Αμετακίνητο στη θέση του το ΔΝΤ
Τη συνταγή της προσήλωσης στις συμφωνημένες μεταρρυθμίσεις, κλείνοντας την πόρτα στο ενδεχόμενο αναστροφής των περικοπών συντάξεων και μείωσης του αφορολόγητου, συστάσεις για το δημόσιο και την ήδη υπάρχουσα εκτίμηση για μεσοπρόθεσμη μόνο βιωσιμότητα του χρέους, περιλαμβάνει η έκθεση του ΔΝΤ για την Ελλάδα, που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Το Ταμείο κάνει μεν λόγο για επιστροφή της Ελλάδας στην ανάπτυξη, χαμηλώνει όμως τον πήχη και επαναδιατυπώνει τις επιφυλάξεις του για τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.
Το Ταμείο εκτιμά ότι η ανάπτυξη θα φτάσει το 2% το 2018 και το 2,4% το 2019, καθώς και ότι η ανεργία θα μειωθεί περαιτέρω. Ωστόσο, τονίζει εξωτερικοί και εσωτερικοί κίνδυνοι παραμένουν, αναφέροντας ως τέτοιους τη χαμηλότερη ανάπτυξη του εμπορικού ισοζυγίου, την περιφερειακή αστάθεια, το εγχώριο πολιτικό ημερολόγιο και τον κίνδυνο μεταρρυθμιστικής κόπωσης. Επιπλέον χτυπάει καμπανάκι για τη γήρανση του πληθυσμού που μακροπρόθεσμα αναμένεται να λειτουργήσει αρνητικά στην ανάπτυξη, μεγαλώνοντας έτσι την ανάγκη για ενθάρρυνση της παραγωγικότητας.
Βιώσιμο μέχρι το 2038
Σε ό,τι αφορά το χρέος το ΔΝΤ επαναλαμβάνει τη θέση ότι η συμφωνία του Eurogroup της 21ης Ιουνίου βελτίωσε σημαντικά τη βιωσιμότητα μεσοπρόθεσμα αλλά ότι οι μακροπρόθεσμες προοπτικές παραμένουν αβέβαιες.
Στην ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους (DSA) σημειώνεται ότι «η επέκταση των λήξεων των ομολόγων του EFSF κατά 10 έτη και τα άλλα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, σε συνδυασμό με το μεγάλο ταμειακό μαξιλάρι, θα εξασφαλίσουν σταθερή μείωση του χρέους και των ακαθάριστων αναγκών χρηματοδότησης ως ποσοστό του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και να βελτιώσουν έτσι τις προοπτικές για την Ελλάδα, αν και παραμένουν κίνδυνοι.
Το ΔΝΤ, ωστόσο, προβληματίζεται για το γεγονός ότι η συγκεκριμένη βελτίωση μπορεί να διατηρηθεί μακροπρόθεσμα μόνο μέσω φιλόδοξων υποθέσεων για τη πορεία της αύξησης του ΑΕΠ και την ικανότητα της Ελλάδας για επίτευξη μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων. Για αυτόν τον λόγο, το Ταμείο θεωρεί ότι είναι η δύσκολη η μακροπρόθεσμη πρόσβαση στις αγορές χωρίς περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους.
Απ' αυτή την άποψη το Ταμείο χαιρετίζει την απόφαση των Ευρωπαίων εταίρων να παρέχουν επιπλέον ανακούφιση, αλλά θεωρεί ότι είναι κρίσιμο όποια επιπλέον ελάφρυνση να βασίζεται σε ρεαλιστικές υποθέσεις, ειδικά σε σχέση με της Ελλάδας να διατηρήσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.
Συνολικά, το ΔΝΤ εκτιμά ότι τα πρόσφατα μέτρα χρέους δεν θα αποδειχθούν αρκετά και πως το χρέος θα αρχίσει να αυξάνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ από το 2038, καθώς η έκθεση σημειώνει ότι «θα χρειαστεί πρόσθετη ανακούφιση για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους».
Το Ταμείο εξάλλου επαναλαμβάνει ότι η Ελλάδα αναμένεται να επιτυγχάνει ένα πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 1,5% του ΑΕΠ και ετήσια ανάπτυξη περίπου 1%, επισημαίνοντας πως αυτά απαιτούν την ανάληψη διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Έτσι, κατά το Ταμείο ενώ η αναλογία χρέους προς ΑΕΠ αρχικά θα πέσει, στην πορεία αναμένεται να ανέβει πάλι περίπου το 2038. Γι' αυτό και κατά το ΔΝΤ θα χρειαστεί επιπλέον ελάφρυνση ώστε να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα.
Αντιθέτως, σημειώνεται στην έκθεση, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί πιστεύουν ότι η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να διατηρήσει μακροπρόθεσμα πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2,2% του ΑΕΠ, ενώ την ίδια ώρα θα επιτυγχάνει ανάπτυξη της τάξης του 3%. Υπ' αυτές τις υποθέσεις το συμφωνημένο πακέτο μέτρων για το χρέος θα διασφαλίσει πράγματι, προσθέτει.
Στην έκθεση, όμως, το Ταμείο εμφανίζεται να ανησυχεί ότι η πιθανότητα πολιτικών αλλαγών σε κράτη μέλη της Ευρωζώνης θα μπορούσε να επηρεάσει τη δέσμευση για μακροπρόθεσμη στήριξη της Ελλάδας. Παράλληλα, σημειώνει ότι η γενική δέσμευση των Ευρωπαίων εταίρων για μελλοντική αναθεώρηση της απόφασης για το χρέος και η ανάληψη τυχόν νέων μέτρων ελάφρυνσης θα είναι δυνατή μόνο εφόσον η Ελλάδα συνεχίσει τις συμφωνημένες πολιτικές.
Οι προκλήσεις
Πρώτον, η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να προωθεί περαιτέρω την ανάπτυξη, με τη μείωση φόρων και την ενίσχυση δικτύων κοινωνικής προστασίας ενώ συγχρόνως θα διατηρεί τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που συμφωνήθηκαν με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Δεύτερον, απαιτείται δουλειά για την αποκατάσταση των αδύναμων τραπεζικών ισολογισμών και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο χρηματοικονομικό σύστημα.
Τρίτον, χρειάζονται επιπρόσθετες μεταρρυθμίσεις στον τομέα της εργασίας ώστε να ενισχυθεί η παραγωγικότητα και να γεφυρωθούν τα χάσματα ανταγωνιστικότητας. Ειδικά για τα εργασιακά, το ΔΝΤ επαναλαμβάνει τη θέση του για ευελιξία ως μέσο μείωσης της ανεργίας και ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας. Σε αυτό το πλαίσιο ζητά τη διατήρηση των μεταρρυθμίσεων που αφορούν στον κατώτατο μισθό, τις συλλογικές συμβάσεις και το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων.
Τέταρτον, χρειάζονται περαιτέρω μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο και ειδικότερα σε φορείς που ακόμα κρίνονται αναποτελεσματικοί.
Ωστόσο, σχολιάζει το Ταμείο, «με τις εκλογές να πλησιάζουν η κατεύθυνση των μεταρρυθμίσεων είναι αβέβαιη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου