Στις 4 Οκτωβρίου 2019 δημοσιεύτηκαν από την Ολομέλεια του Συμβούλιου της Επικρατείας οι υπ’ αρ. 1880-1882, 1889-1890/2019 αποφάσεις, με τις οποίες κρίθηκαν εν συνόλω τα ζητήματα συνταγματικότητας του ν.4387/2016 [νόμος Κατρούγκαλου], βάζοντας έτσι τέλος στην διετή αναμονή χιλιάδων ασφαλισμένων και συνταξιούχων, που είχαν προσφύγει ενώπιον του.
Υπενθυμίζεται, ότι οι προσφυγές μας αφορούσαν σε όλες σχεδόν τις επιμέρους παραμέτρους του νόμου, ήτοι περικοπές σε κύριες και επικουρικές συντάξεις, εισφορές ελευθέρων επαγγελματιών, νέα ποσοστά αναπλήρωσης, πλαφόν στο ύψος των συντάξεων, ασφάλιση των δημοσίων υπαλλήλων στον ΕΦΚΑ. Την ίδια στιγμή, η Ολομέλεια κρίνοντας συνολικά επί του θέματος της συνταγματικότητας του νόμου 4387/2016, καθόρισε επί της ουσίας την τύχη χιλιάδων προσφυγών, που εκκρεμούν ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων αλλά και του ίδιου του ασφαλιστικού συστήματος, αφού η Κυβέρνηση καλείται να νομοθετήσει εκ νέου για διατάξεις εκείνες, που κρίθηκαν αντισυνταγματικές.
Ας δούμε λοιπόν, τι αποφάσισε το Συμβούλιο της Επικρατείας για κάθε ένα από τα θέματα, που κρίθηκαν. Αναφορικά με τις κύριες συντάξεις, με τα δικόγραφα των προσφυγών μας επικαλούμασταν, ότι ο νόμος 4387/2016, κατά το μέτρο, που προέβη σε επανυπολογισμό όλων των κύριων συντάξεων, στην λογική βασικής και αναλογικής συντάξεως, λαμβάνοντας ως βάση υπολογισμού την καταβαλλόμενη στις 31/12/2014 σύνταξη είναι αντισυνταγματικός, αφού ο νομοθέτης δεν έλαβε υπόψη του και δεν εφήρμοσε, τις εκδοθείσες από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας υπ’ αρ. 2287-2288/2015 αποφάσεις, με τις οποίες είχαν κριθεί αντισυνταγματικές οι περικοπές, που επιβλήθηκαν με τους ν. 4051/2012 και 4093/2012. Με την υπ’ αρ. 1890/2019 απόφαση, η Ολομέλεια με οριακή ομολογουμένως πλειοψηφία δεκατριών ψήφων έναντι δώδεκα, αποφάνθηκε, ότι ο νομοθέτης δεν κωλύεται να προβεί σε νέο υπολογισμό των κύριων συντάξεων αφού μάλιστα δεν προκύπτει, ότι ο νομοθέτης εισάγοντας το νέο σύστημα, δεν έλαβε υπόψη του τις προηγηθείσες αποφάσεις του Δικαστηρίου. Με τον τρόπο αυτό το Συμβούλιο της Επικρατείας έκλεισε τον κύκλο χιλιάδων προσφυγών, με τις οποίες συνταξιούχοι όλων των ασφαλιστικών φορέων, διεκδικούν τις διαφορές, που προκύπτουν στις καταβαλλόμενες κύριες συντάξεις τους από τον Μαϊο 2016 μέχρι και σήμερα, με την μορφή προσωπικής διαφοράς. Ανοιχτό, βεβαίως, παραμένει ακόμα το θέμα της διεκδίκησης των αναδρομικών για το διάστημα από τον Ιούνιο 2015 μέχρι και τον Μαϊου 2016, όταν η Κυβέρνηση, παρά την έκδοση των προηγούμενων αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, που έκριναν αντισυνταγματικούς τους νόμου 4051/2012 και 4093/2012 συνέχισε να καταβάλει μειωμένες συντάξεις. Πρέπει τέλος, να σημειωθεί, ότι αντισυνταγματικά κρίθηκαν τα ποσοστά αναπλήρωσης του νόμου Κατρούγκαλου, καθώς θεωρήθηκαν εξαιρετικά χαμηλά, στοιχείο, το οποίο αναμένεται να επιφέρει αυξήσεις στις καταβαλλόμενες συντάξεις.
Αναφορικά με τις επικουρικές συντάξεις, με την υπ’ αρ. 1889/2019 απόφαση, έγινε δεκτή η ασκηθείσα εκ μέρους μου για λογαριασμό της ΑΔΕΔΥ προσφυγή, με την οποία επικαλούμασταν, ότι οι διατάξεις του ν. 4387/2016 με τις οποίες επήλθε μείωση των καταβαλλόμενων επικουρικών συντάξεων είναι αντισυνταγματικές. Βασικός ισχυρισμός μας στην εν λόγω υπόθεση, που υιοθετήθηκε πλήρως από το Δικαστήριο ήταν, ότι πριν την θέσπιση του ΕΤΕΑΕΠ, δεν είχε προηγηθεί επιστημονικά εμπεριστατωμένη αναλογιστική μελέτη, μέσω της οποίας να τεκμηριώνεται η αναγκαιότητα θέσπισης των εισαγόμενων ρυθμίσεων. Ιδιαίτερης μνείας αξίζει το γεγονός, ότι το Συμβούλιο επανέλαβε τον συνταγματικό κανόνα, ότι το Κράτος οφείλει να εγγυάται την καταβολή όχι μόνο κύριων αλλά και επικουρικών συντάξεων. Την ίδια στιγμή, βεβαίως, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη το δημοσιονομικό κόστος, που συνεπάγεται η περί αντισυνταγματικότητας κρίση του, οριοθέτησε το ακυρωτικό αποτέλεσμα της απόφασης του από την έκδοση αυτής και για το μέλλον. Με τον τρόπο αυτό, το Συμβούλιο έκλεισε επί της ουσίας τον δρόμο σε νέες διεκδικήσεις για όσους εκ των συνταξιούχων δεν είχαν ήδη πριν την δημοσίευση της απόφασης ασκήσει αγωγή, ζητώντας την καταβολή των οφειλόμενων αναδρομικών, από τις περικοπές στις επικουρικές τους συντάξεις. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, η Κυβέρνηση καλείται άμεσα να νομοθετήσει αναφορικά με τις επικουρικές συντάξεις, λαμβάνοντας ομοίως υπόψη της, ότι το Συμβούλιο έκρινε αντισυνταγματικό και το πλαφόν των 1300 ευρώ στο άθροισμα κύριας και επικουρικής σύνταξης, στοιχείο, που δικαιώνει ομοίως δεκάδες συνταξιούχους, που είχαν προσφύγει δικαστικά.
Στο ζήτημα των εισφορών των ελευθέρων επαγγελματιών, το Συμβούλιο δέχτηκε, ότι το σύστημα καθορισμού εισφορών με βάση το εισόδημα, είναι αντισυνταγματικό, βάζοντας βεβαίως για μία ακόμα φορά φρένο σε όσες δικαστικές διεκδικήσεις δεν είχαν ήδη ασκηθεί πριν την έκδοση της απόφασης, αφού και οι διατάξεις αυτές κρίθηκαν αντισυνταγματικές με περιορισμένη αναδρομικότητα. Εκτενής αναφορά γίνεται τέλος, στην ένταξη των δημοσίων υπαλλήλων στον ΕΦΚΑ, η οποία κρίθηκε ότι δεν αντίκειται στο Σύνταγμα, αφού ο νομοθέτης δεν κωλύεται να διαμορφώσει ένα κοινό ασφαλιστικό σύστημα για όλους τους ασφαλισμένους όλης της Χώρας.
Κάνοντας έναν μικρό απολογισμό μίας προσπάθειας αρκετών ετών για την αποκατάσταση του ύψους των συντάξεων, σε επίπεδα, που να διασφαλίζουν την βιωσιμότητα του ασφαλιστικούς συστήματος και παράλληλα την βιωσιμότητα των ιδίων των συνταξιούχων, πρέπει να ομολογήσει κανείς, ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας, έκανε μερικά βήματα μπροστά και αρκετά βήματα πίσω. Το πλέον απογοητευτικό ίσως στις αποφάσεις αυτές είναι το γεγονός, ότι το Δικαστήριο με μία επιχειρηματολογία, που κατά την ταπεινή μου άποψη δεν είναι απολύτως πειστική, ανήρεσε την προηγούμενη νομολογία του για τις κύριες συντάξεις, προτάσσοντας την βιωσιμότητα του συστήματος έναντι της ανάγκης διασφάλισης ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης των συνταξιούχων.
Την ίδια στιγμή, η κρίση περί μερικής αντισυνταγματικότητας του νόμου δικαιώνει πολλές από τις διατυπωθείσες επί σειρά ετών πάγιες θέσεις μας, αναδεικνύοντας την ανάγκη μίας νέας ασφαλιστικής παρέμβασης, που θα επιλύσει τις στρεβλώσεις και θα ανοίξει το δρόμο για ένα ασφαλιστικό σύστημα, που γνώμονα του θα έχει τον ασφαλισμένο και τον συνταξιούχο και όχι την γενική και στερούμενη ουσιαστικής σημασίας, ανάγκη διασφάλισης της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος.
Ένα είναι βέβαιο: οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας αποτελούν μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για έναν ουσιαστικό και ειλικρινή δημόσιο διάλογο και για μια ακόμα πιο ουσιαστική και έντιμη μεταρρύθμιση, την οποία έχει ανάγκη το ασφαλιστικό σύστημα στην χώρα μας.
Η Μαρία-Μαγδαληνή Τσίπρα είναι δικηγόρος – εργατολόγος. Ειδικεύεται στις εργασιακές σχέσεις του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα. Ως νομικός σύμβουλος της ΑΔΕΔΥ, έχει αντιπροσωπεύσει πολλάκις την Ομοσπονδία των Δημοσίων Υπαλλήλων στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια και στους Διεθνείς Οργανισμούς.
Δείτε όλα τα άρθρα της Μαρίας-Μαγδαληνής Τσίπρα στο fpress.gr ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου