήρωση αυτής της αποστολής, καθόσον εισπράττει εισφορές από τα εγκεκριμένα συμπληρωματικά επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα και είναι εξουσιοδοτημένο να απευθύνει στα συστήματα αυτά τις αναγκαίες οδηγίες στο πλαίσιο της εκκαθαρίσεώς τους. Περαιτέρω, εγκρίνοντας την αποτίμηση των προστατευόμενων υποχρεώσεων ενός συμπληρωματικού επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος, το διοικητικό συμβούλιο του PPF ορίζει το επίπεδο προστασίας κάθε μισθωτού ως προς τα δικαιώματα σε παροχές γήρατος που έχει θεμελιώσει τόσο στην περίπτωση της αναλήψεως της ευθύνης του συστήματος από το PPF όσο και στην περίπτωση ενδεχόμενης εκκαθαρίσεως εκτός PPF.
67 Επομένως, πληρούνται οι προϋποθέσεις για να μπορεί ένας μισθωτός, ευρισκόμενος σε κατάσταση όπως αυτή του G. Hampshire, να επικαλεσθεί το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 έναντι του διοικητικού συμβουλίου του PPF.
68 Όσον αφορά το επιχείρημα της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, κατά το οποίο το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94 δεν μπορεί να προβληθεί κατά των εμπιστευματοδόχων του συστήματος της T&N, λόγω του ότι οι εμπιστευματοδόχοι αυτοί είναι ιδιώτες, ενώ τα στοιχεία του ενεργητικού του συστήματος αυτού καλύπτουν τις προστατευόμενες υποχρεώσεις του συστήματος και, επομένως, το εν λόγω σύστημα της T&N θα καταβάλει στον G. Hampshire τις παροχές γήρατος, επιβάλλεται η διαπίστωση, αφενός, ότι διάδικοι της κύριας δίκης είναι ο G. Hampshire και το διοικητικό συμβούλιο του PPF, καθώς και ο Secretary of State for Work and Pensions (Υπουργός Εργασίας και Συντάξεων, Ηνωμένο Βασίλειο). Ούτε το σύστημα της T&N ούτε οι εμπιστευματοδόχοι του συστήματος αυτού είναι διάδικοι της κύριας δίκης.
69 Αφετέρου, κατά την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, η διαφορά της κύριας δίκης δεν αφορά το αν ο G. Hampshire μπορεί να απαιτήσει απευθείας από το σύστημα της T&N ή από τους διαχειριστές του την καταβολή αποζημιώσεως ύψους που αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 50 % των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τα οποία θεμελίωσε στο σύστημα αυτό, αλλά τη νομιμότητα της αποφάσεως με την οποία το διοικητικό συμβούλιο του PPF ενέκρινε τις προστατευόμενες υποχρεώσεις του εν λόγω συστήματος. Όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας με τα σημεία 89, 91 και 92 των προτάσεών της, αντικείμενο της διαφοράς αυτής είναι να καθοριστεί αν, με την επίκληση του άρθρου 8 της οδηγίας 2008/94, μπορεί να υποχρεωθεί το διοικητικό συμβούλιο του PPF να προβεί σε νέα αποτίμηση των προστατευόμενων υποχρεώσεων. Στο πλαίσιο αυτό, η επίπτωση που θα μπορούσε να έχει στο σύστημα της T&N ένας νέος υπολογισμός της αποζημιώσεως του PPF συνιστά απλώς αρνητικό αντίκτυπο επί των δικαιωμάτων τρίτων και δεν δικαιολογεί την άρνηση να αναγνωριστεί το άμεσο αποτέλεσμα της διάταξης αυτής έναντι φορέα που χαρακτηρίζεται ως κρατικός φορέας (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, T-Mobile Czech Republic και Vodafone Czech Republic, C-508/14, EU:C:2015:657, σκέψη 48 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
70 Κατόπιν των ανωτέρω, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, έχει άμεσο αποτέλεσμα και, ως εκ τούτου, μπορεί να γίνει επίκλησή του ενώπιον εθνικού δικαστηρίου από μεμονωμένο μισθωτό προκειμένου να αμφισβητηθεί απόφαση οργανισμού όπως το διοικητικό συμβούλιο του PPF.
Επί των δικαστικών εξόδων
71 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, έχει την έννοια ότι κάθε μεμονωμένος μισθωτός πρέπει, σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη του, να λαμβάνει παροχές γήρατος που αντιστοιχούν τουλάχιστον στο 50 % της αξίας των δικαιωμάτων τα οποία έχει θεμελιώσει στο πλαίσιο συμπληρωματικού επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος.
2) Το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/94, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, έχει άμεσο αποτέλεσμα και, ως εκ τούτου, μπορεί να γίνει επίκλησή του ενώπιον εθνικού δικαστηρίου από μεμονωμένο μισθωτό προκειμένου να αμφισβητηθεί απόφαση οργανισμούόπως το TheBoardofthePensionProtectionFund (διοικητικό συμβούλιο του Ταμείου προστασίας των συντάξεων, Ηνωμένο Βασίλειο).
(υπογραφές)
https://www.taxheaven.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου