Όπως είναι γνωστό, από την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής των διατάξεων του νέου ΚΦΕ (Ν 4172/2013, από 1/1/2014), απαλείφθηκε ο όρος «ελεύθερος επαγγελματίας», ως ιδιαίτερης κατηγορίας φορολογουμένων και πηγής εισοδήματος, από τις διατάξεις του και αντικαταστάθηκε από τον ευρύ όρο: «ασκών επιχειρηματική δραστηριότητα». Όλοι οι πρώην κατονομαζόμενοι στο άρθρο 48 του καταργηθέντος ΚΦΕ (Ν 2238/1994), ως ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι, ασκούν εφεξής (2014) επιχειρηματική δραστηριότητα.
Από την άλλη πλευρά, ο ασφαλιστικός νόμος (Ν 4387/2016), παρόλο που συνδέει ευθέως τον υπολογισμό των ασφαλιστικών εισφορών με το φορολογητέο εισόδημα των ως άνω προσώπων, ασκούντων επιχειρηματική δραστηριότητα ατομικώς (γιατί, περί αυτού πρόκειται), εξακολουθεί να χρησιμοποιεί τους όρους «ελεύθερος επαγγελματίας» και «αυτοαπασχολούμενος».
Υπό την έννοια αυτή, αυτοαπασχολούμενος, είναι ο ασκών επιχειρηματική δραστηριότητα, μόνος του, χωρίς την ύπαρξη εργοδότη (ασχέτως αν ο ίδιος μπορεί να απασχολεί έμμισθο προσωπικό), ενώ ελεύθερος επαγγελματίας είναι αυτός που παρέχει υπηρεσίες με έκδοση δικού του παραστατικού (ΤΠΥ), προς άλλους ασκούντες επιχειρηματική δραστηριότητα, ή σε τελικούς καταναλωτές (ΑΠΥ).
Από 1/1/2017, και μετά την ημερομηνία αυτή, καθώς και για κάθε επόμενο έτος, ως βάση υπολογισμού των εισφορών καθορίζεται το Καθαρό Φορολογητέο Αποτέλεσμα (ΚΦΑ) από την άσκηση δραστηριότητας, όπως αυτό διαμορφώθηκε κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος. 
Σκοπίμως ο νομοθέτης, το αποκάλεσε  «αποτέλεσμα», γιατί όπως θα δούμε αμέσως μετά, ενδέχεται να διαφοροποιείται το φορολογητέο εισόδημα (για επιβολή φόρου εισοδήματος) από το φορολογητέο αποτέλεσμα που θα χρησιμοποιηθεί στον προσδιορισμό των ασφαλιστικών εισφορών. Ωστόσο, το ΚΦΑ προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΦΕ και για τον σχηματισμό του λαμβάνονται υπόψη εισοδήματα από δραστηριότητες ή ιδιότητες που στοιχειοθετούν υποχρέωση ασφάλισης.
Σύμφωνα με διευκρίνιση του Υπουργείου Εργασίας, για το 2017 λαμβάνονται υπόψη τα εισοδήματα από το πιο πρόσφατο εκκαθαρισμένο φορολογικό έτος, δηλαδή το 2015. Ακολούθως θα έχουμε εκκαθαριστική διαδικασία και οριστικοποίηση των ετησίων ασφαλιστικών εισφορών «όταν καταστεί ευχερής η χρήση των εισοδημάτων του έτους 2016 (Β΄ εξάμηνο 2017)». Υπό την έννοια αυτή, η ίδια διαδικασία θα υιοθετηθεί και για τα επόμενα έτη. Στην περίπτωση που θα προκύψουν χαμηλότερες εισφορές, λόγω μειωμένου φορολογητέου εισοδήματος, αυτές κατά πάσα πιθανότητα θα συμψηφιστούν με μελλοντικές εισφορές. Αναμένονται διευκρινίσεις σε περιπτώσεις διακοπής εργασιών και επομένως άσκησης του δικαιώματος επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθεισών εισφορών.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι τα ποσοστά υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών  εφαρμόζονται επί του μηνιαίου εισοδήματος. Δηλαδή, όπως έχει καθοριστεί το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα (ΚΦΑ), από την άσκηση της δραστηριότητας  κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος, διαιρείται δια του 12.
Σημειώνεται ότι ο νόμος προέβλεπε ότι ο συμψηφισμός θα άρχιζε από τον Ιούλιο, πράγμα το οποίο δεν κατέστη εφικτό για πολλούς και διαφόρους λόγους. Σε κάθε περίπτωση, η, ούτως ή άλλως, «μεταβλητή» βάση υπολογισμού των εισφορών, αφού συνδέεται με φορολογητέο εισόδημα, θα προκαλέσει και θα προκαλεί γενικώς διαφοροποιήσεις στο ύψος των εισπρακτέων ποσών. Από τα πρώτα διαθέσιμα στοιχεία, τα εισοδήματα που θα προκύψουν από την εκκαθάριση των φορολογικών δηλώσεων του φορολογικού έτους 2016, για την κατηγορία αυτοαπασχολουμένων και ελευθέρων επαγγελματιών, εμφανίζονται μειωμένα από 15% έως 20%, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα έσοδα του ασφαλιστικού Φορέα.
Τέλος, υπενθυμίζουμε ότι το 2018 αλλάζει η βάση υπολογισμού των εισφορών, με την προσθήκη του ποσού των εισφορών που καταβλήθηκαν ή που έπρεπε να καταβληθούν, στο καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα. Η στρέβλωση αυτή θα γεμίσει με νέες επιβαρύνσεις τους ασφαλισμένους, ενώ θα προκαλέσει και διαχειριστικά ζητήματα στις υπηρεσίες του ΕΦΚΑ 

Παραδείγματα:

Α.  Ασκών επιχειρηματική δραστηριότητα (δηλαδή, ένας ελεύθερος επαγγελματίας, πχ Προγραμματιστής) δήλωσε το 2015 καθαρό φορολογητέο εισόδημα 25.000 ευρώ. Ωστόσο, το φορολογητέο εισόδημα που δήλωσε το 2016 είναι 10.000 ευρώ, λόγω της περιορισμού της πελατείας του.  
Συνεπώς, κατά το 2017 υπολογίζονται εισφορές, ανά μήνα:
25.000,00 / 12 = 2.083,33 χ 26,95% = 561,46 ευρώ
Η καταβολή του ποσού αυτού, ας υποθέσουμε ότι έγινε από Ιανουάριο μέχρι και τον Οκτώβριο (561,46 χ 10 = 5.614,60 ευρώ).
Το καθαρό φορολογητέο εισόδημα του 2016, επί του οποίου θα πρέπει να υπολογιστούν οι εισφορές είναι 10.000 ευρώ:
10.000,00 / 12 = 833,33 χ 26,95% = 224,58 ευρώ
Συνεπώς, η υποχρέωσή του σε ετήσια βάση, για το 2017, είναι:
224,58 χ 12 = 2.694,94 ευρώ
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο ασφαλισμένος έχει προκαταβάλει εισφορές, οι οποίες ή θα πρέπει να επιστραφούν, ή να αναμένεται ο μελλοντικός συμψηφισμός τους.
Β.  Ας υποθέσουμε ότι το 2016 ήταν «καλή» χρονιά και προέκυψε καθαρό φορολογητέο εισόδημα (που είναι και η βάση υπολογισμού των εισφορών) 30.000 ευρώ. Στην περίπτωση αυτή, η αναπροσαρμογή θα γίνει ως εξής:
30.000,00 / 12 = 2.500,00 χ 26,95% = 673,75 ευρώ
Συνεπώς, ο ασφαλισμένος οφείλει επιπλέον εισφορές για το 2017:
  • Για τους 10 μήνες: (673,75 – 561,46) χ 10 = 1.122,90 ευρώ,
  • Για τους δύο μήνες που απομένουν (Νοέμβριος και Δεκέμβριος 2017) θα καταβληθεί για κάθε έναν το ποσό των 673,75 ευρώ.
Πάντως, εκκρεμεί η διευκρίνιση σχετικώς με την διαμόρφωση της βάσης υπολογισμού των εισφορών, στις περιπτώσεις που ο φορολογικός έλεγχος διαφοροποιήσει το φορολογητέο αποτέλεσμα, εντός της πενταετίας που είναι ο χρόνος παραγραφής.
Νίκος Σγουρινάκης από το http://epixeirisi.gr/