Το πρώτο εξάμηνο του 2020 στο ανώτατο επίπεδο της δικαιοσύνης αναμένεται να ξεκαθαριστούν σημαντικές υποθέσεις με αντίκτυπο είτε στα οικονομικά χιλιάδων νοικοκυριών, είτε σε αυτά μεγάλων τραπεζικών ιδρυμάτων καθώς αφορούν δάνεια πελατών και επικούρηση υπαλλήλων τους, είτε τέλος στον κρατικό προϋπολογισμό.
Οι τριετίες στον ιδιωτικό τομέα, τα αναδρομικά των συνταξιούχων, η «τύχη» του Λογαριασμού Επικούρησης (ΛΕΠΕΤΕ) που αφορά συνταξιούχους της Εθνικής Τράπεζας καθώς και το τι τελικά θα γίνει με τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο, μπαίνουν το επόμενο διάστημα στο «μικροσκόπιο» των ανώτατων δικαστικών λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου.

Οι τριετίες
Εντός του πρώτου 4μήνου του 2020 αναμένεται να εκδοθεί η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας που θα κρίνει την τύχη των 3ετιών.
Εφόσον η κρίση του Ανώτατου Δικαστηρίου είναι θετική για τους εργαζόμενους, τότε οι μισθοί θα πρέπει να συνεχίσουν να καταβάλλονται στα σημερινά επίπεδα, στο ύψος δηλαδή που διαμορφώθηκαν από τον Φλεβάρη του 2019 και μετά με την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 650 ευρώ.
Σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή γίνει δεκτή η προσφυγή που έχει καταθέσει ο ΣΕΒ , τότε χιλιάδες μισθωτοί θα χάσουν τα επιδόματα προϋπηρεσίας, για τα οποία ισχύει πλαφόν προσαύξησης στο 30% του μισθού.
Μέσω των επιδομάτων των τριετιών, οι παλαιοί εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα που αμείβονται με τον κατώτατο και είχαν προυπηρεσία πριν τον Φεβρουάριο του 2012 κερδίζουν έως και 195 ευρώ επιπλέον το μήνα, κατοχυρώνοντας έτσι μισθό έως 845 ευρώ το μήνα.
Αυτά χάνονται ενώ αν επιδικαστούν και αναδρομικά, οι απώλειες των επιδομάτων θα «μετρούν» από τον Φεβρουάριο του 2019.
Το διάστημα αυτό τέθηκε σε ισχύ η εγκύκλιος Αχτσιόγλου, την ακύρωση της οποίας ζητούν οι βιομήχανοι.
Στο μεταξύ, τον Φεβρουάριο του 2020 πρέπει να εκκινήσει ξανά η διαδικασία για την  αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού των 650 ευρώ, διαδικασία η οποία θα ολοκληρωθεί τον Ιούνιο του 2020.
Τα αναδρομικά
Και η τύχη των αναδρομικών των συνταξιούχων … παίζεται στην δικαστική ρουλέτα το 2020. Το πρώτο δεκαήμερο του έτους θα συνεδριάσει η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έπειτα από σχετική αίτηση του ΕΦΚΑ, ο οποίος επιχειρεί να ξεκαθαρίσει σωρευτικά όλα τα παράθυρα των διεκδικήσεων από 1-1-2013 έως 31-12-2018.
Η μείζων σύνθεση της Ολομέλειας του ΣτΕ, λόγω της όλως εξαιρετικής σπουδαιότητας της υπόθεσης, καλείται να κρίνει εκ νέου τα νομικά ζητήματα που κρίθηκαν με τις αποφάσεις 2287/2015 και 2288/2015.
Μεταξύ των άλλων αιτημάτων επιδιώκεται να κριθεί εκ νέου από το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο της χώρας ότι οι σχετικές διατάξεις των Ν. 4051/12 και 4093/12 που περιέκοψαν συντάξεις και κατήργησαν τα επιδόματα των δώρων και αδείας είναι συνταγματικές.
Τα δυο σενάρια που επικρατούν για την κρίσιμη συνεδρίαση του ΣτΕ της 10ης Ιανουαρίου 2020 είναι τα παρακάτω:
  1. Να κρίνει η Ολομέλεια του ΣτΕ ότι είναι συνταγματικές οι περικοπές, δηλαδή να αναιρέσει το ίδιο το δικαστήριο την απόφαση που πήρε το 2015. Υπενθυμίζεται ότι οι μνημονιακές περικοπές στις κύριες και επικουρικές συντάξεις καθώς και η περικοπή των δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και του επιδόματος αδείας έχουν κριθεί αντισυνταγματικές, με τις αποφάσεις τής Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (υπ’ αριθμ. 2287-2290/2015), με τις αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου (υπ’ αριθμ. 1-4/2018) και με τις υπ’ αριθμ. 127/2016 και 1227/2018 αποφάσεις της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Νέες πρόσφατες αποφάσεις δικαιώνουν συνταξιούχους και διατάσσουν την άμεση επιστροφή των παρανόμως παρακρατηθεισών περικοπών, καθώς και την εφεξής και κατ’ έτος καταβολή τους, και μάλιστα εντόκως.
Στις 10 Ιανουαρίου 2020 λοιπόν θα εξεταστούν οι διεκδικήσεις αναδρομικών για: Την περίοδο από 12-5-2016 μέχρι 31-12-2018 (από την ψήφιση του νόμου Κατρούγκαλου έως και την πρεμιέρα του επανυπολογισμού). Την περίοδο από 1-1-2013 έως 11-5-2016 (πριν από τον νόμο Κατρούγκαλου, εντός της οποίας τοποθετείται το περίφημο 10μηνο).
Ο ΕΦΚΑ ρωτά μάλιστα αν οι εν λόγω περικοπές του 2012 μπορούν εν τέλει να κριθούν τώρα συνταγματικές, κόντρα στην απόφαση – βόμβα του 2015, εφόσον υποβληθεί ετεροχρονισμένα «εμπεριστατωμένη επιστημονική μελέτη» που να αποδεικνύει τη συνταγματικότητα των τότε μειώσεων.
Τα αναδρομικά που κρίνονται στις 10-1-2020 στο ΣτΕ αφορούν τις περικοπές του 2012 που κρίθηκαν αντισυνταγματικές το 2015:
-Τn Μείωση κατά 12% στο τμήμα της κύριας σύνταξης που υπερβαίνει τα 1.300 ευρώ.
-Τn Μείωση κατά 5%-20% στο άθροισμα κύριας και επικουρικής που υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ.
-Τη μείωση στις επικουρικές από το πρώτο ευρώ κατά 10%-20%.
-Τn πλήρη περικοπή των δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και του επιδόματος αδείας για τις κύριες και επικουρικές.

Ο ΛΕΠΕΤΕ
Οι 17.000 συνταξιούχοι της Εθνικής Τράπεζας αναμένουν την κρισιμότατη απόφαση του Αρείου Πάγου για την υπόθεση του Λογαριασμού Επικούρησης (ΛΕΠΕΤΕ), που ουσιαστικά θα κρίνει την έκβαση μιας μακράς αντιδικίας, στη διάρκεια της οποίας έχουν εκδοθεί, σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, αντιφατικές μεταξύ τους αποφάσεις.
Η  υπόθεση έφθασε στον Άρειο Πάγο κατόπιν πρωτοβουλίας της Εθνικής, που προχώρησε σε ένα σημαντικό δικονομικό ελιγμό: μετά την αρχική έκδοση απόφασης σε βάρος της, σε πρώτο βαθμό, η τράπεζα «παρέκαμψε» το Εφετείο και έφερε το θέμα απευθείας στον Άρειο Πάγο, πιθανότατα για να εξασφαλίσει ότι θα επιταχυνθεί η έκδοση μιας αμετάκλητης απόφασης.
Η τράπεζα έχει εκτιμήσει κατ’ επανάληψη και σε σχετικές σημειώσεις των οικονομικών της καταστάσεων ότι η τελική έκβαση της αντιδικίας με τους εργαζομένους θα είναι θετική για την ίδια και δεν θα υποχρεωθεί να επιβαρυνθεί με πληρωμές για την επικούρηση των συνταξιούχων.
Πριν περάσει στον Άρειο Πάγο η υπόθεση του ΛΕΠΕΤΕ, μια νέα απόφαση πρώτου βαθμού, από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (με αριθμό 2413/2019) δημιούργησε θετικό κλίμα στις τάξεις των συνταξιούχων, αν και δεν προδικάζει σε καμία περίπτωση, όπως σημειώνουν νομικοί, την έκβαση της δίκης στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Η εν λόγω απόφαση δέχεται ένα βασικό επιχείρημα των συνταξιούχων, ότι η παροχή του ΛΕΠΕΤΕ, όπως προκύπτει «από την επισκόπηση του Κανονισμού Λειτουργίας του και με γνώμονα τόσο την γραμματική ερμηνεία των διατάξεών του, αλλά και τον σκοπό τον οποίο εξυπηρετούσε η σύσταση και η λειτουργία του, αποτελούσε μία κατά κυριολεξία μισθολογική παροχή, μέσω συγκεντρώσεως περιουσίας».
Αυτός ο χαρακτήρας της παροχής, όπως εξηγείται στο σκεπτικό της ίδιας απόφασης, «καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι με την έγκριση του Κανονισμού Λειτουργίας του ΛΕΠΕΤΕ από το Διοικητικό Συμβούλιο της εναγομένης (σ.σ.: της Εθνικής Τράπεζας) και τις ακόλουθες τροποποιήσεις του με αποφάσεις αποκλειστικά του Δ.Σ. της εναγομένης και όχι με νομοθετικές παρεμβάσεις, ο όρος αυτός (περί μηνιαίας παροχής) θεωρείται μέρος των ατομικών συμβάσεων εργασίας των εργαζομένων και υπόκειται και υπόκειται στην αρχή περί τηρήσεως των συμπεφωνημένων (pacta sunt servanda)».
Περαιτέρω, η απόφαση υπεισέρχεται στο θέμα της διαχείρισης των πόρων του ΛΕΠΕΤΕ, τονίζοντας ότι αυτός «χρηματοδοτείτο και με ιδίους πόρους των εργαζομένων, που μέσω της μισθοδοσίας τους παρακρατούνταν ανάλογα ποσά αποδοχών προκειμένου να λειτουργήσει». Η κατάθεση των εισφορών αυτών «δεν λειτουργούσε ούτε ως χρηματιστηριακή συναλλαγή, ούτε και ως επισφαλές επενδυτικό προϊόν τοποθετήσεων της διαχειριστικής επιτροπής».
Συνεπώς, «προκύπτει ο μισθολογικός χαρακτήρας της εν λόγω παροχής και όχι ένα επικουρικό ασφαλιστικό ταμείο των εργαζομένων της εναγομένης εταιρείας το οποίο και ενδεχομένως θα ήταν αμφιλεγόμενο από νομική υπόσταση, σύμφωνα με το καταστατικό και τους σκοπούς ίδρυσής του».
Ο Κανονισμός, κατά την ίδια απόφαση, «συνιστά μία σύμβαση μεταξύ της εναγομένης και των εργαζομένων της», ενώ «πουθενά δεν γίνεται λόγος για περίπτωση ολοκληρωτικής διακοπής της παρoχής, όχι με πρόθεση το θέμα να αφεθεί αρρύθμιστο, αλλά για να θεωρείται ότι η χορήγηση της συγκεκριμένης παροχής είναι εγγυημένη, κυρίως ως εργοδοτική της υποχρέωση για τη χορήγηση της, με μόνη ανεκτή τη μη αναπροσαρμογή του μόνο προς τα επάνω και σε καμία περίπτωση η περικοπή του».
Η Εθνική είναι υποχρεωμένη σε κάθε περίπτωση να καλύπτει με χρηματοδότηση τον ΛΕΠΕΤΕ. «Ακόμη και σε περίπτωση μη ύπαρξης αποθεματικού στο ΛΕΠΕΤΕ (…) η εναγόμενη εταιρεία ως προνοούσα εργοδότις πάντοτε στήριζε με οικονομική παροχή τη λειτουργία του ΛΕΠΕΤΕ. (…) Το αποθεματικό του ΛΕΠΕΤΕ θα έπρεπε (με βάση την χρηστή διαχείρισή του και την πρόνοια και ορθό σχεδιασμό της εναγομένης να τον διατηρεί ικανό να συνεχίζει τη μηνιαία αυτή παροχή».
Προηγούμενη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (759/2019), επίσης δικαίωνε πλήρως τους συνταξιούχους, κρίνοντας ότι ο ΛΕΠΕΤΕ αποτελεί Λογαριασμό Εγγυημένων και Καθορισμένων Παροχών και απορρίπτοντας τον ισχυρισμό της τράπεζας ότι αποτελεί ένα επικουρικό ασφαλιστικό ταμείο των εργαζομένων της ΕτΕ.

Ελβετικό φράγκο
Εντός του 2020 αναμένεται και η απόφαση του Αρείου Πάγου , ως προς τη  συλλογική  αγωγή 4.500 δανειοληπτών σε βάρος της Τράπεζας Eurobank, για το ζήτημα των δανείων  σε ελβετικό φράγκο.
Αυτό που θα απαντηθεί είναι αν η καταβολή των δόσεων θα είναι ισόποση σε ευρώ βάσει της ισοτιμίας που υφίστατο κατά το χρόνο εκταμίευσης του δανείου ή όχι.
Η υπόθεση έφτασε στην Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, μετά από αναίρεση που ασκήθηκε κατά εφετειακής απόφασης.
Η απόφαση αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον καθώς θα κρίνει την τύχη περίπου 35.000 δανειακών συμβάσεων σε ελβετικό φράγκο οι οποίες συνήφθησαν το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα, και ενώ ο συνολικός αριθμός των δανειοληπτών σε ελβετικό φράγκο υπολογίζεται περίπου στις 70.000. Το μεγαλύτερο μέρος  των επίμαχων δανειακών συμβάσεων καταρτίστηκε την περίοδο 2006-2008 και το συνολικό τους ύψος υπολογίζεται στα 13 δισ. ευρώ.