Η κρίση «κούρεψε» τον εισοδηματικό προσδιορισμό της μεσαίας τάξης
Τι συμπεράσματα προκύπτουν από την ετήσια έρευνα εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης της ΕΛΣΤΑΤ
Δευτέρα, 24 Ιουνίου 2019 10:13
UPD:10:19
REUTERS/YORGOS KARAHALIS
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
ttsiros@naftemporiki.gr
ttsiros@naftemporiki.gr
Η μεσαία τάξη βρέθηκε -και παραμένει- στο επίκεντρο της προεκλογικής αντιπαράθεσης, με τα κόμματα που διεκδικούν την ψήφο του ελληνικού λαού στις 7 Ιουλίου να ερίζουν ως προς τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν από εδώ και στο εξής, αλλά και ως προς τα αποτελέσματα των πολιτικών που ακολουθήθηκαν μέχρι σήμερα.
Πριν η συζήτηση φτάσει στον αντίκτυπο των μέτρων που υιοθετήθηκαν μέχρι σήμερα, αλλά και στις προτάσεις για τις παρεμβάσεις που πρέπει να γίνουν από εδώ και πέρα, ανακύπτει το βασικό ερώτημα: Ποια είναι η μεσαία τάξη στην Ελλάδα σήμερα; Ουσιαστικά υπάρχουν δύο πηγές δεδομένων από τις οποίες μπορεί κάποιος να αντλήσει τον ορισμό τουλάχιστον με ποσοτικά κριτήρια.
Η πρώτη είναι η έρευνα εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης που πραγματοποιεί κάθε χρόνο η ΕΛΣΤΑΤ. Είναι μια δειγματοληπτική έρευνα η οποία διενεργείται σε δείγμα περίπου 24.300 νοικοκυριών ή περίπου 56.600 πολιτών.
Η δεύτερη είναι τα φορολογικά στοιχεία που συλλέγει η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) μέσω των φορολογικών δηλώσεων. Η έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ χαρακτηρίζει ως «μεσαία τάξη» τους εργένηδες με ατομικό εισόδημα από 5.373 ευρώ έως 11.200 ευρώ ετησίως, τους παντρεμένους με οικογενειακό εισόδημα από 11.795 ευρώ έως 16.800 ευρώ, τους συζύγους με δύο ανήλικα παιδιά κάτω των 14 ετών και εισόδημα από 11.283 ευρώ έως 23.520 ευρώ, όπως επίσης και τους παντρεμένους με δύο παιδιά άνω των 14 ετών και ετήσιες απολαβές από 10.746 ευρώ έως 22.400 ευρώ.
Η ΕΛΣΤΑΤ λαμβάνει υπόψη της το καθαρό εισόδημα που απομένει μετά την καταβολή των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών. Από την άλλη, υπάρχει η επεξεργασία των στοιχείων που αποτυπώνονται στις φορολογικές δηλώσεις. Από αυτήν προκύπτει το μέσο δηλωθέν εισόδημα ανά νοικοκυριό: 12.660 ευρώ για το νοικοκυριό των μισθωτών και 8.636 ευρώ για το νοικοκυριό των αυτοαπασχολουμένων. Αν πάλι υπολογιστεί το μέσο ατομικό εισόδημα -εξαιρουμένων μάλιστα αυτών που κάνουν μηδενική φορολογική δήλωση- προκύπτει μέσο ποσό της τάξεως των 9.125 ευρώ με βάση τις περσινές φορολογικές δηλώσεις. Και οι δύο αυτές πηγές άντλησης δεδομένων έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: η ακρίβεια εξαρτάται από την ειλικρίνεια των απαντήσεων.
Στην περίπτωση της ΕΛΣΤΑΤ τα αποτελέσματα εξαρτώνται από τις απαντήσεις των ερωτηθέντων, ενώ στην περίπτωση των φορολογικών δηλώσεων από το κατά πόσο αυτά που αναγράφονται στις φορολογικές δηλώσεις αποτυπώνουν και τα πραγματικά εισοδήματα. Προφανώς, στην περίπτωση των φορολογικών δηλώσεων το κίνητρο της απόκρυψης είναι πολύ μεγαλύτερο. Η απάντηση στον ερευνητή της ΕΛΣΤΑΤ δεν έχει οικονομικό αντίκρισμα, ενώ στην περίπτωση της εφορίας η ειλικρίνεια μεταφράζεται σε πρόσθετη επιβάρυνση και στο εκκαθαριστικό της εφορίας αλλά και στο ειδοποιητήριο του ασφαλιστικού ταμείου. Τα στοιχεία και της ΕΛΣΤΑΤ και της εφορίας προσφέρονται μόνο για ποσοτικές μετρήσεις και όχι για ποιοτικές. Για παράδειγμα, δεν αποτυπώνεται η «φυγή» σημαντικού τμήματος του πληθυσμού στο εξωτερικό για αναζήτηση καλύτερης εργασίας, κάτι που επίσης είναι αποτέλεσμα της μείωσης των εισοδημάτων αλλά και της υπερφορολόγησης.
Πού μπαίνουν οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ φτωχότερων και πλουσιότερων
H τελευταία έρευνα εισοδήματος της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής δημοσιεύτηκε την περασμένη Παρασκευή και αφορούσε το έτος 2018.
H τελευταία έρευνα εισοδήματος της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής δημοσιεύτηκε την περασμένη Παρασκευή και αφορούσε το έτος 2018.
Τα νοικοκυριά που πήραν μέρος ρωτήθηκαν για το ύψος του εισοδήματός τους κατά τη διάρκεια του 2017. Με βάση τις απαντήσεις, ο πληθυσμός ταξινομήθηκε σε τέσσερα ίσα (από πλευράς αριθμού ατόμων) τμήματα.
Έτσι, προέκυψαν οι διαχωριστικές γραμμές των φτωχότερων (1ο τεταρτημόριο) από τους μεσαίους (2ο και 3ο τεταρτημόριο) και τους πλουσιότερους (4ο τεταρτημόριο) βάσει εισοδήματος. Λαμβάνεται υπόψη το συνολικό καθαρό εισόδημα όπως προκύπτει μετά την αφαίρεση των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών. Συνυπολογίζεται το εισόδημα από την εργασία, την εκμετάλλευση της περιουσίας, αλλά ακόμη και τις κοινωνικές παροχές ή τις συντάξεις που χορηγούνται από το κράτος. Δεδομένου ότι η έρευνα αυτή διενεργείται κάθε χρόνο, υπάρχει και η δυνατότητα συγκρίσεων με τα προηγούμενα έτη και τα συμπεράσματα έχουν ως εξής:
1. Εργένηδες: Φτωχοί χαρακτηρίζονται όσοι έχουν ατομικές αποδοχές κάτω των 5.373 ευρώ. Αυτό το ποσό προφανώς μεταβάλλεται χρόνο με τον χρόνο, καθώς εξαρτάται από το συνολικό εισόδημα όλων των πολιτών. Αξίζει να σημειωθεί ότι, πριν ξεσπάσει η κρίση, το 2009 (εισοδήματα 2008) το όριο για να χαρακτηριστεί κάποιος ως φτωχός ήταν τα 8.000 ευρώ σε ετήσια βάση. Δηλαδή, το όριο έχει υποχωρήσει κατά 32,8%. Το χαμηλότερο ποσό καταγράφηκε το 2015 (εισοδήματα 2014) και έκτοτε έχει αρχίσει η ανοδική πορεία, με αποτέλεσμα σήμερα να βρισκόμαστε στα 5.373 ευρώ. Είναι σαφές ότι η μεταβολή του ορίου εξαρτάται από την πορεία του ΑΕΠ. Οι «μεσαίοι» εργένηδες είναι αυτοί που εμφανίζουν ατομικό εισόδημα από 5.373 ευρώ έως και 11.200 ευρώ, δηλαδή από 450 ευρώ έως και λιγότερα από 1.000 ευρώ τον μήνα. Το υψηλότερο όριο για τον διαχωρισμό του «μεσαίου» εργένη από τον πλούσιο καταγράφηκε το 2010 (εισοδήματα 2009) και ορίστηκε στα 17.000 ευρώ.
2. Παντρεμένοι: Φτωχό είναι ένα ζευγάρι αν εμφανίζει εισόδημα κάτω από 8.059 ευρώ όταν το 2009 το αντίστοιχο όριο ήταν στα 12.000 ευρώ, με το όριο της φτώχειας του παντρεμένου να έχει υποχωρήσει κατά 33%. Στη μεσαία τάξη κατατάσσονται τα ζευγάρια με αποδοχές από 8.059 έως 16.800 ευρώ, ενώ από αυτό το όριο και πάνω εντοπίζονται τα πλουσιότερα ζευγάρια. Πριν από την κρίση, για να συμπεριλαμβανόταν ένα ζευγάρι στο 25% του πλουσιότερου τμήματος του πληθυσμού έπρεπε να εμφανίζει εισόδημα άνω των 25.500 ευρώ.
3. Οικογένειες με παιδιά: Στην έρευνά της η ΕΛΣΤΑΤ διαφοροποιεί τα εισοδηματικά κριτήρια διαχωρισμού ανάλογα και με τον αριθμό αλλά και με την ηλικία των τέκνων, εκτιμώντας ότι άλλες είναι οι ανάγκες των παιδιών ηλικίας κάτω των 14 ετών και άλλες αυτών που έχουν ξεπεράσει αυτό το όριο. Έτσι:
- Για τις οικογένειες με ένα παιδί ηλικίας κάτω των 14 ετών φτωχή θεωρείται όποια έχει οικογενειακό εισόδημα κάτω από 9.671 ευρώ καθαρά, μεσαία όποια έχει αποδοχές από 9.671 έως 20.160 ευρώ και πλουσιότερη όποια έχει απολαβές άνω των 20.160 ευρώ. Το 2010, το όριο του 1ου τεταρτημορίου ήταν στα 14.356 ευρώ, ενώ το πάνω όριο για τη λεγόμενη «μεσαία τάξη» ανερχόταν στα 30.600 ευρώ μετά την αφαίρεση φόρων και ασφαλιστικών εισφορών. Ουσιαστικά, το 2018 (εισοδήματα 2017) τα όρια έχουν επανέλθει στα επίπεδα που ήταν το 2014 (εισοδήματα 2013). Το σημερινό όριο της μεσαίας τάξης (20.160 ευρώ) είναι κατά 360 ευρώ υψηλότερο σε σχέση με το αντίστοιχο του 2014 (19.800 ευρώ).
- Για τις οικογένειες με δύο παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών, στα φτωχότερα νοικοκυριά κατατάσσονται όσα δηλώνουν αποδοχές κάτω των 11.283 ευρώ. Προ δεκαετίας (2009 ή εισοδήματα 2008) το όριο αυτό ήταν στα 16.800 ευρώ άρα καταγράφεται πτώση της τάξεως του 33%. «Μεσαία» είναι σήμερα η οικογένεια με δύο μικρά παιδιά εφόσον έχει αποδοχές από 10.746 έως 22.400 ευρώ, ενώ οι πλουσιότερες οικογένειες είναι αυτές που δηλώνουν αποδοχές άνω των 22.400 ευρώ. Ακριβώς τη χρονιά που ξεκινούσε η κρίση (2009), το όριο της μεσαίας τάξης για τις οικογένειες με δύο παιδιά κάτω των 14 ετών, διαμορφωνόταν στα 35.700 ευρώ, κάτι που σημαίνει ότι καταγράφεται υποχώρηση 13.300 ευρώ τον χρόνο ή 1.110 ευρώ τον μήνα.
- Για τις οικογένειες με δύο παιδιά ηλικίας άνω των 14 ετών, η διαχωριστική γραμμή των φτωχότερων από τα μεσαία νοικοκυριά μπαίνει στα 10.746 ευρώ, με τα μεσαία στρώματα να εμφανίζονται με αποδοχές από 10.746 έως 22.400 ευρώ και τα πλουσιότερα να είναι αυτά που ξεπερνούν το όριο των 22.400 ευρώ. Το ανώτατο εισοδηματικό όριο της μεσαίας τάξης έφτανε το 2010 (εισοδήματα 2009) στα 34.000 ευρώ. Υποχώρησε στα 21.720 ευρώ το 2015 (εισοδήματα 2014) και σήμερα ανέρχεται στα 22.400 ευρώ. Από αυτή τη στατιστική αντλεί την επιχειρηματολογία του και το υπουργείο Οικονομικών, το οποίο σε ανακοίνωσή του την Παρασκευή υποστήριζε ότι το εισόδημα της μεσαίας τάξης αυξήθηκε την περίοδο 2015-2017 κατά 680 ευρώ. Είναι η διαφορά από τα 21.720 έως τα 22.400 ευρώ, η οποία αποτελεί βελτίωση της τάξεως του 3% στις ετήσιες καθαρές αποδοχές.
Σταθερή παραμένει η κατανομή των εισοδημάτων
Ανεξαρτήτως σύνθεσης του νοικοκυριού, το συνολικό εισόδημα κατανέμεται ως εξής: Το 25% του φτωχότερου τμήματος του πληθυσμού μοιράζεται το 10% του συνολικού εισοδήματος των νοικοκυριών. Το ποσοστό αυτό πρακτικά ήταν το ίδιο και πριν από την κρίση. Και πάλι τα φτωχότερα στρώματα μοιράζονταν το 9,9% του συνολικού εισοδήματος με βάση τα στοιχεία του 2009. Κατά τη διάρκεια της κρίσης το ποσοστό περιορίστηκε έως και το 8,7% (εισοδήματα 2011), για να αυξηθεί την τελευταία διετία κυρίως λόγω των έκτακτων μερισμάτων και των κοινωνικών επιδομάτων. Το 50% του πληθυσμού με τα μεσαία εισοδήματα εισπράττει το 44% του συνολικού εισοδήματος, ποσοστό που επίσης δεν έχει εμφανίσει σημαντικές διαφοροποιήσεις κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Όσο για το πλουσιότερο 25% του πληθυσμού της χώρας, παραδοσιακά εισπράττει ποσοστό της τάξεως του 46%-47% του συνολικού εισοδήματος. Το ποσοστό του 45,9% που καταγράφηκε το 2018 (εισοδήματα 2017) είναι το χαμηλότερο ολόκληρης της περιόδου από το 2008 έως το 2018.
Ανεξαρτήτως σύνθεσης του νοικοκυριού, το συνολικό εισόδημα κατανέμεται ως εξής: Το 25% του φτωχότερου τμήματος του πληθυσμού μοιράζεται το 10% του συνολικού εισοδήματος των νοικοκυριών. Το ποσοστό αυτό πρακτικά ήταν το ίδιο και πριν από την κρίση. Και πάλι τα φτωχότερα στρώματα μοιράζονταν το 9,9% του συνολικού εισοδήματος με βάση τα στοιχεία του 2009. Κατά τη διάρκεια της κρίσης το ποσοστό περιορίστηκε έως και το 8,7% (εισοδήματα 2011), για να αυξηθεί την τελευταία διετία κυρίως λόγω των έκτακτων μερισμάτων και των κοινωνικών επιδομάτων. Το 50% του πληθυσμού με τα μεσαία εισοδήματα εισπράττει το 44% του συνολικού εισοδήματος, ποσοστό που επίσης δεν έχει εμφανίσει σημαντικές διαφοροποιήσεις κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Όσο για το πλουσιότερο 25% του πληθυσμού της χώρας, παραδοσιακά εισπράττει ποσοστό της τάξεως του 46%-47% του συνολικού εισοδήματος. Το ποσοστό του 45,9% που καταγράφηκε το 2018 (εισοδήματα 2017) είναι το χαμηλότερο ολόκληρης της περιόδου από το 2008 έως το 2018.
Τι δείχνει η εφορία
Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της εφορίας αφορούν τα εισοδήματα του 2017. Συνολικά υποβλήθηκαν 6,37 εκατομμύρια φορολογικές δηλώσεις και από αυτές:
Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της εφορίας αφορούν τα εισοδήματα του 2017. Συνολικά υποβλήθηκαν 6,37 εκατομμύρια φορολογικές δηλώσεις και από αυτές:
α. 3,75 εκατομμύρια ή το 59% του συνόλου δήλωσε εισόδημα έως και 10.000 ευρώ. Η μεγάλη πλειοψηφία αυτών είναι εργένηδες (2,717 εκατομμύρια) ή ζευγάρια παντρεμένων χωρίς παιδιά (471.822). Ωστόσο, υπάρχουν και 269.614 οικογένειες με ένα παιδί που δηλώνουν εισόδημα έως και 10.000 ευρώ, όπως επίσης και 226.119 οικογένειες με δύο παιδιά. Να σημειωθεί ότι η κατανομή γίνεται με βάση το δηλωθέν φορολογητέο εισόδημα στο οποίο δεν περιλαμβάνονται τα επιδόματα.
β. 1,55 εκατομμύριο νοικοκυριά ή το 24% του συνόλου δηλώνει αποδοχές από 10.000 έως 20.000 ευρώ. Είναι 692.493 εργένηδες, 512.334 παντρεμένοι, 165.474 οικογένειες με ένα παιδί και 148.769 οικογένειες με δύο παιδιά.
γ. Ετήσιες αποδοχές από 20.000 έως 50.000 ευρώ δηλώνουν μόλις 946.344 νοικοκυριά, δηλαδή το 15% του συνόλου. Συνολικά το εισόδημά τους φτάνει στα 27,77 δισ. ευρώ κάτι που σημαίνει ότι αντιστοιχούν περίπου 29.344 ευρώ ανά νοικοκυριό. Αυτή η κατηγορία πληρώνει φόρους 3,6 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου το 44% του συνόλου. Στην εισοδηματική κατηγορία των 20.000 έως 50.000 ευρώ ανήκουν 183.115 εργένηδες, 383.252 παντρεμένοι χωρίς παιδιά, 161.314 οικογένειες με ένα παιδί και 177.575 οικογένειες με δύο παιδιά.
δ. Αποδοχές άνω των 50.000 ευρώ δηλώνουν 117.019 νοικοκυριά. Τα φορολογητέα εισοδήματά τους ανέρχονται σε 10,364 δισ. ευρώ προ φόρων, 7,76 δισ. ευρώ μετά φόρων. Άρα, οι «πλουσιότεροι» της χώρας (σε επίπεδο νοικοκυριών) έχουν προ φόρων εισόδημα 88.569 ευρώ ετησίως και 66.381 ευρώ αν αφαιρεθεί ο φόρος εισοδήματος. Οι εργένηδες με αποδοχές άνω των 50.000 ευρώ είναι ελάχιστοι (μόλις 15.484). Οι παντρεμένοι χωρίς παιδιά είναι 36.149 και από εκεί και πέρα υπάρχουν 25.392 οικογένειες με ένα παιδί και 33.182 οικογένειες με δύο παιδιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου