Χωρίς μέτρα στήριξης οι οικογένειες με παιδιά, ενώ η Ελλάδα γερνάει...
Ενώ στην Ελλάδα η υπογεννητικότητα λαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις και η παιδική φτώχεια καταρρίπτει το ένα αρνητικό ρεκόρ μετά το άλλο, στη χώρα μας εφαρμόζεται το διεθνώς λιγότερο αποδοτικό σύστημα ενίσχυσης των εργαζομένων με παιδιά. Οι πολιτικές μείωσης των κρατήσεων για φόρους και εισφορές –διαφοροποίηση αφορολογήτου, επιδόματα τέκνων και άμεσες εισοδηματικές ενισχύσεις– μειώνουν τον συντελεστή κρατήσεων μόλις κατά 1,2%, λιγότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα-μέλος του ΟΟΣΑ. Οι αναποτελεσματικές πολιτικές για τις οικογένειες με παιδιά έρχονται ξανά στο προσκήνιο ενόψει και των αλλαγών που προωθούνται στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων με τους θεσμούς.
Στο τραπέζι αναμένεται να τεθεί και θέμα αλλαγής των κριτηρίων χορήγησης του επιδόματος τέκνων που δίδεται από τον ΟΓΑ αλλά και περαιτέρω διαφοροποίησης του αφορολογήτου ανάλογα με τον αριθμό των παιδιών. Ηδη προς αυτή την κατεύθυνση κινούνται προτάσεις και της Παγκόσμιας Τράπεζας αλλά και της Τράπεζας της Ελλάδος.
Ο Ελληνας εργαζόμενος με δύο παιδιά, ο οποίος αμείβεται με αποδοχές που κινούνται στον μέσο όρο της χώρας, υφίσταται κρατήσεις της τάξεως του 38,1% για φόρο εισοδήματος, εισφορά αλληλεγγύης και ασφαλιστικές εισφορές ποσοστό που είναι το 6ο μεγαλύτερο μεταξύ των 35 χωρών-μελών του ΟΟΣΑ. Για τον ίδιο εργαζόμενο ο οποίος δεν έχει παιδιά, οι κρατήσεις αυξάνονται στο 39,3%. Η μικρή διαφοροποίηση είναι αποτέλεσμα της πενιχρής πολιτικής που ισχύει σήμερα για τους οικογενειάρχες:
1. Η έκπτωση φόρου στο εισόδημα των μισθωτών διαφοροποιείται μόλις κατά 50 ευρώ για κάποιον που έχει ένα παιδί (αντί για 1.900 ευρώ αυξάνεται στα 1.950 ευρώ) ή κατά 100 ευρώ για κάποιον που έχει δύο παιδιά (από τα 1.900 στις 2.000 ευρώ).
2. Το επίδομα τέκνων ανέρχεται στα 40 ευρώ τον μήνα ανά παιδί, μόνο αν το εισόδημα περιορίζεται στις 9.000 ευρώ ετησίως. Για εισόδημα από 9.000 έως 18.000 ευρώ (σε αυτό το επίπεδο κυμαίνεται και ο μέσος όρος της χώρας), το επίδομα περιορίζεται στα 26,67 ευρώ τον μήνα.
Ετσι, η πολιτική ενίσχυσης για μια οικογένεια με δύο παιδιά, στην οποία εργάζεται ο ένας εκ των δύο συζύγων και έχει ετήσιο εισόδημα της τάξεως των 15.000 ευρώ, μεταφράζεται σε περίπου 740 ευρώ τον χρόνο στην καλύτερη περίπτωση.
Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι οι ακολουθούμενες πολιτικές δεν αποδίδουν ενώ δύο είναι τα πιο ανησυχητικά ευρήματα:
Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι οι ακολουθούμενες πολιτικές δεν αποδίδουν ενώ δύο είναι τα πιο ανησυχητικά ευρήματα:
• Ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά ηλικίας 0-17 ετών ανήλθε το 2015 στο 26,6%, σημειώνοντας αύξηση κατά 1,1 ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με το 2014. Ο κίνδυνος αυτός είναι υψηλότερος κατά 5,2 ποσοστιαίες μονάδες από το αντίστοιχο ποσοστό του συνολικού πληθυσμού, το οποίο διαμορφώθηκε στο 21,4% για τη συγκεκριμένη χρονιά. Προκύπτει επομένως αύξηση της παιδικής φτώχειας σε μια χρονιά που το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας εμφανίστηκε να υποχωρεί από το 22,1% το 2014 στο 21,4% το 2015.
• Οι γεννήσεις ήταν και το 2016 σαφώς λιγότερες από τους θανάτους. Με βάση τα στοιχεία από τα ληξιαρχεία, η περυσινή χρονιά έκλεισε με μόλις 93.418 γεννήσεις οι οποίες ήταν λιγότερες κατά 25.205 σε σχέση με τους θανάτους. Το 2016 είναι η 5η διαδοχική χρονιά που οι θάνατοι ξεπερνούν τις γεννήσεις ενώ το αρνητικό ισοζύγιο έχει φτάσει στις 115.000 άτομα από το 2011 μέχρι το 2016.
Η Παγκόσμια Τράπεζα, στην έκθεση που συνέταξε για την αναμόρφωση της κοινωνικής και επιδοματικής πολιτικής στην Ελλάδα (σε αυτή την έκθεση η Παγκόσμια Τράπεζα συντάχθηκε με το ΔΝΤ στην αναγκαιότητα μείωσης το αφορολογήτου προκειμένου να χρηματοδοτηθούν άλλες κοινωνικές παροχές), πρότεινε να καταργηθεί το πολυτεκνικό επίδομα των 500 ευρώ ανά παιδί που εισπράττουν τρίτεκνοι και πολύτεκνοι αλλά να καταργηθεί και το επίδομα τέκνων για όσους δηλώνουν ετήσιο εισόδημα από 12.000 έως 18.000 ευρώ. Με τα χρήματα που θα εξοικονομηθούν, ζήτησε να αυξηθεί το επίδομα τέκνων για τους υπόλοιπους δικαιούχους, δηλαδή όσους δηλώνουν εισοδήματα έως 12.000 ευρώ. Η έκθεση περιγράφει και εναλλακτικά σενάρια που προβλέπουν την αύξηση του επιδόματος ανά παιδί, από τα 40 ευρώ που βρίσκεται σήμερα, ακόμη και στα 60 ή 70 ευρώ.
Εργένηδες και οικογενειάρχες έχουν σχεδόν τα ίδια φορολογικά βάρη
Στο τραπέζι έχουν πέσει προτάσεις όπως ότι η επικείμενη μείωση του αφορολογήτου για μισθωτούς και συνταξιούχους να μη γίνεται αδιακρίτως, αλλά να έχει πολύ πιο ήπια χαρακτηριστικά για τους φορολογουμένους με προστατευόμενα τέκνα. Υπέρ αυτής της διαφοροποίησης του αφορολογήτου –η οποία ίσχυε επί σειρά ετών, καταργήθηκε το 2013 λόγω της θέσπισης του επιδόματος τέκνων και επανήλθε από τη σημερινή κυβέρνηση αλλά «δειλά»– έχει ταχθεί δημοσίως και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας. Την ίδια ώρα, όπως προκύπτει από τα διαθέσιμα στοιχεία, η λιγότερο αποδοτική –τουλάχιστον συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ– είναι η ελληνική πολιτική ενίσχυσης των οικογενειών με παιδιά, όπως προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία του οργανισμού. Οι συνολικές κρατήσεις που γίνονται στις αποδοχές εργαζομένου με δύο παιδιά κατατάσσουν τον Ελληνα στην έκτη θέση μεταξύ όλων των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ και περίπου 12 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από τον παγκόσμιο μέσο όρο.
Ο οικογενειάρχης στην Ελλάδα βρίσκεται σε χειρότερη θέση συγκριτικά με τον εργένη, ο οποίος κατατάσσεται 14ος μεταξύ των εργένηδων του ΟΟΣΑ, με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται με περίπου 3,5 ποσοστιαίες μονάδες συγκριτικά με τον μέσο όρο. Οσο για τα μέτρα ελάφρυνσης των εργαζομένων με παιδιά, είναι τα λιγότερα αποδοτικά διεθνώς, όπως προκύπτει από την επεξεργασία των στοιχείων του ΟΟΣΑ. Οι κρατήσεις ενός εργαζομένου με δύο παιδιά είναι μόλις κατά 1,2 ποσοστιαία μονάδα μικρότερες στην Ελλάδα σε σχέση με τις κρατήσεις που γίνονται στον εργένη.
Αυτό το ποσοστό είναι το μικρότερο διεθνώς ενώ στη σχετική λίστα μάς ξεπερνά μόνο το Μεξικό και η Χιλή, χώρες όμως οι οποίες ούτως ή άλλως επιβάλλουν πολύ χαμηλές κρατήσεις στους εργαζομένους για φόρο εισοδήματος και ασφαλιστικές εισφορές.
Για τον μοναδικό εργαζόμενο μιας 4μελούς οικογένειας, οι κρατήσεις που γίνονται στην Ελλάδα είναι από τις υψηλότερες στον κόσμο. Με ποσοστό της τάξεως του 38,1% για φόρους και ασφαλιστικές εισφορές (οι υπολογισμοί έχουν γίνει επί του μέσου εισοδήματος της χώρας, διότι στα υψηλότερα εισοδήματα η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη λόγω της φορολογικής κλίμακας), ο Ελληνας κατατάσσεται πολύ κοντά στην παγκόσμια κορυφή. Πρώτος είναι ο Γάλλος φορολογούμενος με ποσοστό 40,5%, δεύτερος ο Βέλγος με 40,4%, τρίτος ο Φινλανδός με 39,3%, τέταρτος ο Αυστριακός με 39% και πέμπτος ο Ιταλός με 38,8%. Να σημειωθεί ότι ο μέσος όρος για τις χώρες μέλη του ΟΟΣΑ διαμορφώνεται στο 26,7%.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου